Είμαστε οι αποφάσεις μας. Γι’ αυτό ο Φώτης Κατσικάρης από (παραλίγο) χρηματιστής, κατέληξε προπονητής της Εθνικής Ομάδας Μπάσκετ.

Μετά το άνοιγμα των αθλητικών συνόρων στα μέσα της δεκαετίας του ’90, με την υπόθεση Μποσμάν, είδαμε πολλούς έλληνες αθλητές να αναζητούν την επαγγελματική τύχη τους στο εξωτερικό. Ίσως κανένας δεν ενσαρκώνει όμως το κοσμοπολίτικο πρότυπο όσο ο προπονήτης της Εθνικής Ομάδας Μπάσκετ, Φώτης Κατσικάρης. Αγία Πετρούπολη, Βαλένθια, Μπιλμπάο, πόλεις που έχει περάσει εδώ και μια δεκαετία πριν καταλήξει στον εθνικό πάγκο και πριν αρχίσει το μαζικό κύμα μετανάστευσης των ελλήνων προπονητών που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια. Οι εμπειρίες της διαδρομής, για την οποία μίλησε το προηγούμενο Σάββατο στην σκηνή του TEDx Athens, φαίνονται. Μοντέρνος, σοφιστικέ (βοηθάει και το γυαλί), ένας σύγχρονος Ευρωπαίος που χειρίζεται άπταιστα τρεις γλώσσες, μπορεί να μιλήσει με την ίδια άνεση για υψηλή γαστρονομία και τη βάσκικη οικονομία και πια έχει μπροστά του την πρόκληση να επαναφέρει την Εθνική στην κορυφή παρά την απότομη προσγείωση στους 16 του πρόσφατου Μουντομπάσκετ. Στην Εθνική που, «εκτός συγκλονιστικού απροόπτου», συνεχίζει. Όλα αυτά θα ήταν πολύ διαφορετικά, βέβαια, αν στα 22 του είχε επιλέξει αντί για το πορτοκαλί χρώμα της μπάλας του μπάσκετ το πράσινο χρώμα του δολαρίου και της Wall Street..

Να ξεκινήσουμε με κάτι από την ομιλία σου στο TEDx Athens. Αναφέρθηκες σε ένα «πριν και μετά», αναγνωρίζοντας ως καθοριστικό σημείο της καριέρας σου την απόφαση να δουλέψεις στο εξωτερικό… Το 2005 παρουσιάστηκε μια ευκαιρία να δουλέψω για πρώτη φορά εκτός Ελλάδας, αναλαμβάνοντας την Ντιναμό Αγίας Πετρούπολης. Η κόρη μου ήταν τότε 8 και ο μικρός μου γιος 5. Έπρεπε ως οικογένεια να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις μας και να πετύχουμε, παρότι οι συνθήκες ήταν δύσκολες: η γυναίκα μου παράτησε την οικογενειακή επιχείρηση που εργαζόταν, τα παιδιά έπρεπε να πάνε σε αμερικάνικο σχολείο, η Ρωσία δεν είναι μια εύκολη χώρα για πολλούς λόγους. Μέχρι κι εντός γηπέδου όλα ήταν διαφορετικά. Είχα να κάνω με τους ρώσους παίκτες που είναι πολύ ταλαντούχοι, όμως δεν έχουν συνηθίσει να φτάνουν στα όριά τους. Η διαδικασία προσαρμογής στις νέες συνθήκες με καθόρισε ως επαγγελματία, αλλά και ως άνθρωπο. Και φυσικά έπαιξε μεγάλο ρόλο στην επόμενη δεκαετία που την πέρασα όλη στο εξωτερικό, με το μικρό διάλειμμα του Άρη. 

Πάντα  σκεφτόμουν ότι – τηρουμένων των αναλογιών των απολαβών σου – είσαι ένας «τυπικός Έλληνας της κρίσης», μια κλασική περίπτωση επαγγελματία με προϋπηρεσία κι αναμφισβήτητα προσόντα που αναζήτησε το μέλλον του στο εξωτερικό βλέποντας τις ευκαιρίες στην Ελλάδα να μειώνονται. Το έχεις σκεφτεί ποτέ έτσι; Στο ξεκίνημα της προπονητικής μου καριέρας στην ΑΕΚ είχα πίσω πίσω στο κεφάλι μου την ιδέα του εξωτερικού, τότε φαινόταν απίθανο να πάω σε Παναθηναϊκό ή Ολυμπιακό. Δεν ήταν ακριβώς αναγκαστική έξοδος, το 2005 η κρίση ακόμα δεν είχε θερίσει το ελληνικό πρωτάθλημα. Σε όσους μου λένε σήμερα ότι ήμουν τυχερός που έφυγα τότε, τους υπενθυμίζω πόσο δύσκολη ήταν η απόφαση.

Το 1989 σπούδαζα χρηματιστής στην Καλιφόρνια και βρέθηκα σε ένα σταυροδρόμι: να μείνω μόνιμα εκεί ή να γυρίσω στην ΑΕΚ. Επέλεξα με γνώμονα το πάθος να ασχοληθώ επαγγελματικά με κάτι ερασιτεχνικό τότε στην Ελλάδα. Για λίγο καιρό ψυχράνθηκα με τον πατέρα μου, δίκιο είχε 

Πια όλο και περισσότεροι έλληνες προπονητές βγαίνουν στο εξωτερικό. Εσύ, ο Ιτούδης στην ΤΣΣΚΑ, ο Πεδουλάκης στην Ούνιξ (update: χθες λύθηκε η συνεργασία του), φαντάζομαι το πιο πιθανό είναι κι ο Μπαρτζώκας να συνεχίσει έξω… Δεν είναι εύκολο αν έχεις οικογένεια, γι’ αυτό καθυστέρησαν να βγουν οι περισσότεροι και γι’ αυτό υπερτονίζω την στήριξη που είχα από τη γυναίκα μου.

Και τώρα βρέθηκες να είσαι προπονητής της Εθνικής Ελλάδας, ενώ ζεις στο Μπιλμπάο. Δεν σκέφτεσαι την επιστροφή; Όχι, δεν μπορούσα να βγάλω τα παιδιά από την κανονικότητά τους, η κόρη μου τελειώνει το σχολείο φέτος.

Δε φοβάσαι μήπως αρχίσουν και γράφουν ότι λέγανε για τον Ρεχάγκελ που «καθόταν στο Έσεν κι έβλεπε από εκεί τους αγώνες»; (γελάμε) Όχι, τα γνωρίζω καλά τα παιδιά, όποτε μπορώ ταξιδεύω και πλέον με τη βοήθεια της τεχνολογίας δεν έχω κανένα πρακτικό πρόβλημα να τα παρακολουθήσω.

Σκέφτεσαι καμιά φορά τη διαδρομή από τα ανοιχτά του Πλάτωνα στη Νίκαια ως τη Χώρα των Βάσκων και την άκρη της ιβηρικής χερσονήσου;  Φυσικά, είναι πολύ σημαντικό να θυμάσαι από που ξεκίνησες. Υπήρξαν διάφοροι σταθμοί στην καριέρα μου, στη ζωή μου καλύτερα. Πρώτος και κύριος το 1989. Σπούδαζα χρηματιστής στο UC Irvine στην Καλιφόρνια, είχα παρατήσει το μπάσκετ και βρέθηκα σε ένα σταυροδρόμι: να μείνω μόνιμα εκεί ή να γυρίσω και να πάρω μεταγραφή στην ΑΕΚ (από τον Σπόρτιγκ που άνηκα). Επέλεξα το δεύτερο με μεγάλο κόστος, είχαν ψυχρανθεί οι σχέσεις με τον πατέρα μου, δεν μπορούσε να δεχθεί ότι άφησα τις σπουδές μου για να ασχοληθώ επαγγελματικά με κάτι ερασιτεχνικό τότε στην Ελλάδα. (Μην το ξεχνάμε αυτό, το μπάσκετ έγινε επαγγελματικό το 1992). Όλο το στόρι ήταν εντελώς κινηματογραφικό, υπέγραψα κυριολεκτικά στο τελευταίο δευτερόλεπτο της μεταγραφικής προθεσμίας. Δίκιο είχε ο πατέρας μου, όμως έγω αποφάσισα με γνώμονα το πάθος. 

Άλλοι σταθμοί; Όταν παραιτήθηκα από την ΑΕΚ το 2005. Εκεί είχαμε φτιάξει ένα πολύ καλό πρότζεκτ, μαζέυοντας παιδιά από όλη την Ελλάδα, όπως τον Ζήση, τον Μπουρούση, ακόμα και τον Άντιτς που κάνουν μεγάλη καριέρα μέχρι σήμερα. Εκείνο το καλοκαίρι, παρότι είχαμε φτάσει μέχρι τους τελικούς, είδα ότι το όραμα τελείωνε. Τέλος Ιουνίου αφησα ένα καλό συμβόλαιο κι έμεινα χωρίς τίποτα. Μέχρι να έρθει η Αγία Πετρούπολη.

Θα ξεχωρίσω σαν σταθμό και το πέρασμά μου από τον Άρη τo 2009. Ήταν μια λάθος απόφαση, κίνηση πανικού. Είχα φύγει από Βαλένθια, είχε περάσει το καλοκαίρι χωρίς να βρω ομάδα και ήθελα να ξαναμπώ στο κάδρο. Ανέλαβα μια αποστολή αυτοκτονίας, παρότι οι παράγοντες του Άρη ήταν ειλικρινείς και μου είχαν μιλήσει για τις δυσκολίες. Δε λειτούργησε η συνεργασία γιατί δεν ήμουν εγώ εντάξει. Το κατάλαβα κι έφυγα μετά από λίγους μήνες, λέγοντας ότι δεν μπορώ να βοηθήσω.

Πότε καταλαβαίνει ένας προπονητής ότι δεν πάει άλλο; Το καταλαβαίνεις, το νιώθεις. Το είπα και στο TEDx Athens, είμαι άνθρωπος των σχέσεων. Αν χαλάσουν, σπάνια διορθώνονται. 

Από το φετινό καλοκαίρι, το πρωτο –και μάλιστα περίεργο- τουρνουά με την Εθνική, τι έμαθες; Ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία. Έπρεπε να κάνουμε πολλά πράγματα σωστά σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Όχι να πάμε στα μετάλλια αλλά να βγάλουμε υγεία, ανταγωνιστικότητα, προπαντώς μια καλή εικόνα. Σε έναν σύλλογο έχεις μεγάλο χρονοδιάγραμμα, την πολυτέλεια να χάσεις προπονήσεις, την επιλογή πότε θα φορμάρεις την ομάδα, εδώ δεν μπορούσαμε να χάσουμε ούτε μια ώρα. Αυτή ήταν η εκπαίδευσή μου, η ταχύτητα εκτέλεσης του σχεδίου. Με βοήθησαν πάρα πολύ οι παίκτες. 

Το ‘χεις σκεφτεί πολλές φορές το ματς με τη Σερβία; Το ‘χεις «ξαναπαίξει»; Το έχω δει αρκετές φορές, ναι. Μερικές φορές είναι και λάθος κάτι τέτοιο, μπορεί να δημιουργήσει ψύχωση. Δε θα άλλαζα τίποτα. Θεωρω, ας πούμε, σωστό το αμυντικό πλάνο, αλλά κι ότι σε αρκετά σημεία δεν εκτελέστηκε σωστά. Το μάθημα για μένα είναι η ψυχολογική διαχείριση ενός τέτοιου ματς. Είχαμε δύο μέρες μετά το τέλος του ομίλου, να χαλαρώσουμε, να αντιμετωπίσουμε το άγχος και να προετοιμαστούμε για το νοκ άουτ. Νομίζω, καλά τα πήγαμε. Δεν είδα στα παιδιά ατμόσφαιρα χαλαρότητας.

Φάνηκε πάντως ότι η ομάδα δε ήταν τόσο έτοιμη για πόλεμο, τουλάχιστον όχι όσο ήταν οι Σέρβοι… Στους Σέρβους λειτούργησε ο φόβος και η πίεση από την κακή εικόνα που είχαν δείξει στην πρώτη φάση. Πήγαν να τα δώσουν όλα και ό,τι γίνει. Τους βγήκε.  Εμείς ήμασταν σοβαροί, πήγαμε αγωνιστικά στρωμένοι. Μερικές φορές σε τέτοιες περιπτώσεις δημιουργείς μια τεχνητή κρίση για να ταράξεις τα νερά αλλά δεν ήθελα να βάλω έξτρα πίεση, τα περισσότερα παιδιά είναι πολύ έμπειρα και τα καταλαβαίνουν κάτι τέτοια.

Η καλύτερη τεχνητή κρίση, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι να έχεις χάσει ένα ματς; Πώς θα το κάνεις αυτό; Θα χάσεις μόνος σου; Και ειδικά αυτή η ομάδα έπρεπε να νικάει για να φορτλωνει αυτοπεποίθηση αφού ήμασταν για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια χωρίς κανέναν από τους ηγέτες Παπαλουκά-Διαμαντίδη-Σπανούλη.

Εισέπραξες ότι παρά τον αποκλεισμό απορροφήθηκε με καλύτερο τρόπο και από τον τύπο και τον κόσμο η φετινή παρουσία; Δεν ήταν το κλίμα όπως μετά τη Βενεζουέλα ή τη Σλοβενία… Είμαι πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου και πολλές φορές δεν μπορώ να καταλάβω αν τα καλά λόγια που ακούω λέγονται με ειλικρίνεια ή απλά για να ειπωθούν. Πράγματι παίξαμε όμορφο μπάσκετ. Παίξαμε σωστά, ομαδικά και είχαμε ξεκάθαρους αγωνιστικούς στόχους. Όμως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν παίζουμε μόνοι μας. Το μετάλλιο είναι πάντα στο μυαλό, έχει δώσει αυτά τα δικαιώματα η ομάδα, αλλά κάποια στιγμή υπάρχουν και παύσεις. Καταλαβαίνεις που βρίσκεσαι και ξαναπροσπαθείς.

Το έχω δει αρκετές φορές το ματς με τη Σερβία. Δε θα άλλαζα τίποτα. Θεωρω, ας πούμε, σωστό το αμυντικό πλάνο, αλλά κι ότι σε αρκετά σημεία δεν εκτελέστηκε σωστά. 

Είναι λίγο δύσκολο αυτό, έτσι; Μιλάμε για μία χώρα με 10 εκατομμύρια πληθυσμό που βρέθηκε ταυτόχρονα πρωταθλήτρια Ευρώπης σε μπάσκετ και ποδόσφαιρο πριν μια δεκαετία… Σωστά, ο κόσμος συνηθίζει και δε λαμβάνει υπ’ όψιν του το μέγεθος. Πάρε παράδειγμα τη Γαλλία που πήρε μετάλλια τα τελευταία δύο χρόνια. Το αναπτυξιακό τους πρόγραμμα μέσα από το Ινστιτούτο INSEP είναι μεγάλη δουλειά και χρειάζεται ανάλογη υπομονή που την έχουν λόγω διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας, Κάποια στιγμή, η επιμονή τους στην υποδομή θα δικαιωνόταν. Εμείς βάζουμε το ταλέντο, το πάθος, το γονίδιο του Έλληνα που λέμε, έχουμε καλά στοιχεία από αυτά που μπορούν να σε κάνουν πρωταθλητή. Όμως δεν μπορούμε να αγνοοούμε την πραγματικότητα.

Συνεχίζεις στην Εθνική; Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ναι. Το θέμα είναι ότι πρέπει να βρω και μια ομάδα, τόσο γιατί μου λείπει η δράση όλο το χρόνο όσο και γιατί με τις παρούσες οικονομικές συνθήκες δεν μπορεί να με καλύψει μόνο η Ομοσπονδία. Σημερα που μιλάμε ισχύει ότι θα συνεχίσω κανονικά. Γιατί το θέλω εγώ, το θέλει και η Ομοσπονδία. 

Στην επόμενη σελίδα: η πόλη του Μπιλμπάο, ο μέντορας Τσόσιτς, ο καθοριστικός Ίβκοβιτς και… ο Κλαούντιο Ρανιέρι

Page: 1 2

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος