Αν έρθεις ποτέ στην Κω , θα σε πάω στο στέκι μου. Να σου γνωρίσω την παρέα μου. Θα καθίσουμε κάπου απόμερα θα σου δείχνω και θα σχολιάζω. Αυτή εκεί είναι η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού. Εκτός από καφέ, φτιάχνει και κέφι στους θαμώνες. Μοιάζει να βγήκε από τοιχογραφία της μινωικής Κρήτης. Φοράει στο πόδι της ένα βραχιόλι με κουδουνάκια και όποτε περπατάει ακούγεται σαν να καταφτάνει μια τσιγγάνα. Προσηνής πάντα στο λόγο της. Δεξιοτέχνης της διαχείρισης μιας κουβέντας για να μην εκπίπτει η συζήτηση ποτέ απ’ το ανάλαφρο στο βαρύγδουπο και αψύ. Μετά είναι ο Τιμόθεος. Εικοσιένα χρονών. Τον άκουσα μια φορά να λέει, «παίζει σε κάτι τρολιές σε memes στο Facebook αλλά έχει κάνει seven million». Δεν κατάλαβα τί εννοούσε και τον προσέγγισα για να μάθω την γλώσσα που μιλάνε οι νέοι. Πιο άμεση, με πιο πολύ νεύρο και γρήγορες εναλλαγές με δάνειες από άλλες γλώσσες λέξεις για να ξεμπερδεύεις πιο γρήγορα μ’ αυτό που θες να πεις.

Μην κοπιάζεις πολύ μες στα πολλά νοήματα. Μοιραία θα τα βρει ο Τιμόθεος. Όταν μεγαλύτερος θα κληθεί να εισέλθει στην σύνθετη ζωή του ώριμου άντρα. Ο Καυ -απ’ το καυλιάρης-  είναι το συνθηματικό όνομα που δίνω με τους κολλητούς σε ένα τεκνό αγόρι που επισκέπτεται το καφέ. Είναι κούκλος και εξαιρετικά λάγνος στη φυσιογνωμία του. Μπορείς να τον βλέπεις χαλαρά και για ώρες να θαυμάζεις τις χάρες με τις οποίες τον προίκισε η φύση. Ή να τις φαντάζεσαι από σαφείς και εμφανείς ενδείξεις στα ρούχα του. Ο Καυ δεν είναι βέβαια για πολλή ώρα παρατήρησης του. Όταν ανοίγει το στόμα του μιλάει για ξενέρωτα πολιτικά θέματα αντί να χυδαιολογεί ακατάπαυστα με σεξιστικά λόγια. Ύστερα είναι κι ένας άλλος πιο γαλαντόμος αυτός. Τριαντάρης και γυμνασμένος. Διεστραμμένος θα έλεγα. Τον ξέρω καλά. Γελάει με τα πιο ανήκουστα πράγματα και τεντώνει το σώμα του, σφίγγει τους μύες του σε ανύποπτες στιγμές. Και μπροστά σε όλους χαϊδεύεται λες και θ’ αυνανιστεί δημόσια. Εκείνος που ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους είναι ένας που έρχεται σε καταστολή απ’ τα φάρμακα κάποιας σοβαρής διαταραχής προσωπικότητας. Τα μάτια του δεν είναι ποτέ ολάνοιχτα. Μένουν μισόκλειστα και το βλέμμα τους σκοτεινό σαν να κοιτάζει πια μόνο στο φάσμα της ερήμου της ταραχώδους ψυχής του. Περιμένω να δω τούτο το βλέμμα να ζωντανεύει.           

Τα αγάλματα αντρών της αρχαιότητας  με τα γυμνασμένα σώματα και τα μικρά πέη  -τί απογοήτευση αλήθεια- δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διεγερτικά; Πόσοι και πόσοι δεν έχουμε δυσαρεστηθεί μ’ αυτή την θέα ενός άδικου  κάλλους που εξορίζει απ’ την αισθητική του γραμμή το ευμέγεθες γεννητικό μόριο; Έχουμε ένα Μέγα Αλέξανδρο σε προτομή (ευτυχώς) έξω από το πρώτο , πιο παλιό μας βιβλιοπωλείο. Δωρεά του πατέρα μου στον λαό της Κω. Αυτή η κλίση στο κεφάλι του σπουδαίου άντρα της ιστορίας μου θυμίζει  ακκισμό του λαγνείας και ανέκαθεν με προσκαλούσε σε παρόμοιες σκέψεις. Θηλύκωμα των χειλιών μου πάνω στα δικά του. Κάποτε, περίπου στα είκοσι μου χρόνια, ήμουν παρθένος ακόμη, ήθελα απλώς να ανέβω και ν’ ασελγήσω στην πάνσεπτη κατά τ’ άλλα μορφή του στρατηλάτη. Πώς θα μπορούσε να κλέψει συναίνεση για να συνευρεθεί ένας ομοφυλόφιλος με την υπέροχη γλυπτή αναπαράσταση κάποιου ανδρός. Για μένα είναι πολύ απλό. Και σκέφτομαι να δώσω κάποιες οδηγίες.

Με το βλέμμα στην ενατένιση του σμιλεμένου προσώπου για πολλές ώρες και με την σκέψη στην πρόθεση του ερωτικού παιχνιδιού, προσπαθούμε για μεγάλο διάστημα  να μεταγγίσουμε στο αντικείμενο του πόθου μας λίγη από τη ζωτικότητά μας κι απ’ την καύλα μας. Την λιβιδινική μας κάψα. Μόλις το καταφέρουμε αυτό αντιλαμβανόμαστε απ’ την μετακίνηση στους οφθαλμούς του γλυπτού την επιτυχία της ενεργειακής μας διεπίδρασης με το λάξευμα. Κι απ’ την ιδιαίτερη σαν κινητικότητα σ’ αυτά πάλι τα μάτια επαληθεύουμε τα συμπεράσματά μας. Όλα ρευστοποιούνται στο προηγουμένως μαρμάρινο ή ορειχάλκινο άγαλμα. Γίνονται εύκαμπτα και δεκτικά σε θωπείες. Η συναίνεση είναι πια κεκτημένη της ερωτικής μας προσήλωσης στο μέχρι πρότινος ακίνητο. Και τελικά ένα βράδυ που ήμουν μεθυσμένος ξεστράτισα απ’ την περπατησιά μου προς το σπίτι μου και πήγα στον Αλέξανδρο. Ανέβηκα πάνω στη βάση της προτομής του και εκείνος άνοιξε τα χείλη του. Τα πρόταξε κι άλλο και φιληθήκαμε παθιασμένα μέχρι που και τον δάγκωσα κάνοντας μια πληγή στα πιο ωραίο στόμα που γνώρισα ποτέ.  Κι από τότε μέχρι και σήμερα επάνω του παραμένει ανεξάλειπτη μια μικρή αμυχή για να θυμίζει την αγριότητα που μοιράστηκε μ’ έναν ομόφυλο του θνητό.

Παλιά εκεί πέρα ήταν απλωμένο το χωράφι ενός Τούρκου. Και ήταν και η μυστική παιδική χαρά μας.  Τώρα όλο το οικόπεδο έχει γίνει δάσος από αγριόχορτα. Τα περισσότερα ξεπερνάνε σε ύψος το ύψος του ανθρώπου. Εντούτοις δεν είναι δέντρα. Πιο πολύ μοιάζουν με παρασιτική πανίδα που μέσα στον εκτεταμένο χώρο -με περισσή «αυθάδεια»- απλώνεται σαν επικυρίαρχη των χωμάτων. Ετούτη  η γη είναι εύφορη γιατί υπάρχουν πολλά υπόγεια ύδατα. Πράγμα που τεκμηριωνόταν και απ’ την ύπαρξη σ’ αυτήν ενός μαγγανοπήγαδου. Μέχρι το 1995 περίπου. Μετά το κατέστρεψαν και το έθαψαν. Απερίσκεπτοι άνθρωποι που δεν ξέρουν πως μερικές εικόνες πρέπει να υπάρχουν πάντα γιατί απλά είναι κομμάτι του αφηγήματος της προσωπικής ζωής πολλών ανθρώπων. Γιατί να αφήσεις κάποιον με το συναισθηματικό άχθος μιας οδυνηρής νοσταλγίας;

Αυτό είναι πένθος. Όλο αυτό το δάσος από χθαμαλή βλάστηση κρύβει πολλά και σημαντικά μυστικά και της δικής μου αδιήγητης ζωής. Τον καιρό που το μαγγανοπήγαδο έθελγε τα μαθητικά μου μάτια σαν μια κατασκευή απ’ τα παραμύθια, δίπλα του κάποια στιγμή θάψαμε και την σκυλίτσα μας Νικόλ. Την χτύπησε ένα αμάξι σε ηλικία ενός έτους. Ένας Αθηναίος που όλοι σας ξέρετε, δεν έχει και τόση σημασία το όνομα του, υπήρξε ο απερίσκεπτος που απελευθέρωσε το τετράποδο μωρό μου και ξέφυγε απ’ την εποπτεία μας στους δρόμους των μεγάλων τροχήλατων οχημάτων (αυτοκίνητα, μηχανάκια κ.ά.).  Κάτω απ’ το θρασομάνημα αυτού του τωρινού χωραφιού υπάρχουν κάποιες αρχαίες πέτρες. Αυτό το οικόπεδο είναι το μοναδικό κομμάτι γης που κατόρθωσε -κυρίως λόγω των αρχαίων ευρημάτων στα έγκατα του – να διαλάθει την λαιμαργία των οικοπεδοφάγων μιας αχαλίνωτης οικιστικής ανάπτυξης ενός τουριστικού προορισμού. Η Κως άλλαξε τόσο πολύ από τότε που πήγαινα στο Δημοτικό σχολείο. Ψάχνω να βρω στα απολεσθέντα μου τοπόσημα το αιώνιο ίχνος τους μέσα στα ευρισκόμενα καινούργια. Κι από εκεί ξεκινάνε πάντα τα πιο όμορφα πράγματα των διηγήσεών μου. Από την αίσθηση πως το παλιό έχει παντοτινό αποτύπωμα.

Τι έχει στα μάτια της και εμφυσά σε όποιον την θωρεί, αυτή την γλυπτή γύψινη γυναίκα, μία ψευδαίσθηση πως έχει να κάνει με ύπαρξη ζωντανή; Είναι στο εξωτερικό ενός  παλιού μαγαζιού. Τώρα υπάρχουν μόνο οι βιτρίνες του να υποθέτουμε ίσως κάποιο αλλοτινό του κλέος. Αν και στο σημείο που είναι, μόνο γκαντέμικες μέρες πρέπει να έζησε ο εμπορικός αυτός χώρος. Το άγαλμα μοιάζει να φύεται σαν θηλυκό τζίνι μέσα από τους τοίχους. Το έχω τραβήξει μια φωτογραφία , το κοιτάω και γράφω. Αυτά τα μάτια έχουν την δύναμη να φαίνονται πίσω από το μαύρο σπρέι που κάποιος πιτσιρικάς προσπάθησε να τα σβήσει. Είναι επιζώντα μάτια. Και είναι αυτή τους η νίκη στο εντελώς μαύρο του σπρέι που τα επιχρωματίζει με λάμψη και τα ψυχώνει με ζωντάνια. Ίσως αυτή να είναι η δύναμη αυτού του γύψινου γλυπτού. Το σώσιμο του βλέμματος μέσα απ’ τον μαυρισμένο ορίζοντά τους.

Αυτό το δέντρο το βρήκα την ώρα που σιγοτραγουδούσα το «μια ζωή μέσα στους δρόμους και τις νύχτες»… δεν ξέρω μου θύμισε λίγο η πλάγια ανάπτυξη του, αντί της φυσιολογικής του κατακόρυφης, έρωτα με τον δρόμο. Και αυτός ο συλλογισμός εκκινούσε στα σίγουρα απ’ το γνωστό λαϊκό άσμα. Κοίταξα το δέντρο για πιο πολύ ώρα. Παρατεταμένα και με βλέμμα ιμπρεσιονιστή και φαντασιοκόπου έβλεπα πολύ περισσότερα απ’ όσα είχα στον ορίζοντά μου. Το κεκλιμένο δέντρο, αναφώνησα κάποια στιγμή, ενθυμούμενος τον κεκλιμένο πύργο της Πίζας. Φανταστείτε ένα κυρτωμένο κυπαρίσσι. Σκέφτηκα κι άλλα πολλά για το δέντρο μου.

Πως έγειρε έτσι αφύσικα για να ακραγγίζει θωπευτικά με τις απολήξεις της φυλλωσιάς του τον περαστικό απ’ την πλατιά σκιά του.   Πως έγειρε έτσι γιατί κάποια απέραστη στην ιστορία των ακραίων καιρικών φαινομένων θεομηνία τού έδωσε αυτή τη παράταιρη κλίση. Πως καμπύλωσε έτσι γιατί δεν άντεξε σ’ αυτή την αφιλόξενη οικιστική δόμηση την ουρανομήκη ανάπτυξη. Προτίμησε μια πιο κοντά στην γη για να μην νιώθει μόνο του και μακριά απ’ τους ψιθύρους των ανθρώπων. Κάτωθεν του κάτι υποτονθόρυσα κι εγώ. Σαν να ‘πα, δέντρο τί κάνεις; Κι εκείνο σαν από αναγάλλιασμα σείστηκε ολόκληρο προς απάντηση στο ερώτημά μου.

Θα ήθελα πάρα πολύ να σας περάσω απ’ όλα τα μέρη που περιέγραψα. Να σας μυήσω στα γλωσσόφιλα με άγαλμα στην προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, να συζητήσουμε στο χωράφι του Τούρκου για την παιδική μας ηλικία, τη νοσταλγία του παλιού  και… για τους τόπους που επιλέγουμε για να θάψουμε κάποιο κατοικίδιο μας. Να σας πάω ως την γλυπτή γυναίκα και να βιώσετε το αίσθημα της επαφής με τέχνης έργο νεκροζώντανο. Να περάσουμε τραγουδώντας κάτω απ’ το κεκλιμένο δέντρο κι αφού το αποθαυμάσουμε να πάμε με τα πόδια μέχρι το στέκι μου. Να προσπαθήσουμε να ανοίξουμε τα μάτια του θλιμμένου.