EPA/PHILIPPE LOPEZ / POOL MAXPPP OUT

Η ακροδεξιά, παγκοσμίως, κατέχει το «πολιτικό μομέντουμ» και αυτό δυστυχώς είναι κάτι αναμφισβήτητο. Από την είσοδο της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής στο ελληνικό Κοινοβούλιο, στη ραγδαία άνοδο της Λε Πεν στη Γαλλία και το ακροδεξιό Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι την εκλογή Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλα αυτά είναι παραδείγματα που αποδεικνύουν αυτό το μομέντουμ το οποίο σκεπάζει τον πλανήτη με ένα πέπλο μισαλλοδοξίας και ρατσισμού. Ποιος είναι όμως ο αντίπαλος αυτών των διχαστικών δυνάμεων που προελαύνουν στις δυτικές δημοκρατίες; Μέχρι στιγμής η νεοφιλελεύθερη σκέψη και οικονομία, η οποία φυσικά και έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για αυτά τα αποτελέσματα.

Το 2012, η Ελλάδα βρισκόταν ήδη δύο χρόνια σε προγράμματα λιτότητας με τα πρώτα, αρνητικά αποτελέσματα, στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου να κάνουν την εμφάνιση τους. Η απελπισμένη αντίδραση της κοινωνίας απέναντι σε αυτή την καταστροφική πολιτική ήταν η ανάδειξη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής σε κοινοβουλευτική δύναμη. Τόσο απλά. Μια εξέλιξη που έδωσε τη δυνατότητα σε μια νεοναζιστική οργάνωση, να τρομοκρατεί μετανάστες και πολιτικούς αντιπάλους στους δρόμους και να υποβαθμίζει την ποιότητα της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Η αντίδραση όμως των ευρωπαϊκών θεσμών και του εγχώριου πολιτικού προσωπικού, δεν ήταν λιγότερη λιτότητα και καλύτερη κοινωνική πολιτική. Αντιθέτως, συνέχισαν με το ίδιο σκεπτικό που σε καμία περίπτωση δε μπορούσε να αποτρέψει την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα είναι αυτή η οργάνωση να αποτελεί την τρίτη, σε ισχύ, πολιτική δύναμη της χώρας.


Το παράδειγμα της Ελλάδας ακολούθησε περίπου δύο χρόνια μετά και η Γαλλία. Μπορεί να είχε την πρώτη της επαφή με την ακροδεξιά και τον αντισημιτισμό το 2002 όταν ο Ζαν Μαρί Λε Πεν πέρασε στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, όμως τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της γαλλικής κοινωνίας λειτούργησαν άμεσα και έδωσαν στον Ζακ Σιράκ το ποσοστό-ρεκόρ του 82%. Η ακροδεξιά όμως δεν ηττήθηκε οριστικά σε εκείνες τις εκλογές. Δώδεκα χρόνια μετά, το 2014, με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Φρανσουά Ολλάντ να βρίσκεται ήδη δύο χρόνια στην εξουσία, η κόρη του Λε Πεν, Μαρίν, οδήγησε το Εθνικό Μέτωπο στην πρώτη θέση των Ευρωεκλογών. Αιτία ήταν η αδυναμία της κυβέρνησης Ολλάντ να ασκήσει φιλολαϊκές πολιτικές. Αντί αυτού, εφάρμοσε ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που είχε σημαντικό αντίκτυπο σε τομείς που το Γαλλικό κράτος θεωρούταν υπόδειγμα κοινωνικής πολιτικής. Η νίκη του Μακρόν στις προεδρικές εκλογές του 2017 δεν παίρνει το φάντασμα της ακροδεξιάς μακριά από τη Γαλλία. Ο «κεντρώος» πολιτικός θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα ξεκάθαρα φιλικό προς τις επιχειρήσεις, κάτι που μπορεί να μεγαλώσει την αγανάκτηση της γαλλικής κοινωνίας, αν συνεχίσει να υπονομεύει τα συμφέροντα της. Στην περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η ακροδεξιά θα συνεχίσει να κερδίζει έδαφος όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και παγκοσμίως.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ήταν μία από τις λίγες χώρες που δεν έπεσε στα νύχια του φασισμού και του ναζισμού. Αντιθέτως τους είχε νικήσει στο εσωτερικό πριν καν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη σύγχρονη εποχή όμως δεν απέφυγε την επαφή με την ακροδεξιά. Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 2016, με τη νίκη του Brexit στο δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η ακροδεξιά άρπαξε την ευκαιρία και οικειοποιήθηκε αυτό το αποτέλεσμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ο ηγέτης του ακροδεξιού UKIP, Νάιτζελ Φάρατζ, να αποτελέσει το πρόσωπο της «εξόδου» από την Ε.Ε. Βέβαια, οι σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ε.Ε ήταν πάντοτε περίεργες όμως συνέχισαν να οξύνονται μετά τις πολιτικές λιτότητας της κυβέρνησης Κάμερον και την αίσθηση ότι ποτέ η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έδωσε ουσιαστική βοήθεια στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έτσι, η χώρα είναι με το ένα πόδι εκτός και η ακροδεξιά καθορίζει τον τρόπο που θα γίνει η έξοδος.


Αν τα παραπάνω παραδείγματα αποδεικνύουν τη δυναμική της ακροδεξιάς, τότε το απόλυτο γεγονός είναι η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Ο Νεοϋορκέζος μεγιστάνας, υιοθετώντας τον πιο διχαστικό, ακραίο και ρατσιστικό λόγο έγινε Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Μεγάλο ρόλο όμως σε αυτή τη νίκη έπαιξε η αντίπαλος του, Χίλαρι Κλίντον. Η πρώην υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α, στα μάτια των ψηφοφόρων αποτελούσε την εκπρόσωπο του «κατεστημένου» ενώ οι σχέσεις της με τις ελίτ και τη Wall Street καθόρισαν τις εξελίξεις. Η Κλίντον ήταν υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης και της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, κάτι που ξεκάθαρα αποτέλεσε έναν άσο στο μανίκι του Τραμπ. Το αποτέλεσμα ήταν αυτή η απροσδόκητη νίκη.

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι όταν ο νεοφιλελευθερισμός έρχεται αντιμέτωπος με την ακροδεξιά, ή ηττάται ή της δίνει και άλλη δύναμη. Αυτό δημιουργεί περαιτέρω κοινωνικά προβλήματα μιας και η ακροδεξιά μολύνει συνεχώς το διάλογο και τη συμπεριφορά των πολιτών ανοίγοντας πληγές από το παρελθόν. Όσο οι ελίτ και οι πολιτικοί που εκπροσωπούν το νεοφιλελεύθερο δόγμα δεν αντιλαμβάνονται ότι οι πολιτικές των «μεταρρυθμίσεων», της «ανάπτυξης» και της «ευελιξίας της αγοράς εργασίας» δεν έχουν κανένα θετικό αντίκτυπο προς τους πολίτες, τόσο μεγαλύτερη δύναμη θα κερδίζει η ακροδεξιά. Και όταν η ακροδεξιά είναι ισχυρή, υπονομεύεται η ποιότητα της δημοκρατίας.