Categories: HOUSE OF PANTS

Φτου ξελευθερία

«Δεν πιστεύω να είσαι και συ σε κάνα Καβούρι, σαν τον άλλον;», «Όχι, τώρα πέφτω στο κρεβάτι μου για σιέστα!», «Αχ τι καλά, πόσο χαίρομαι όταν κι οι άλλοι είναι μπουντρουμιασμένοι (μεγαλείο ψυχής)».

Και κάπως έτσι κυλά η ζωή που αφήνεις πίσω, στα ίνμποξ των φίλων σου, όταν μιλούν για σένα χωρίς εσένα, τη στιγμή δηλαδή που εσύ αποφασίζεις ή τώρα ή ποτέ, ή ταν ή επί τας, ή ελευθερία ή θάνατος. Και πείθεις τον εαυτό σου να αφήσει κάθε νεύρωση και εμμονή που έχει συσσωρευτεί, τόσες μα τόσες εβδομάδες, μέσα σε κάθε κύτταρο σου, να ανέβεις στο δανεικό δίκυκλο και να κατηφορίσεις την Βουλιαγμένης για ένα γρήγορο ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

Νεύρωση νούμερο ένα. Δεν θα με πιάσει κανείς. Δεν θα με σταματήσει κανείς. Δεν θα γυρίσω με ένα τριακοσάρι, δώρο γαμησιάτικο. Η εντολή ήταν ξεκάθαρη. «Από αύριο και για κάθε Σαββατοκύριακο ισχύουν τα ακόλουθα. Αποστολή sms στο 13033 με τον κωδικό 6. Μετακίνηση σε όποιος δήμο θες εντός νομού με τον κωδικό 6. Στα ΙΧ και τα ταξί επιτρέπονται μαζί ο οδηγός και δύο επιβάτες». Βαθιές εισπνοές. Τώρα μπορείς. Τώρα θα το κάνεις. Τώρα σου λένε κάντο ντε, άτολμε, δειλέ και νομοταγή μου. Ένα σε έχουμε, να το δώρο σου.

Νεύρωση νούμερο δύο. Πως κινείται πλέον κανείς σε δρόμους που έχει ξεχάσει; Πως κινείται σε ένα (μεγάλο) κομμάτι της πόλης που μοιάζει πλέον με τον Μεγάλο Άγνωστο; Οκ, ποδήλατο, σεξ και δρόμοι, ένα πράμα. Ανέβα, προχώρα και όλα θα σου έρθουνε με μιας. Ο τρόπος που στρίβεις στην Βουλιαγμένης και όλα μοιάζουν Κυριακή κι ας είναι Σάββατο μεσημέρι (κλειστή πόλη, κοιμισμένες τζαμαρίες), η ουρά των αυτοκινήτων, σχεδόν ακίνητη, απλωμένη στην άσφαλτο, σαν σειρά από κάμπιες, για χιλιόμετρα,. Η ελπίδα της παραλιακής στο βάθος. Εκεί που κάνεις αριστερά και μυρίζεις θάλασσα, εκεί που απλώνονται οι σειρές των δέντρων, εκεί που η υπόσχεση για μια δόση ελευθερίας, κλειδώνει με βαθύ αναστεναγμό. Ακόμη κι αν φοράς διπλή μάσκα, τύπου αναγκαία για αμετανόητους μουσάτους.

Νεύρωση νούμερο τρία. Ο ιός είναι έξυπνος και κολλάει με το που θα σε κοιτάξει ο άλλος. Κι ας κάθεται στα τρία χιλιόμετρα μακριά σου. Το βάζει σε (πολύ) πίσω ντουλάπι και καταπίνεις το κλειδί. Μία ώρα μετά, είσαι στα βράχια του τελικού προορισμού. «Σε λεωφορείο δεν θα μπεις». Αυτή ήταν και η μόνη συμφωνία που έκανες με τον εαυτό σου. «Θα βρεις δανεικό δίκυκλο. Αλλιώς, ξέχνα τα βράχια που αγάπησες». Μία ώρα μετά. Καβούρι, κατασκηνώσεις (τις προσπερνάς), ατελείωτη πρασινάδα (που βρέθηκε πανάθεμα τη;), «βγάλε τη μάσκα, οξυγόνο, δεν σε βλέπεις κανείς», μονοπάτι, έξοδος, στο βάθος Αστέρας, στο βάθος ανοιχτός ορίζοντας. Δεν είσαι μόνος κι αυτό ήταν κάτι που το περίμενες. Όταν αφήνεις τον κόσμο, σαββατοκύριακο, έξω από τη φυλάκα, θα σου μαζευτεί πάνω-κάτω, στο ίδιο μέρος – τα πιο κοντινά θα έχουν πάντα προτεραιότητα. Μαθηματικά βέβαιο. Καβούρι, πρώτο Σάββατο Απρίλη, κρυφό σημείο για λίγους που σήμερα δεν είναι και για τόσο λίγους. Παραδόξως όλοι κάθονται διακριτικά ο ένας κοντά στον άλλον, σαν φώκιες που λιάζονται στον ήλιο και ξέρουν από αποστάσεις. Έχει νοτιά. Πέντε-έξι, κολυμπούν, δέκα-δώδεκα, βγάζουν μπλουζάκι και προσκαλούν την ζέστη, δεκαπέντε-δεκάξι, μένουν με μπλουζάκι, φυσάει, καλά είμαστε κι έτσι, φτάνει να βλέπουμε μπροστά, στο ξαφνικό λαμπύρισμα πάνω στο νερό. «Επιτέλους να δούμε κάνα άνθρωπο». Η παρέα δίπλα ξεκινά με τέσσερις, σε λίγο έχουν έρθει άλλοι τόσοι. Σχηματίζουν μεγάλο κύκλο πάνω σε ένα μικρό άπλωμα. Ανάμεσα τους, ως διαχωριστικά κορονοϊού η εικόνα δείχνει καλοκαιρινές τσάντες, μπύρες, πετσέτες, περιοδικά, παγοδοχεία για τις μπύρες. Σε ένα άλλο έργο θα έπαιζαν μπουκάλα. Η θα περίμεναν τον μέγα Σαμάνο για να καλέσουν το καλοκαίρι για πάντα. Το καθαρό καλοκαίρι για πάντα. Σε αυτό το έργο, δεν μιλούν. Δεν κάνουν φασαρία. Απλά κοιτάνε ο ένας τον άλλο ξαφνιασμένοι και παίρνουν βαθιές ανάσες. Και γελούν. Χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιο αστείο. Η χαρά ανεβαίνει από μόνη της, συναντά το αλκοόλ και ξεχύνεται γάργαρα. Εκεί στα βράχια, δίπλα στη θάλασσα. Παρέες, ζευγάρια, μόνοι, μόνες, εδώ υπάρχει ένας καλός ιός, πηδάει από βραχάκι σε βραχάκι και φουσκώνει τους ανθρώπους με θετικό συναίσθημα και ελπίδα. Λέγεται οξυγόνο (διπλής). Γελάω και ‘γω. Έτσι χωρίς λόγο. Δεν χρειάζεσαι μερικές φορές να έχεις κάποιον, τελικά.

Νεύρωση νούμερο τέσσερα. Έχεις ένα θέμα με τα νούμερα. Δεν τα κατανοείς. Δεν σου βγαίνουν. Με 700 σε κλείνουν μέσα, με 4000 σε βγάζουν έξω. Με 700 κολλάς, με 4000 δεν κολλάς. Ή κολλάς αλλά μπορεί και να μη κολλάς. Με 700 πάντως κολλάς. Σίγουρα. Αυτό θυμάσαι.

Νεύρωση στην διαπασών. «Κλείνοντας τους ανθρώπους μέσα αυξήσαμε την διασπορά, είχαμε λάθος στοιχεία». Μπορώ να προστατεύσω και εμένα από την τρέλα και τους άλλους από τον ιό; Να αφήσω το ερωτηματικό ή να βάλω την τελεία τη σωστή που δηλώνει σιγουριά και αποφασιστικότητα; «Θεωρήσαμε ότι περιορίζοντας τον κόσμο στους κλειστούς χώρους θα είχαμε μικρότερη διασπορά, αντί για αυτή στους εξωτερικούς» . Τόσες εβδομάδες ξεχασμένοι κι εγκλωβισμένοι σε αττικά διαμερίσματα του άγιου τσιμέντου, χωρίς βουνά, θάλασσα και λαγκάδια και όλα καταλήγουν πάλι εκεί που ξεκίνησαν; Κανείς δεν ξέρει τίποτα; «Δεν υπάρχει αντιπαράθεση. Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Το βασικό στοιχείο, όταν λήφθηκε η απόφαση για το lockdown, εκεί γύρω στο Φεβρουάριο, ήταν ότι θέλαμε ο κόσμος να μείνει στο σπίτι του, με σκοπό να περνάει το χρόνο του με τις οικογένειες του. Σε αυτή τη φάση τώρα, σκοπός δεν είναι να πάει να κάνει διαδημοτικές μετακινήσεις και να βρεθεί με άλλους από άλλες περιοχές, αλλά να περπατήσει στην εξοχή και να πάρει αέρα ώστε να βελτιωθεί και η ψυχική του υγεία». Ο κ. Γκίκας Μαγιορκίνης, μέλος της Επιτροπής των Εμπειρογνώμων απαντά στην καθηγήτρια επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ κ. Αθηνά Λινού, η εκτίναξη των κρουσμάτων, των νεκρών και των διασωληνωμένων, ένα χρόνο μετά, πέντε μήνες μετά, θα παραμείνει μέγα μυστήριο, και κάπου εκεί στη μέση, εσύ, εγώ κι εμείς, κοιτιόμαστε και βάζουμε άνω τελεία. Άλλο σημείο στίξης δεν μπορούμε και δεν έχουμε πια.    

Σήμερα έστειλα στο 13033 ένα 6, ανέβηκα στο δανεικό μηχανάκι και κατέβηκα στη θάλασσα. Δεν ήρθα σε επαφή με κανένα, κι ας είδα τόσο κόσμο όσο δεν έχω δει το τελευταίο εξάμηνο. Και αισθάνθηκα ασφαλής. Και έβαλα και τα πόδια μου στο νερό. Και ναι, ήταν κρύο. Και ταυτόχρονα τόσο μα τόσο υπέροχο. Αυτό!

Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος