ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μίνως Θεοχάρης: «Αν δεν είμαστε ρευστοί, δεν είμαστε ελεύθεροι»

Ηθοποιός, σκηνοθέτης, μουσικός, κειμενογράφος, παρουσιαστής, γενικά ένας άνθρωπος υπέρ το δέον ανήσυχος καλλιτεχνικά, ο Μίνως Θεοχάρης φέτος φέρνει στη σκηνή του θεάτρου Αλκυονίς ένα έργο που έχει αλλάξει πολλά στις ζωές πολλών ανθρώπων τα τελευταία 24 χρόνια.  

Το βιβλίο ‘Hedwig and The Angry Inch’ του John Cameron Mitchell, έγινε μιούζικαλ με μουσική και στίχους από τον Stephen Trask και ανέβηκε για πρώτη φορά Off-Broadway το 1998, προκαλώντας έκπληξη, θαυμασμό, συγκίνηση και λατρεία στο underground κοινό και τους κριτικούς. Η δυναμική του σηματοδότησε μια ολόκληρη εποχή και άλλαξε την pop κουλτούρα. 

Πρόκειται για ένα ροκ μιούζικαλ του οποίου η ιστορία ακολουθεί τον Hedwig Robinson, έναν έμφυλο Ανατολικογερμανό τραγουδιστή ενός φανταστικού ροκ εν ρολ συγκροτήματος, τους Angry Inch. Βασίζεται στη ζωή του Mitchell, ως παιδί ενός στρατηγού του στρατού των ΗΠΑ που κάποτε διοικούσε τον αμερικανικό τομέα του κατεχόμενου Δυτικού Βερολίνου. Η μουσική είναι εμποτισμένη με το ανδρόγυνο glam rock στυλ της δεκαετίας του 1970 του David Bowie (ο οποίος υπήρξε συμπαραγωγός στην παράσταση που ανέβηκε στο Λος Άντζελες), αλλά δανείζεται και καλλιτεχνικά στοιχεία από τον John Lennon, τον Lou Reed και τον Iggy Pop.

Από το 1998, η παράσταση έχει πετύχει απανωτά sold out στο Broadway και το West End και έχει αποκτήσει φανατικούς οπαδούς σε όλες τις χώρες που έχει ανέβει. Έχει προταθεί για Grammy Καλύτερου Μιούζικαλ το 2015, ενώ έχει μεταφερθεί και στο σινεμά με τον ίδιο τον John Cameron Mitchell στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ένα απόγευμα πριν από λίγες μέρες, βρεθήκαμε στο φουαγιέ του θεάτρου Αλκυονίς με τον Μίνωα και μιλήσαμε για την επίδραση που είχε το έργο στη δική του ζωή, για τη ρευστότητα των φύλων και της επιθυμίας, τη ζωή του που έχει αλλάξει από τη ‘Στρέλλα’ μέχρι σήμερα και την ευγένεια που λείπει από τον κόσμο μας. Και φυσικά για την σημαντικότητα της προσωπικής ελευθερίας.

Το Hedwig εξυμνεί την ελευθερία της ανθρώπινης ύπαρξης. Εσύ νιώθεις ελεύθερος; Νομίζω ναι, αλλά στην πραγματικότητα πάντα είμαστε σε πάλη σε σχέση με την προσωπική ελευθερία μας και αυτό δεν είναι κάτι που το κάνεις άπαξ και τελειώνεις, είναι κάτι που το αποφασίζεις και χρειάζεται να επαναλαμβάνεις αυτή τη διαδρομή κάθε μέρα. Συντονισμένος με αυτό το σκεπτικό λοιπόν, ήθελα πάρα πολύ να αναμετρηθώ με μια διαδρομή σε ένα όσο πιο συχνό επίπεδο γίνεται. Άρα η επιλογή του έργου ήταν και στο να βρω την προσωπική μου ελευθερία μέσα από το ταξίδι που κάνει η Hedwig για να βρει τη δική της.

Έχοντας περάσει κάποια περίοδο στις πρόβες και έχοντας ζήσει πιο πολύ τον ρόλο, έχεις νιώσει κάποια συναισθήματα που ίσως δεν τα έχεις ξανανιώσει μέχρι τώρα; Ναι, o ρόλος και η επαφή που είχα μέσω της πρόβας, λειτούργησαν αφυπνιστικά, με έβαλαν στη διαδικασία να εκτονώσω αρνητικά συναισθήματα που ούτε εγώ πίστευα ότι τα έχω. Ένας άνθρωπος που έχει βιώσει τραύμα στη ζωή του όπως η Hedwig έχει μέσα της πάρα πολύ θυμό. Είναι ένα πλάσμα που είναι τραυματισμένο, κακοποιημένο αποφασισμένο στη ζωή της για τον τρόπο που θα ζήσει. Αυτή της η πλευρά ακούμπησε σε δικά μου κομμάτια της εκτόνωσης πραγμάτων που μου έχουν συμβεί, που με έχουν πειράξει και δεν μου έχει δοθεί η ευκαιρία να θυμώσω.

Δεν θυμώνουμε με την ίδια ευκολία όλοι ούτε επιτρέπεται να θυμώσεις κοινωνικά με έναν τρόπο θρασύ. Είναι πράγματα που πολλές φορές φωλιάζουν μέσα μας, δεν εκτονώνονται και γίνονται οι δαίμονές μας. Οπότε μέσα από αυτή την πρόβα και το ταξίδι που κάνω, έχω έρθει σε επαφή με αυτά και με έχει λίγο σοκάρει το υλικό το εσωτερικό που έχω ανακαλύψει για μένα.

Σε έχει σοκάρει ότι μπορείς να έχεις πιο πολλά αρνητικά συναισθήματα απ’ ότι φανταζόσουν; Με έχει σοκάρει ότι μέσα μου υπήρξε ο θυμός σε τέτοια ποιότητα και σε τέτοιο βαθμό και τον είχα καταπνίξει. Ήξερα ότι έχω κάποια πράγματα που κουβαλάω, όπως όλοι μας, αλλά δεν ήξερα ότι θα ανοίξει ένα μπαούλο και θα φύγει με τέτοια δύναμη επάνω στη σκηνή αυτή η θρασύτητα που έχει η Hedwig, γιατί ο τρόπος της είναι σα να βγάζει γλώσσα στη ζωή. Αυτό εγώ δεν το έχω. Φοβόμουν να βγάλω τη γλώσσα μου στη ζωή και στους ανθρώπους γύρω μου. Οπότε είναι σα να κούμπωσε με κάτι δικό μου που ήταν πίσω-πίσω κρυμμένο και ξαφνικά μου έχει δοθεί μια τέλεια αφορμή να φωνάξω στην ένταση που θα ήθελα πολλές φορές να έχω κάνει, αλλά δεν το έχω κάνει.

Εσύ όμως δεν εκτονώνεις τον θυμό σου μέσα από το χιούμορ; Δεν είναι και αυτό μια μορφή εκτόνωσης; Ναι, αλλά το χιούμορ είναι μια ασπίδα που μας κάνει ευχάριστους και χαριτωμένους στους γύρω μας. Δεν ενοχλεί. Σίγουρα δεν έχω υπάρξει και εγώ άγιος, στα ξεσπάσματά μου προκαλούσα φόβο αλλά αυτό ήταν μια χαραμάδα σε σχέση με αυτό που λες, με το πιο χαριτωμένο, με το προφίλ ενός πιο καλού παιδιού που είναι πιο συμβατικό. Επειδή λοιπόν άνοιξε η πόρτα με τη Hedwig η οποία ενοχλεί με πρόθεση, αυτό με έχει λίγο ανατρέψει. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να αυτοανατρέπεσαι στη ζωή αυτή.

Σε έχει ανατρέψει σε βαθμό που μπορεί να βγάζεις την οργή σου από εδώ και πέρα αβίαστα ή απλά βρήκες ένα alter ego; Κάνω θέατρο για να μπορώ να βιώνω αυτό που δεν βιώνω. Δεν αισθάνομαι την υποχρέωση να κατεβάσω τα μούτρα κάποιου στην καθημερινότητά μου ή να πω πράγματα που δεν έχω πει. Απλά όταν τα λέω θα τα πω με ευγένεια, με προσοχή και προστατευτικά απέναντι στον άλλο. Η Hedwig δεν το κάνει έτσι, το κάνει με έναν τρόπο που λες “Αχ, τι ωραία που μου δόθηκε μια αφορμή να βγάλω αυτό που έχω μέσα μου, αλλά unapologetically”. Το αναπολογητικό του χαρακτήρα της δεν μου πηγαίνει καθόλου, δεν το έχω. Είμαι πολύ ενοχικός. Με βασανίζουν οι ενοχές και πάντα βάζω σε προτεραιότητα το συναίσθημα των γύρω μου. Πολλές φορές και πάνω από το δικό μου και περί αυτού πρόκειται η μετακίνηση που σου λέω. Ότι εδώ μπορώ να είμαι έτσι, να μη με νοιάζει το συναίσθημα κάποιου και έχω την καλύτερη αφορμή και την καλύτερη συντροφιά.

Τη ζηλεύεις λίγο τη Hedwig σε αυτό το κομμάτι; Δεν θα έλεγα ότι τη ζηλεύω γιατί είναι σαν να σου λέω ότι ζηλεύω πάρα πολύ έναν άνθρωπο που έχει ακρωτηριάσει ένα κομμάτι του εαυτού του για να μπορέσει να επιζήσει. Όχι, αυτό δεν το ζηλεύω. Όχι ότι δεν έχω αισθανθεί σε πολύ μικρότερο βαθμό και σε τελείως διαφορετικό επίπεδο ότι κάτι που έχει πονέσει πολύ μέσα μου το έχω κόψει από τη ρίζα. Αυτό το έχω νιώσει και μέσω αυτού συνδέομαι μαζί της και με αυτόν τον πόνο αναμετριέμαι κάνοντας το έργο. Νομίζω ότι αυτό ήταν που με οδήγησε συνειδητά. Ασυναίσθητα συνδέθηκα με το έργο, δεν καταλάβαινα τι ακριβώς μου κάνει. 

Κάποιος που το βλέπει απ’ έξω θα πει ότι κάνω το νούμερό μου αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Εγώ είμαι, καλλιτεχνικά, με τη χροιά της φωνής μου πιο ρετρό γιατί είναι πιο στρογγυλή και γενικά εγώ είμαι πιο στρογγυλός. Δεν είμαι αιχμηρός. Είμαι μαλακός και τρυφερός. Τόσο στη σκηνική μου παρουσία όσο και στη ζωή μου. Οπότε δεν καταλάβαινα για ποιο λόγο με ιντρίγκαρε από την αρχή η συγκεκριμένη περσόνα, δεν είναι η μουσική που ακούω δηλαδή, η μουσική που τραγουδάω ή που μελετάω. Θα μπορούσα να πω ότι είμαι πιο pop, αν μπορούσα να βρω κάτι συγγενικό, αλλά σίγουρα όχι rock, πόσω μάλλον punk rock. 

Ψάχνοντας και κάνοντας τη μετάφραση του κειμένου μαζί με τον Φοίβο Ριμένα, κατάλαβα γιατί. Κατάλαβα πού γινόταν το λινκ. Ορισμένες φορές συνδέεσαι με κάτι και δεν καταλαβαίνεις για ποιον λόγο πας προς τα εκεί. Κάτι σε έλκει. Όταν αργότερα μπήκαμε στη διαδικασία να μεταφράσουμε το κείμενο και να φτιάξω τους στίχους, αισθανόμουν υποχρέωση στον εαυτό μου να γίνω αγωγός του μηνύματος αυτού, είχα σήμα καμπάνα και έλεγα ότι αυτά τα λόγια πρέπει να τα πω εγώ γιατί θα λυτρώσω και εγώ κάτι μέσα μου αλλά θα λυτρώσω και όσους έρθουν να το δουν. Ήμουν σίγουρος ότι μπορώ να μεταδώσω το μήνυμα του έργου. 

Τις περισσότερες φορές στη ζωή ενός ηθοποιού, αισθάνομαι ότι κάνουμε θέατρο για τους λάθος λόγους. Υπάρχει η ματαιοδοξία, η ανάγκη να προβληθεί ο εαυτός μας, να παίξουμε με τον εγωισμό μας για να μας πουν «μπράβο». Την παράσταση δεν την κάνω για τίποτε από αυτά. Και αυτό είναι το μεγάλο δώρο στον εαυτό μου. Γιατί είναι μια παράσταση που δεν γίνεται για να με πουν καλό, δεν θέλω να αρέσω, δεν την κάνω για να βγω με τα ρούχα. Την κάνω για να πω αυτό που έχει δημιουργήσει ο John Cameron Mitchell, αυτός είναι ο στόχος μου. Κάθε μέρα μετά την πρόβα που λέω «δεν φαίνομαι ωραίος σε αυτή τη σκηνή, δεν μου πηγαίνουν αυτά», στο τέλος αναρωτιέμαι για ποιον λόγο την κάνω την παράσταση. Δεν την κάνω για αυτά αλλά για εμένα και για όποιον συνδεθεί με εμένα και το έργο. 

Πότε την είδες για πρώτη φορά; Την έχεις δει και στο θέατρο ή μόνο την ταινία; Είδα πρώτα την παράσταση το 1998 και μετά την ταινία. Το έργο μου το είχε πρωτοαναφέρει ο Μιχάλης Οικονόμου όταν ήμουν στο Εθνικό. Μου είχε πει: «Εσύ πρέπει να το κάνεις κάποια στιγμή». Ούτε που κατάλαβα τότε, μάλιστα μου είχε φανεί πολύ άγριο για τη μενταλιτέ μου. Το άφησα στην άκρη, υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μου και απλά γύρω στο 2014, όταν έγινε το revival, άρχισα να ασχολούμαι με το έργο. Όταν είδα και τον John Cameron Mitchell που είναι και ο πρώτος που το έπαιξε, έπαθα crush. 

Είμαι καψουρεμένος με το έργο. Έχω καψούρα με την παράσταση. Δεν θέλω να στεναχωρήσω του fans της ταινίας αλλά με την παράσταση καψουρεύτηκα. Με τον τρόπο που διεκδίκησε να γίνει, με όρους περιθωριακούς. Αυτό που έκανε η παράσταση είναι meta για την εποχή που το έκανε. Δηλαδή το 1998 να μιλήσει για πράγματα που το 2022 καταλαβαίνουμε τι είναι, το βρίσκω τόσο συγκινητικό. Έβαλε στον χάρτη πριν καν μπουν στον χάρτη, τους όρους: gender queer, Non binary, gender fluid. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν υπήρχε όταν αυτός ο άνθρωπος δημιούργησε αυτή την περσόνα.

Έχει πει και ο ίδιος ο John Cameron Mitchell ότι το φύλο και η επιθυμία είναι ρευστά. Συμφωνείς; Ναι. Απόλυτα. Δεν πιστεύω γενικά στα δυαδικά συστήματα. Ούτε στο άσπρο-μαύρο, ούτε στο άντρας- γυναίκα, ούτε το αντίστροφο. Τίποτε από αυτά δεν με χωράει, δεν χωρούν τη ψυχή και την καρδιά μου και αυτό που είμαι. Επειδή έχω στραμπουληχτεί με αυτό το πράγμα στη ζωή μου, δηλαδή να καταφέρω να κάνω fit in σε κάποια κατηγορία, ακόμη και στις κατηγορίες ηθοποιών (ποιοτικός, εμπορικός, κουλτουριάρης), ήθελα τόσο πολύ να τα καταστρέψω αυτά και να χτίσω τη δική μου πραγματικότητα και να μπορώ να βάφω κάθε στιγμή με το χρώμα που θέλω να τη βάψω. Αυτό είναι ελευθερία, Ελευθερία είναι να μπορείς να βαφτίζεσαι ό,τι θες στο κάθε εδώ και τώρα και αυτό μπορεί να είναι από τη Δευτέρα στην Τρίτη όπως επίσης από το 2015 στο 2025. Αλλά αν δεν είμαστε ρευστοί δεν είμαστε ελεύθεροι. Ειδικά για πράγματα όπως το φύλο, τη σεξουαλικότητα και την επιθυμία. Η επιθυμία οφείλει να είναι ρευστή αλλιώς… νέκρα.

Βλέπω ότι η μετάφραση στο “The Angry Inch” είναι τα “εξANGRYωμένα εκατοστά”. Σε ταλαιπώρησε η μετάφραση; Η Hedwig είναι από τα δυσκολότερα κείμενα για να μεταφραστούν. Γενικά μεταφράζω κείμενα και από χόμπι και πολλές φορές στίχους. Μου αρέσει πολύ η απόδοση στίχων. Το πιο δύσκολο ήταν να μεταφράσω τον τίτλο γι’ αυτό και δεν τον μετέφρασα. Ουσιαστικά δεν επικοινωνήθηκε ελληνικός τίτλος γιατί θεωρώ ότι είναι άδικο. Στο έργο «angry inch» υποτίθεται ότι είναι η μπάντα της. Το βρίσκω μαγικό ότι βάφτισε τη μπάντα της με το όνομα του γεγονότος που της προκάλεσε το μεγαλύτερο τραύμα της ζωής της. 

Μέσα στο κείμενο προσπάθησα να περάσει με την ίδια διαδρομή που περνάει και στο ξένο. Είπα σαν έναν υπότιτλο «Η Hedwig και τα εξANGRYωμένα εκατοστά». Είχα περάσει και από «τα δερμάτινα εκατοστά», «τα θυμωμένα εκατοστά», «τα οργισμένα εκατοστά». Δεν ήθελα να βάλω ίντσες γιατί δεν μετράμε σε ίντσες, ειδικά το μόριό μας οι άντρες. Είναι σαφής η αναφορά στο μόριο. Οι πόντοι με πήγαιναν αμέσως σε ράψιμο, στο ύψος, σε παιχνίδι. Κατέληξα στα εκατοστά με βαριά καρδιά και μια μέρα στην πρόβα, κάνοντας τον σχεδιασμό, είπα: «είναι πολύ angry, είναι εξangryωμένος» και λέω στη βοηθό μου: «Αυτό είναι. Τα εξANGRYωμένα εκατοστά» γιατί είμαι και εγώ σε αυτό. Κάνω συνέχεια λογοπαίγνια οπότε αν το κάνω εγώ το έργο θα πρέπει να έχει τη γλώσσα μου. Δεν είμαι της αυτολεξεί μετάφρασης. Πρέπει να πιάσεις το νόημα του κειμένου και του χαρακτήρα και αν ο χαρακτήρας έχει τη δική του γλώσσα πρέπει να το κουμπώσεις και να φτιάξεις τη γλώσσα από την αρχή. Να πεις ότι «αυτή θα μιλάει έτσι» και το κάνει έτσι αυτό. Και όλο αυτό να έχει μια συνέπεια με το ξένο κείμενο. Αυτό πιστεύω ότι το έχω πετύχει σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με τον Φοίβο, είμαι ευχαριστημένος με τους στίχους οι οποίοι είναι παλούκια και αν για ένα πράγμα είμαι περήφανος για αυτή την παράσταση και δεν ντρέπομαι καθόλου που το λέω, είναι οι στίχοι. Είναι challenging ο στίχος.

Μπορείς να μου πεις έναν στίχο; “Παίρνει στροφές ο κόσμος, παίρνει φωτιά ο χρόνος. Αλλάζει σχήμα η γη και χρώμα. Συντρίμμια η παρακμή μου. Εμένα το κορμί μου θα γίνει το πιο ωραίο πτώμα”.

Εν τω μεταξύ δεν ξέρω αν εσύ έκλαιγες όταν έβλεπες την παράσταση αλλά όταν είδα την ταινία έκλαιγα αδιάκοπα. Όχι όταν είδα την ταινία, αλλά έκλαψα πολύ όταν έκανα πρόβα το έργο. Πολύ. Και δεν είμαι καθόλου κλαψιάρης. Μου βγαίνει την ώρα που λέω το κείμενο. Ειδικά στα τελειώματα. Παθαίνω κάτι. Έλεγα στην Ερατώ την πρώτη μέρα που κάναμε την τελευταία σκηνή, “Δεν μπορώ να το πω! Μέχρι εκεί μπορώ να τα μάθω”. Δεν μπορούσα να τα μάθω. Αντιστεκόταν κάτι μέσα μου. Μου έβγαινε κάτι πηγαίο που δεν μου έχει ξανασυμβεί γιατί γενικά είμαι πολύ μπακάλης με το θέατρο. Αυτό το πράγμα με χτύπησε από κάπου αλλού, από άλλο δρόμο και ξαφνικά εκεί που άρχισα να λέω τα λόγια, δεν μπορούσα να τα πω. Μου έπεφταν βαριά και φαντάσου εγώ το έχω μεταφράσει το έργο, εγώ διάλεξα να λέγονται έτσι. Στις πρώτες πρόβες πάρα πολύ άσχημα και παρακαλούσα τη βοηθό μου να σταματήσουμε και μου έλεγε “Πρέπει να το μάθεις για να πάμε παρακάτω”. Τα έμαθα αλλά μου έρχεται κάθε φορά να κλάψω, αν συγκεντρωθώ και κάνω τη διαδρομή όπως την κάνει εκείνη. Και αυτό όταν συμβαίνει είναι εξουθενωτικό. Είναι εξουθενωτική η παράσταση. Δηλαδή όταν τελειώνει είναι σαν να έχεις αλλάξει δέρμα.

Γενικά έχεις αγάπη για το μιούζικαλ; Σου άρεσε από μικρός; Φέτος με τα μιούζικαλ κάτι γίνεται στην Αθήνα. Ναι. Τα πιο γλυκούλικα και χαριτωμένα όμως, όπως το «Ωραία μου Κυρία», η «Εβίτα», το «Cats». Μετά το Hedwig, τον Φεβρουάριο, θα ξανακάνω την «Απλή μετάβαση» του Ευαγγελάτου και του Καραμουρατίδη.

Με τον Γιάννη Νιάρρο είστε φίλοι χρόνια. Φέτος σκηνοθετεί το «Σπιρτόκουτο the Musical» για το οποίο μιλούν όλοι. Εσύ τι έχεις να πεις; Αχ, τι να πω για τον Γιάννη; Συγκινούμαι για τον Γιάννη γιατί τον γνώρισα πολύ πιτσιρίκι σε μια δική μου δουλειά και τότε του είχα πει: “Σε λίγα χρόνια πιστεύω ότι θα είμαι σε δική σου δουλειά ή θα παρακαλάμε όλοι να βρεθούμε σε δική σου δουλειά”. Το ταλέντο του ήταν σκανδαλώδες, σε έκανε να ντρέπεσαι. Είναι από τους καλλιτέχνες που σπάνια συναντάς. 

Απ’ όλους που έχω συναντήσει, ο Γιάννης έχει κάτι που δεν έχω συναντήσει σε κανένα. Είναι μουσικός, μουσικάρα, είναι μουσική ιδιοφυΐα σε συνδυασμό με ένα χιούμορ τόσο γειωμένο, ελληνικό, θρασύ. Είναι χαρισματικός στο να παντρεύει την τεχνική αρτιότητα που χρειάζεται η μουσική με το λαϊκό έρεισμα που έχει το χιούμορ του και αυτός ο συνδυασμός πυροδοτεί και απογειώνει αυτό που κάνει. Και φαντάσου ότι είναι η πρώτη του δουλειά. 

Ο Γιάννης είναι σπουδαίος καλλιτέχνης και είναι το πρώτο του δείγμα. Εγώ πιστεύω στον Γιάννη και δεν μπορώ να σου εξηγήσω πόσο. Τον έχω σαν αδερφό μου. Είμαι τόσο περήφανος για εκείνον πιο πολύ και από αυτό που κάνω εδώ. Βρέθηκα σε όλη την προεργασία, είχα πάει και σπίτι του και μου είχε παίξει πράγματα. Μοιραζόμασταν και το άγχος του μέχρι να ανέβει. Του έλεγα: “Ξέρεις πώς θα μπαίνεις μετά να κάνεις πρόβα ως ηθοποιός αφού θα έχεις περάσει και από τη σκηνοθεσία και τα υπόλοιπα; Σου αλλάζει όλο το μενταλιτέ”. Ο Γιάννης το αξίζει. Πήγα στην πρώτη παράσταση, εκείνος αντίστοιχα ξέρει τι τραβάω εδώ και μου λέει να έρθει αλλά του λέω όχι. Νιώθω πολλή περηφάνεια για τον Γιάννη. Τον νιώθω σαν οικογένεια, σαν αδερφό. Γι’ αυτό συγκινούμαι τόσο. Ο τρόπος που έγραψε τη μουσική με τον Λιβιτσάνο είναι αλλού. Τα παιδιά πρότειναν και έδειξαν πώς γίνεται η δουλειά χωρίς να αντιγράφουν τις φόρμες του εξωτερικού. Έκαναν κάτι που μιλάει τη δική μας γλώσσα, πήραν όλες τις φόρμες και μας έδειξαν πώς γίνεται η δουλειά. Είναι πραγματική πρόταση. 

Στη ζωή σου από τη Στρέλλα μέχρι σήμερα πόσα πράγματα έχουν αλλάξει; Και επαγγελματικά και προσωπικά. Εμένα μου φαίνονται όλα σαν χθες. Είναι ένα περίεργο πράγμα αυτό, που ξεχνάω τα πάντα, δηλαδή δεν μένω μόνο στο τι συμβαίνει παράλληλα θυμάμαι. Ακόμα και για τη Στρέλλα θα σου πω: “Ναι, προχθές δεν τη γυρίζαμε;”. Θες γιατί είναι όλοι φίλοι μου ακόμα, με τον Ασπιώτη, τη Νάντια, που ξεκινούσαμε. Τα θυμάμαι όλα σαν προχθές. 

Από τη μία αντιλαμβάνομαι ότι έχω αλλάξει τον τρόπο που διαχειρίζομαι κάποια πράγματα, με δουλειά και με κόπο, από την άλλη δεν τα ξανασκέφτομαι αλλά μου φαίνονται κοντινά. Σίγουρα με την ίδια αφοσίωση και όρεξη αφιερώνομαι σε αυτό που κάνω και τώρα. Και ειδικά τώρα, γιατί μου στοίχισε πολύ με τον Covid η κλεισούρα, το θυμάμαι σαν μελανό σημείο, όπως θυμάσαι έναν γκόμενο που χώρισες άσχημα. Και πας παρακάτω.

Πώς είδες όλο αυτό που έγινε με τη Λυρική και τη Στρέλλα; Συμφωνώ με το να δίνουμε ορατότητα σε θέματα. Σε αυτό θα συμφωνώ πάντα. Με την συγκεκριμένη τοποθέτηση όμως, όχι. Ακτιβιστικά, ναι. Καλλιτεχνικά, όχι. Δεν συμφωνώ γιατί αν μπούμε σε αυτόν τον δρόμο, αν πρέπει να παίξεις ένα junkie θα πρέπει να είσαι junkie. Αυτό πρακτικά στην τέχνη δεν μπορείς να το κάνεις, είναι σαν να ακυρώνεις την έννοια της υποκριτικής. Και τι πάει να πει δηλαδή; Οι ετεροφυλόφιλοι θα πρέπει να παίζονται αποκλειστικά από ετεροφυλόφιλους, οι ομοφυλόφιλοι από ομοφυλόφιλους κ.ο.κ; Δεν βγάζει νόημα αυτό. Με αυτό δεν συμφωνώ ως καλλιτέχνης. Ως άνθρωπος του 2022 που θέλω να έχω επίγνωση της πραγματικότητας συμφωνώ που γίνονται κινήσεις οι οποίες δίνουν ορατότητα σε αυτά τα ζητήματα. Με αυτό δεν διαφωνώ καθόλου και φαντάζομαι ότι μέσα σε αυτά τα πλαίσια έγινε αυτή η τοποθέτηση. 

Υπάρχουν συνεργασίες για τις οποίες έχεις μετανιώσει; Φυσικά! Και έμαθα να μην αποφασίζω τι θα κάνω επαγγελματικά με γνώμονα τα χρήματα. Είμαι πιο ιδεαλιστής από υλιστής οπότε όσο και να με πληρώσεις, αν δεν μου αρέσει αυτό που κάνω δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνω. Θα μου κοστίσει αν το κάνω γιατί θα φάω τα χρήματα σε χάπια Οπότε προτιμώ να είμαι άφραγκος και καλά μέσα μου, παρά να τα φάω σε ψυχιάτρους για να δικαιολογήσω στον εαυτό μου κάτι.

Είσαι στο Dot σε έναν διαφορετικό ρόλο ζωής, ως παρουσιαστής και συνομιλητής σε συνεντεύξεις. Φαντάζομαι σου αρέσει. Με αντιπροσωπεύει πάρα πολύ. Μου αρέσει γιατί με έχει εκπαιδεύσει στο να ακούω και αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο μάθημα, το να ακούς τον συνομιλητή σου και να χορταίνεις. Στην αρχή νόμιζα ότι έπρεπε να υποδυθώ τον παρουσιαστή γιατί το είχαμε και σαν άσκηση στη σχολή και είχα ξεκινήσει έτσι. Η Βάλια Ζαμπάρα, η περσινή μας αρχισυντάκτρια μου βρήκε τον τρόπο να είμαι εγώ και από την εμπειρία με τη Δανάη Μπάρκα πιο πριν αλλά και με τον Νίκο Μουτσινά. Με έναν τρόπο είχα μπει στη φιλοσοφία. Στην αρχή πήγα να το παραστήσω αλλά στη συνέχεια βρήκα το πάτημά μου. 

Μου αρέσει πάρα πολύ να μιλάω με κόσμο, δεν μου αρέσει να παρουσιάζω, μου αρέσει η συνέντευξη, μου αρέσει να ακούω τους ανθρώπους που έρχονται -φυσικά όταν έχουν κάτι να πουν και με ενδιαφέρουν καλλιτεχνικά. Πιστεύω ότι είμαι ένας άνθρωπος που μπορώ να μιλάω με καλλιτέχνες και να βγαίνει ένα ωραίο αποτέλεσμα. Δεν έχω κόμπλεξ επειδή είμαι ηθοποιός στο να μην μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Ίσα-ίσα που το απολαμβάνω και πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες λύνονται και μιλάνε πιο άνετα όταν είναι απέναντι από έναν άλλο καλλιτέχνη. Και έχεις το αβαντάζ να μπορείς να κάνεις ερωτήσεις γνωρίζοντας καλύτερα την ψυχοσύνθεση ενός καλλιτέχνη.

Δεν σε βάζει όμως και στην παγίδα ότι μπορείς να είσαι πιο γλυκός, ευγενής μαζί τους; Όχι, αυτό το ξεπερνάς κάνοντας τη δουλειά σου σωστά γιατί υπάρχουν κανόνες τους οποίους γνωρίζουμε. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, και σου το λέω ως καλεσμένος συνεντευξιαζόμενος και ως παρατηρητής, είναι ότι οι δημοσιογράφοι επαναλαμβάνουν ερωτήσεις που έχουν τεθεί από άλλους. Πας κάπου και μιλάς για κάτι που έχεις πει παλαιότερα, σε προηγούμενη φάση και χτίζουν πάνω σε αυτό. Δεν έχω καταλάβει γιατί συμβαίνει αυτό ούτε καν ξέρω αν είναι δημοσιογραφικός κανόνας. Δεν ξέρω πόσο υλικό δίνει αυτό ώστε να γνωρίσεις τον καλλιτέχνη και πόση πρώτη ύλη θα βγάλει μια τέτοια συνέντευξη, αντί να του μιλήσεις για το εδώ και τώρα.

Επειδή δεν λειτουργώ δημοσιογραφικά, ποτέ δεν έχω μπει στη διαδικασία να ψάξω με αυτόν τον τρόπο κάποιον. Ίσως επειδή γνωριζόμαστε οι καλλιτέχνες μεταξύ μας, είναι μικρή η πιάτσα, υπάρχει το αβαντάζ ότι συνήθως γνωρίζω ποιος άνθρωπος έχει κάτσει απέναντί μου και τι έχει κάνει. Μου έχει τύχει κι εμένα να έχω απέναντί μου δημοσιογράφους που δεν γνωρίζουν τις σπουδές μου, την πορεία μου, που νομίζουν ότι έχω κάνει μόνο το «Κάτω Παρτάλι» και το «Just the 2 of Us» και ξέρουν μόνο όσα έχω πει για το μπούλινγκ. Και με ρωτούν εδώ και 10 χρόνια γι’ αυτό. Σκοινί-κορδόνι. Οκ, το καταλαβαίνω, έτσι κινείται το σύστημα αλλά δεν γνωρίζεις τον άλλον αναπαράγοντας διαρκώς ένα πράγμα που έχει πει στο παρελθόν.

Βέβαια για το μπούλινγκ συγκεκριμένα δεν πειράζει να μιλήσεις ξανά, γιατί συνεχίζει να είναι πρόβλημα. Φυσικά και θα μιλήσω. Μιλάω γι’ αυτό αλλά ενηλικιώνομαι κιόλας όπως και όλοι μας ενηλικιωνόμαστε, μετακινούμαστε, αλλάζουμε και το θέμα του μπούλινγκ παίρνει μια άλλη μορφή, πιο ενήλικη και η παράσταση που κάνω έχει τέτοιο μήνυμα, πιο ενήλικο. Δεν είναι το μήνυμα έτσι όπως το’πα εκείνη τη στιγμή, 10 χρόνια πριν. Το έχω ωριμάσει και το έχω κάνει τέχνη, το προσφέρω και όποιος το αγοράσει, το αγόρασε.

Υπάρχει κάποιος καλεσμένος που σε έχει κάνει να αισθανθείς άβολα; Όχι ποτέ. Ούτε με έχουν κάνει να αισθανθώ άβολα αλλά ούτε και εγώ πιστεύω. Με τον τρόπο που μιλάω, αισθάνομαι ότι σέβομαι τους ανθρώπους που έχουν έρθει. Δεν κυνηγάμε τον τίτλο γιατί δεν είναι αυτή η φιλοσοφία του DOT γενικά. Δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν είμαστε δημοσιογράφοι. Απλώς δεν είναι αυτή η φιλοσοφία. Θέλουμε να έρθει ο άλλος, να μιλήσει χαλαρά και νομίζω ότι αυτό βγαίνει και από εμάς και το εισπράττει και ο άλλος και το επιστρέφει. Είμαστε εκεί χαλαρά για να ακούσουμε και να πούμε ωραία πράγματα. Ούτε θα στριμώξουμε κάποιον. Μια φορά που έτυχε να ρωτήσω κάτι που δεν ήθελε ο άλλος να απαντήσει ζήτησα 100 φορές συγγνώμη. Έπαθα εγκεφαλικό φυσικά. Και αυτό το βρίσκω μη σωστό. Δεν θεωρώ χρέος κάποιου και υποχρέωσή του τηλεοπτικά να κάνει τον άλλον να νιώσει άβολα επειδή έτσι πρέπει να γίνεται. Όχι δεν πρέπει να γίνεται έτσι. Πρέπει να σέβεσαι το όριο του άλλου και όταν το βάζει να σταματάς. Αυτό πρέπει να γίνεται. Αυτό είναι πολιτισμός και δεν έχει να κάνει με το επάγγελμα ούτε υπάρχει κάποιος νόμος που να λέει ότι επειδή είσαι δημοσιογράφος δεν υπάρχει όριο. Υπάρχει όριο, άμα σου το βάλει ο άλλος το όριο. Κοιτάω να μελετάω και να γίνομαι καλύτερος. Και έχω μελετήσει πάρα πολύ τις συνεντεύξεις γενικότερα, και στο εξωτερικό και εδώ τις δικές μας. Μου άρεσαν ανέκαθεν.

Πες μου κάποιο πρόσωπο στην παρουσιαστή που σου αρέσει. Εγχώριο και μη. Η Ελεονώρα Μελέτη μου αρέσει. Και το «Μεσάνυχτα» θεωρώ ότι έκανε τις ωραιότερες συνεντεύξεις, με ωραίο τρόπο, με ευγένεια, με όριο και με αυτό που έπρεπε να βγει. Αυτές οι συνεντεύξεις που έκανε η Ελεονώρα μου άρεσαν πάρα πολύ. Από εξωτερικό κοιτάω τα late night γιατί είναι μια διαφορετική φάση, πιο δική μου, διότι οι περισσότεροι που κάνουν τα late night είναι είτε πρώην stand up comedians ή πρώην ηθοποιοί. 

Κάτι ξέρουν οι Αμερικανοί που βάζουν επικοινωνιακούς ανθρώπους και με χάρισμα στο stand up να κάνουν τα late night. Αυτές τις συνεντεύξεις βλέπω. Έχω δει και τη Barbara Walters, αλλά δεν είναι το νούμερό μου αυτό. Η σκληροπυρηνική δημοσιογραφία, που θα πάει ο άλλος και θα ρωτήσει με αγένεια. Δεν το θέλω αυτό, δεν μου αρέσει κιόλας. Θα ήθελα όμως να κάνω ένα παιχνίδι. Θα ήμουν τέλειος σε αυτό γιατί μου αρέσει να κάνω τον κόσμο χαρούμενο.

Πιστεύεις ότι η ιδανική ζωή για εσένα θα ήταν το φινάλε της ‘Στρέλλας’; Που όλα έχουν εξομαλυνθεί και δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση; Η ιδανική ζωή για μένα είναι να μπορείς να απολαμβάνεις αυτό που συμβαίνει. Όποιο και αν είναι. Να έχεις το χάρισμα να αποφασίζεις κάθε μέρα τη χαρά και την ευτυχία σου. Δεν είναι κάτι που καταλήγει κάπου και τελειώνει. Αυτό είναι απόφαση. Πρέπει να ξυπνάς κάθε μέρα και να αποφασίζεις να είσαι καλά. Εμείς αποφασίζουμε να είμαστε καλά και δεν γίνεται εύκολα. Δεν ξυπνάς και είσαι χαρούμενος, Κανένας μας στην Ελλάδα του 2022. Κανένας μετά τον COVID δεν ξύπνησε και ήταν τέλεια. Όχι, αλλά πρέπει να το αποφασίσεις και θεωρώ η ευτυχία πρέπει να είναι το να είμαι σε θέση να αποφασίσω όταν ανοίγω τα μάτια μου ότι εγώ θα περάσω καλά σήμερα παιδιά. Θα το αποφασίσω και θα το κάνω. Και άμα το αποφασίσω θα κάνω και τους άλλους να περάσουν καλά. 

Εσένα στην Ελλάδα του 2022 τι θα σε έκανε εκ προοιμίου χαρούμενο όταν ξύπναγες; Να ήταν καθαρά. Πώς όταν χιονίζει καλύπτεται αυτή η βρωμιά στην πόλη και ξυπνάς και είναι όμορφα; Είναι όμορφα γιατί είναι κρυμμένα. Έχει πέσει ένα λευκό πανί πάνω απ’ όλη τη δυσωδία.  

Τελικά τι είναι αυτά που σε χαλάνε όταν ξυπνάς; Δεν θα σου πω τι με χαλάει. Θα σου πω πώς θα ήθελα να είναι όταν ξυπνάω. Θα ήθελα ο κόσμος να είναι λίγο πιο ευγενής. Να είχε πιο πολύ ενσυναίσθηση και αίσθηση. Να είχε πιο πολλή αγάπη για τον εαυτό του και να μπορούσαν να προσέχουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους. Αυτό θα ήταν μια πολύ ωραία αρχή, Όταν πετάξεις κάτι θα πέσει στο παπούτσι του επόμενου. Για παράδειγμα, η γόπα που θα πετάξεις θα την πατήσει κάποιος άλλος. Αυτό θα ηθελα να μην υπάρχει. Θα ήθελα να ξυπνήσω μια μέρα και στο ταξί που θα πάρω να μου πει «Καλημέρα» ο ταξιτζής. Κάποιοι το κάνουν αυτό αλλά το θέμα είναι να γίνεται από όλους. Όταν η κοπέλες στον φούρνο κάτω από το σπίτι μου, μου λένε «Καλημέρα Μίνω, τι κάνεις;», θέλω να το πάρω αυτό. Το λαχταράω, δεν το φτύνω. Υπάρχουν άνθρωποι που τους λες καλημέρα και το φτύνουν, σα να μην το ’πες. 

Τελικά στη ζωή σου το παίρνεις σερί; Τη ζεις στο φουλ; Μόνο! Για μένα το μεγαλύτερο ταλέντο στον άνθρωπο είναι να μπορεί να ξεχνάει. Κάδος απορριμμάτων – άδειασμα κάδου. Ξέχνα τα πράγματα που δεν έχεις πετύχει και κυρίως ξέχνα τα πράγματα που έχεις πετύχει αν θες να προχωρήσεις μπροστά. Μόνο τότε θα είσαι παρών, μόνο τότε θα ζεις τη στιγμή. Πρέπει να ξεχνάμε. Πολλές φορές νομίζουμε ότι μας στοιχειώνουν τα κακά αλλά είναι παγίδα. Μας στοιχειώνουν και τα καλά που έχουμε κάνει. Μπορεί να κολλήσεις στο «εγώ ήμουν εκεί και έκανα αυτό». Ξέχνα το και προχώρα. Χτίσε το επόμενο εσύ, το επόμενο εγώ. Να είσαι παρών. 

Το Hedwig and the Angry Inch θα παίζεται από Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Αλκυονίς. Εισιτήρια: viva.gr
Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά

Share
Published by
Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά