Φωτογραφία: Γεράσιμος Δομένικος/ FOSPHOTOS

Είναι κάποιες μέρες τώρα που το ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης βρέθηκε και πάλι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος (αν είχε βέβαια φύγει και ποτέ), αυτή τη φορά με αφορμή την ποινική δίωξη που ασκήθηκε στη Σώτη Τριανταφύλλου για κείμενο που είχε δημοσιεύσει δύο χρόνια πριν, λίγο μετά δηλαδή τη δολοφονική επίθεση στο Bataclan και για το οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορήθηκε για υποκίνηση ισλαμοφοβίας. Το άρθρο για το οποίο υποβλήθηκε αναφορά στην αρμόδια Εισαγγελέα από το ΕΠΣΕ, μεταξύ άλλων περιστατικών, είναι αυτό και είναι στην κρίση του καθένα και της καθεμίας να εξάγει τα αντίστοιχα συμπεράσματα.

Το ζήτημα που τίθεται για μια ακόμα φορά βέβαια, δεν είναι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ανιστόρητο και ψευδές το επίμαχο που έγραψε η συγγραφέας ότι «Όμως, θα επιμείνω: όπως έλεγε ο Μάρκο Πόλο, “φανατικός μουσουλμάνος είναι αυτός που σου κόβει το κεφάλι, ενώ μετριοπαθής είναι εκείνος που σε κρατάει για να σου κόψουν το κεφάλι”» , αλλά κατά πόσο υπάρχει ανεπιφύλακτο δικαίωμα πάντα και σε όλες τις περιπτώσεις για έναν/μία συγγραφέα, για τον/την οποιονδήποτε, να εκφράσει όποια άποψη θέλει όσο ρατσιστική, αντιδημοφιλής ή ακόμα και αποκρουστέα κι αν είναι. Το αν αυτή η άποψη μπορεί περαιτέρω να θεωρηθεί δημόσια προτροπή σε πράξεις βίας ή σε ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων ή ομάδας προσώπων βάσει και λόγω συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας,  όπως προβλέπεται στο νόμο, είναι ζήτημα πραγματικό και είναι και ζήτημα νομικό.

Προφανώς δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που διώκεται κάποιος/α με βάση τον αντιρατσιστικό. Η σφοδρότητα των αντιδράσεων σε αυτή την περίπτωση εντοπίζονται μάλλον στην παραδοξότητα να αθωώνεται σε δεύτερο βαθμό ο Κ. Πλεύρης που ανέφερε πριν από κάποια χρόνια σε συγγραφικό του πόνημα «Έτσι θέλουν οι Εβραίοι. Διότι μόνον έτσι καταλαβαίνουν: εντός 24 ωρών και εκτελεστικό απόσπασμα» με βασικό επιχείρημα την ιστορική καταγραφή και την ανεκτικότητα της δημοκρατικής κοινωνίας σε ακραίες και αντιδημοκρατικές απόψεις, ή να αρχειοθετούνται μηνύσεις που αφορούν ρητορική μίσους ιεραρχών και να διώκεται μια αρθρογράφος για μια δήλωση που μπορεί φυσικά να επικριθεί, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει και να αξιολογηθεί ποινικά. Άλλο είναι το ζήτημα της ηθικής/κοινωνικής/πολιτικής απαξίας ενός λόγου και άλλο της ποινικής καταστολής. Διευρύνοντας το πεδίο υπαγωγής, πέρα από την ενεργοποίηση σοβαρών λογοκριτικών μηχανισμών, αποδυναμώνεται και ο ίδιος ο σκοπός του αντιρατσιστικού που είναι η προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων από τη ρητορική μίσους. Η ρητορική μίσους περιέχει μισαλλόδοξο λόγο-δεν είναι όμως κάθε περίπτωση μισαλλόδοξου λόγο και ρητορική μίσους, ώστε να εμπίπτει στον πυρήνα προστασίας του αντιρατσιστικού νόμου.


Φυσικά όλη αυτή η ιστορία δε θα μπορούσε να μην ανακινήσει ξανά τη συζήτηση γύρω από την ποινικοποίηση του λόγου γενικότερα και την ανάγκη ύπαρξης του αντιρατσιστικού που ποινικοποιεί το λόγο, ειδικότερα. Η επιχειρηματολογία έχει τεθεί πολλές φορές και με πολλούς τρόπους, ας σημειωθούν ωστόσο κάποια πολύ βασικά: Ο λόγος είναι τελεστικός. Αυτό σημαίνει ότι τα λόγια (μπορεί να) κάνουν πράγματα, να προκαλούν αποτελέσματα. Με τα λόγια μπορούμε να θίγουμε, να προσβάλουμε, να απειλούμε, να εξαπατούμε, να εκβιάζουμε, να ασκούμε βία. Όλα αυτά είναι ήδη νομικά λυμένα. Οι ιδέες δεν είναι ποινικά αξιολογήσιμες εκτός κι αν μετουσιώνονται σε λόγο που καταφέρεται εναντίον συγκεκριμένης ομάδας και την απομονώνει κοινωνικά ή τη θέτει σε κίνδυνο. Η πρόβλεψη αυτή δεν έχει να κάνει με τη διείσδυση του Κράτους-Πατέρα στη σφαίρα της ατομικότητας που θα υπαγορεύσει έναν συγκεκριμένο αυτοπροσδιορισμό. Μπορώ να είμαι νοσταλγός του Χίτλερ και να το διαδίδω αυτό. Κανένα πρόβλημα. Το πρόβλημα ενδιαφέρει νομικά όταν αυτή την ιδεολογία την κάνω κάτι. Την κάνω λόγο εμπρηστικό για να  στοχοποιήσω ανθρώπους γι αυτό που είναι, για στοιχεία της προσωπικότητάς τους που λόγω του κοινωνικού ψηφιδωτού, τους καθιστά πιο ευάλωτους. Δεν υποτιμάται η κρίση των πολιτών για το τι είναι ρατσιστικός λόγος, για το πώς απομονώνεται κοινωνικά, πώς ανακόπτεται ο εκφασισμός, με την παράλληλη ύπαρξη του αντιρατσιστικού στο νομικό οπλοστάσιο. Ούτε είναι φοβική μια Δημοκρατία και «λιγότερη» όταν προτάσσει την αναλογική ισότητα σε μία κοινωνία ανισότητας. Όταν επιτάσσει σταθμίσεις. Δεν υπάρχει καμία ανεπιφύλακτη πρόκριση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης έναντι άλλων ατομικών δικαιωμάτων.


Όταν δε αυτή η στάθμιση γίνεται κοινωνικά και όχι στις δικαστικές αίθουσες, οφείλουμε αφενός να απομονώσουμε τον ρατσιστικό λόγο, αφετέρου να αναδείξουμε το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης παρά την ύπαρξη του. Την αν(τ)οχή σε λόγο ιδεοληπτικό, ρατσιστικό, ακραίο ή αποκρουστικό χωρίς καμία περαιτέρω δικαιολόγηση καθώς ο φορέας του, έχει αναφαίρετο δικαίωμα να τον εκφράσει. Το αν θα γίνει η παραπάνω στάθμιση με αυτή τη σειρά ή την αντίστροφη, έχει να κάνει με την ιδεολογική προτεραιοποίηση που θέτει κανείς. Από κει και πέρα, οι Δημοκρατίες που ευαγγελιζόμαστε δε χρειάζονται κανένα «δικαιωματικόμετρο» για να μετρήσει το φιλελεύθερο φρόνημα και την προσήλωση ανθρώπων και ενώσεων στην ελευθερία του λόγου, πολύ περισσότερο δε όταν αυτοί οι άνθρωποι έχουν αποδείξει έμπρακτα την υποστήριξη και την προσήλωσή τους στα ανθρώπινα δικαιώματα όχι α λα καρτ, αλλά συλλήβδην και για όλους/ες, χωρίς πολιτικό πρόσημο, χωρίς φόβο και με πολύ πάθος. Στα αμφιθέατρα και στο πεδίο, στους δρόμους και στα camps, στα κρατητήρια και στις επιθέσεις κατά ευάλωτων ομάδων. Αυτές μάλιστα οι ομάδες μερικές φορές συνήθως δεν έχουν προλάβει να διατρανώσουν όσο ευθαρσώς θα ήθελαν πιθανόν, τα κατά καιρούς “Je suis”, γιατί κάτι ακούγεται ότι έχουν μια κάποια δυσκολία να δηλώσουν είτε από το πού είναι είτε γιατί έχουν κάποιους να τους κυνηγάνε για αυτό που (έχουν αποφασίσει να) είναι.