ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μάρω Δούκα: «Γράφω, άρα υπάρχω»

Είναι μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Η Μάρω Δούκα, πολυβραβευμένη και με ξεχωριστή απήχηση στο αναγνωστικό κοινό, έχει τιμηθεί με το Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» για το μυθιστόρημα «Αρχαία σκουριά», με το Β’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα «Πλωτή πόλη» και με το Βραβείο Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα «Αθώοι και φταίχτες». Το 2019 της απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για τη συνολική της προσφορά στα ελληνικά γράμματα.

Εδώ, σε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του μυθιστορήματός της «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα». Μιλάει, μεταξύ άλλων, για τη σχέση της με την αριστερά, τη συμμετοχή της στον αντιδικτατορικό αγώνα, για την Τέχνη της, για τις ιδιαιτερότητές της, για τον βασικό κίνδυνο της λογοτεχνίας, για τη δυσκολία των νέων ανθρώπων να ονειρευτούν και να σχεδιάσουν τη ζωή τους, αλλά και για την εκκωφαντική μοναξιά και ανασφάλεια του ανθρώπου σήμερα.

Κυρία Δούκα, πώς ξεκίνησε για εσάς η λογοτεχνική περιπέτεια; Υπάρχει κάποιο σημείο καμπής στη ζωή σας που σας καθόρισε ως συγγραφέα;  Όπως συμβαίνει, υποθέτω, σε όλους τους ανθρώπους, έρχεται κάποια στιγμή, εκεί προς την εφηβεία, που θέλουμε, έχουμε την ανάγκη να εκφραστούμε, να διατυπώσουμε με λέξεις ή με χρώματα τις βαθύτερες αγωνίες και προσδοκίες μας, να ορίσουμε τη θέση μας στον κόσμο, το βλέμμα μας στην κοινωνία. Καμπή που με καθόρισε ως συγγραφέα, πέρα από τις εφηβικές ανησυχίες, την ιδιοσυγκρασία και την προδιάθεση, θα μπορούσα να θεωρήσω τη σχέση μου με την αριστερά στα χρόνια της επταετούς δικτατορίας. Τα διαβάσματα και ταυτόχρονα η συμμετοχή μου, μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μου, στον αντιδικτατορικό αγώνα, χωρίς να είμαι και καμιά ατρόμητη, πιστεύω ότι με καθόρισαν. Με συνέλαβαν κι εμένα, Αύγουστο του 1967, με ξυλοκόπησαν, με φυλάκισαν, πέρασα από στρατοδικείο, κι όταν «βρέθηκα» επιτέλους έξω με αναστολή, ήξερα ότι για να «σωθώ» θα πρέπει να γίνω συγγραφέας, μόνο έτσι θα έδινα διέξοδο στο διαρκές μουρμουρητό που με καλούσε να «εκφραστώ». Και στάθηκα τυχερή. Καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος του Γιάννη Ρίτσου και του Στρατή Τσίρκα στον μαγικό χώρο των εκδόσεων Κέδρος της Νανάς Καλλιανέση.

Το τελευταίο σας μυθιστόρημα «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα» προέκυψε από την ανάγκη σας να γράψετε κάτι, έπειτα από μία νοσηλεία σας. Τελικά, τι είναι η λογοτεχνία για έναν συγγραφέα; Διέξοδος ή πηγή βασάνων; Μια μορφή απελευθέρωσης από την καθημερινότητα ή υποδούλωση στο ίδιο το έργο; Για μένα πρωτίστως είναι παρηγοριά, τρόπος ζωής, βαθύτερη αιτία της ύπαρξής μου. Κάτι σαν «Γράφω άρα Υπάρχω». Ακόμη και όταν δεν γράφω, παρατηρώ γύρω μου τον κόσμο σαν συγγραφέας. Προσπαθώ να  αφηγηθώ, να φανταστώ τη χαρά ή τη λύπη του άλλου, τη δυστυχία του, να συμπονέσω, να συμπαρασταθώ, να κατανοήσω, αλλά και να κρίνω, να τοποθετήσω και να τοποθετηθώ. Επομένως για μένα το γράψιμο είναι απελευθέρωση για την οποία όμως οφείλω να πληρώσω το τίμημα. Αυτό που για άλλους θα μπορούσε να είναι ίσως υποδούλωση, για μένα είναι αφοσίωση κοπιαστική αλλά και λυτρωτική…

Ποια ακριβώς ήταν η βαθύτερη πρόθεση, η ιδέα πίσω από το «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα» και ποια η φιλοδοξία σας μέσα από αυτό; Από χρόνια σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα, με τα κεκτημένα του σήμερα σε ό,τι αφορά τη σχέση μου με τη γραφή, να ξαναθυμηθώ εκείνα τα χρόνια τα παλιά, των πρώτων μου κειμένων. Το έναυσμα το έδωσε η προτροπή της φίλης μου Αντιγόνης. Πώς θα ήταν λοιπόν αν γύριζα πίσω σ’ εκείνο το διήγημα του 1974 «Κάτι άνθρωποι» σ’ ένα ορεινό χωριό της Κρήτης και να γράψω μια ιστορία που να το αναπλάθει υπερβαίνοντας και διευρύνοντάς το; Και πρέπει να πω ότι δεν τόλμησα να ξαναδιαβάσω αυτό το διήγημα. Ήθελα να περιπλανηθώ από μνήμης στα περασμένα υποτάσσοντάς τα, κατά κάποιο τρόπο, στην επινόηση και στη φαντασία, καλώντας τα να υπηρετήσουν τα βιώματα και τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας σε συνομιλία με το παρόν της ενήλικης πλέον ηρωίδας που ζει και κινείται στην Αθήνα, παρατηρώντας και διερευνώντας το «σύμπαν», από πλατεία σε πλατεία και από παγκάκι σε παγκάκι, σε διαρκές κουβεντολόι με τις προ πολλού πεθαμένες γιαγιάδες της. Συμπλέκοντας τις δυσκολίες του σήμερα με την ανέχεια του χθες ως σοφό διήγημα, ακολουθώντας ένα ξυπόλητο αγόρι με το ποτιστήρι-τρομπέτα του… Γι’ αυτό και το εξώφυλλο εδώ (λεπτομέρεια  από την «παιδική συναυλία» του Γεωργίου Ιακωβίδη) δεν κοσμεί απλώς το βιβλίο αλλά και το σχολιάζει αναδεικνύοντας τη βαθύτερη ουσία του. «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα…» για τους φτωχούς, τους δυστυχισμένους, αλλά και για τους επίμονους, τους αποφασισμένους, τους μαχητές, τους ανυποχώρητους.

Ο βασικός κίνδυνος της λογοτεχνίας είναι να νομίζεις ότι είσαι συγγραφέας και να είσαι απλώς γραφέας. Και απ’ αυτόν τον κίνδυνο, αυτό αυτή την αγωνία, δεν ξεφεύγει κανείς…

Θεωρείτε ότι οι χαρακτήρες ενός μυθιστορήματος είναι, σε τελική ανάλυση, οι πτυχές της προσωπικότητας του συγγραφέα; Πόσο λεπτά είναι τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία για έναν συγγραφέα; Σίγουρα οι χαρακτήρες ενός μυθιστορήματος είναι πλάσματα της φαντασίας του συγγραφέα, μιας φαντασίας που ορίζεται από την ιδιοσυγκρασία του, το βλέμμα, τις εμπειρίες και τα βιώματά του. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι πραγματικότητα και φαντασία γίνονται ένα προκειμένου να δημιουργηθεί μια άλλη «εξωπραγματική» πραγματικότητα που όσο θα τείνει να απομακρυνθεί από τα αρχικά ερεθίσματα, τόσο πιο πειστική, τόσο πιο αληθινή θα είναι.

Εσείς τι επιδιώκετε ως συγγραφέας; Αλλά και ποια είναι η σημασία της μυθοπλασίας ως τέχνη; Το τι ακριβώς επιδιώκω ως συγγραφέας, είναι δύσκολο να το ορίσω, εφόσον όλα αλλάζουν και όλα μένουν ίδια από βιβλίο σε βιβλίο. Ξεκινώ από μια ιδέα, μια σκέψη, μια εικόνα που προορίζονται να αποτελέσουν τη μαγιά και ορίζονται από τη βασική αιτία και τους βαθύτερους λόγους της κάθε ιστορίας, όπως αρχίζει λίγο λίγο να αναζητά την αφήγησή της, όπου μορφή και περιεχόμενο καλούνται να συμβαδίζουν. Και αυτό ακριβώς, η συμπόρευση της μορφής με το περιεχόμενο, καθώς συμπλέκεται το προσωπικό με το συλλογικό, το φανταστικό με το πραγματικό, το επινοημένο με το καθημερινό είναι η μυθοπλασία χωρίς την οποία μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε να υπάρξει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Λένε, συχνά, ότι η μοναδική τροφή για την τέχνη είναι η ίδια η ζωή. Η λογοτεχνία ενέχει κινδύνους; Τι διακινδυνεύετε γράφοντας; Η ζωή είναι τροφή για όλα, για την τέχνη όμως απαιτείται μια ειδική επεξεργασία της ζωής, το άλλο μάτι, το άλλο συναίσθημα, η κριτική, η περιπατητική θεώρηση. Διότι βέβαια άλλο είναι να γράφεις μια ιστορία «από τη ζωή βγαλμένη» κι άλλο να μαστορεύεις τα δεδομένα της ζωής για να τα αναπαραστήσεις με τη φαντασία σου  αλλιώς, να τα ανυψώσεις, να τα διευρύνεις, να τους δώσεις άλλη μορφή, ικανή να συμπεριλάβει παθήματα, ελπίδες και αγωνίες πανανθρώπινες… Ο βασικός κίνδυνος της λογοτεχνίας είναι να νομίζεις ότι είσαι συγγραφέας και να είσαι απλώς γραφέας. Και απ’ αυτόν τον κίνδυνο, αυτό αυτή την αγωνία, δεν ξεφεύγει κανείς… Και για να αστειευτώ και  λίγο, θα έλεγα ότι γράφοντας διακινδυνεύουμε να «καβαλήσουμε το καλάμι» και να αισθανθούμε θεοί, αλλά θεοί δεν είμαστε!

Κατά βάθος υπάρχουν συγγραφικές εμμονές πίσω από το έργο σας; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, γρίφους και αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή, γράφοντας, να επιλύσετε; Χωρίς συγγραφικές εμμονές, χωρίς έμμονες ιδέες, συγγραφέας για μένα δεν μπορεί να εννοηθεί… Πολλές φορές έχω πει ότι εδώ και τόσες δεκαετίες αισθάνομαι ότι γράφω το ίδιο βιβλίο, πάντα αλλιώς, με επίκεντρο τον άνθρωπο απέναντι στο σήμερα κουβαλώντας συνειδητά ή όχι την ιστορία του και την Ιστορία. Και το θέμα είναι αν και πόσο είναι σε θέση να αποτυπώσει με ειλικρίνεια, αυτεπίγνωση και εντιμότητα τις εκπτώσεις του στη διαδρομή από το είναι που δικαιούται στο έχειν που διεκδικεί.

Τι σας αγχώνει περισσότερο στη διαδικασία της συγγραφής ενός βιβλίου; Αλλά και ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία για έναν συγγραφέα; Πάντα ξεκινώ με την έγνοια αν θα καταφέρω να αφεθώ στο κείμενο, να ακούσω τις ανάγκες του, να ευθυγραμμιστώ, αλλά χωρίς να παραιτηθώ από την αρχική μου ιδέα, στα θέλω και τις ανάγκες του. Στην αρχή αισθάνομαι ότι υποδύομαι τους επινοημένους ήρωές μου, ώσπου έρχεται η γλυκιά στιγμή του κειμένου που αναλαμβάνουν αυτοί οι ίδιοι την πλοκή και τη συνέχεια, χωρίς, ωστόσο να αποκόβονται από μένα, τη συγγραφέα τους. Τους ακολουθώ με τρυφερότητα και παράλληλα τους επιβλέπω… εφόσον εγώ θα πρέπει, αν και «καθοδηγούμενη», να τους καθοδηγήσω ως το τέλος.

Έχετε καταλήξει τι ιδιαίτερο έχει εκείνη η μοναδική στιγμή που αποφασίζετε ότι μπορείτε να αρχίσετε τη σύνθεση μιας ιστορίας; Πώς αντιλαμβάνεστε την έμπνευση; Ως σύντομο μούδιασμα στο κεφάλι, σφίξιμο στο στέρνο, ταραχή. Είναι η στιγμή που καταλαβαίνω ότι ήρθε η ώρα μου να σκεφτώ, να φανταστώ, να αρχίσω πάλι να ανεβοκατεβαίνω τη ρηματική μου κλίμακα από το θυμάμαι στο επινοώ και στο αποδέχομαι, και αρχίζω να κρατώ σημειώσεις…

Πείτε μας κάτι για τη δημιουργική διαδικασία πίσω από τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος: Καταστρώνετε την πλοκή σας από την αρχή λεπτομερειακά ή έχετε μία γενική ιδέα και ξεκινάτε να γράφετε αυτοσχεδιάζοντας; Και βέβαια καταστρώνω την πλοκή, το ανέφερα ήδη, κρατώ σημειώσεις, γράφω χρονολόγια των χαρακτήρων, ελέγχω διαρκώς τα πραγματολογικά στοιχεία. Η πιο γλυκιά στιγμή όμως της συγγραφής είναι όταν οι ήρωες αυτονομούνται, όταν η πλοκή λοξοδρομεί, όταν ο συγγραφέας συναντιέται με το αναπάντεχο, το απρόβλεπτο, το εξωπραγματικό που καλείται να το εντάξει στη ροή του κειμένου και να το χρωματίσει με τον ψυχισμό των χαρακτήρων του.

Το κυριότερο όφελός μου [ως συγγραφέας} είναι ότι ποτέ δεν πέφτω από τα σύννεφα…   

Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με τον πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο; «Οι Λεύκες Ασάλευτες». Το κατεξοχήν μοντέρνο βιβλίο μου, αν και με τον μοντερνισμό, έτσι ή αλλιώς, συμβαδίζουν όλα τα βιβλία μου, έστω και αν συνομιλούν ταυτόχρονα και με τον κριτικό ρεαλισμό… Εδώ, στις «Λεύκες Ασάλευτες», το πραγματικό, το φανταστικό και το ονειρικό συνυπάρχουν αυτοτελώς σε μιαν αφήγηση όπου η ηρωίδα φιλόλογος προσπαθεί να ισορροπήσει στον «τρισδιάστατο» κόσμο της … Και το τελευταίο βιβλίο μου, πάντως, «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα» γράφτηκε σαν νεράκι που κυλάει, σαν να το είχα από χρόνια μέσα μου και να έψαχνε διέξοδο για να φανερωθεί…

Αλήθεια, έχετε κάποιο όφελος ως συγγραφέας, σε σχέση με το πώς βλέπετε τα πράγματα στον κόσμο; Σίγουρα έχω κερδίσει σε αυτογνωσία, έχω εξοικειωθεί με τα πάθη και τα παθήματα του ανθρώπου, με τη ροή του ποταμού που καταλήγει πάντα στη θάλασσα και τη ροή της Ιστορίας που θαλασσοδέρνεται. Το κυριότερο όφελός μου, πάντως, είναι ότι ποτέ δεν πέφτω από τα σύννεφα…   

Πώς βλέπετε τα πράγματα στις μέρες μας; Πώς αντιλαμβάνεστε την επόμενη μέρα;  Αυτό που με λυπεί αφάνταστα είναι η δυσκολία των νέων ανθρώπων να ονειρευτούν και να σχεδιάσουν τη ζωή τους. Ακόμη και όταν τα προβλήματά τους δεν είναι οικονομικά, τους αισθάνομαι ανήμπορους να αποφασίσουν για τη δική τους ζωή, μια ζωή, που να μην είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των γονιών τους. Όσο για μένα, στην ηλικία των 75 χρόνων, η κάθε επόμενη μέρα είναι πάντα δώρο ζωής, χωρίς να λείπουν βέβαια οι αγωνίες του γήρατος που έρχεται, της ενδεχόμενης ανέχειας και της αναπόφευκτης ανημπόριας.

Εσάς ποια είναι η αγωνία σας για την ελληνική κοινωνία σήμερα; Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά της σε αυτήν τη συγκυρία; Τι είναι αυτό που σας φοβίζει περισσότερο; Αυτό που με φοβίζει περισσότερο είναι η εκκωφαντική μοναξιά και η ανασφάλεια του ανθρώπου, η αγριάδα της καθημερινότητας, η παραποίηση ή και η έκπτωση, αυτού που λέμε πολιτισμό, ο άκριτος μιμητισμός, η απώλεια του μέτρου, η έλλειψη των ορίων που θα του επέτρεπαν να ζει με γνώμονα τις δυνατότητές του, η εγκατάλειψή του από την πολιτεία, ο βαρύγδουπος παραπλανητικός λόγος του ακόρεστου καπιταλισμού… Και όλα αυτά σε μια συγκυρία αφύπνισης του φασισμού, με τον πόλεμο δίπλα μας, τους ξεριζωμένους, τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, με τη δημοκρατία να παραδέρνει στις διάφορες εκδοχές της και με την αριστερά εδώ και δεκαετίες να σηκώνει ατελέσφορα το βάρος ενός οράματος πολλαπλώς δοκιμαζόμενου.

Το νέο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα, «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Γιώργος Βαϊλάκης

Share
Published by
Γιώργος Βαϊλάκης