Λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της βρετανικής έκδοσης (1983) του κλασικού έργου του Guy Debord, “Η Κοινωνία του Θεάματος”

Τι συμβαίνει όταν διαφωνείς κάθετα με κάτι – που θα αποκαλέσω αισθητική αντί για άποψη- το οποίο αναρτάται σε μια επικοινωνιακή πλατφόρμα, εν προκειμένω στην Popaganda, όπου συμμετέχεις για λόγους που περιλαμβάνουν τόσο εικοσαετείς φιλίες όσο και μια αίσθηση ελευθερίας του λόγου. Το τελευταίο ειδικά είναι σημαντικό γιατί η συγκεκριμένη ελευθερία, αν είναι ουσιαστική, σου έχει πετάξει το μπαλάκι. Το μπαλάκι λέγεται «ευθύνη για το τι γράφω», «ευθύνη για το πώς γράφω» καθώς και «ευθύνη για το αν γράφω» καταρχήν. Στην περίπτωση που έχω κατά νου, την δημοσίευση στις 16 Ιουλίου των φωτογραφικών ντοκουμέντων που παρουσιάζουν έναν αιμόφυρτο άνθρωπο πεσμένο στο έδαφος αλλά και του συνοδευτικού κειμένου «Ήμουν μπροστά…» (δε μου βγαίνει να γράψω όλον τον τίτλο), το μπαλάκι σταμάτησε να είναι μπαλάκι κι έγινε κάτι σαν «ο ουρανός έπεσε τελικά στο κεφάλι μου».

Η θέση όμως υπάρχει από μόνη της και είναι στρωμένη με καρφιά: βγάζεις φωτογραφία κάποιον ο οποίος δεν μπορεί να σηκωθεί και να σε εμποδίσει να τον βγάλεις φωτογραφία. 

Σαφώς, θα μπορούσε κάποιος να πει: εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες αρμενίζουν. Την ημέρα που 110 άνθρωποι δολοφονούνται στη Γάζα εντός εικοσιτεσσάρων ωρών, επιλέγω να αναφερθώ σε μια μάλλον παροχυμένη περίπτωση μιντιακού εκτροχιασμού που δεν είναι καν πλέον επίκαιρη. Η επικαιρότητα όμως δεν φτιάχνεται απλώς από διακριτά γεγονότα αλλά και από περίπλοκους συσχετισμούς πληροφορίας κι ερμηνείας που αναπτύσσονται στο μυαλό ενός αναγνώστη, όπως για παράδειγμα στο δικό μου. Η συνεχιζόμενη φρίκη στην Γάζα και η ακατάσχετη ροή εικόνων του διαλυμένου αεροπλάνου στην Ουκρανία, έκαναν την περίπτωση της Ανάρτησης Μαζιώτη αφόρητη. Δεν χρειάζεται καν να υποθέσω, καθώς το έχω ήδη συζητήσει, ότι η Ανάρτηση έγινε όπως-όπως, με την ίδια δηλαδή έλλειψη κάποιου πολύτιμου χρόνου περισυλλογής που χαρακτηρίζει τα social media γενικά και την προσέγγιση «πρώτα ανεβάζω και ύστερα το σκέφτομαι» πλείστων blog (σημείωση Popaganda: η ανάρτηση δεν έγινε καθόλου όπως όπως, αντίθετα πραγματοποιήθηκε μετά από ομόφωνη απόφαση των επικεφαλής της συντακτικής ομάδας – μερικοί από τους λόγους του σκεπτικού περιγράφονται εδώ). Είναι η ίδια λογική που διέπει κατά κανόνα (υπάρχουν κι εξαιρέσεις) τα περίφημα Σχόλια Αναγνωστών: χώρος έκφρασης συναισθηματικής φόρτισης με ταχύτητα πολυβόλου. Το ότι αυτή η αισθητική διείπε και την Ανάρτηση Μαζιώτη καθαυτή είναι, πιστεύω, σαφές: το πρόβλημα εδώ είναι ακριβώς το μη εσκεμμένο, ακριβώς το ότι κάποιος βρέθηκε τυχαία μάρτυρας ενός συμβάντος που δεν το βλέπεις κάθε μέρα και έστειλε ό,τι έστειλε με τη λογική τού «κοίτα τι μου ‘τυχε» και «γιατί όχι;»

Πράγματι, γιατί όχι, αφού όλοι το ίδιο θα ‘καναν; Η τεχνολογία υπάρχει. Η ιδεολογία υπάρχει. Χωρίς αυτά τα δύο δεν θα είχαμε την αισθητική του «έπεσα πάνω στην είδηση». Συνεπώς, ανοίξατε πυρ προς τον θεατή-αναγνώστη-χρήστη, που καλά να πάθει, αφού δεν κάθεται να ξεστραβωθεί με κανένα αργής χώνευσης βιβλίο αλλά βολτάρει στο ίντερνετ με το στόμα ανοιχτό, καταπίνοντας ό,τι λάχει: πληροφορία επί παντός επιστητού. Αλλά η φωτογραφία ενός αιμόφυρτου ανθρώπου στο έδαφος δεν είναι κάτι που καταπίνεται και τόσο εύκολα, σκαλώνει σε κάποιους. Και δεν έχω να πω τίποτα για το ποιος ήταν αυτός ο χτυπημένος άνθρωπος εφόσον δεν τον γνωρίζω. Θα υποθέσω ότι ούτε αυτός που ανέβασε την φωτογραφία τον γνωρίζει, και αυτό ακριβώς διατύπωσε, κατά τη γνώμη μου, το συνοδευτικό κείμενο, και που θεώρησα, για τον συγκεκριμένο λόγο, πιο σόκιν από τη φωτογραφία.Το κείμενο ουσιαστικά έλεγε «ήμουν εκεί και είδα αυτό και δεν έχω τίποτε άλλο να σας πω, αδυνατώ να ερμηνεύσω».  Σα να λέμε, δεν είμαι σε θέση να πάρω θέση. Η θέση όμως υπάρχει από μόνη της και είναι στρωμένη με καρφιά: βγάζεις φωτογραφία κάποιον ο οποίος δεν μπορεί να σηκωθεί και να σε εμποδίσει να τον βγάλεις φωτογραφία. Και αυτή είναι η πρώτη απάντηση στο «γιατί όχι;», είναι τα θεμέλια επί των οποίων μπορεί να ανεγερθεί ολόκληρος ουρανοξύστης απαντήσεων.

Αλλά η φωτογραφία ενός αιμόφυρτου ανθρώπου στο έδαφος δεν είναι κάτι που καταπίνεται και τόσο εύκολα, σκαλώνει σε κάποιους. Και δεν έχω να πω τίποτα για το ποιος ήταν αυτός ο χτυπημένος άνθρωπος εφόσον δεν τον γνωρίζω.

Mάλλον πρέπει να διευκρινίσω ότι καθώς τα γράφω αυτά, δεν έχω ιδέα αν θα δημοσιευτούν – ούτε καν είμαι σίγουρη αν θα είχε νόημα. Η κατάσταση «μίντια» είναι δομικά «έτσι» και ουδέποτε πρόκειται να γίνει «αλλιώς», και πλέον όταν δεν υπάρχουν φωτογραφικά ντοκουμέντα, μας πλασάρουν animation στις ειδήσεις (ο ασιατικός κολοσσός Next Media Animation είναι το μέλλον, που, ναι, διαγράφεται σαχλό, επικίνδυνο και φετιχιστικά εικονοπλαστικό). Και η κατάσταση «φωτογραφία» είναι επίσης δομικά «έτσι», καθιστώντας τα πάντα «υλικό». Γι’ αυτό ο Kevin Carter, που το 1994 πούλησε στους New York Times την φωτογραφία με το εξαντλημένο από την πείνα κοριτσάκι να το περιφέρει ο γύπας, αυτοκτόνησε αφού βραβεύτηκε με το Pulitzer. Υπάρχει και αυτή η ηθική, της κυνικής μελαγχολίας.

Γιατί όμως, αφού τα γνωρίζω όλα αυτά, έμεινα με το στόμα ανοιχτό κατά την πρόσκρουσή μου με την Ανάρτηση; Κάπου μεταξύ θλίψης και ντροπής, η αντίδρασή μου εξελίχθηκε στην αίσθηση ενός τέλους εποχής. Μετά το πάρτι, το σφουγγάρισμα. Μετά την Κυριακή, η Δευτέρα. Έχουμε μεγαλώσει και δεν είναι πια χαριτωμένο το να δείχνουμε με τεντωμένο δάχτυλο. Παραφράζοντας έναν αναγνώστη-σχολιαστή της Ανάρτησης, η Popaganda τελικά δεν πάει μόνο σε συναυλίες στο Six Dogs κατά τις οποίες μπορεί να ανακοινώνει διαδικτυακά «είμαι εδώ». Γιατί φεύγοντας από τη συναυλία σε μια πόλη σαν την Αθήνα του 2014 είναι πλέον πιθανόν να στραμπουλήξεις κάνα πόδι πάνω σε τίποτα οριζοντιωμένα ανθρώπινα δράματα. Και όταν συμβεί το ατυχές, καλό είναι να το σκέφτεσαι λίγο: πώς αντιδράς, γιατί, και κυρίως «τι πάει να πει αυτό». Ειδικά άμα αυτό, που γίνεται «αυτό” εξαιτίας της αντιμετώπισής σου, αδυνατεί να σηκωθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια στο κινητό σου – το οποίο δείχνει να έχει αντικαταστήσει τη συνείδηση ή, επιεικώς, την κρίση σου.

Φιλικά, και απογοητευμένα.

Άντζελα Δημητρακάκη

Share
Published by
Άντζελα Δημητρακάκη