Τα φανταστικά κάγκελα…

Πριν από λίγες ημέρες, ο Δημήτρης Χαντζόπουλος, γελοιογραφώντας για πολλοστή φορά τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και τη Ραχήλ Μακρή, αλλά και παρεμβαίνοντας στα τεκταινόμενα στο χώρο της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τις τοποθέτησε στα Προπύλαια, έξω από το κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκεί, σ’ ένα φανταστικό διάλογο, μία από τις δύο γυναίκες φέρεται ν’ αναρωτιέται «εμείς που θ’ ανέβουμε;» για να λάβει, από έναν άγνωστο, την αυθόρμητη απάντηση-ερώτηση «τι εννοείτε;». Εκείνη, άμεσα, σαστισμένα απορημένη, ξεδιαλύνει το μυστήριο κι αναπτύσσει τη σκέψη της, λέγοντας «ότι το Πανεπιστήμιο όπου να ‘ναι ανοίγει και δεν βλέπω κάγκελα» .

ÐÁÍÅÐÉÓÔÇÌÉÏÕÐÏËÇ ÅÉÓÏÄÏÓ ÐÁÍÅÐÉÓÔÇÌÉÏ ÁÈÇÍÁ ÁÐÅÑÃÏÓ ÄÉÏÉÊÇÔÉÊÏÓ ÕÐÁËËÇËÏÓ ÖÏÉÔÇÔÇÓ ÖÏÉÔÇÔÑÉÁ ÁÐÅÑÃÏÓ ÊÉÍÇÔÏÐÏÉÇÓÇ ÄÉÁÈÅÓÉÌÏÔÇÔÁ ÄÇÌÏÓÉÏ ÐÁÉÄÅÉÁ ÐÏÑÔÁ

…και οι πραγματικοί 7οι όροφοι

Παραπέμποντας στα πρόσφατα γεγονότα της ΕΡΤ, ο σκιτσογράφος στηλιτεύει την τάση του «αγαπημένου» διδύμου του για… επίδειξη (όπως φάνηκε και από το ανέβασμά του σε στύλους για poledancing) και. Τελικά, σήμερα, μία άλλη γυναίκα, μη απεικονιζόμενη στη δημιουργία του Χαντζόπουλου, αποφάσισε ν’ ανέβει, όχι στα κάγκελα, αλλά στον έβδομο όροφο του ΑΠΘ, προσπαθώντας, δίχως «επιτυχία», να θέσει τέρμα στη ζωή της. Είναι διοικητική υπάλληλος στο Αριστοτέλειο και μ’ αυτό τον τρόπο θεώρησε ότι θ’ αναιρούσε το προσωπικό αδιέξοδό της, απόρροια της εφαρμογής του μέτρου της διαθεσιμότητας στους εργαζόμενους στ’ ακαδημαϊκά ιδρύματα. Η παραλίγο αυτόχειρας δεν φαίνεται να συνετίστηκε από την αποδοκιμασία του σκιτσογράφου, όπως και τόσων άλλων, προς το «λαϊκισμό της υπερβολής» (sic), καταδεικνύοντας με τον πιο υλικό τρόπο το αποτύπωμα των πολιτικών επιλογών της τελευταίας τριετίας.

Ζωή υπό διακύβευση

Η απόφασή της, ένα ακόμη επεισόδιο της μακράς σειράς αντίστοιχων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι άλλο ένα προϊόν της περιόδου της «βιοπολιτικής». «Βιοπολιτική» λέει ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, είναι η συνθήκη στο πλαίσιο της οποίας «η ζωή έγινε το διακύβευμα της πολιτικής» , συνδέει αυτή τη «διακυβευσιμότητα» του βίου με την «κατάσταση εξαίρεσης», δηλαδή το μετασχηματισμό του «έκτακτου» σε «κανονικό». «Η κατάσταση εξαίρεσης είναι μια άνομη περιοχή, στην οποία αυτό που διακυβεύεται είναι η ισχύς νόμου χωρίς τον νόμο», τονίζει ο Αγκάμπεν στο σχετικό βιβλίο του, υπενθυμίζοντάς μας τι βιώνουμε, με την πλήρως κυριολεκτική έννοια του όρου, στα χρόνια των μνημονιακών πολιτικών. Οδυνηρές ανακατατάξεις που παρουσιάζονται ως εξαιρετικές για να καταστούν μόνιμες στη συνέχεια, με τις επιπτώσεις τους ν’ αντανακλώνται στις ζωές των ανθρώπων, ενίοτε δε να καθορίζουν και την ίδια τη ζωή αυτών.

 Η αξιοπρέπεια ως «κανονικότητα»

Βέβαια, από μια άλλη οπτική, κοντινή σ’ εκείνη του υπουργού Υγείας, ακόμη κι αν η γυναίκα αυτοκτονούσε, ουσιαστικά το γεγονός δεν θα ήταν κι άξιο σχολιασμού. Άλλη μία αυτοκτονία, ανάμεσα στις τόσες που, στατιστικά, έτσι κι αλλιώς, προβλέπεται να συμβούν δεν είναι δα και εντυπωσιακή. Εάν όμως απορριφθεί αυτή κυνικά μακάβρια θέση, τότε το ζήτημα των ημερών δεν μπορεί να περιορίζεται στο κενό δίλημμα «ανοιχτές ή κλειστές σχολές». Οι πόρτες των ιδρυμάτων ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θ’ ανοίξουν. Το κρίσιμο είναι μαζί τους να διαμορφωθούν οι όροι που θα επιβάλλον ως «κανονικότητα» τον αξιοπρεπή βίο και η κινητοποίηση στα ΑΕΙ, παρά τις όποιες υποσημειώσεις, αυτό το δίλημμα θέτει. Σε οριακές συνθήκες, οι κοινωνίες λαμβάνουν αποφάσεις για το πώς επιθυμούν να υπάρχουν. Οι αφορμές δίνονται απλόχερα.