Το σαλόνι του είναι γεμάτο πίνακες, οι πιο πολλοί απεικονίζουν τον ίδιο. «Μην με περάσεις για κανένα ψώνιο», σπεύδει να διευκρινίσει. «Απλά έτυχε να έχω γνωρίσει πολλούς ζωγράφους στην ζωή μου –και έτσι προέκυψε, από τους πίνακες που μου χάρισαν, οι πιο πολλοί να ‘χουν την φάτσα μου πάνω». Μα για να λέμε και του στραβού το δίκιο, τι πάει να πει «ψώνιο»;

Ο Λάκης Παπαστάθης είναι πολυβραβευμένος σκηνοθέτης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, με ταινίες ορόσημα, όπως ο «Καιρός ρων Ελλήνων», το «Ταξίδι στην Μυτιλήνη» και «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον». Έχει επιρρεάσει το ελληνικό σινεμά με την ιδιαίτερη γραφή του και τη διαρκή ανάδειξη νέων κινηματογραφιστών. Γνώστης της ελληνικής λογοτεχνίας όσο ελάχιστοι (έχει συμπλεύσει μαζί της μαγικά στις ταινίες του), φίλος των ποιητών, των ζωγράφων και των μουσικών, δημιούργησε, μαζί με τον Τάκη Χατζόπουλο, την ιστορική εκπομπή ντοκιμαντέρ «Παρασκήνιο» στην ΕΡΤ, η οποία παιζόταν για 36 ολόκληρα χρόνια και στης οποίας το στιλ βασίζονται ακόμα και σήμερα όλες οι παρόμοιες εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης. Μανιώδης αναζητητής και συλλέκτης οπτικών αρχείων, έχει αναβαθμίσει το ελληνικό ντοκιμαντέρ. Δάσκαλος πολλών κινηματογραφικών γενεών, έχει αφήσει τη σφραγίδα του και στη δημοσιογραφία, αφού οι περισσότεροι σημαντικοί δημοσιογράφοι στο χώρο του πολιτισμού συνεργάσθηκαν μαζί του σε κάποιο «Παρασκήνιο» και έμαθαν από αυτόν νέους τρόπους συνομιλίας  και  αναδειξης των θεμάτων. Έχει γράψει πολλά (αυτοβιογραφικά και μη) διηγήματα και ένα βιβλίο ολόκληρο αφιερωμένο στην «Ευδοκία», την ταινία του Αλέξη Δαμιανού στην οποία συμμετείχε ως βοηθός σκηνοθέτη. Είναι, με άλλη λόγια, μέρος της ιντελιγκέντσιας της Ελλάδας, εκείνης της παλιάς, με τους ποιητές και τους μουσικούς και τους σκηνοθέτες. Αν κάποιος δικαιούται να έχει ψωνιστεί, είναι αυτός.

Βλέποντάς τον, όμως, να βάζει τα δυνατά του για να φτιάξει καλό καφέ, να το καταφέρνει και να κάθεται χαμογελαστός στον καναπέ, έτοιμος για σχεδόν τρεις ώρες συζήτησης με μια άγνωστή του νεαρή, το τελευταίο που σκέφτεσαι είναι ότι πρόκειται για ψώνιο. «Μα δεν γίνεται να τα ξέρεις όλα, δεν πειράζει, θα τα μάθεις με τον καιρό», έλεγε ενθαρρυντικά κάθε φορά που οι γνώσεις μου πάνω στο σινεμά, την ζωγραφική και την λογοτεχνία δεν επαρκούσαν για να ακολουθήσω την συζήτηση.

Λάκης Παπαστάθης

Με το Μανόλη Αναγνωστάκη και το ζωγράφο Βασίλη Σπεράντζα, στο σπίτι του στο Πήλιο. Ο επιχρωματισμός έχει γίνει από τον ίδιο.

Ήταν πολλές οι φορές που ξεφύγαμε, αλλά δεν τον πείραξε ιδιαίτερα. «Εδώ κάναμε το Μπεν Χουρ!», είπε ο Παπαστάθης στο τέλος και, για να μπορέσει να διαβαστεί, επικαλούμαστε την βοήθεια του αγαπημένου του φίλου, του Μανόλη Αναγνωστάκη, και εκείνων των υπέροχων παρενθέσεων στο τέλος των ποιημάτων, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο περιείχαν το πραγματικό νόημα, το δια ταύτα («Μας εγέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;»). Τέτοιες παρενθέσεις υπάρχουν κι εδώ, με λίγες λέξεις παραπάνω. Γιατί ο Λάκης Παπαστάθης, εκτός όλων των υπολοίπων, είναι και λάτρης του Περιθωρίου.

Από τον Βόλο στη Μυτιλήνη

(Δεν είχα σκοπό να γίνω συγγραφέας, αλλά όταν έκανα την ταινία για τον Βιζυηνό και πήγα στην Κωνσταντινούπολη και στις γύρω περιοχές της ανατολικής Θράκης, σκέφτηκα πώς είναι να γράφεις για την παιδική σου ηλικία, τι σημαίνει αυτό το συγκλονιστικό γεγονός που περνάει κάθε άνθρωπος που μεγαλώνει και φαντάζεται το μέλλον του. Άρχισα να γράφω διηγήματα. Στο πρώτο βιβλίο που έγραψα, το «Η Νυχτερίδα πέταξε», τα διηγήματα είναι μισά αναμνήσεις από τον Βόλο και μισά από την Μυτιλήνη. Τα πρώτα πιο αθώα, τα δεύτερα πιο υποψιασμένα).

Ο Παπαστάθης γεννήθηκε στον Βόλο το 1943 και έφυγε την εποχή των σεισμών, στα τέλη του ’54. Οι δεσμοί του με την περιοχή είναι πολύ ισχυροί και γι’ αυτό, όταν μπόρεσε, αγόρασε ένα εξοχικό στο Πήλιο. «Ζούσαμε σε ένα πολύ ωραίο σπίτι, το οποίο πληρώναμε με ενοικιοστάσιο. Ξέρεις τι είναι αυτό; Μετά τον πόλεμο υπήρχε φτώχεια, είχαν σταματήσει να ανεβαίνουν τα ενοίκια. Το νοίκι στο σπίτι που είχαμε νοικιάσει είχε μείνει σε χαμηλά επίπεδα για να μπορούμε να μένουμε εκεί». Περιγράφει τον Βόλο χωρίς καμιά προσπάθεια, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. «Στον Βόλο μου άρεσε πάρα πολύ η βόλτα στην παραλία και ένα μαγαζί που λεγόταν «Μινέρβα». Εκεί με πήγαινε η μαμά μου και έπινα λεμονάδα και γκαζόζα ΕΨΑ, παρακαλώ! Τότε δεν ήταν διάσημη όπως είναι τώρα. Θυμάμαι ένα ζαχαροπλαστείο υπαίθριο, με πίστα, που λεγόταν «Κύματα». Εκεί πηγαίναμε και παρακολουθούσαμε τους τραγουδιστές της εποχής. Θυμάμαι την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου πήγαινα ντυμένος παπαδάκι κάθε Κυριακή και μου άρεσαν πάρα πολύ τα τροπάρια. Θαύμαζα κάποιους παπάδες περισσότερο από κάποιους άλλους επειδή μπορούσαν να λένε τα τροπάρια πολύ καλύτερα».

Λάκης Παπαστάθης

1958, με τον Αχιλλεα Μυτιληνης. Έπαιζε σεντερ φορ.

(Η αλάνα ήταν ένας ιερός χώρος για μας. Παίζαμε ποδόσφαιρο, βλέπαμε τους μεγαλύτερους να παίζουν ποδόσφαιρο και το μεσημέρι ξυπνούσαμε τους νοικοκυραίους επειδή φωνάζαμε. Δεν ξέρω αν έχεις δει έναν πίνακα του Νίκου Λύτρα, ένα κορίτσι το μεσημέρι πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι⋅ έχει αποτυπώσει τέλεια το αττικό μεσημέρι. Ε, λοιπόν, τα μεσημέρια όταν ήμουν μικρός ήθελα να μην κοιμάμαι, ήθελα να βγαίνω έξω και να τρέχω κάτω από τους ελαιώνες που ήταν εκεί.)

Την υπόλοιπη παιδική του ηλικία την πέρασε στην Μυτιλήνη. «Κάπως έχω συνδεθεί με την Μυτιλήνη. Δεν είμαι Μυτιληνιός, αλλά τελικά είσαι αυτό που γεννήθηκες; Είσαι ό,τι δημιουργήθηκε μέσα σου, ο αυτόπτης μάρτυρας που σου λέει «αυτό το φως ν’ αγαπάς περισσότερο». Σε παροτρύνω να πας στην Μυτιλήνη, να σε χαϊδέψει το φωτάκι της. «Της Μυτιλήνης, της Λέσβου και των άλλων νησιών»!», ειρωνεύεται γελώντας το σαρδάμ του Αλέξη Τσίπρα.

(Όταν γύριζα το «Ταξίδι στην Μυτιλήνη» είχα γύρισμα στο Πέραμα, εκεί που ήταν το εργοστάσιο ελαιουργίας του μπαμπά μου, στον κόλπο της Γέρας. Το εργοστάσιο δεν υπήρχε πια, υπήρχε όμως η ταμπέλα και την είχα στην πλάτη μου όταν γύριζα τις σκηνές αυτές. Αυτό ήταν κάτι πολύ συγκινητικό για μένα, ξέρεις.)

Τελείωσε το γυμνάσιο στο νησί και ήρθε σε επαφή με το «προφορικό πανεπιστήμιο» και με απόμαχους της λογοτεχνικής λεσβιακής άνοιξης. «Στην Μυτιλήνη είχα φίλους, του «προφορικού πανεπιστημίου», με τους οποίους είχαμε φιλολογικές συζητήσεις ταυτόχρονα με τις ποδοσφαιρικές. Παίζαμε και ταυτόχρονα μιλούσαμε. Ένας ιδιοφυής καθηγητής μου, ο Γιώργος Μιχαηλίδης, στην τέταρτη τάξη του γυμνασίου μας έβαλε να μάθουμε τους Πέρσες του Αισχύλου, σε μετάφραση Γρυπάρη, να τους προβάρουμε και να τους παίξουμε. Θα έκανα το φάντασμα του Δαρείου και θυμάμαι τον ρόλο απ’ έξω. Ήταν δημοτικιστής, θαυμαστής του Μυριβήλη και του Βενέζη, οι οποίοι ζούσαν ακόμα τότε. Ήθελε να βγάλει παιδιά μορφωμένα, αυτό ήταν το πάθος της ζωής του. Όσο μπορούσε, το ‘κανε και μας έμαθε και καλά ελληνικά, με έναν τρόπο πολύ βιωματικό».

(Το μέτρο στην τραγωδία, έλεγε ο Παναγής Λεκατσάς, σου δίνει στο πιάτο την ερμηνεία. Ο ανάπαιστος είναι κάτι ιεροπομπικό, ας πούμε. Του είπα ότι κάποτε είχα παίξει το φάντασμα του Δαρείου, αλλά δεν του άρεσε ο Γρυπάρης!)

Λάκης Παπαστάθης

Μεγαλώνοντας στη Μυτιλήνη.

Το παρελθόν και το παρόν του ελληνικού σινεμά

Στην Μυτιλήνη υπήρχαν τρεις κινηματογράφοι στον ίδιο δρόμο και ο μικρός τότε Λάκης κόλλησε εύκολα το μικρόβιο. «Ο «Αρίων», ο «Ορφέας» και η «Σαπφώ». Τα δύο καραμπινάτα λεσβιακά ονόματα. Ξέρεις τι συνέβαινε τότε; Επειδή καμιά φορά τα πλοία δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν λόγω θαλασσοταραχής, έφερναν τις κόπιες, αλλά δεν μπορούσαν να φύγουν. Αυτό το εκμεταλλευόταν ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου και έπαιζε και τις προηγούμενες, οπότε υπήρχαν προβολές πέντε ταινιών, ξεκινούσαν από την μιάμιση το μεσημέρι μέχρι το βράδυ. Καταλαβαίνεις τι γινόταν!». Περιγράφει μια εποχή που έχει από καιρό περάσει. Μερικά πράγματα όμως δεν αλλάζουν ποτέ. «Έλεγε η μάνα μου ότι θα μείνω ξύλο απελέκητο, γιατί πήγαινα και έβλεπα πάρα πολλές ταινίες. Πήρα την πρώτη και μοναδική αποβολή στην ζωή μου γιατί μετά τις 8 το βράδυ, που απαγορευόταν, είχα πάει στον «Αρίωνα» για να δω σινεμά. Έκαναν εφόδους τότε οι καθηγητές και κουνούσαν το κεφάλι τους: «Τι θα γίνει αυτό το παιδί που πάει σινεμά μετά τις 8; Θα καταστραφεί!». Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που πήρα διαγωγή «κοσμία», αντί για «κοσμιοτάτη». Καταλαβαίνεις τι είχαμε τραβήξει;», ρωτάει, και χιλιάδες παιδιά σ’ όλη τη γη κουνούν καταφατικά το κεφάλι τους. «Οι ταινίες που βλέπαμε ήταν ανάμεικτες. Ήταν ελληνικές (και μάλιστα όχι οι κάπως καλές, όπως μια καλή ταινία του Σακελλάριου, αυτές αργούσαν να έρθουν), ξένες διάφορες. Όμως βλέπαμε σινεμά. Ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης είναι ο Φελίνι από τους νεότερους. Από τους παλιότερους, όταν μεγάλωσα πια και κατάλαβα, είναι ο Ζαν Βιγκό (που έκανε την «Αταλάντη» και την «Διαγωγή Μηδέν»), ο Μουρνάου, ο Ντράγερ…».
(Στον ίδιο δρόμο υπήρχε και η βιβλιοθήκη. Ήταν σαν το σατυρικό δράμα η βιβλιοθήκη, μετά τις τρεις τραγωδίες. Ο κύριος Βαρελτζίδης ήξερε τα πάντα από την βιβλιοθήκη. Μας υποδεχόταν με συγκίνηση, όχι βαριεστημένα. Του λέγαμε «μας έβαλε ο καθηγητής μας κάτι για τον Καρκαβίτσα». Κρακ, κατέβαζε την έκδοση του Αετού και στην έδινε. Κάθε φορά έκρινε ποιά είναι η αρμόζουσα σε σένα έκδοση, ανάλογα με την ηλικία σου.)

«Ξέρεις τι μ’ άρεσε στο σινεμά από τότε; Δεν το έλεγα, βέβαια, γιατί η μόδα της εποχής μου ήταν διαφορετική. Να έχει κάτι θρησκευτικό μια ταινία. Όχι να είναι του κατηχητικού. Να είναι μέσα στην καθημερινότητα και οι ηθοποιοί να παίζουν μετουσιώνοντας τον ρόλο, να είναι οι ίδιοι ο ρόλος. Δυστυχώς στις πρώτες μου ταινίες δεν το έκανα, οι ηθοποιοί έδειχναν τον ρόλο και η ταινία στηριζόταν στην αδυναμία τους να είναι ο ρόλος. Στην απόσταση που χωρίζει υπάρχει το ποιητικό εφαλτήριο. Στον Βιζυηνό και στο «Ταξίδι στην Μυτιλήνη» νομίζω ότι οι ηθοποιοί παίζουν όπως τους θέλω και είμαι και περήφανος που τους επέλεξα, διότι πάνω από το 50% της απόδοσης ενός ηθοποιού είναι η σωστή επιλογή, όχι μόνο το παίξιμο. Ο σωστός τρόπος διδασκαλίας δεν πρέπει να έχει την βεβαιότητα ότι μπορείς να φτιάξεις οποιονδήποτε καλό ηθοποιό. Πρέπει ο ίδιος να έχει τις δυνατότητες τις εσωτερικές και εσύ να έχεις την σωστή μέθοδο. Η δική μου ήταν απλή: λίγο πριν το γύρισμα, αφού κάναμε διάφορες συζητήσεις και πρόβες, έλεγα, ας πούμε, στον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, «σε παρακαλώ, ξέχασέ τα όλα». Πιανόμασταν αγκαλιά και «το μιλούσαμε». Σαν άνθρωποι, όχι σαν γραπτό κείμενο. Αυτό το λέγαμε ασκήσεις προφορικότητας λίγο πριν το γύρισμα, ήταν η στιγμή του «στώμεν καλώς». Αυτό απέδωσε πάρα πολύ».

(Πώς το λέει ο φίλος μου ο Διονύσης; «Κι απ’ την έρμη την απόσταση, παίρνει υπόσταση κάθε γιορτή μου»)

ΛΑΚΗΣ 18

Φεστιβάλ θεσσαλονίκης 1972. Τα δύο πρόσωπα του Νέου Ελληνικού Κινηματογραφου. Ο Λάκης Παπαστάθης με τον Παντελή Βούλγαρη. Στη μέση ο παρουσιαστής του Φεστιβάλ Κώστας Παπαχρήστος

Στην Αθήνα, ο Παπαστάθης βρέθηκε με μία παρέα που έμελλε να αλλάξει την πορεία του ελληνικού σινεμά. Κάποιοι με σπουδές στο εξωτερικό, άλλοι παιδιά της επαρχίας, ο Αγγελόπουλος, ο Βούλγαρης, ο Νίκος Νικολαΐδης, η Φρίντα Λιάπα, η Τόνια Μαρκετάκη και άλλοι πολλοί αποφάσισαν να κάνουν ταινίες μέσα στην Χούντα, χωρίς χρηματοδότηση και χωρίς υποστήριξη. Το αποτέλεσμα; Η γέννηση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. «Για μια δεκαετία τουλάχιστον, υπήρξε κάτι σημαντικό στην ελληνική κινηματογραφία. Δεν θα μιλούσα για σημαντικές ταινίες με πληρότητα, αλλά για σημαντικά κομμάτια ταινιών, για προσωπικότητες και δρόμους που ακολουθήθηκαν. Κυρίως, μεγάλη έγνοια για την γραφή. Το νέο ελληνικό σινεμά είναι και ένα κίνημα γλωσσολογικό, θα έλεγα, το οποίο άλλους κατέστρεψε, άλλους ανέδειξε, όπως τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Ο Θόδωρος, πέρα από το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, είχε διεθνή αποδοχή λόγω του ότι την δεκαετία του ’70 υπήρχε μια συνεχής αναζήτηση της γλώσσας και εκείνος έκανε πράγματι καίρια παρέμβαση στον διεθνή κινηματογράφο με τον τρόπο που γύρισε τις ταινίες του. Τον είδαν για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί βρέθηκε ένας παραγωγός στην Ελλάδα, ο Γιώργος Παπαλιός, που του έδωσε σημαντικά χρήματα για να κάνει τον Θίασο, κυρίως, και ο δεύτερος γιατί επρόκειτο για ένα παιδί που είχε έρθει από μια χώρα που πριν λίγο καιρό είχε χούντα». Με τον Αγγελόπουλο, πάντως, οι σχέσεις του δεν ήταν πάντα ρόδινες. «Ο Θόδωρος ήταν φίλος μου, παρά το ότι κάποια στιγμή συγκρουστήκαμε. Κακώς, εγώ φταίω. Ήμουν πολύ φανατικός εκείνη την εποχή, γιατί κάπως με είχε ενοχλήσει ότι ταυτιζόταν μόνο αυτός με όλον τον ελληνικό κινηματογράφο. Αυτό δεν απέδιδε δικαιοσύνη».

λακης φασιασνος

Ο Λάκης Παπαστάθης κατά τον Αλέκο Φασιανό

Σύγκριναν άραγε ποτέ την δουλειά του με αυτήν του Αγγελόπουλου; «Υπάρχει μία κριτική του μόνου νομίζω πραγματικά σπουδαίου έλληνα κριτικού, του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου, για τον «Καιρό των Ελλήνων», το 1981. Αναφέρει τον Αγγελόπουλο κρίνοντας την ταινία μου, πράγμα που εν μέρει με ενόχλησε. Λέει, «όπως άλλωστε συμβαίνει και με τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όπου υπάρχει μεγάλο στιλιζάρισμα, καραδοκεί η αναιμία στην έκφραση». Λέει κάτι σωστό, που πιστεύω όμως ότι δεν ισχύει για τον «Καιρό των Ελλήνων», ούτε για τον καλό Αγγελόπουλο, γιατί και χωρίς στιλιζάρισμα δεν μπορεί να γίνει ταινία. Θα πέσουμε στον Όμηρο Ευστρατιάδη».
(Ο Αγγελόπουλος έχει ένα θέμα. Το πένθος της Αριστεράς. Θρηνεί την ήττα της. Παρά το ότι είναι γειωμένες οι ταινίες του στην ελληνική πραγματικότητα, μέσα του ήταν περισσότερο σύμβολο αυτή η ήττα -η ήττα της επανάστασης και τι αυτή σημαίνει για τους ηττημένους. Ο Θόδωρος μέσα στην έπαρσή του ήταν ένα από τα πιο μελαγχολικά άτομα που έχω γνωρίσει. Χάθηκε πάρα πολύ άδικα.)

ΛΑΚΗΣ 2

Δράμα, Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους 2002. Με το Θόδωρο αγγελόπουλο και το θεωρητικό κινηματογράφου Σωτήρη Δημητρίου

Η κουβέντα πάει στους νέους Έλληνες σκηνοθέτες, στον Λάνθιμο και το Greek Weird Wave. «Δεν έχει σημασία αν μ’ αρέσει ή αν δεν μ’ αρέσει. Σ’ αυτόν τον δρόμο που έχουν ακολουθήσει, τους θαυμάζω. Έκαναν την Μεγάλη Έξοδο. Αυτό για μας ήταν αδιανόητο. Πιστεύαμε πως, ανεξάρτητα με το αν θα καταφέρναμε να βγάλουμε τις ταινίες μας έξω, είμαστε παιδιά της ελληνικής λογοτεχνίας και του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες ταινίες έγιναν πάνω σε λογοτεχνικά έργα ή με συνεργασία λογοτεχνών. Τα τοπία που κινηματογραφούσαμε πάλλονταν από τις λογοτεχνικές επενδύσεις των περασμένων. Τώρα μπορείς να κάνεις 500 DVD, να τα στείλεις σε Φεστιβάλ στο εξωτερικό και να προβάλουν την ταινία σου. Τότε έπρεπε να κουβαλήσεις κόπιες, ήταν πολύ δυσκολότερη η επαφή. Πολλοί από εμάς δεν ήξεραν και καλά ξένες γλώσσες, το Κέντρο Κινηματογράφου ποτέ δεν ήταν επαρκές ως προς τη χρηματοδότηση και οι επιτυχίες των παιδιών τώρα, του Λάνθιμου, του Κούτρα –λέω, νομίζω, τους δύο καλύτερους, τα δύο αστέρια- στηρίζονται στις δικές τους προσπάθειες και δυνατότητες να βρουν παραγωγούς έξω και διανομείς. Δεν τους ενδιαφέρει η ελληνική πραγματικότητα, ασχολούνται με θέματα παγκοσμίου εμβέλειας και, φυσικά, έχουν και ταλέντο».

(Πατέρας μας δεν ήταν ο Δαλιανίδης, ούτε ο Σακελλάριος, ούτε ο Φίνος. Ήμασταν παιδιά που πριν από μας ήταν οι μεγάλοι ποιητές, ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Σικελιανός, ο Ελύτης, οι μεγάλοι πεζογράφοι, ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός. Με αυτούς είχαμε νταλαβέρι.)

Στην επόμενη σελίδα: ο Δαμιανός και η «Ευδοκία», το «Παρασκήνιο» και η ΕΡΤ, το «Ελεύθερο Θέατρο», ο Σαββόπουλος και η Αριστερά.