ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

Όταν ο online πολιτικός καυγάς θυμίζει τα παλιά οικογενειακά τραπεζώματα

Οι γονείς μου ήταν κεντρώοι. ΠΑΣΟΚ. Όχι βαθύ, το άλλο, το χαλαρό, αυτό που πάει και αράζει, χωρίς πάθη, εκεί κάπου κοντά στην επιφάνεια. Η πρώτη μου «πολιτική» ανάμνηση, μικρό παιδί, ήταν ανδρεοπαπανδρεϊκή. Κομμάτι μιας πλημμύρας, προφανώς πράσινης, που παρέσυρε τα πάντα στην αγορά της Χαλκίδας, εκεί στις αρχές των 80ς. Η μεγάλη αλλαγή στη σκυτάλη. Σημαίες, σημαιάκια, σημαιάρες. Παντού. Νομίζω. Γιατί όσο καλωσορίζω χρόνια, τόσο και περισσότερο αμφιβάλω για τη δύναμη της ευκρίνειας της μνήμης μου. Αυτό που θυμάμαι -λίγο- καλύτερα είναι τα οικογενειακά τραπέζια. Στα οποία συχνά πυκνά έμπαιναν και γείτονες, καθώς τα παλιά εκείνα χρόνια η γειτονιά ήταν και μια έξτρα οικογένεια. Το οποίο και σημαίνει πως το κέφι μεγάλωνε μαζί με το κρασί όπως και οι διαφωνίες, ειδικά αν κάποιος ωραίος τύπος αποφάσιζε κάποια μεθυσμένη στιγμή πως ναι αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για να θυμηθεί τον Ανδρέα, τον Ράλλη, την επταετία, τη μεταπολίτευση και ότι κάνει τέλος πάντων η δεξιά και η αριστερά του και να στείλει το όποιο κέφι από κει που ήρθε. Έντονα χρόνια για τα πολιτικά πάθη; Υποθέτω πως ναι.

Αυτούς τους τσακωμούς τους θυμάμαι σας σκηνές από προσεχές τρέιλερ. Η κανονική ταινία ερχόταν μετά. Όταν έπεφταν οι απαγορεύσεις (τα μπλοκ μιας άλλης εποχής) σε φίλους με παρελθόν στην πέρα όχθη (οι γονείς τους δηλαδή, γιατί τι παρελθόν να είχαν τα έρμα τα δεκάχρονα;) και σε θείους, κάτι μακρινούς κυρίως, που έβλεπαν στο εικόνισμα του Παπανδρέου όλους τους δαίμονες του κάτω κόσμου μαζί. Με ένα ακατανόητο, για το μικρό μου μυαλό, μπλονζόν, το αριστερό παρελθόν της γιαγιάς είχε κρατήσει τα γκέμια του σογιού μακριά από μεγάλες πολιτικές «παρεκκλίσεις». Έτσι κάθε μία από αυτές που άνοιγε την πόρτα και καθόταν στο τραπέζι, αντιμετωπιζόταν αναλόγως. Στην ταινία αυτή που ήταν τελικά μια καθαρή ανδρική υπόθεση, οι γυναίκες των αντίπαλων στρατοπέδων απείχαν. Με βάση την κουζίνα τους, προσπαθούσαν να μαζέψουν τον ασυμμάζευτο, με σταθερή εκείνη την ώρα αποτυχία. Εξ΄ου και κατά τη διάρκεια του μεταβατικού σταδίου που ακολουθούσε ήταν οι μόνοι μοχλοί πίεσης. Και επικοινωνίας. Ήταν αυτές που με μεθοδευμένο μπίρι μπίρι  οδηγούσαν τις σχέσεις στη συγχώρεση και τη λήθη, τότε δηλαδή που το μαγικό χαρτί της πρόσκαιρης «άνοιας» βοηθούσε όλα να παραμεριστούν έως τη στιγμή τουλάχιστον που το μοτίβο θα ξεκινούσε από την αρχή.

Αυτό το σκηνικό, διαφωνίες πάνω στο τραπέζι/ κρασί/ μεθύσι/ αϊσιχτιρισμοί/ διακοπή διπλωματικής επαφής συνέβαινε δύο τρεις φορές τον χρόνο. Μεσολαβούσαν αποχές και τραπεζώματα συγχώρεσης που κρατούσαν τις αντοχές και την αγάπη μεταξύ των διαφωνούντων σε υψηλά επίπεδα, μέχρι έστω η πολιτική να επανέλθει δριμύτερη και αποφασισμένη πάλι για το κακό.

Καμιά φορά αναρωτιέμαι τι είδους κανονικότητα ήταν αυτή. Γι’ αυτούς. Και ποια η δική μου. Γιατί μέσα σε αυτό το «χάος», ένα άγχος είχα. Πώς θα παραλάβω το ΠΟΠ ΚΑΙ ΡΟΚ και πώς θα μπορέσω να μαζέψω το σωστό ποσό για να βουτήξω με απλωτές μέσα στα βινύλια του δισκάδικου της Αβάντων. Οπότε, όχι, η σημαντικότητα των πολιτικών αντιθέσεων μου διέφευγε όπως και η δύναμη των συγκεκριμένων λόγων για τους οποίους «σόγια χώριζαν και φιλίες καταστρέφονταν».

Και κάποια στιγμή, τα σοκολατάκια που κέρναγε το δίπολο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ άρχισαν να βγαίνουν από το ίδιο ζαχαροπλαστείο, οπότε και όλα ξεχαστήκαν. Σταμάτησαν και τα τραπεζώματα μέσα στην ανάγκη για νέα ήθη και επαναπροσδιορισμό των οικογενειακών εικόνων. Και μας έμειναν οι διαφωνίες για το Μπράβο της Ρούλας και τα πρωινά της Ελένης. Γλυκιά μου αποχαύνωση, χαμένη μέσα σε ψεύτικα μεγαλεία και δανεικές κιλότες.

Τώρα, γιατί τα λες όλα αυτά και ποιο είναι το θέμα σου. Κάτσε θα σου πω, έρχεται και ο συσχετισμός, χάθηκα στο παρελθόν. «Σόγια χώριζαν και φιλίες καταστρέφονταν». Αυτό.

Τα πολιτικά αφηγήματα, η διαφωνία στη σκέψη, οι επικοί τσακωμοί που εμμένουν στην προσωπική μας ιστορία πλέον δεν θέλουν ωραία γεύματα, μια δυο τρεις άντε τέσσερις παρέες και μπόλικο κρασί ή ουίσκι. Προτιμούν ένα κινητό και καλή πρόσβαση στο δίκτυο για να μην πέσει το ανάθεμα στο κενό και δεν ειπωθεί η θέση, η απόλυτη, η κάθετη, η ασπρόμαυρη. Αν ρίξεις μια ματιά στα σημερινά σόσιαλ, το νέο φάγωμα έχει πάρει επίσημα τις δικές του διαστάσεις. Δεν θέλει και πολλά. Αναφλέγεται στο δευτερόλεπτο. Μια αφορμή θέλει. Η αστυνομική αυθαιρεσία και βία πάνω στην υπόθεση του 16χρονου Ρομά Κώστα Φραγκούλη έχει όλα αυτά τα στοιχεία για να αναταραχθούν από ένταση όλα τα πληκτρολόγια και να χαθούν μέσα στην αλαζονική ευδαιμονία τους. Να βγουν στην επιφάνεια οι «κυραπαντελήδες μέσα μας», να αρχίσουν πάλι τα ανάρμοστα και χυδαία συμπεράσματα και να ακολουθήσει ένα αγριεμένο μπλοκάρισμα ή δικτυακό ξεκαθάρισμα λογαριασμών προς κάθε κατεύθυνση.

Ας παρακάμψουμε την ωραία αυτή συνήθεια, να αυτοκαλείσαι στους «τοίχους» των άλλων για να ρίξεις την αποψάρα σου ακάλεστος και τις περισσότερες φορές αχώνευτος. Και ας μείνουμε στο γεγονός πως αυτός ο απρόσκλητος είναι ένας φίλος σου, ένας καλός γνωστός που μέχρι τότε «δεν είχε δώσει δικαιώματα», ένας που θεωρητικά, έως τότε τουλάχιστον, εκτιμούσες, μια μακρινή θεία που ανακάλυψε το δίκτυο, ένας μπατζανάκης που αποφεύγεις επιμελώς στον κανονικό κόσμο.

Σε αυτό το καφενείο των σόσιαλ που, οκ, τραπέζωμα γλυκό και οικογενειακό με ή χωρίς εισαγωγικά δεν το λες, αλλά περισσότερο συγκέντρωση αρνητισμού και ατελείωτου βόθρου ακόμη και στα πιο τρυφερά του, οι μεν και οι δε άλλη όρεξη δεν έχουν παρά να μπερδεύουν τους δρόμους με τα πληκτρολόγια και να πετούν εμετούς ο ένας στον άλλο. «Παλιόσυριζέε» ο ένας, «βλαξ δεξιέ» ο άλλος, στα πιο σεμνά τους δηλαδή, πριν μεταλλαχθούν σε νεκροθάφτες και πέσει το «άντε ψόφα μωρή να τελειώνουμε» βροχή. Αδέρφια, συννυφάδες, φίλοι το ρίχνουν στο «αλληλοσκότωμα», στο σπρώξιμο έξω από το μαγικό δικτυακό εγώ τους και προχωρούν τη μέρα τους ήσυχοι πως το χρέος τους το έκαναν, η συνείδηση, όποια κι αν είναι αυτή, μπορεί να κοιμάται πια όρθια. Και μαρμαρωμένη.  

Μου λείπει αυτό το face to face κατσάδιασμα πάνω από τις σαλάτες, τις τηγανιτές πατάτες και τα ψητά από τη διπλανή ταβέρνα. Το σύγχρονο μπλοκάρισμα μοιάζει με σκούπα στις τρεις το βράδυ – από αυτές τις «ηλεκτρικές» που βάζεις γιατί δεν μπορείς άλλο τη «σκόνη» και όποιον πάρει ο χάρος, και οκ συνήθως παίρνει αυτούς που θες. Άσε δε που αν έχει την μορφή του unfollow μπορεί και να μη το πάρεις χαμπάρι, κατηγορώντας τον παγκόσμιο λογάριθμο αντί τον απέναντι που απλώς δεν αντέχει πια τις, από άλλη ταινία, απόψεις σου!

Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος