1 (14)

Η πιο πένθιμη ώρα του χρόνου είναι όταν ορμά ο ήλιος με όλη την εκτυφλωτικά λαμπερή ζωοποιό δύναμή του πάνω στα μάρμαρα των κοιμητηρίων, όπου η αντιπαραβολή του θανάτου, της παγερής και ερεβώδους –πλην ασύλληπτης- έννοιας, με το φως και τη θέρμη του καλοκαιριού κάνει εύγλωττο το κυρίαρχο δίπολο της ύπαρξης. Σ’ αυτό το πένθιμο σκηνικό αποχαιρετήσαμε για πάντα έναν φίλο, κι αλήθεια σπουδαίο άνθρωπο, πριν από ενάμιση μήνα, κάποια Δευτέρα στα μέσα του Ιούνη. Και κάπου εκεί αναμετρηθήκαμε πάλι με το άπειρο και το μηδέν. Δεν έχω καταφέρει ποτέ να ρίξω στο νεκρό μια χούφτα χώμα, ίσως από κάποια άρνηση για την μεγάλη ήττα, λες και δε θα θαφτεί αν εγώ του στερήσω όσο χώμα χωράει στην παλάμη μου. Του άφησα ένα χρυσάνθεμο και άθελά μου σκέφτηκα «εσύ γλίτωσες». Όμως αυτός ο άνθρωπος ήταν ερωτευμένος με τη ζωή, παρόλαυτα. Καθώς κατηφορίζαμε από το ύψωμα όπου βρίσκεται ο τάφος του, έβλεπα ένα ποτάμι ανθρώπων με σκούρα ρούχα να ξεχύνεται αργά, σκυφτό και θλιμμένο. Αν τους ένωνες σαν τελίτσες έναν-έναν ξεχωριστά, με τον φίλο που χάθηκε, θα σχηματιζόταν ένα νοητό γαϊτανάκι, της κοινής κατάληξης, αλλά και της κοινής αγάπης προς τον εκλιπόντα. Όμως αν χαρτογραφούσες με τον ίδιο τρόπο τις έριδες, τις συγκρούσεις και τις ρήξεις ανάμεσα στους ζωντανούς, θα σχηματιζόταν ένα τρομακτικό πλέγμα θυμού. Όχι μίσους. Κανένας δε μισεί κανέναν. Υπάρχει όμως πάρα πολύς θυμός, οργή, ματαίωση, οδύνη, άγχος, πολλά πραγματικά προβλήματα.

Οι άνθρωποι που τραβούν κάποιο μεγάλο ζόρι είναι οι πιο καλοί αγωγοί της τρέλας που πυροδοτείται από τις συνθήκες της εποχής. Άλλος έχει μπαφιάσει από τη μοναξιά, άλλος έχει παριχαρακωθεί στη ματαίωση, άλλος κουβαλά την απελπισία μίας ανίατης πάθησης, άλλος έχει πνιγεί στα χρέη. Και τόσα ακόμα. Θα γίνουν ετεροκαταστροφικοί, αυτοκαταστροφικοί ή και τα δύο. Κανένας δε θα θελήσει να πει, η ζωή είναι ωραία, παρόλαυτα, όπως διακήρυξε ο Ρομπέρτο Μπενίνι στην ομώνυμη ταινία, όπως επέμενε να λέει ο φίλος μας ο ποιητής που χάσαμε.

Με υλικά ασχήμιας, με μικρότητες, με ευτέλεια, με χυδαιότητα, χτίζουμε τη μεγάλη λήθη γύρω από το τέλος της ζωής, ακριβώς γιατί πια η ζωή φέρει τη φριχτή αποφορά του θανάτου, γιατί έχουμε ανάγκη να ξεχάσουμε τι μας έλαχε να ζήσουμε. Θα πεθάνουμε. Δεν υπάρχει κάτι πιο βέβαιο από αυτό. Δεν τη γλίτωσε κανείς, από όσο ξέρω. Όμως για όσο είμαστε ακόμα εδώ, ας βρούμε τρόπους να αγαπηθούμε ή ας αφήσουμε τον άλλο στην ησυχία του μια και καλή. Η ένταση των πραγμάτων είναι πια στο μάξιμουμ. Η καθημερινότητα είναι τόσο εκκωφαντική που δεν επιτρέπει να ακούσεις πια αυτό που μέσα σου ψελλίζει πόσο ένας τυχαίος περαστικός είσαι σ’ αυτόν τον κόσμο. Ξεχάσαμε το αυτονόητο. Κι έρχονται οι αγαπημένοι με τις οριστικές αποχωρήσεις τους να μας το θυμίσουν