Ένα ποίημα του Μπάιρον και ένα ποίημα για τον Μπάιρον

Το πρώτο ποίημα γράφτηκε το 1820  τέσσερα χρόνια πριν ο Μπάιρον δώσει τη ζωή του στον αγώνα για την Ελληνική Ανεξαρτησία. Είχε κουραστεί να βρίσκεται στο κέντρο της ευρωπαϊκής (πνευματικής και κοσμικής και ερωτικής)  δράσης κι αποφάσισε να επιζητήσει το θάνατο στη φωτιά της μάχης. Τον βρήκε στο Μεσολόγγι τον Απρίλιο του 1824 και γλίτωσε από ό,τι απεχθανόταν περισσότερο: τη μέση ηλικία και την υποκρισία. Η μετάφραση αυτοσχέδια.

ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΔΕ ΒΡΙΣΚΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ  ΝΑ ΠΑΛΕΨΕΙ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΗΣ

Όταν ένας άντρας δε βρίσκει στην πατρίδα του ελευθερία

να παλέψει για χάρη της

Άφησέ τον  να πολεμήσει για την ελευθερία του γείτονα

Άφησέ τον να οραματίζεται τη δόξα της Ελλάδας και της Ρώμης

Και κατακεφαλιές να τρώει σαν αμοιβή για τους κόπους του.

Να ευεργετείς την ανθρωπότητα είναι σκοπός ευγενικός

Και πάντα ευγενικά ανταμείβεται.

Αγωνίσου λοιπόν για την ελευθερία όπου βρεθείς

Και, αν δε σε τουφεκίσουν ή αν δε σε κρεμάσουν,

ιππότη θα σε χρίσουν.

Το δεύτερο ποίημα περιέχεται στη συλλογή Ζωή κλεισμένη του Δημήτρη Χουλιαράκη  ( Το Ροδακιό  2002 ). Σε πλήρη αντίθεση με τον τίτλο ο συγγραφέας θέλει να σπάσει τα όριά του ταξιδεύοντας, ζητώντας ελευθερία από το άστυ και τις συνθήκες του, ζητώντας προσωρινά έστω μια  αναστολή της τροπής του προς το σιβυλλικό «αποθανείν θέλω».

Τα σπλάχνα του ήρωα  ταξιδεύουν προς την Αγγλία σαν σύνορο ζωής και θανάτου. Πυξίδα είναι το μότο του ποιήματος, δύο βυρωνικοί στίχοι : Όμως υπάρχει κάτι μέσα μου που μ’ αυτό  Βάσανα και  Χρόνο θα νικήσω / και θα ανασαίνει όταν εγώ θα ξεψυχήσω.

ΜΠΑΫΡΟΝ

Δε σώθηκε απ’ αυτόν

και τη μυθιστορηματική ζωή του

παρά τα σπλάχνα μόνο που ταξιδεύουνε

κλειστά σ’ ένα βαρέλι μπράντυ

σ’ ένα αμπάρι για το Σίτυ.

Ο άγουρος ο ύπαρχος ζαλισμένος

στην κουβέρτα ανέβηκε κι ενώ του ποιητή

τα σωθικά ανταριάζονται στο ευεργετικό

μέσα σκεύασμα το βλέμμα εκεινού προσηλώνεται

στο ζοφερό ορίζοντα του Ύψιστου τις βουλές

να εννοήσει πασχίζει (είν’ έμπειρος αυτός)

πέφτει ο καιρός ήρεμη νύχτα κι απόψε θα κυλήσει.

Κι ούτε που σκέφτεται ότι το νέο μπορεί

να μαθεύτηκε κι ούτε που βλέπει —άπραγη νιότη—

στα ντόκια του Τάμεση τον όχλο που ολοένα

συνάζεται κι απαιτεί με κραυγές και κατάρες

απ’ το φριχτό βαρέλι η θεία ουσία

του λόρδου ποιητή άγια μετάληψη

στο τραχύ και στεγνό του λαρύγγι να τρέξει.

Προτείνω τα δύο ποιήματα να διαβαστούν το ένα στο φως του άλλου, και, τηρουμένων των αναλογιών, και, στον απόηχο της ημέρας της ποίησης που γιορτάστηκε πολύ στην Ελλάδα της μετα-ύφεσης, προτείνω να αναρωτηθούμε τι θα ήταν οι ποιητές αν κάτω από τα δάφνινα στεφάνια τους δε διέθεταν αυτό που ονομάζεται στη γλώσσα του Μπάιρον a scornful eye, ένα περιγελαστικό βλέμμα, για τον εαυτό τους και για τον κόσμο.

Λούλα