Ο Έλληνας της Διπλανής Πόρτας

Το βράδυ της Τετάρτης 18 Δεκεμβρίου, στη συζήτηση στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό του 2020,  ο Πρωθυπουργός της χώρας έδινε τον δικό του ορισμό για την μεσαία τάξη, αποσυνδέοντας την από την οικονομική θέση στην οποία βρίσκεται κανείς και προσδίδοντάς της χαρακτήρα καθαρά φαντασιακό (από το 45:46 και μετά): «Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, ίσως κάποιοι να απορούν γιατί επιμένω τόσο πολύ στην στήριξη της μεσαίας τάξης. Παρακολουθώ μάλιστα με ενδιαφέρον και μια συζήτηση για το ποιος ανήκει και ποιος δεν ανήκει σε αυτήν. Να ξεκαθαρίσω λοιπόν ορισμένα πράγματα. Όταν μιλάω για μεσαία τάξη, αναφέρομαι στα δυναμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που δεν προσδιορίζονται αποκλειστικά και μόνο από το εισόδημά τους, αλλά και από την αντίληψη που έχουν για τη ζωή, τη διάθεση να εργαστούν και να προκόψουν. Είναι, με άλλα λόγια, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες της διπλανής πόρτας. Είναι αυτοί οι οποίοι έχτισαν την Ελλάδα. Ενώ ενώνονται σε ένα σύνολο, δεν μεταβάλλονται σε μάζα, παραμένουν ξεχωριστές προσωπικότητες με ατομικές ευθύνες. Είναι πολίτες με αίσθηση της κοινής τους μοίρας. Είναι πολίτες που παράγουν δίχως να φωνάζουν. Απαιτούν από το κράτος αποτελεσματικότητα και σεβασμό στα χρήματα που πληρώνουν. Και απαιτούν από τους πολιτικούς να μην προσβάλλουν, όχι μόνο τη νοημοσύνη τους, αλλά και την αξιοπρέπειά τους. Για να χρησιμοποιήσω μια ενδυματολογική μεταφορά, μεσαία τάξη είναι όλοι αυτοί που συνήθως ντύνονται απλά, αλλά ξέρουν και να φορούν γραβάτα εκεί που πρέπει».  

Το πρωί της ίδιας μέρας, ο πενηνταπεντάχρονος σκηνοθέτης Δημήτρης Ινδαρές, βρισκόταν δεμένος πισθάγκωνα στην ταράτσα του σπιτιού του, όντας όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά ο Έλληνας της διπλανής πόρτας, με τον πιο κυριολεκτικό τρόπο που μπορεί να γίνει, έχοντας την ατυχία το σπίτι του να βρίσκεται δίπλα σε ένα κατειλημμένο κτίριο, το οποίο ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας εκκένωσαν. Όχι όμως μόνο μεταφορικά, όχι όμως μόνο κυριολεκτικά, αλλά ανεξάρτητα από το που τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτό του ιδεολογικά, είναι σίγουρο ότι εμπίπτει στον ορισμό που έδωσε ο Πρωθυπουργός για την μεσαία τάξη των Ελλήνων της διπλανής πόρτας. 

Με τα δικά του λόγια λοιπόν, με τα λόγια ενός Έλληνα της διπλανής πόρτας που έχει έρθει αντιμέτωπος με τις ειδικές δυνάμεις της Ελληνικής Αστυνομίας, όπως αποτυπώνονται εδώ:

«Το δέσιμο είναι ταπείνωση. Kανείς δεν σας έχει αντισταθεί. Είναι ταπείνωση. Λύστε με γιατί δεν μπορώ άλλο. Αμέσως. Η φυσική κατάσταση είναι να είμαστε ελεύθεροι και να μην υπακούμε σε κανένα μίσος. Κανενός αναρχικού. Σαν αναρχικοί συμπεριφέρεστε. Που καίνε τα μαγαζιά έτσι, από καπρίτσιο. Από ιδεοληψία. Αυτό που κάνετε είναι χειρότερο. Γιατί μας έχετε δεμένους; Δεν σας αντιστέκεται κανείς. Είναι τραγικό αυτό που συμβαίνει. Δεν τους έχουμε μειώσει, δεν τους έχουμε βρίσει, δεν τους έχουμε επιτεθεί. Μας έχουν επιτεθεί, μας έχουν δείρει. Μου έχουν σπάσει τα γυαλιά κι ένα ακουστικό βαρηκοϊας έχει εξαφανιστεί. Περνάνε μέσα από το σπίτι μας χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη. Είναι ντροπή. Σαν κλέφτες. Είναι στο σπίτι η γυναίκα μου μόνη της. Δεν έχουν δικαίωμα να μπουν απ’ την ταράτσα του σπιτιού σαν κλέφτες. Η γυναίκα μου είναι μόνη κάτω. Καμαρώστε μας όλους την κατάντια μας εδώ. Αυτή είναι η Ελλάδα. Ένας διαρκής εμφύλιος, όπου οι μεν βασανίζουν τους δε με εναλλασσόμενους ρόλους. Τέλειωσε ο παραλογισμός με τους αναρχικούς και τώρα έρχεται με αυτούς που ήρθανε να …».

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης λέει τώρα για μένα μεσαία είναι η τάξη της κανονικότητας. Πόσα έχει ο καθένας στην τσέπη του είναι σχετικό. Όσα κι αν έχεις στη τσέπη σου, θα καθαρίσουν τα Εξάρχεια, θα εκκενωθούν οι καταλήψεις, η χώρα θα μπορεί να φορά κι αυτή τη γραβάτα της μια στις τόσο. 

Προεκλογικά, αλλά και πριν την προεκλογική περίοδο, το ζήτημα της μεσαίας τάξης είχε μπει στην πρώτη γραμμή του λόγου της Νέας Δημοκρατίας και των ΜΜΕ που την υποστηρίζουν. Ήταν η τάξη που τσάκισε φορολογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν η τάξη στην οποία επιτέθηκε με την ομολογημένη ταξική του μεροληψία, ήταν η τάξη που θα ανάσαινε επιτέλους όταν άλλαζε η κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απευθυνόμενος στην εκλογική του πελατεία, λέει τώρα, εντάξει, μην το πηγαίνουμε τόσο στο οικονομικό, λέγαμε και κανένα αστείο για το λιοντάρι για να περνά η ώρα, μην τα εκχυδαϊζουμε όλα μιλώντας για λεφτά, για μένα μεσαία τάξη είναι κάτι άλλο μωρέ, για μένα μεσαία είναι η τάξη της κανονικότητας. Πόσα έχει ο καθένας στην τσέπη του είναι σχετικό. Αν θα έχει μετά την διακυβέρνησή μου περισσότερα ή λιγότερα, κι αυτό σχετικό. Αλλά μεγαλύτερη σημασία κι από την τσέπη έχει το να είσαι κανονικός. Να έχεις ένα σπιτάκι, μια γραβατούλα για τις επίσημες περιστάσεις, να δουλεύεις και να μη φωνάζεις, να αναλαμβάνεις την ατομική σου ευθύνη για να προκόψεις. Και στο γενικότερο mode της κανονικότητας είναι και η χώρα θα αρχίσει να λειτουργεί πιο απρόσκοπτα. Όσα κι αν έχεις στη τσέπη σου, θα καθαρίσουν τα Εξάρχεια, θα εκκενωθούν οι καταλήψεις, η χώρα θα μπορεί να φορά κι αυτή τη γραβάτα της μια στις τόσο. 

Αντιδιαστέλλοντας φράσεις: «Απαιτούν να μην προσβάλλουν την αξιοπρέπεια τους» – «Είναι ταπείνωση». «Πολίτες που δεν φωνάζουν» – «Δεν σας αντιστάθηκε κανείς». Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019, η τελευταία εργάσιμη Τετάρτη του χρόνου, την επόμενη Τετάρτη είναι Χριστούγεννα, την μεθεπόμενη Τετάρτη η Πρωτοχρονιά της νέας δεκαετίας, τις επόμενες δύο Τετάρτες βάζουμε τα καλά μας και γιορτάζουμε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ούτε φέτος θα κάνει Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά ο Παύλος Φύσσας, 75 μήνες λέει η μητέρα του ότι λείπει, κάθεται και τους μετράει έναν – έναν, δεν είναι νορμάλ αυτό, δεν είναι κανονικό, δεν είναι υγιής αυτή η επιμονή, άλλοτε να τα βάζει με τον φονιά του γιου της που ήταν (σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός τότε δημοσιογράφου και μετέπειτα βουλευτή της ΝΔ) «ανθρώπινο ράκος» και τώρα, Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου του 2019, άκουσον – άκουσον με την Εισαγγελέα της δίκης, ρωτώντας την αν ξαναμαχαίρωσε τον γιο της με την αγόρευσή της και την πρότασή της. 

Γιατί η μεσαία τάξη μπορεί να είναι φαντασιακή, η δικαστική τάξη όμως είναι πάρα μα πάρα πολύ αληθινή, έχοντας θεσπιστεί πάνω στο φαντασιακό της υπόλοιπης κοινωνίας, με αποτέλεσμα η εξουσία που έχει να είναι ακλόνητη. Οι πολιτικοί εναλλάσσονται στην εξουσία, αν γίνει καμιά φορά και καμιά δικτατορία, έρχονται στη θέση τους ένστολοι. Οι δικαστές πάλι όχι. Μένουν στη θέση τους και δικάζουν κανονικά πριν τις δικτατορίες, κανονικά κατά τη διάρκειά τους, κανονικά όταν αυτές τελειώσουν, η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη και όλα καλά. Ισόβιοι οι δικαστές. Δεν τους κουνά κανείς. Ακόμη και η εξουσία του αστυνομικού στο δρόμο ή στην ταράτσα σου να σου κάνει ό,τι θέλει και αν πας να διαμαρτυρηθείς να σου φορτώσει τον μισό ποινικό κώδικα, είναι μεν πιο άμεση, αλλά υπάρχει πάντα ο κίνδυνος όταν τα πράγματα παραξεφύγουν, να γίνεις αυτός, ένα απλό όργανο, ο αποδιοπομπαίος τράγος, ώστε το παιχνίδι να συνεχιστεί. Ουδεμία εξουσία είναι ασφαλέστερη από τη δικαστική. 

Η μεσαία τάξη μπορεί να είναι φαντασιακή, η δικαστική τάξη όμως είναι πάρα μα πάρα πολύ αληθινή, έχοντας θεσπιστεί πάνω στο φαντασιακό της υπόλοιπης κοινωνίας, με αποτέλεσμα η εξουσία που έχει να είναι ακλόνητη. 

Κι όταν ένα μαζικό μήνυμα του πυρηνάρχη Νίκαιας αργά το βράδυ 75 μήνες πριν, με περιεχόμενο «Όλοι τώρα στην τοπική, όσοι είστε κοντά, δε θα περιμένουμε μακρινούς τώρα», οδηγεί στο να μαζευτούν τα τάγματα εφόδου και ο Ρουπακιάς να δολοφονήσει τον Παύλο Φύσσα, αυτό δεν πρέπει να το παρεξηγήσουμε. Ήταν ένα μήνυμα που δεν προσδιόριζε τον σκοπό της συγκέντρωσης και οι Χρυσαυγίτες νόμισαν ότι επρόκειτο για διανομή τροφίμων. Τελικά, αντί για γάλατα που θα έληγαν την επόμενη ώρα και έπρεπε να διανεμηθούν άμεσα μέσα στα νύχτα ώστε να μην υπάρχει χρόνος για να περιμένουμε μακρινούς συναγωνιστές, έληξε μια ανθρώπινη ζωή. 

Το 2019 όταν σου χτυπούν την πόρτα χαράματα να ανοίγεις – κι ας μην είναι ο γαλατάς, κι ας μην έχει ένταλμα. Και το 2013 όταν η Χρυσή Αυγή κάνει έφοδο το βράδυ, μην θεωρήσεις ότι θα μοιράσουν γάλατα. Εσύ ας μην είσαι τόσο καλόπιστος, εσύ ας μην είσαι τόσο αθώος. Κινδυνεύεις όχι μόνο να δολοφονηθείς, αλλά να μείνεις και αδικαίωτος από την Ελληνική Δικαιοσύνη. 

Old Boy