ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Κατερίνα Καμπανέλλη: «Ανακάλυψα όσα έζησε στο Μαουτχάουζεν ο πατέρας μου, αφού πέθανε»

«Λατρευτή μου μπουμπούνα μου θυγάτηρ μου Κατερινάκι…». Δεν χρειάζεται, πιστεύω, άλλη απόδειξη για τη φύση και την ποιότητα της σχέσης του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1921-2011), του «πρύτανη» της σύγχρονης εγχώριας δραματουργίας, με την μοναχοκόρη του, την φοβερή Κατερίνα, από την προσφώνηση στην κεφάτη επιστολή που της έστειλε κατά τη διάρκεια ταξιδιού της με τη μητέρα της στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1974. Μια από τις δεκάδες απολαυστικές, αποκαλυπτικές ή… αποδεικτικές σχέσεων μιας ζωής, κρίσεων κι απορρίψεων, που ο επισκέπτης συναντά στο Μουσείο Χατζηκυριάκου Γκίκα, στην Κριεζώτου, νυν βασικό παρακλάδι του Μουσείου Μπενάκη, σε μια έκθεση που ακολουθεί μια προσεγμένη, αλλά πεπερασμένη -ναι, ήθελες κι άλλο!- ανασύνθεση της πραγματικά σύνθετης, σε ένα βαθμό αινιγματικής και αναμφίβολα πάρα πολύ ενδιαφέρουσας πνευματικής προσωπικότητας, του εύρους της (ήταν επίσης δημοσιογράφος, στιχουργός, σεναριογράφος και είχε γίνει και ακαδημαϊκός) και της προσφοράς της, υπό τον τίτλο «Στη χώρα Καμπανέλλη: Νάξος, Μαουτχάουζεν, Αθήνα». Αφορμή, η ανακήρυξη του 2022 από την Πολιτεία σε Έτος Καμπανέλλη.

Η επιστολογραφία είναι το εκθεσιακό highlight, αναμφίβολα. Υπάρχει το ιδιόχειρο γράμμα του Άγγελου Τερζάκη (στις 27 Δεκέμβρη του 1965), η επίσης χειρόγραφη επιστολή του Μίκη, στις 3 Μαρτίου του 1989, όπου ο μεγάλος συνθέτης παραδεχόταν, απευθυνόμενος στον δραματουργό, «Ποτέ άλλοτε δεν σε είδα τόσο συνεπαρμένο, ένθεο θα΄λεγα, νεανικό, όσο στο ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ. Το ίδιο γίνομαι κι εγώ στο ΜΑΚΡΟΝΗΣΙ», το γράμμα του Μάριο Βίττι αλλά και του Μανώλη Αναγνωστάκη για το έργο «Βίβα Ασπασία» (το 1966), όπου σημειώνει ο ποιητής: Έτυχα Κυριακή βράδυ στο θέατρο. Συγκινήθηκα με τη συγκίνηση του κόσμου. Χάρηκα το πλούσιο γέλιο του. Καμάρωσα τις τέλειες αντιδράσεις στα σπαρταριστά υπονοούμενά σου, στους διαφανείς και τολμηρούς αναχρονισμούς σου (…). (Πρόσεξε τώρα μεταξύ μας: μην παρασυρθείς, πικραμένος και αγανακτισμένος από την αήθη μεταχείριση που σου έγινε (σ.σ.: κριτικών σε εφημερίδες) και φτάσεις στο άλλο άκρο και υποστηρίξεις δηλαδή πως το Βίβα Ασπασία είναι αριστούργημα. Δεν είναι).

Η έκθεση φιλοξενεί και την «άλλη» όψη του νομίσματος -το αντίθετο θα αποτελούσε παράλειψη: την αυθεντική επιστολή του Θεοτοκά, γενικού Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, μέσω της οποίας πληροφορεί, με ξύλινη, αυστηρή γλώσσα δημόσιου εγγράφου εποχής, τον Καμπανέλλη ότι η Καλλιτεχνική Επιτροπή της πρώτης κρατικής σκηνής της χώρας απορρίπτει το έργο του «Απολεσθείσα Ιθάκη», που μετονομάστηκε και καθιερώθηκε ως «Οδυσσέα Γύρισε Σπίτι», με «την σύσταση όπως το επεξεργαστεί εξ νέου το έργο». Γράφτηκε στις 2 Απριλίου του 1952 και προκάλεσε σοκ στον παραλήπτη της. Τέσσερα χρόνια μετά, στάλθηκε και η δεύτερη απορριπτική επιστολή από το Εθνικό, με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 1956, από τον τότε διευθυντή Αιμίλιο Χουρμούζιο, για το έργο «Ο Κολοσσός της Ρόδου ή ουδετερότης» (μετέπειτα τίτλος «Ο Μπαμπάς ο πόλεμος»).

Η αποκάλυψη, παρόλα αυτά, είναι η επιστολή του Τάκη Χορν. Μέσω της οποίας ζητά από τον Καμπανέλλη να του παραχωρήσει να ανεβάσει μαζί με την Έλλη Λαμπέτη το έργο του «Νύχτες χωρίς όνειρο», τη σεζόν 1957-1958. Κανένας ωστόσο, ούτε καν η θυγατέρα του Καμπανέλλη, δεν γνωρίζει πού βρίσκεται το θεατρικό αυτό.

Μια από τις προθήκες της έκθεσης «Στη χώρα Καμπανέλλη: Νάξος, Αθήνα, Μαουτχάουζεν»

Η έκθεση, μια μόνο ψηφίδα από τις τιμητικές εκδηλώσεις που θα διατρέξουν το έτος Καμπανέλλη, περιλαμβάνει και προσωπικά αντικείμενα – σήμα κατατεθέν του δραματουργού και ακαδημαϊκού. Τα χαρακτηριστικά γυαλιά του, το δαχτυλίδι που δεν αποχωρίστηκε ποτέ, δίπλα στο χειρόγραφο από το έργο του «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» (1954), που βεβαίως διασκεύασε ως «Στέλλα» για το ομώνυμο κλασικό πλέον φιλμ του Κακογιάννη με τη Μελίνα. Και πάλι, ο κόσμος του, το σύμπαν του δεν ανασυντίθεται πλήρως. Κάτι λείπει…

Μια ζωή και δη μια τέτοια ζωή, δεν χωρά σε μια έκθεση, ομολογουμένως. Παρόλα αυτά, ο επισκέπτης της έκθεσης, πιστεύετε, κυρία Καμπανέλλη, θα ανακαλύψει σ’ αυτήν πράγματα για τον πατέρα σας που δεν γνώριζε; Θα μπορέσει επίσης να καταλάβει τι άνθρωπος ήταν;  Πιστεύω, θα καταλάβει. Όπως και τις σχέσεις που είχε με άλλους ανθρώπους. Είναι ένα μουσείο προσωπικοτήτων η Πινακοθήκη Γκίκα και έχουμε βάλει διάφορα στοιχεία που τον συνέδεαν με αυτές τις προσωπικότητες, είτε θετικά, είτε αρνητικά. Ο επισκέπτης θα αντιληφθεί τις σχέσεις που είχε λοιπόν με άλλους ανθρώπους.

Είναι δυσανάλογα μικρό το μέρος που είναι αφιερωμένο στη θεατρική του διαδρομή, όμως.  Γιατί δεν χωρούσε ολόκληρη. Ενδεικτικά μόνο. Όπως ενδεικτικά είναι και τα βιβλία του και όλα σε αυτή την έκθεση γιατί ο χώρος είναι μικρός.

Το πολύ ενδιαφέρον παρόλα αυτά είναι ότι ανακαλύπτουμε τη σχέση του με ανθρώπους που δεν το φανταζόμασταν καν. Καταρχάς, με τον Σπύρο Βασιλείου. Δεν ήταν γνωστό ότι είχε συνεργαστεί ο πατέρας σας, για παράδειγμα, με το θίασο της Έλσας Βεργή.  Είχανε συνεργαστεί το 1957, αν θυμάμαι καλά, στο έργο ο «Γορίλας και η Ορτανσία», που είχε ανέβει ως μονόπρακτο, στο θέατρο Βεργή. Ο Βασιλείου είχε κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια. Η άλλη έκπληξη είναι βεβαίως οι τρεις επιστολές που είχε λάβει από το Εθνικό Θέατρο, τη δεκαετία του ’50.

Ίσως τα σοβαρότερα ντοκουμέντα της έκθεσης. Διότι βλέπουμε μπροστά μας το σερί της απόρριψης του έργου που μεταγενέστερα τον έκανε και Ακαδημαϊκό!  Τον απέρριπταν από το Εθνικό Θεάτρο ως «ακατάλληλο για διδασκαλία στον Οργανισμόν μας». Δυο απορριπτικές επιστολές είναι από τον Γεώργιο Θεοτοκά και μια από τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, που ήταν τότε διευθυντές του Εθνικού.

Ποια έργα απορρίφθηκαν;  Ο «Κρυφός ήλιος», η «Απωλεσθείσα Ιθάκη» (πρώτος τίτλος για το «Οδυσσέα, γύρισε σπίτι») και «Δημήτριος ο Πολιορκητής ή η Ουδετερότης» (πρώτος τίτλος του “Ο μπαμπάς ο πόλεμος”).

Ο μπαμπάς μου ήταν ένας τύπος που δεν το έβαζε κάτω- Το Μαουτχάουζεν τον έκανε ατσαλέντερο.

Εμείς σήμερα γελάμε, αλλά θα πρέπει να ήταν σοκ για τον πατέρας σας. Ισχύει;  Ήταν σοκ. Πρέπει να είχε όντως πικραθεί. Αλλά ο μπαμπάς μου ήταν ένας τύπος που δεν το έβαζε κάτω. Δεν απογοητευόταν. Με το που λάμβανε τις επιστολές έλεγε «όχι», εγώ θα συνεχίσω. Υπήρχε μεγάλη δύναμη μέσα του και συνέχιζε. Τα κατάφερε στο τέλος. Η μεγάλη του ικανοποίηση ήταν το ‘59 που επιτέλους εκπόρθισε τις θύρες του Εθνικού Θεάτρου με το έργο η «Εβδομη Μέρα της Δημιουργίας».

Το ότι ήταν άνθρωπος που δεν το έβαζε κάτω το αποδεικνύει και η εμπειρία του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ποια άλλα στοιχεία της προσωπικότητάς του υπερίσχυαν πραγματικά;  Καταρχάς, ήταν ένας πολύ ήρεμος άνθρωπος. Πολύ ήρεμος και στωϊκός. Κατάλαβα αργότερα γιατί ήταν έτσι και δεν απογοητευόταν ποτέ και ήταν τόσο πεισματάρης, σε εισαγωγικά. Είχε ζήσει την εμπειρία του Μαουτχάουζεν. Κατάφερε να επιζήσει από αυτή την κόλαση. Το Μαουτχάουζεν δεν τον έκανε χαλκέντερο, τον έκανε ατσάλινο, ατσαλέντερο. Δεν ξέρω πώς να στο πω. Σαν να φορούσε πάνω του μια πανοπλία, πάνω στην οποία αντανακλώνταν όλα τα αρνητικά του χώρου του, που πάντα είχε αρνητικά, αλλά ποτέ δεν τον πτοήσανε. Γιατί δεν του χαρίστηκε τίποτα.

Είχε κι έναν ουμανισμό. Έμεινε τελευταίος στο Μαουτχάουζεν, προκειμένου να φροντίσει, να διευθετήσει την αποχώρηση των υπολοίπων συγκρατουμένων του προηγουμένως, παρότι νέος άνθρωπος, που θα ανέμενε κανείς πως θα την κοπανούσε από τους πρώτους, τρέχοντας μακριά απ’ το κολαστήριο!  Ήθελε να τους φροντίσει όλους, να γυρίσουν στην πατρίδα τους ασφαλείς και όντως έφυγε τελευταίος. Αισθανόταν ότι κάθε μέρα οι άνθρωποι αυτοί εκεί μέσα είχαν μια κοινή μοίρα. Όπως έχει πει,” με μια καμπάνα ξυπνάγαμε όλοι, με μια καμπάνα παρατασσόμασταν στην αυλή, με μια καμπάνα πηγαίναμε στη δουλειά, με μια καμπάνα γυρνάγαμε, με μια καμπάνα τρώγαμε το λιγοστό φαγάκι, αυτό που τους δίνανε, και με μια καμπάνα κοιμόμασταν”. Όλοι μαζί. Αυτή η κοινή μοίρα τον επηρέασε πολύ βαθιά. Και για αυτό τα έργα του είναι πολυπρόσωπα και για αυτό γράφει για ζητήματα που αφορούν όλο τον κόσμο. Δεν γράφει για προσωπικά προβλήματα. Γράφει για προβλήματα της κοινωνίας και της ανθρωπότητας.

Για το Μαουτχάουζεν, τις περιπέτειες που έζησε εκεί, σας μίλαγε στο σπίτι;  Ποτέ! Εμένα δεν μου μίλαγε ποτέ για όλα αυτά που έζησε. Τα ανακάλυψα σχεδόν όλα αφού πέθανε.

«Στη χώρα Καμπανέλλη: Νάξος, Αθήνα, Μαουτχάουζεν», στο Μουσείο Μπενάκη – Πινακοθήκη Γκίκα

Όπως είπατε, δεν του χαρίστηκε τίποτα. Πάλεψε, ακόμη και για να τον ανεβάσουν εντέλει στο Εθνικό.  Ναι, αλλά ήταν από μια άποψη τυχερός, γιατί βρέθηκε πρώτος ο Αδαμάντιος Λαιμός στο δρόμο του, μεγάλη μορφή, ο οποίος τον εμπιστεύτηκε κι έκανε το πρώτο ανέβασμα έργου του. Τον «Χορό πάνω στα στάχυα». Και βέβαια είχε την πολύ μεγάλη τύχη να συναντήσει κατόπιν και τον Κουν.

Από τις προσωπικότητες με τις οποίες έχει επίσης διάλογο για χρόνια, και συνδέθηκε ιδιαίτερα, πέρα από τον Κουν, ήταν όντως η Μελίνα;  Η Μελίνα τον πίστεψε. ‘Εγραψε κι ένα έργο επάνω της. Τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Από όταν άρχισα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου, θυμάμαι ότι υπήρχε αυτή η πολύ στενή σχέση με τη Μελίνα και με τον Ζυλ Ντασέν. Ήταν πολύ φίλοι, έχουμε πάει σπίτι τους, έχουμε φάει, έχουμε γλεντήσει. Πρωτοχρονιές, γιορτές, πέρα από τον Κάρολο Κουν, δεν το συζητάω, και τον Μίκη Θεοδωράκη, που ήταν πολύ φίλοι, κι αυτό πέρα από τις συνεργασίες τους.

Στην έκθεση υπάρχει και μια αποκάλυψη. Οι «Νύχτες δίχως όνειρα». Είναι το έργο του Καμπανέλλη που ζητάει με επιστολή ο Χορν να το ανεβάσουν με την Λαμπέτη. Πού βρίσκεται αυτό το έργο; Γιατί δεν έχει ανεβεί ποτέ;  Είναι ένα έργο που αγνοείται! Δεν ήξερα ούτε εγώ την ύπαρξή του. Κι όταν ανακάλυψα την επιστολή, εξεπλάγην. Αναρωτήθηκα πού είναι αυτό το έργο; Εκτός κι αν είναι από τα γνωστά αλλά με πρώιμο τίτλο. Δεν μπορώ όμως να φανταστώ ποιο μπορεί να είναι.

Υπάρχει περίπτωση κι άλλα θεατρικά του να έχουν χαθεί;  Μα το «Η Γειτονιά των Αγγέλων» ήταν επίσης χαμένο έργο.

Και πώς το βρήκατε; Στη Βιβλιοθήκη Βουδούρη, στο αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη. Γι’ αυτό σκέφτηκα μήπως στο αρχείο του Χορν υπάρχει και το «Νύχτες δίχως όνειρα».

Δεν ήταν εριστικός, νευρικός, ήταν ένας άνθρωπος ήπιος. Κάτι που είχα διαπιστώσει κι εγώ όσες φορές τον συνάντησα και συνομιλήσαμε. Παρόλα αυτά ο πατέρας σας, κυρία Καμπανέλλη, είχε παραιτηθεί από πόστα με μάλλον ηχηρό τρόπο. Πώς έφτασε μέχρι αυτού του σημείου;  Ναι, έκανε τέτοιες κινήσεις. Δυο φορές είχε παραιτηθεί.

Τη μια από το Εθνικό Θέατρο. Τι ακριβώς είχε συμβεί τότε;  Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω ακριβώς τι είχε διαμειφθεί μεταξύ του ίδιου και του Νίκου Κούρκουλου. Είχε παραιτηθεί όμως από το ΔΣ, για να διαμαρτυρηθεί επειδή το Εθνικό Θέατρο απαξίωνε το ελληνικό έργο. Κι ανέβαζε μόνο ξένα. Όταν έκανε την εισήγησή του στο ΔΣ ζήτησε να παίζονται και ελληνικά έργα. Ο Κούρκουλος του απάντησε «δεν έχεις δίκιο, δεν γίνονται αυτά». Ο μπαμπάς μου τότε, φαίνεται, εξοργίστηκε, αν θυμάμαι καλά, και σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν ξέρω τι ακριβώς έκανε εκείνη την ημέρα. Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι; Φώναξε; Εντάξει. Δεν ήταν κι ένας άνθρωπος νιρβάνα τελείως. Όταν θύμωνε, θύμωνε. Αλλά πολύ σπάνια. Η δεύτερη φορά που παραιτήθηκε ήταν το ‘89 από την ΕΡΤ. Όχι απ΄τη διεύθυνση ραδιοφωνίας όμως. Από το ΔΣ.

Ο Ανδρέας τον λάτρευε αλλά παραιτήθηκε επειδή η ΕΡΤ παραείχε γίνει ΠΑΣΟΚ

Τι είχε συμβεί;  Παραείχε γίνει ΠΑΣΟΚ, παραείχε γίνει κομματικό το κανάλι, οπότε δεν το δέχτηκε αυτό και παραιτήθηκε.

Αυτό συνέβη παρότι είχε καλή σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου;  Ο Ανδρέας τον λάτρευε. Γενικά, αγαπιόντουσαν πάρα πολύ οι δυο τους. Ήταν πολύ φίλοι από πολύ παλιά. Για αυτό τον εμπιστεύτηκε τόσο πολύ στην αρχή. Και το ’81 ο πατέρας μου ήθελε πάρα πολύ να βγει ο Ανδρέας. Αλλά μετά, όπως ο περισσότερος κόσμος, απογοητεύτηκε κι αυτός. Γιατί είδε τι συνέβαινε. Και παραιτήθηκε το ‘89 απ΄την ΕΡΤ. Επίσης, κάτι που θυμάμαι είναι να συναντιόμαστε και με την οικογένεια Παπανδρέου. Με τη Μαργαρίτα, τον Γιωργάκη, τον Νίκο, τη Σοφία. Ο Αντρίκος ήτανε  μικρός, όπως κι εγώ. Είχαμε βρεθεί και στο σπίτι της Μελίνας. Θυμάμαι τον Αντρέα εκεί να χορεύει ζεϊμπέκικο.

Το χόρευε όντως τόσο καλά όσο λένε;  Ήταν πραγματικά πάρα πολύ καλός!

Ποια ήταν η ιδεολογία του πατέρα σας;  Πολιτικά;

Ναι. Και σε τι πίστευε; Ποια ήταν η σχέση του με το Θείο;  Σε σχέση με τα πολιτικά ο μπαμπάς μου ανήκε στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς. Ήταν εννοείται άκρως δημοκρατικός άνθρωπος, μισούσε οτιδήποτε φασιστικό, ναζιστικό κ.λ.π. Και το βροντοφώναζε σε κάθε ευκαιρία. Αλλά δεν ήθελε ποτέ να ανήκει σε ένα κόμμα.

Και δεν ανήκε ποτέ;  Όχι.

Του είχαν κάνει  πρόταση κόμματα να κατεβεί υποψήφιός τους, πάντως.  Βέβαια. Και το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ Εσωτερικού. Αλλά δεν ήθελε να κομματικοποιηθεί με τίποτα. Και πολύ καλά έκανε. Η σχέση του τώρα με το Θείο είναι πάρα πολύ παράξενη. Ο πατέρας μου αισθανόταν δέος απέναντι στα Θεία. Όμως, επειδή είχε ψυχικά τραύματα, να το πω έτσι, από τα παιδικά του χρόνια -δεν ξέρω- με τις εκκλησίες, δεν πατούσε στις εκκλησίες.  Άντε να πήγαινε καμία Ανάσταση. Και πάλι. Απέξω καθόταν.

Τι τραύματα είχε;  Όταν ήταν μικρός οι εκκλησίες στη Νάξο ήταν υποφωτισμένες, υπό το φως καντηλιών. Κι επειδή η φαντασία του πατέρα μου οργίαζε, κοιτάζοντας μέσα από τα τζάμια, δεν ξέρω τι μπορεί να έβλεπε! Ζωντανεύαν οι ‘Αγιοι; Τελοσπάντων, φοβόταν πολύ. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά σε ένα χωριό στη Νάξο, ένα βραδάκι που είχαμε πάει, κι εγώ, που είχα πάλι μανία να πηγαίνω στις εκκλησίες, κι ήθελα να μπω σε μία, αλλά ήταν κλειστή και κοίταζα απέξω απ’ το τζάμι και του είπα «Μπαμπά, μπαμπά, έλα να δεις πόσο ωραία είναι!», μου απάντησε «Απαπαπα, δεν πλησιάζω καν». Αλλά αισθανόταν δέος απέναντι στα Θεία.

Η Νάξος παρέμεινε ισοβίως μεγάλη αγάπη του;  Ήταν από τα παιδικά του χρόνια, τα οποία συνέχισαν αναλλοίωτα να επιζούν μέσα του μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν τα ξέχασε ποτέ. Δεν γύρισε ποτέ την πλάτη στον τόπο. Κάθε χρόνο που πηγαίναμε και κάναμε βόλτες, πάντα μου αφηγούνταν ιστορίες. Εδώ αυτό, εκεί το άλλο. Και η Νάξος τον καθόρισε πολύ μαζί με το Μαουτχάουζεν. Για αυτό και η έκθεση λέγεται: Νάξος, Μαουτχάουζεν, Αθήνα. Στην Αθήνα έζησε σχεδόν όλη τη ζωή του. Η Νάξος και το Μαουτχάουζεν όμως είναι δυο τόποι που τον καθόρισαν ως προσωπικότητα κι ως συγγραφέα. ‘Εγραψε κι ένα ολόκληρο έργο αφιερωμένο στην παιδική του ηλικία, το «Μια συνάντηση κάπου αλλού», που έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το αγόρι που ονειρεύεται στις πρώτες σκηνές, είναι ο πατέρας μου.

Από τα προσωπικά του αντικείμενα προκύπτει ένας… φετιχισμός. Ήθελε να γράφει με την πένα Parker και φορούσε μέχρι τέλους το δαχτυλίδι με τη Σφήκα της Νάξου.  Ναι. Μάλιστα έφτιαξε δυο τέτοια δαχτυλίδια, ένα πιο φαρδύ και ένα πιο στενό, γιατί προς το τέλος της ζωής του είχε αδυνατήσει πολύ και παρήγγειλε ένα δεύτερο για να μπορεί να το φοράει.

«Στη χώρα Καμπανέλλη: Νάξος, Αθήνα, Μαουτχάουζεν», στο Μουσείο Μπενάκη – Πινακοθήκη Γκίκα

Τα βιβλία ήταν πανάκριβα και δυσεύρετα όταν ήταν μικρός. Όποτε τα έβρισκε, τα ξεκοκκάλιζε. Ποιοι συγγραφείς τον καθόρισαν κι ως άνθρωπο κι ως συγγραφέα;  Το πρώτο βιβλίο που διάβασε ήταν το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα.

Το οποίο του το είχε αφήσει ένα πλουσιόπαιδο στη Νάξο;  Ναι, είχε πάει διακοπές στο νησί. Επίσης, διάβαζε την Διάπλαση των Παίδων. Αλλά το «Παραμύθι» των καθόρισε. Εξ ου και έγραψε ένα ολόκληρο έργο βασισμένο σε αυτό. Από εκεί και πέρα, όταν ήρθε στην Αθήνα, γιατί στη Νάξο δεν μπορούσε να βρει βιβλία, από 12-13 ετών και μετά, πήγαινε στους βιβλιοπώλες στο κέντρο της Αθήνας και νοίκιαζε βιβλία. Είχε διαβάσει όλη την παγκόσμια λογοτεχνία κι όλη την ελληνική. Δεν μπορώ να πω ότι τον σημάδεψε κάποιος άλλος πέρα από την Πηνελόπη Δέλτα αρχικά. Από το θέατρο σίγουρα τον σημάδεψε ο Ίψεν, που τον είχε ονομάσει τον δάσκαλό του. Και ο Τσέχωφ.

Πώς έγραφε; Κλεινόταν στο γραφείο του ή ζούσε τη ζωή του και παραλλήλως έγραφε; Πώς ήταν η διαδικασία; Εύκολη, δύσκολη;  Καταρχάς, το γραφείο του δεν ήταν κλειστός χώρος. ‘Ηταν ανοικτός. Γιατί όταν πήρε το τελευταίο σπίτι που ζήσαμε από το ’72 και μετά, στην πλατεία Αμερικής, το γραφείο και το σαλόνι, όπως θυμάσαι, γιατί έχεις έρθει, ήταν ενιαίος χώρος, δεν είχε πόρτες. Που σημαίνει ότι δεν ήθελε να είναι αποκομμένος. Ήθελε να μας ακούει να υπάρχουμε. Φυσικά εμείς δεν τον ενοχλούσαμε όταν έγραφε γιατί ήταν απόλυτα απορροφημένος στο γραπτό του.

Για ώρες;  Για ώρες. Για όσο διαρκούσε η έμπνευσή του. Γιατί η έμπνευση ερχόταν και παρερχόταν. Όμως, αν υπήρχε κάποιο ζήτημα που έπρεπε να τον απασχολήσουμε, πήγαινα εγώ διστακτικά και του έλεγα «Μπαμπά!». Και τον άκουγα να λέει στα γραπτά του: «Λοιπόν, καθίστε φρόνιμα, έρχομαι σε λίγο». Οπότε διέκοπτε κι ερχόταν μέσα.

Ως πατέρας πώς ήταν;  Ήταν πάρα πολύ τρυφερός, πολύ υπομονετικός. Μου είχε μεγάλη αδυναμία. Τόσο μεγάλη που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο! Κι εγώ του είχα τεράστια αδυναμία. Γενικά περνάγαμε πάρα πολύ ωραία μαζί. Σαν φίλοι. Κάναμε ταξίδια, εκδρομές. Δεν ήθελε να με στενοχωρεί. Κάποια φορά που πήγε στο σχολείο και μια φιλόλογος άρχισε να του λέει «Διαβάζει, γράφει, κάνει τις εργασίες της», της απάντησε: «Κυρία τάδε μου, αυτό εμένα δεν με ενδιαφέρει. Το παιδί μου είναι ευτυχισμένο; Αυτό με ενδιαφέρει». Αυτό είναι πολύ ενδεικτικό του τι ένιωθε για μένα.

Αυτό που θυμάμαι, ακολουθώντας τον σε πρεμιέρες έργων του και σε τιμητικά αφιερώματα σε όλη την Ελλάδα, είναι ότι υπήρξε πολύ ερωτευμένος με τη μητέρα σας.  Πολύ! Πάρα πολύ!

Ήταν σαν να είχαν βρει τον τρόπο να ανατροφοδοτείται και να ξαναγεννιέται ο έρωτάς τους.  Υπήρχε τεράστια αγάπη μεταξύ τους. Και βέβαια αυτό που πολλές φορές εκλείπει από τα σημερινά ζευγάρια: ο σεβασμός. Σεβόταν ο ένας τον άλλον. Η μητέρα μου τον φρόντιζε πάρα πολύ. Ήταν κολώνα. Χωρίς τη μάνα μου δεν νομίζω να μπορούσε να είχε κάνει τέτοια καριέρα. Κι ο πατέρας μου προς τη μητέρα μου είχε τεράστιο σεβασμό και αναγνώριση για όλα αυτά που πρόσφερε και σε εμένα και σε εκείνον, παρόλο που ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες. Ήταν και η μαμά μου πολύ δυναμική, είχε άποψη. Αλλά τη σεβόταν και τη λάτρευε.

   Σε πλήρη εγκατάλειψη το μουσείο στη Νάξο. Στη μούχλα τα εκθέματα.

Όταν δημιουργήθηκε το Μουσείο Καμπανέλλη στη Νάξο, όλοι είπαμε «επιτέλους!». Πρόσφατα προβήκατε στην καταγγελία ότι έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του και ρημάζουν τα εκθέματα. Τι συμβαίνει;  Αυτό το Μουσείο με έχει στενοχωρήσει πάρα πολύ.

Τι έχει συμβεί, κυρία Καμπανέλλη; Υπό ποιο καθεστώς τελεί; Είναι δημοτικό;  Είναι του Δήμου Νάξου και Μικρών Κυκλάδων. Από την αρχή.

Το προικίσατε εσείς με τα εκθέματα;  Έδωσα πολλά προσωπικά του αντικείμενα. Ταυτότητες, διαβατήρια, χειρόγραφα. Δεν πήγα χαρτιά πολλά εκτεθειμένα. Έχω πάει φωτοτυπίες.

Για ποιο λόγο;  Αυτό το μουσείο βρίσκεται πάνω στη θάλασσα και έχει πάρα πολύ υγρασία. Δυο φορές το έχω επισκεφτεί, Φεβρουάριο και Μάρτιο μήνα. Κι είχα βρει εκθέματα με μούχλα.

Διαμαρτυρηθήκατε;  Φυσικά. Και τότε και τώρα διαμαρτυρήθηκα πάρα πολύ έντονα, μέχρι που σχεδόν απείλησα ότι θα τα πάρω τα εκθέματα και θα τα φέρω στην Αθήνα, γιατί δεν γίνεται να ρημάζουν έτσι. Μα δεν υπήρχε καν σύστημα αφύγρανσης. Δεν έχουν φροντίσει τίποτα από όλα αυτά. Τώρα επειδή είναι το Έτος Καμπανέλλη και υπάρχει και το υπουργείο από πίσω, λίγο ξυπνήσαν. Έχουν δυο κλιματιστικά μεγάλα, πύργους εντός του μουσείου. Και είπαν θα τα φτιάξουν. Γιατί ήταν χαλασμένα από το 2016, χρονιά που άνοιξε το Μουσείο!

Δηλαδή, ξεκίνησε η λειτουργία του με χαλασμένα κλιματιστικά;  Ξεκίνησε με χαλασμένα. Θα έκαναν κι αφύγρανση λειτουργώντας. Μετά πήρε ο Δήμος τρεις αφυγραντήρες τόσους δα, σαλονιού-δωματίου. Τι να κάνουν σε ένα τόσο μεγάλο χώρο. Η αφύγρανση ήταν ανεπαρκής, όπως είναι ανεπαρκής γενικά η φροντίδα του μουσείου. Εγώ που πήγα τον Φεβρουάριο, το βρήκα μέσα στη βρώμα την απίστευτη, μέσα κι έξω. Σε πλήρη εγκατάλειψη. Κι ενώ θα ανακινηθεί το θέμα λόγω του Έτους Καμπανέλλη φέτος, φοβάμαι τι θα συμβεί πάλι του χρόνου… 

Θα δούμε έργα του που δεν ανέβηκαν μέχρι σήμερα να παρουσιάζονται στη σκηνή, με την ευκαιρία του Έτους Καμπανέλλη;  Προς το παρόν, όχι. Δεν θα δούμε κάποιο άγνωστο έργο. Όμως , τον Σεπτέμβριο, κατά τη διάρκεια του Θεατρικού Αναλογίου της Σίσσυς Παπαθανασίου, θα διαβαστούν σε θεατροποιημένα αναλόγια, άγνωστα έργα του.

Ποια έργα;  «Η Αυτοκτονία» είναι ένα από αυτά.

Για το Έτος Καμπανέλλη, πέρα από την έκθεση στο Μουσείο του Χατζηκυριάκου Γκίκα, τι άλλο έχει προβλεφθεί;  Περιμένουμε, καταρχάς, έναν πολύ μεγάλο τόμο τεκμηρίωσης, που θα εκδοθεί, και δεν έχει γίνει άλλος τέτοιος μέχρι στιγμής, και για τη ζωή και για το έργο του. Θεατρικό, κινηματογραφικό, δοκίμια, τα πάντα. Τρομερή δουλειά, σε επιμέλεια Σίσσυς Παπαθανασίου. Βοήθησα με το υλικό που τους έδωσα. Έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι, στο Φεστιβάλ Βιβλίου, στις 22 Απριλίου, αφιερωμένη και στον πατέρα μου και στο Μαουτχάουζεν, ενώ γαλλικός εκδοτικός οίκος πρόκειται να εκδώσει τρία έργα του πατέρα μου στα γαλλικά, μεταξύ αυτών, η «Αυλή των Θαυμάτων» και το «Δείπνο». Θα πραγματοποιηθεί ακόμα μια εκδήλωση τον Ιούλιο στη Νίκαια κι ένα συνέδριο σε  διοργάνωση της Γκόντα Βαν Στιν, στο Κings College. Θα ανέβει επίσης το «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» στο Εθνικό Θέατρο, σε συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα. Το είχε δουλέψει πριν από ενάμισι χρόνο, εν μέσω πανδημίας και lockdown, δεν μπόρεσε να ανέβει κι έκανε μια και μοναδική διαδικτυακή μετάδοση και είπαμε είναι κρίμα. Βρήκε τρόπο όμως και θα ανεβεί, σε σύμπραξη Εθνικού και Θεάτρου Τέχνης.

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας δεν θα κάνει κάτι;  Δεν με έχει πλησιάσει, όπως και κανένα ΔΗΠΕΘΕ, εκτός από της Πάτρας, που κήρυξε το 2022 ‘Ετος Καμπανέλλη στην Πάτρα κι ανεβάζει συνέχεια έργα του.

Πώς θα έβλεπε, πιστεύετε, την κατάσταση στη χώρα και στον κόσμο σήμερα;  Εγώ λέω ευτυχώς που δεν ζει. Ο μπαμπάς μου πέρασε σχεδόν έναν αιώνα της ιστορίας της Ελλάδας, με δύσκολες καταστάσεις και γεγονότα. Πέρασε έναν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέρασε πείνα. Πέρασε κακουχίες. Στρατόπεδο Συγκέντρωσης. Αλλά είναι σίγουρο ότι θα είχε φρικάρει σήμερα. Και παρότι φρίκαρε με όλους τους πολέμους, ειδικά με αυτόν τώρα, γιατί είναι τελείως δίπλα μας και τελείως άδικος, θα είχε τρελαθεί. Γενικά, με όλα. Και με την πανδημία και με την κατάσταση στην Ελλάδα. Σίγουρα θα είχε γίνει έξαλλος.

Πώς θα αντιδρούσε, πιστεύετε, με το πογκρόμ κατά της ρωσικής λογοτεχνίας, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία;  Αυτό είναι μια γραμμή διεθνής. Αλλά πιστεύω θα είχε εξοργιστεί. Γιατί ο μπαμπάς μου γενικά ήταν ένας πολύ δίκαιος άνθρωπος και έτερον- εκάτερον. Δεν μπορείς λόγω του πολέμου να διαγράψεις έναν πολιτισμό. Οι Ρώσοι έχουν τεράστιο πολιτισμό από όλες τις απόψεις. Είτε είναι μουσική, είτε είναι λογοτεχνία, είτε  είναι θέατρο, είτε είναι ζωγραφική. Κι ήταν πολύ πρωτοπόροι για την εποχή τους. Δεν θα το αποδεχόταν αυτό που συμβαίνει.

Τι θα θυμάστε από εκείνον πάντοτε;  Την τρυφερότητα. Ήταν πολύ τρυφερός άνθρωπος. Το χέρι του. Το χέρι του δεν θα το ξεχάσω ποτέ!

#Η έκθεση «Στη χώρα Καμπανέλλη: Νάξος, Αθήνα, Μαουτχάουζεν», στο Μουσείο Μπενάκη-Πινακοθήκη Γκίκα, θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Ιουλίου 2022.Εντάσσεται στον προγραμματισμό εκδηλώσεων του Λογοτεχνικού Ετους Ιάκωβου Καμπανέλλη, όπως έχει ανακηρύξει το 2022 το ΥΠΠΟΑ. Την επιμέλειά της έκαναν η Κατερίνα Καμπανέλλη και η Σίσσυ Παπαθανασίου, ενώ τον σχεδιασμό της ανέλαβε ο Παύλος Θανόπουλος.

#Τριήμερο κινηματογραφικό αφιέρωμα στον Καμπανέλλη θα πραγματοποιηθεί 2-4 Ιουνίου, στον θερινό Κινηματογράφο Cine Naxos στη Νάξο. Θα παρουσιαστεί το βιβλίο «Ο Ι. Καμπανέλλης και ο κινηματογράφος» του Γιάννη Σολδάτου. Θα προβληθούν ντοκιμαντέρ ( “Η Νάξος του Ι. Καμπανέλλη” κ.ά.) και ταινίες («Το Αμαξάκι», «Σκιές στην Άμμο» κ.ά.). Θα ακολουθήσουν συναυλία της Μ. Φαραντούρη, Καμπανέλλειος μαραθώνιος κ.ά.

#Στις 7/ 7 θα προβληθεί η ταινία “Το κανόνι και τ’ αηδόνι” και θα ακολουθήσει συζήτηση στη Villa Kerylos, στη Νίκαια της Γαλλίας.

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη

Share
Published by
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη