Categories: POP ID

Ο Διονύσης Μαρίνος στη νιότη του ήταν ο Βασιλιάς Μελάνι

ΜΟΥΣΙΚΗ: Η πρώτη εφηβική μου επανάσταση ήταν να κλείνομαι σε ένα δωμάτιο και να ακούω με τις ώρες μουσική από ένα βρυχώμενο walkman (ναι, τόσο παλιός είμαι). Ύστερα, ήρθαν οι κασέτες. Απειράριθμες από δαύτες. Φυσικά, τα βινύλια και τα cd και οι συναυλίες και το Ποπ & Ροκ και το Αν Club στα Εξάρχεια και ήταν όλα νότες και υφέσεις που με έριχναν σε μιαν αναζήτηση και διέσεις που με οδηγούσαν να χορεύω τρελά με το μαλλί χυτό σαν κουρτίνα τσαλακωμένη και το σώμα σε φάση καταληψίας.

Ήμουν ένας εκκολαπτόμενος Ian Curtis με τα μαύρα μου ρούχα. Ένα παιδί με το αγκάθι στα πλευρά σαν τον Morrissey στους Smiths, ήμουν ένα τρομώδες βαμπίρ σαν τον Robert Smith των Cure, ήμουν ο Βασιλιάς Μελάνι σαν τον πρώιμο Nick Cave των Birthday Party και των Bad Seeds. Άκουσα και ακούω τόνους από dark wave, ανεξάρτητης σκηνής, new wave, punk-rock και δεν συμμαζεύεται. Μόνο που όταν θέλω να μαζέψω τα κομμάτια μου (αρκετά συχνά) πάντα στον Σεβαστιανό Μπαχ καταφεύγω και στις σονάτες του Μπετόβεν και λέω πως αν έπρεπε να πάρω μια μουσική μαζί μου για πάντα, αυτή θα ήταν το Requiem του Μότσαρτ και αρκετό υλικό από Χατζιδάκι.

ΒΙΒΛΙΑ: Η ζωή που ζω, η άλλη ζωή που ζω, η τόσο κρυμμένη, εκείνη που ουδείς άλλος μπορεί να την περπατήσει, παρά μόνο ο άλλος μου εαυτός, άρα ούτε κι εγώ, είναι πλασμένη από βιβλία. Δεν είναι σελίδες και ιστορίες και ήρωες. Είναι σταθμοί ζωής, στους οποίους ανατρέχω συνεχώς.

Είμαι άνθρωπος που ζει σε ένα παρόν-παρελθόν. Είναι το πρώτο ρίγος από τη Μεταμόρφωση του Κάφκα, το τσίμπημα από τον Πεισίστρατο του Χειμωνά, το τσάκισμα από την Ομόνοια του Ιωάννου, το μεθύσι από την ποίηση του Σαχτούρη. Κι ύστερα, ήρθαν πάρα πολλά βιβλία. Πολλές κρύπτες για να χωθώ. Ο ΝτεΛίλλο και ο Παπαδημητρακόπουλος, ο Φόστερ Γουάλας και ο Καρούζος, ο Τένεσση Ουίλιαμς και ο Κουμανταρέας. Έχω ζήσει πολλές ζωές, έχω ταξιδέψει σε πόλεις, σώματα, σπίτια. Έχω γίνει ο Βαρβέρης πριν τον Βαρβέρη και ο Χιόνης πριν πέσει το χιόνι και με σκεπάσει.

ΤΑΙΝΙΕΣ: Είμαι 20 χρονών σε έναν κινηματογράφο στο Παγκράτι και βλέπω το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» του Αγγελόπουλου και στις τελευταίες σκηνές έρχεται κάτι και ανεβαίνει στο στήθος μου κι ύστερα στο λαρύγγι και στο πρόσωπο και δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω. Γοερά, λυγμικά, σχεδόν σαν να έχω χάσει ένα δικό μου κομμάτι. Αυτό είναι οι ταινίες. Αυτός είναι ο Ταρκόφσκι, ο Κουροσάβα, ο Αντονιόνι, ο Τζάρμους, ο Μπέλα Ταρ, ο Βαντίμ, ο Τορνές, ο Κανελλόπουλος, ο Βέντερς.

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ: Δεν έχω να πω πολλά. Βλέπω ελάχιστα έως καθόλου. Συνήθως όταν τρώω (όταν το θυμάμαι πως πρέπει να φάω). Ύστερα την κλείνω. Άλλο δεν έχω να πω για τη συγκεκριμένη συσκευή. Θα ήθελα να ακούσω τι θόρυβο κάνει αν την πετάξεις από το μπαλκόνι.

ΙΝΤΕΡΝΕΤ: Δουλεύω σε σάιτ (andro.gr) άρα το χρησιμοποιώ, είναι μέρος της καθημερινότητάς μου. Δεν το δαιμονοποιώ ούτε το ασπάζομαι ως έχει. Είναι μέρος μιας μετανεωτερικής πραγματικότητας, με την οποία οφείλουμε να συμβαδίσουμε και να την κατανοήσουμε περισσότερο. Ναι, ξέρω τους κινδύνους και ξέρω την αποσπασματικότητα του μέσου: κάτι γρήγορο, άμεσο, μερικό. Δεν έχει και δεν αποζητάει τη λατρεία του χαρτιού και τη θωπεία του βιβλίου. Είναι μια παγωμένη οθόνη που καταπίνει πληροφορίες. Ακόμη κι έτσι, όμως, μπορεί να βρεις θησαυρούς εκεί μέσα.

ΣΠΟΡ:  Υπήρξα αθλητής του μπάσκετ στο Παγκράτι και αθλητής του στίβου στον Παναθηναϊκό. Έχω περάσει στιγμές που έκανα τρεις προπονήσεις την ημέρα. Διέλυσα το σώμα μου, το έφτιαξα ξανά, το ξαναχάλασα και τέλος δεν έχει αυτή η ιστορία. Δεν αλλάζω με τίποτα εκείνα τα χρόνια του αθλητισμού, με έμαθαν πολλά, με σκλήρυναν κάμποσο, μου έδειξαν πως ο στόχος είναι ο εαυτός μας κι όχι η νίκη ή το μετάλλιο. «Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι» που λέει και ο Αλεξάνδρου.

ΤΑΞΙΔΙΑ: Για πολλά χρόνια υπήρξα τυχερός: ήμουν συνεχώς με μια βαλίτσα στο χέρι. Από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο κι από αεροπλάνο σε αεροπλάνο. Θα μπορούσα, ως άλλος Γιόσεφ Ροτ, να γράψω την ιστορία των ξενοδοχείων ανά την Ευρώπη. Ήταν μια ανακάλυψη τα ταξίδια, ένας άλλος κόσμος μέσα στον κόσμο. Σπάνια τα έβλεπα ως επαγγελματικά και ποτέ ως τουριστικά. Έχω γνωρίσει από κοντά όλα τα περίεργα και κρυφά μέρη των ξένων πόλεων. Ήμουν πάντα ένα ζιζάνιο. Όχι, δεν έχω ανέβει ποτέ στον πύργο του Άιφελ, αλλά ξέρω να σας πω αρκετά μέρη στο Κλισύ που θα περάσετε σαν βασιλιάδες μέσα σε βούρκο, αλλά θα κοιτάτε στ΄ άστρα.

ΓΕΙΤΟΝΙΑ: Γεννήθηκα στο Παγκράτι. Για χρόνια πίστευα πως δεν θα έφευγα ποτέ από εκεί. Κάποια στιγμή, όμως, τα φέρνει έτσι η ζωή κι αλλάζεις. Τώρα είμαι πολιτογραφημένος Νεοσμυρνιώτης και λέω πως, μάλλον, δεν θα φύγω ποτέ από την περιοχή. Ποιος μπορεί να ξέρει; Δεν είχα, όμως, ποτέ την αίσθηση της εγγύτητας με τους ανθρώπους της γειτονιάς. Μάλλον είμαι ένας ξένος γείτονας, ένας άγνωστος που θέλει να μείνει έτσι. Ακόμη και ο περιπτεράς που αγοράζω τα τσιγάρα μου δεν ξέρει το όνομά μου, «γεια σου, φίλε», μου λέει συνέχεια όταν με βλέπει. «Γεια σου, φίλε», του ανταπαντώ κι εγώ.

ΤΩΡΑ: Τώρα είναι κάπως καλύτερα. Πριν ήταν το χειρότερα. Βγήκε το καινούργιο μου βιβλίο, το έκτο κατά σειρά. Είναι το δεύτερο ποιητικό. Λέγεται «Ποτέ πια εμείς» από τις εκδόσεις Μελάνι και είναι αφιερωμένο στον αγαπημένο μου φίλο Χρήστο Αγγελάκο που έφυγε πριν από ένα χρόνο από τη ζωή. Είναι μια ποιητική σύνθεση για τα στάδια της απώλειας. Τι σου αφήνει ένας άνθρωπος όταν φεύγει και όταν τον χάνεις; Τι αφήνεις σ’ αυτόν; Τι μένει εδώ που ζούμε από μια σχέση; Πόσο μπορούν οι λέξεις να κρατήσουν κάτι από το θάλπος των συναισθημάτων και τη θέρμη των σωμάτων; Δεν έχω απάντηση. Προφανώς ούτε και η ποίηση υπάρχει για να δίνει απαντήσεις. Βοηθάει μόνο λίγο να πας παρακάτω. Είμαι μόλις στο μισό βήμα παρακάτω από εκεί που βρισκόμουν πριν από λίγο καιρό, αλλά έχω σκοπό να συνεχίσω το περπάτημα. Οπως συνηθίζω να λέω: «Πάσχω από το σύνδρομο Παρίσι-Τέξας». Περπατάω αενάως.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου