Σήμερα είναι η παγκόσμια ημέρα κατά του καρκίνου. Μόλις τώρα το πληροφορήθηκα. Εννιά τη νύχτα. Ασυναίσθητα ανέτρεξα σε εκούσια απωθημένες μνήμες. Στιγμές και σκέψεις που έχω στουμπήξει στο “κουτί” με τα ξεχασμένα. Η πρώτη εικόνα που έκανε την εμφάνισή της στο μυαλό μου είναι το τοπίο των Αθηναϊκών νοσοκομείων. Αυτή η ατμόσφαιρα παλαιότητας, νοθευμένη με μικρές λεπτομέρειες εκσυγχρονισμού. Ένας βαμμένος τοίχος, ένα κάδρο με μοντερνιστικό θέμα,  ένα καινούριο κρεβάτι.

Όταν είσαι στο νοσοκομείο αναπόφευκτα παρατηρείς τα πάντα. Γιατί τα δευτερόλεπτα μοιάζουν ώρες. Και δεν κυλούν. Έτσι γεωγραφείς και τον χώρο και τους ανθρώπους. Σου γεννιέται η ανάγκη να συνδεθείς μαζί τους. Να μοιραστείτε κουτιά με γλυκά, να εντρυφήσετε στα τελευταία γεγονότα, να τσακωθείτε για το βόλιουμ της τηλεόρασης, να σιχτιρίσετε για το ροχαλητό. Συγκατοικείτε χωρίς να το έχετε επιλέξει. Οι άνθρωποι στα διπλανά κρεβάτια έχουν δει από εσένα αυτά που κανείς άλλος μπορεί να μην έχει δει μέχρι στιγμής. Τις εκφράσεις του άμετρου πόνου σου, τα ματωμένα από την “πεταλούδα” χέρια σου, τη βαθιά σου απόγνωση, τον δικαιολογημένο θυμό σου.

Μαζί με εσένα που είσαι ξαπλωμένος σε αυτό το κρεβάτι είμαστε και εκείνοι που σου κρατάμε συντροφιά. Οι συνοδοί, στην νοσοκομειακή διάλεκτο. Κι εμείς με τη σειρά μας γνωριζόμαστε με τους άλλους συνοδούς. Και καμιά φορά αυτή η κανονικότητα και συνάμα κοινωνικότητα μας ανακουφίζει. Ωστόσο είναι στιγμές που το δωμάτιο μοιάζει άδειο. Και ο μόνος σου πραγματικός συνοδός είναι οι σκέψεις σου. Νομίζω ότι δεν υπάρχει απεραντότερη μοναξιά από αυτήν του νοσοκομειακού δωματίου. Όσο κι αν αγαπιέσαι πονάς και κανείς δεν σε καταλαβαίνει. Όσο κι αν αγαπάς δεν ξέρεις πώς να ανακουφίσεις.

Πριν μέρες μέσα σε ένα ταξί, βάζοντας αντισηπτικό στα χέρια μου, γύρισε απρόσμενα ο οδηγός με κοίταξε, ξεφύσηξε και μου αποκρίθηκε “Τι μου θύμισες τώρα με αυτή τη μυρωδιά. Όταν πήγαινα κάθε μέρα μετά τη δουλειά να δω τη μάνα μου στην εντατική”. Ντράπηκα λίγο και έβαλα από πάνω ενυδατική κρέμα μπας και τα άνθη της κατευνάσουν την οινοπνευματίλα και ότι αυτή ανέσυρε. Είναι περίεργο από τη φύση του το Αθηναϊκό νοσοκομείο. Γιατί είναι μέσα στην γρήγορη πόλη. Και ξαφνικά εκεί δίπλα σε όλα τα άλλα κτίρια που μέσα τους παίζουν παιδιά και γυναίκες πλάθουν μπιφτέκια, είναι και τα κτίρια που μέσα τους οι άνθρωποι δεν αστίζουν, δεν δρουν. Απλά υπομένουν.

Τις νύχτες πέφτει εκείνη η απέραντη ησυχία, μπαίνεις και βγαίνεις στο δωμάτιο, κοιτάζεις τους μοναχικούς διαδρόμους και τους νοσηλευτές πίσω από το γκισέ τους, σε κοιτάζουν κι αυτοί. Παρατηρείς όλα αυτά τα εκατοντάδες κουτάκια, μπουκαλάκια, ταμπελάκια με φάρμακα, χαζοξεχνιέσαι με ένα αναψυκτικό από την καντίνα. Λαγοκοιμάσαι με το κεφάλι σου στο κρεβάτι. Πετιέσαι με το παραμικρό στριφογύρισμα. Θαυμάζεις τα πρόσωπα που καρτερικά όλες αυτές τις μέρες και τις νύχτες μένουν πιστά εκεί συνοδοί στην ανάγκη των δικών τους ανθρώπων.

Έχει ένα μεγαλείο αγάπης το νοσοκομείο μέσα του. Καμιά φορά μπορεί να τύχει να δεις και εκείνους που δίπλα τους δεν είναι κανείς. Στην πλήρη, άμετρη πόλη υπάρχουν και οι μονάδες. Και τα κρεβάτια αδειάζουν και ξαναγεμίζουν. Και ξανά και ξανά. Κι εσύ και εγώ ακούσια αυτή τη φορά απωθείς τις εικόνες, τις μυρωδιές και τα αισθήματα. Για να επανεκτιμήσεις τη χαρά, τον έρωτα και την κάθε μέρα.

Στην ολότητά τους.