Αν θέλετε να εξηγήσετε σε κάποιον το νόημα της φράσης «προφάσεις εν αμαρτίαις», μπορείτε απλά να του διαβάσετε την χθεσινή ανακοίνωση του ΣΚΑΪ. Ήρθε να κλείσει με τον πλέον αναμενόμενο (κι ανεπαρκή) τρόπο το 48ωρο δράμα που ακολούθησε όσα απαράδεκτα βγήκαν από το στόμα του παίκτη του Big Brother που κοκορεύτηκε on camera ότι σε όποια δεν του κάθεται για να «αδειάσει το πακέτο», επιφυλάσει «βίασμα». Η απολογία πάει κάπως έτσι: Να εδώ κάποιο «παιδί» δεν πρόσεξε «παρότι είχαν ληφθεί μέτρα», ασφαλώς «σφάλμα δίχως πρόθεση», ξέρετε «ανθρώπινο λάθος εργαζόμενου», σίγουρα «φαινόμενο που δεν ανεχόμαστε», δέσμευση για αυστηρή τήρηση των κανόνων του ΕΣΡ, υπενθύμιση για το «πλήθος γυναικών» που απασχολούνται σε «θέσεις κλειδιά». Φυσικά, πρόκειται περισσότερο για νομική θωράκιση αγκαζέ με τη διακοπή του live streaming του ριάλιτι («23 ώρες το 24ωρο – Μη Χάνεις Στιγμή»), παρά για δημόσια ειλικρινή απολογία. 

Αυτές είναι οι προφάσεις. Οι «αμαρτίες», ήδη χιλιοειπωμένες μετά από μόλις μία εβδομάδα προβολής. Δε χρειάζεται η παραμικρή αναλυτική ικανότητα για να διαπιστώσει κανείς ότι η επιλογή των παικτών έγινε με αποκλειστικό κριτήριο την «αντιπροσώπευση» συγκεκριμένων κοινωνικών στερεοτύπων και με αποκλειστικό στόχο την αναπαραγωγή τους ως καρικατούρες. Ο LGBTQ+ ακτιβιστής, η plus size κοπέλα, ο YouTuber που είναι και queer, ο γκόμενος με μαλλί από διαφήμιση σαμπουάν και μηχανάρα, η Μπάρμπι, η λαϊκή τραγουδίστρια, 1-2 σφίχτες, 1-2 Instababes – να τους βλέπουν αυτοί που διάλεξαν πριν 20 χρόνια Πρόδρομο, Τσάκα και Μαίρη Σκόρδου και να αισθάνονται παλιοημερολογίτες. Ανακινήστε τους ελαφρά, βάλτε μια ομπρελίτσα Ανδρέα Μικρούτσικου και σερβίρετε σε χαμηλό, όσο και το επίπεδο, «ένα freakshow για τον έλληνα μικροαστό». 

Άλλωστε, γιατί όχι; «Αυτά θέλει ο κόσμος». 

Από το 2001 που η ριάλιτι τηλεόραση μπήκε στη ζωή μας μέχρι την σταδιακή παρακμή της κι από την μετεξέλιξή της σε πάσης φύσεως τηλεοπτικές «ακαδημίες ταλέντων» μέχρι τη δυναμική επιστροφή της τα τελευταία 3 χρόνια, λίγο πολύ επαναλαμβάνεται ο ίδιος κύκλος. Λίγος ηθικός πανικός στην αρχή («σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας;»), μερικά αφ’ υψηλού άρθρα με κακή χρήση της έννοιας «υποκουλτούρα», λίγη ντροπή («δεν έχουμε τηλεόραση σπίτι, είχα πάει μια επίσκεψη και το είδα»), σταδιακός εθισμός («μα τώρα με τα σόσιαλ δε γίνεται να το αποφύγεις»), πλήρης αποενοχοποίηση («ναι, με ξεκουράζει και το βλέπω, υπάρχει πρόβλημα;»), φουλ υποκρισία. Όχι μόνο από τους θεατές-καταναλωτές. Αλλά κι από τους επικριτές-σχολιαστές. Ακόμα και μίντια που αποδεδειγμένα βρίσκονται στην αντίπερα όχθη από το τηλεοπτικό ξεκατίνιασμα, φιλοξενούν «καθημερινό δελτίο Big Brother» (ή φιλοξενούσαν «καθημερινό«δελτίο Survivor»). 

Καλή η «ποιότητα», ακόμα καλύτερα τα κλικ. Νόμος της αγοράς. «Αυτά θέλει ο κόσμος».

Όμως αυτή τη φορά, ο κύκλος ξεχείλωσε. Γιατί στο επικαιροποιημένο καστ του φετινού Big Brother συμπεριλαμβάνεται κι ο εθνικιστής αντιδήμαρχος με την Ελληνική Λύση του Βελόπουλου που χαρακτηρίζει τους μετανάστες «εισβολείς», αλλά κι ο μάτσο λέβέντης που η παραγωγή με κέφι μας πληροφορούσε στην πρεμιέρα ότι «με gay δεν κάνει χωριό». Όταν έχεις προσεκτικά συναρμολογήσει ένα παζλ για να γίνει «της πουτάνας», τότε δεν μπορείς να σφυρίζεις αδιάφορα επειδή έγινε λίγο περισσότερο «της πουτάνας» απ’ όσο ήθελες. Και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους χορηγούς που πανηγυρίζουμε ότι αποσύρθηκαν λες και δεν ήξεραν που έμπαιναν. 

Ας σταθούμε όμως λίγο εδώ. Όλη την πρώτη εβδομάδα προβολής του, ακόμα και χθες με τα σόσιαλ μίντια να έχουν κατακλυστεί από το #CancelBigBrother, το ριάλιτι κάνει κοντά στο 25% στο δυναμικό κοινό. Ο χορηγός, είτε είναι μια μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ είτε μια επιπλοποιία, αυτό θέλει. Να φανεί σε κάτι που κάνει νούμερα, όχι ν’ αλλάξει τον κόσμο. 

Να φανεί σε «αυτά που θέλει ο κόσμος».

Το «τι θέλει ο κόσμος» είναι μια πολύ σοβαρή κουβέντα για να την κάνουμε αποκλειστικά με τους όρους καναλαρχών που δεν ενδιαφέρονται για το περιεχόμενο παρά μόνο για την επιρροή, διευθυντών προγραμμάτων που η τελευταία πρωτότυπη ιδέα τους ήταν με το προηγούμενο νόμισμα, διαφημιστών που δεν ξέρουν τι πουλάνε και διαφημιζόμενων που δεν ξέρουν που πουλιούνται. Είναι ίσως μια αδιέξοδη κουβέντα, ο ορισμός του ζητήματος που δεν ξέρουμε αν προπορεύεται η κότα ή το αβγό. Την πιο καλή απάντηση έδωσε πριν λίγους μήνες ο Μάρτιν Σκορσέζε όταν κριτικάροντας την κινηματογραφική μονοκρατορία της Marvel, έγραψε στους NY Times: «Αν στο κοινό δίνουμε αποκλειστικά ένα πράγμα και του πουλάμε συνεχώς μόνο αυτό, τότε φυσικά και θα θέλουν περισσότερο. Αφού μόνο αυτό θα γνωρίζουν».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση είχε ασφαλώς τις καλές στιγμές της, ειδικά την πρώτη δεκαετία της που όλα ήταν καινούρια και λιγότερο κουρασμένα. Με την οικονομική κρίση όμως να τσακίζει έναν κατ΄εξοχήν παρασιτικό χώρο όπως τα ελληνικά μίντια, παραδόθηκε αμαχητί. ‘Εκανε μια πολύ συνειδητή επιλογή φθήνιας, την ίδια περίοδο μάλιστα που το μέσο απογειωνόταν παγκοσμίως κι αποτελεί σήμερα ίσως ακόμα μεγαλύτερο πεδίο πειραματισμού κι από το ίδιο το σινεμά. Ένα μέρος του κοινού, μικρό, ακολούθησε την εξέλιξη και σερφάρει ανάμεσα στις ελληνικές συνδρομητικές πλατφόρμες και Netflix, Amazon Prime, HBO max, συζητώντας αυτές τις μέρες για την καινούρια ταινία του Τσάρλι Κάουφμαν, το Cobra Kai ή το Perry Mason και τα πλέι οφ του NBA.  Ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος όμως που για οικονομικούς/πολιτισμικούς λόγους εξακολουθεί να έχει ως βασική του διασκέδαση την ελληνική τηλεόραση είναι καταδικασμένο -με τις ελάχιστες γνωστές εξαιρέσεις- σε λοβοτομημένα ελληνικά σίριαλ, τηλεπαράθυρα που δίνουν βήμα σε αρνητές της μάσκας και «σεξουαλικούς παραβάτες της διπλανής πόρτας». Το ίδιο συμβαίνει παντού στη χώρα μας. Παράγουμε πια τόσο κακής ποιότητας mainstream που καταπίνει κάθε τι εναλλακτικό, ενώ παντού και πάντα το ζητούμενο ήταν το underground και το «πειραματικό» να τρυπώνουν στην κυρίαρχη κουλτούρα και να την ανανεώνουν (όσο τους το επιτρέπει).

“And the public wants what the public gets”, εκεί κατέληξαν και οι Jam πριν 40 χρόνια. «Το κοινό τελικά θέλει αυτό που του δίνεται». Καμια φορά όμως έχει και μπόνους. Ξεκινά για τίμιο μικροαστικό μπανιστήρι και του σκάει στα μούτρα αγνή «κουλτούρα βιασμού»…

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος