Ο Ηλίας Βροχίδης, το δίτροχό του και το ερημικό τοπίο στο Ιράν

Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι λάτρεις των ταξιδιών, αφού πρόκειται άλλωστε και για έναν σπάνιο πλούτο εμπειριών, εικόνων και γνώσεων. Η έννοια ταξίδι για κάποιους, βέβαια, είναι συνυφασμένη με κάτι πιο περιπετειώδες και μακροχρόνιο. Ένας από αυτούς είναι και ο Ηλίας Βροχίδης που τα τελευταία επτά χρόνια  ταξιδεύει με μοτοσυκλέτα ανά τον κόσμο.

«Το πρώτο μου μακρινό ταξίδι το έκανα στα 23 μου, το 2007. Ξεκίνησα μόνος από τη Θεσσαλονίκη με μια μικρή μοτοσυκλέτα για να περιηγηθώ επί δέκα μήνες σε τέσσερις χώρες: Τουρκία, Ιράν, Πακιστάν και Ινδία. Τα σχέδια άλλαξαν πολλές φορές στην πορεία και κατέληξα να επιστρέψω στην Ελλάδα μετά από δύο χρόνια και δυόμισι μήνες, έχοντας ταξιδέψει σε δεκατέσσερις χώρες: Τουρκία, Ιράν, Πακιστάν, Ινδία, Νεπάλ, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Κυργιζστάν, Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία, Αρμενία και Ναγκόρνο–Καραμπάχ».

Η αγάπη για τέτοιου είδους περιπλανήσεις υπήρχε από νωρίς και ως γνωστόν αυτές τις επιθυμίες δύσκολα τις δαμάζεις. Η επιλογή του μέσου, όμως, προέκυψε λόγω πρακτικών δυσκολιών.

«Από μικρός ονειρευόμουν να ταξιδεύω σε απομακρυσμένες γωνιές του κόσμου με τρόπο περιπετειώδη, με σκοπό όχι τον τουρισμό, αλλά την εξερεύνηση των τόπων που επισκέπτομαι. Αν κι ο πατέρας μου είχε μοτοσυκλέτα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, εγώ τις θεωρούσα επικίνδυνες και τις απέφευγα. Ήθελα να ταξιδέψω με 4×4, αλλά το κόστος απόκτησης και χρήσης ενός τέτοιου οχήματος ήταν απαγορευτικό για μένα. Έτσι, άρχισα να στρέφομαι προς τις μοτοσυκλέτες, ανακαλύπτοντας πως, λαμβάνοντας μια σειρά από μέτρα ασφαλείας, μπορώ να μειώσω την επικινδυνότητά τους. Τελικά, έγινε το αγαπημένο μου μέσο ταξιδιού, πούλησα το παλιό 4×4 που είχα και δεν νομίζω να επιστρέψω ποτέ στους τέσσερις τροχούς».

Όσα φαίνονται δύσκολα, ίσως και ακατόρθωτα, για κάποιους, για τον Ηλία δεν είναι, ωστόσο κατανοεί πως αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα για αρκετούς.

Λάστιχο στην άμμο, Μαυριτανία, Σαχάρα

Λάστιχο στην άμμο, Μαυριτανία, Σαχάρα

«Οι δυσκολίες είναι τόσες, που ελάχιστοι θέλουν να κάνουν ένα τόσο μεγάλο, περιπετειώδες ταξίδι έχοντας ελάχιστα χρήματα στην τσέπη τους. Για τον καθένα, όμως, που το θέλει περισσότερο από καθετί στη ζωή του, είναι εφικτό. Άλλωστε, πολλά από αυτά που στα μάτια των περισσότερων φαίνονται ως δυσκολίες, εμένα δεν μ’ ενοχλούν καθόλου και γι’ αυτό καταφέρνω να τα απολαμβάνω.

Το να κοιμάμαι, για παράδειγμα, για πολλές μέρες συνεχόμενα σε απομακρυσμένες γωνιές της φύσης, μέσα στο αντίσκηνό μου, δεν το βλέπω ως δυσκολία, αλλά σαν απόλαυση, όπως και το να οδηγώ ατελείωτες ώρες πάνω στη στενή σέλα μιας μικρής μοτοσικλέτας. Βέβαια, μία απτή δυσκολία είναι οι μηχανικές βλάβες, τα εμπόδια της γραφειοκρατίας, τα διεφθαρμένα ‘όργανα της τάξης’… Κανείς, όμως, δεν ζει χωρίς δυσκολίες».

Αυτή την περίοδο βρίσκεται σε εξέλιξη το ταξίδι του στην Αφρική, μόνο που σ’ αυτό το μακροχρόνιο εγχείρημα δεν είναι μόνος, έχει συνταξιδιώτη, την σύντροφό του.

«Μετά από το 27 μηνών ταξίδι μου σε δεκατέσσερις ασιατικές χώρες, ξεκίνησα μαζί με τη Χριστίνα Πεφάνη για ένα ακόμη μεγαλύτερο ταξίδι στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Είμαστε ήδη εννιά μήνες στο δρόμο, βρισκόμαστε στη μικρή αφρικανική χώρα του Μπενίν κι έχουμε ταξιδέψει σε δεκαέξι χώρες: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κροατία, Σλοβενία, Ιταλία, Μαρόκο και Δυτική Σαχάρα, Μαυριτανία, Σενεγάλη, Γουινέα-Μπισάου, Γουινέα, Ακτή Ελεφαντοστού, Γκάνα, Μπουρκίνα Φάσο, Τόγκο και Μπενίν.

Ποταμός στη Γκάνα

Σε σύγκριση των δύο διηπειρωτικών ταξιδιών ευκολότερο και απολαυστικότερο ήταν αυτό στην Ασία και όσον αφορά την αντιμετώπιση από τους ανθρώπους, αλλά και τις διαδικασίες που έπρεπε να διευθετηθούν, μειονεκτώντας, βέβαια, σε κάτι ουσιαστικό.

«Εκεί, τα γραφειοκρατικά προβλήματα κι η διαφθορά είναι πολύ πιο ανώδυνα από τα  αντίστοιχα προβλήματα στην αφρικανική ήπειρο. Ακόμη και το κλίμα είναι πολύ καλύτερο. Το σημαντικότερο είναι πως -αν κι οι γενικεύσεις είναι επικίνδυνες- οι περισσότεροι Ασιάτες είναι πολύ πιο φιλικοί από τους Αφρικανούς κι αυτό αλλάζει τα πάντα για έναν ταξιδιώτη. Το μόνο που έλειπε από εκείνο το ταξίδι, για να το κάνει απολύτως ιδανικό, ήταν η σύντροφός μου. Τώρα, έχω την ευτυχία να συνταξιδεύω μαζί της. Το μέλλον, λοιπόν, μένει να δείξει αν αυτό το ταξίδι θα είναι τελικά το ιδανικό».

Έχοντας συναντήσει ένα ικανοποιητικό δείγμα λαών και ανθρώπων είναι σε θέση να πει με ποιους είναι πιο κοντά η ελληνική νοοτροπία και συμπεριφορά, αλλά και ποιους ξεχώρισε.

«Με τους Τούρκους έχουμε τα περισσότερα κοινά. Πώς να μην έχουμε, άλλωστε, αφού ζούσαμε μαζί για τόσους αιώνες;

Οι πιο φιλόξενοι άνθρωποι που συνάντησα, ήταν αναμφισβήτητα οι Ιρανοί. Οι περισσότεροι που έχουν ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο, συμφωνούν σ’ αυτό. Οι Ιρανοί έχουν μια απίστευτη ευγένεια. Συναντούν κάποιον ξένο και τον προσκαλούν αμέσως στο σπίτι τους, ακόμη κι αν δεν έχουν μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας, ακόμη κι αν δε γνωρίζουν ούτε τ’ όνομά του.

Οι πιο επιφυλακτικοί άνθρωποι που συνάντησα ήταν στην Ινδία. Αρνούνταν να βοηθήσουν σε οτιδήποτε και μάλιστα, πολλές φορές μ’ έδιωχναν, όταν κατασκήνωνα σε δημόσιο χώρο. Δεν είναι επικίνδυνοι, αλλά δυστυχώς είναι ξενοφοβικοί και δεν έχουν τη διάθεση ν’ ασχοληθούν με κάποιον που δεν γνωρίζουν, εκτός, βέβαια, αν κερδίσουν κάτι».

Στα ταξίδια του έχει ζήσει σχεδόν τα πάντα, από αστεία, συγκινητικά μέχρι εξοργιστικά περιστατικά, αλλά παραμένει απτόητος. Κι έχει συναντήσει ανθρώπους που τον ξάφνιασαν ευχάριστα ή δυσάρεστα. Θυμάται τα σημαντικότερα απ’αυτά.

«Ξεκίνησα το ταξίδι μου απ’ την Ελλάδα μαζί μ’ έναν υπέροχο άνθρωπο, που ελάχιστα γνώριζα τότε, τον Γιάννη Δαλμάρα. Συνταξιδέψαμε στην Αλβανία, το Μαυροβούνιο και τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη. Παρόλο που κόντευε τα εξήντα, πήρε ένα παλιό, μικρό, σακατεμένο μηχανάκι που είχε και μ’ ακολούθησε σε κάποιες από τις πιο δύσβατες διαδρομές των Βαλκανίων. Ταιριάξαμε απόλυτα στον τρόπο ταξιδιού. Για τρεις εβδομάδες περιπλανιόμασταν παρέα και δεν επισκεφτήκαμε ξενοδοχείο ούτε μια φορά. Κάναμε μπάνιο σε ποτάμια, λίμνες και θάλασσες. Ευτυχώς, τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν καινούριο για τον Γιάννη. Έβλεπε τα πάντα θετικά και ποτέ δεν είχε παράπονο. Ακόμη κι αν δε βρίσκαμε καλό μέρος για κατασκήνωση, πάντα με το χαμόγελο έλεγε: “εδώ, τέλεια είναι” κι ας ήταν γεμάτο πέτρες και δίπλα στο δρόμο.

Αυτό που έχει χαραχτεί πιο έντονα στη μνήμη μου είναι η φιλοξενία που συνάντησα στην Ασία και ειδικά στο Ιράν, όπου άγνωστοι άνθρωποι, με τους οποίους δεν είχαμε κοινή γλώσσα επικοινωνίας, με καλούσαν στο σπίτι τους για να κοιμηθώ ή να φάω μαζί τους. Πώς να ξεχάσω τον Αχμέτ στο Ahvaz; Μπήκα στην πόλη μόνο για ν’ αγοράσω λάδι για τη μοτοσικλέτα μου και κατέληξα να μείνω τρεις μέρες φιλοξενούμενος στην οικογένειά του. Όταν έφευγα, ο Αχμέτ είχε βουρκώσει.

Με τον Αχμέτ στο Ahvaz, Ιράν

Με τον Αχμέτ και την οικογένειά του στο Ahvaz του Ιράν

Οι πιο όμορφες εικόνες που έχω κρατήσει είναι από τα Ιμαλάια. Λατρεύω τα βουνά και τα Ιμαλάια ήταν το μέρος που ανυπομονούσα πιο πολύ να εξερευνήσω. Ειδικά στην πλευρά της Ινδίας, τα τοπία ήταν μαγικά και ποικίλα από καταπράσινα δάση στα χαμηλά, μέχρι γυμνά, χιονισμένα βουνά στα ψηλά. Ανέβηκα με τη μοτοσικλέτα μου στους τρεις ψηλότερους δρόμους του κόσμου, μέχρι τα 5.602 μέτρα υψόμετρο, ενώ σε παρόμοιο υψόμετρο έφτασα και κατά τη διάρκεια μιας εικοσαήμερης πεζοπορίας που απόλαυσα στα βουνά του Νεπάλ.

Μια από τις πιο αστείες στιγμές εξελίχθηκε όταν γνώρισα κάποιον Ιρανό, που μου αφηγήθηκε τη λυπηρή ιστορία του σχετικά με την προσπάθειά του να μεταναστεύσει παράνομα στην Ευρώπη μαζί με κάποιους άλλους συμπατριώτες του. Αφού περπατούσαν κι έκαναν οτοστόπ γι’ αρκετές νύχτες, διέσχισαν με κίνδυνο της ζωής τους τον ποταμό Έβρο και τελικά τους συνέλαβαν στην Αθήνα. Επειδή ήταν ο πιο μορφωμένος από τους υπόλοιπους μετανάστες, οι αστυνομικοί μιλούσαν μ’ αυτόν. Ο καημένος με ρώτησε γεμάτος απορία τι σημαίνει στα ελληνικά η λέξη “μαλάκα”! Έμεινα έκπληκτος και τον ρώτησα πώς ξέρει αυτή τη λέξη. Η απάντησή του με αποστόμωσε. Μου είπε πως οι αστυνομικοί του φώναζαν συνέχεια: “shut up, μαλάκα!”. Λυπηρό κι αστείο συγχρόνως…

Ήταν ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή όταν αποχαιρετούσαμε την οικογένεια που μας φιλοξενούσε στα νότια της Σενεγάλης. Στην πόλη Ziguinchor, τόσο εγώ, όσο κι η Χριστίνα, προσβληθήκαμε από ελονοσία. Μείναμε σχεδόν δύο εβδομάδες στην οικογένεια του Αλιούν και της Μούνα μέχρι να συνέλθουμε. Όταν η Νάμπου, η έφηβη κόρη τους, μας άνοιξε την αυλόπορτα για να φύγουμε, είδα πως είχε δακρύσει. Μόλις την είδε η Χριστίνα, κατέβηκε από τη μοτοσυκλέτα της, έβγαλε το κράνος της, την αγκάλιασε και τη φιλούσε. Έβαλε κι η Χριστίνα τα κλάματα και καταλαβαίνετε τι έγινε…

Η οικογένεια του Αλιούν και της Μούνα, Σενεγάλη

Η οικογένεια του Αλιούν και της Μούνα, Σενεγάλη

Το χειρότερο που έχει συμβεί πρέπει να είναι όταν έσπασε το ρουλεμάν του πίσω τροχού της μοτοσυκλέτας μου. Βρισκόμουν στα απομακρυσμένα βουνά του Τατζικιστάν, σε υψόμετρο πάνω από 3.500 μέτρα. Είχα μπροστά μου 84 χιλιόμετρα δύσβατων χωματόδρομων. Έπρεπε να περάσω πάνω από κατολισθήσεις γεμάτες κοτρόνες, μέσα από αμέτρητα ρυάκια, άμμο και λάσπη. Φυσικά, δεν περνούσε τίποτε από εκεί. Δεν υπήρχε νερό στην περιοχή και δεν μπορούσα να περιμένω εκεί για πάντα, γιατί εκτός από τη μοτοσυκλέτα που είχε πρόβλημα, θα κινδύνευα κι εγώ ο ίδιος.  Έβαλα ξανά τη ρόδα στη θέση της και αναγκαστικά ξεκίνησα χωρίς ρουλεμάν. Μόλις σε 10 χιλιόμετρα το κέντρο της ζάντας είχε ήδη σπάσει στα δύο, στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται το ρουλεμάν. Το δεξί και το αριστερό τμήμα της ρόδας ενώνονταν μόνο από το στεφάνι της ζάντας πλέον. Όταν είδα αυτό στα δέκα πρώτα χιλιόμετρα, όλες μου οι ελπίδες πως θα μπορέσω να βγω μέχρι την άσφαλτο εξανεμίστηκαν. Αφαίρεσα το πίσω φρένο, αφού η ρόδα γυρνούσε στραβά κι οδηγούσα με 10 έως 15 χιλιόμετρα την ώρα. Τελικά, μετά από τέσσερις μέρες κατάφερα να καλύψω 420 χιλιόμετρα και να φτάσω στην πιο κοντινή πόλη του Κιργιστάν, το Osh.

Σπασμένο ρουλεμάν, Τατζικιστάν

Σπασμένο ρουλεμάν, Τατζικιστάν

Ένα, ωστόσο, ήταν το πιο απίστευτο πράγμα που έχουμε ζήσει. Όταν κατασκηνώναμε έξω από κάποιο χωριό στη Γκάνα, είδαμε κάποιον να έρχεται μέσα στο σκοτάδι προς το αντίσκηνό μας. Μόλις μας αντίκρισε, ωστόσο, εξαφανίστηκε χωρίς καν να μας μιλήσει. Αφού φάγαμε, μπήκαμε στο αντίσκηνο κι ήμασταν έτοιμοι να κοιμηθούμε, όταν είδαμε κάποιους να έρχονται με έναν φακό. Τους χαιρετήσαμε, αλλά δε μας άκουσαν αρχικά. Όταν έφευγαν, τους ξαναχαιρετήσαμε κι ήρθαν προς το αντίσκηνό μας.

Ξαφνικά είδαμε καμιά δεκαριά άντρες να μας σημαδεύουν με αυτόματα όπλα. Φώναζαν αγριεμένοι: “Βγείτε έξω κι αφήστε τα όπλα σας!” Βγήκαμε απ’ το αντίσκηνο κι είδαμε πως μας είχαν περικυκλώσει ένα τσούρμο αστυνομικοί. Η Χριστίνα ήταν με τα εσώρουχα. Απ’ τη μια προσπαθούσε να φορέσει κάτι στα γρήγορα κι απ’ την άλλη είχε τους “rambo” να φωνάζουν να βγει γρήγορα έξω. Δεν μπορούσε να πιστέψει τι άλλο θα μας συμβεί σ’ αυτή τη χώρα κι είχε βάλει τα γέλια. Έκανε καλαμπούρια με τους αστυνομικούς, οι οποίοι όταν κατάλαβαν πως είμαστε ένα ζευγάρι λευκών “τουριστών”, έμειναν έκπληκτοι. Οι χωρικοί τούς είχαν πει πως είδαν κάποιους εγκληματίες εκεί και γι’ αυτό τους κάλεσαν.

Είχαμε, δυστυχώς, κι άλλες άσχημες εμπειρίες με τους Γκανέζους. Ένα παιδί που έπαιζε με τη Χριστίνα, τελικά της έκλεψε το κινητό, ενώ εγώ παραλίγο γλύτωσα από κάποιον που με κυνηγούσε μανιασμένος πετώντας μου καρύδες κι ό, τι άλλο έβρισκε μπροστά του, επειδή φωτογράφισα μια παραλία, όπου κάπου στο βάθος βρισκόταν κι αυτός.

Στις περισσότερες χώρες μ’ έχει εκπλήξει η φιλικότητα κι οι αγνές διαθέσεις των ανθρώπων. Σε κάποιες χώρες, ωστόσο, όπως η Ινδία και η Γκάνα, μ’ έχει εκπλήξει το αντίθετο, η ξενοφοβία και ειδικά στην Αφρική, η εριστική διάθεση πολλών ντόπιων.

Μαγευτικό τοπίο στη Γκάνα

Μαγευτικό τοπίο στη Γκάνα

Ακόμη, όμως, και στις μεγαλύτερες δυσκολίες, ποτέ δεν σκέφτηκα να διακόψω ένα ταξίδι. Ξέρω πως ακόμη κι αν τα παρατήσω όλα κι επιστρέψω αμέσως στις ανέσεις του σπιτιού μου, την επόμενη μέρα θα θέλω να ξαναφύγω».

Έχει ένα ανεκτίμητο κέρδος από τις περιπλανήσεις του, την προσωπική ωρίμανση κι εξέλιξη, αλλά και μια πιο σφαιρική κοσμοθεωρία.

«Τα ταξίδια είναι ο τρόπος με τον οποίο επέλεξα να ζω, τουλάχιστον προς το παρόν. Θέλω να ελπίζω πως δεν ταξιδεύω όπως ένας τουρίστας. Δεν παραλείπω να βλέπω τα σπουδαία μνημεία του κάθε τόπου, αλλά δεν εστιάζω σε αυτά. Για μένα τα πιο μεγαλοπρεπή αξιοθέατα είναι οι άνθρωποι του κάθε τόπου. Θέλω να τους γνωρίσω, να μπω για λίγο στη ζωή τους, να μάθω κάτι από τη νοοτροπία τους, να τους κατανοήσω. Έτσι, νιώθω πως έχω μια πιο σφαιρική εικόνα για τον κόσμο στον οποίο ζω. Παίρνοντας όποιο κομμάτι μού αρέσει από κάθε εικόνα, δημιουργώ το παζλ της δικής μου ψυχής, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου.

Αυτό το κέρδος είναι το σπουδαιότερο για μένα και αντισταθμίζει όλες τις δυσκολίες και τις θυσίες που απαιτούνται από την πλευρά μου. Ένα τέτοιο ταξίδι σε βάζει σε μια δοκιμασία δίχως προηγούμενο. Σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου και μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, αν το εκμεταλλευτεί κανείς, βγαίνει ένας καλύτερος άνθρωπος, πιο σοφός, με περισσότερη αυτογνωσία και καλύτερη αντίληψη των όσων συμβαίνουν γύρω του».

Λεπτομέρειες, φωτογραφίες και ανταποκρίσεις από τα ταξίδια του Ηλία Βροχίδη : http://madnomad.gr