ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Γιώργος Τσεμπερόπουλος: «Απορώ πώς είναι δυνατόν να αγνοείται στην Ελλάδα τόσο προσβλητικά ο Πολιτισμός»

Όταν μιλάει, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος είναι χείμαρρος. Ο λόγος του αστείρευτος, το πάθος του για τον ελληνικό κινηματογράφο ατέλειωτο, η επιμονή του να βρει λύσεις στα προβλήματα διαρκής, η ακρίβεια στα επιχειρήματα που καταθέτει, εντυπωσιακή. Παρών σε οποιαδήποτε φάση πέρασε ή περνάει η εγχώρια κινηματογραφία, στις γιορτές και στις έγνοιες της, στις συννεφιές και στις λιακάδες της, στο παρελθόν και στην εξέλιξή της. Καθοριστική η παρουσία και η δράση του στους «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη», το επαναστατικό κίνημα των ανθρώπων του σινεμά που απηυδισμένοι από την αγνόηση της Πολιτείας, το 2009 πήραν τα πράγματα στα χέρια τους και ταρακούνησαν το σύστημα, κερδίζοντας κάποιες μάχες – όχι όμως τον πόλεμο. Το κίνημα γέννησε την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου (ΕΑΚ), κάτω από την ομπρέλα της οποίας μπήκαν όλοι, αφήνοντας στο πλάι τις διαφορές τους για να συνεχίσουν τους αγώνες.

Ζωντανός οργανισμός γεμάτος ιδέες, έργα, προγράμματα, και βέβαια τα ετήσια βραβεία ΙΡΙΣ που τιμούν το εγχώριο σινεμά, η Ακαδημία έχει μόνιμο στόχο να βρει λύσεις στα μεγάλα ζητήματα του ελληνικού κινηματογράφου, που δυστυχώς εδώ και χρόνια καλά κρατούν, καθώς η Πολιτεία εξακολουθεί να κωφεύει. Στις τελευταίες μέρες της τρίχρονης θητείας του στο τιμόνι της Ακαδημίας ως πρόεδρος, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος ανοίγει τα χαρτιά του και, με όχημα την αγάπη του για τον ελληνικό κινηματογράφο, καταθέτει την πίστη του στον θεσμό που ενώνει τους κινηματογραφιστές, τους προβληματισμούς του για το μέλλον της έβδομης τέχνης στη χώρα μας και την ελπίδα του για τη διάλυση όσων εμποδίων ανακόπτουν την πορεία της: «Η Ακαδημία είναι το μόνο που με γεμίζει χαμόγελο κι αισιοδοξία, γιατί όλα τα άλλα τα κινηματογραφικά πράγματα είναι κατακερματισμένα. Στην Ακαδημία, τους έχουμε όλους και είμαστε όλοι – αυτή είναι η δύναμή μας», τονίζει.

Αφορμή για να βρεθούμε με τον δημιουργό, έδωσαν επίσης δύο υπέρ του δέοντος συγκινητικές και κατάμεστες βραδιές – η κάθε μια για τον δικό της λόγο. Η προβολή της ταινίας του Άντε Γειά, τον περασμένο Μάιο στον γεμάτο κόσμο θερινό «Λαΐς» της Ταινιοθήκης της Ελλάδας, με αφορμή τα 35α γενέθλια του Αθήνα 9.84 – καθώς ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε μια ωραία σκηνή της ταινίας ακούγοντας τότε τον ραδιοφωνικό σταθμό και αποτύπωσε τον ήχο του σε αυτήν. Και η προβολή της ταινίας Μέγαρα στην Εύβοια, τον Ιούλιο, στη διοργάνωση του πρωτοεμφανιζόμενου Evia Film Project που έστησε εκεί επιτυχημένα το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να στηρίξει την περιοχή μετά τις ολέθριες περσινές φωτιές – στις οποίες και ο ίδιος έχασε το σπίτι του στα αγαπημένα του Βασιλικά.

Τα Μέγαρα, που έκανε μαζί με τον Σάκη Μανιάτη το 1974 καταγράφοντας τον αγώνα των αγροτών ενάντια στην απόφαση της χούντας να απαλλοτριώσει τη γη τους για να κάνει διυλιστήρια, αποτελούν το πρώτο ελληνικό οικολογικό ντοκιμαντέρ και η προβολή στην πολύπαθη περιοχή ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά, όπως φάνηκε και στην συζήτηση που ακολούθησε. «Όταν βλέπεις μια ταινία να ζει μέσα στην αίθουσα κι ο κόσμος να μη φεύγει μόλις τελειώσει, εμένα μου παίρνεις και την ψυχή», λέει ο δημιουργός. «Μου λένε “μα κάθεσαι μετά την προβολή και συζητάς τόση ώρα;”. Μα θεωρώ τέλεια ολοκλήρωση μιας ταινίας όταν προκαλεί συζητήσεις! Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να μιλήσουν και να ρωτήσουν – κι έχεις κι εσύ να πεις και να μάθεις. Αυτά συμβαίνουν όταν τα θέματα έχουν ψωμί, όταν βγαίνουν μέσα από την κοινωνία στην οποία ζούμε».

Η κουβέντα μας κράτησε ώρες, κάτω από τον διαρκή ήχο μιας καλοκαιρινής καταιγίδας, στη βεράντα του σπιτιού του στην Καισαριανή. Σκηνικό κινηματογραφικό, με τους κεραυνούς να πέφτουν στο βάθος του ουρανού καθώς το δειλινό έδινε τη θέση του στη νύχτα, τους συναγερμούς των αυτοκινήτων να βουίζουν κάθε τρεις και λίγο και το καταπράσινο πάρκο απέναντι να σε ξεγελά πως βρίσκεσαι στην εξοχή. Τον έβλεπα να μιλάει με αυτό το ίδιο πάθος που τον είχα πρωτογνωρίσει όταν συνεργαστήκαμε, τέλος του περασμένου αιώνα, στην πολυαγαπημένη μου και τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, Πίσω Πόρτα – την οποία είχα λατρέψει, πριν καλά καλά δω, από το σλόγκαν της «Η επανάσταση αρχίζει από το σπίτι». Όμως η πρώτη επαφή μαζί του ήταν στην μεγάλη οθόνη, μέσα από τον καταλυτικό Ξαφνικό Έρωτα, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που έδωσε 10 χρόνια μετά τα αξεπέραστα «Μέγαρα», τα οποία όμως είδα πολύ αργότερα. Θυμάμαι έτρεξα να αγοράσω τότε και το Talgo του Βασίλη Αλεξάκη στο οποίο βασίστηκε η ταινία. Με τον τελευταίο άλλωστε, φίλο ζωής και συνεργάτη του, έγραψε και το σενάριο του Άντε Γειά, που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο της Γιοβάννας. Γιατί ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος δεν κάνει ποτέ ταινία, αν δεν έχει παθιαστεί πρώτα με το σενάριο, καθώς το θεωρεί απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχημένη δημιουργία και διαδρομή της. «Εν αρχή ην το σενάριο», λέει. «Από ότι βραβείο έχω πάρει από τις λίγες ταινίες που έχω κάνει, περηφανεύομαι ότι δύο από αυτές πήραν βραβείο σεναρίου. Στην Ελλάδα δεν έχουμε επαγγελματική τάξη σεναριογράφων αποκλειστικά του κινηματογράφου. Πρέπει να δημιουργηθεί άμεσα και υπάρχουν τρόποι».

Σκέφθηκα πολύ αν θα γράψω αυτήν την συνέντευξη στον ενικό ή στον πληθυντικό. Όμως ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, σου δημιουργεί θες δεν θες, αυτό το συναίσθημα του “δικού σου” ανθρώπου. Πανταχού παρών, σε κάθε γωνιά, σκηνή και πλάτωμα του ελληνικού κινηματογράφου εδώ και σχεδόν πέντε δεκαετίες, στους αγώνες, στις γιορτές, στα φεστιβάλ, στις πρεμιέρες, στις συνελεύσεις, στα ξενύχτια, στα meetings, στις βραβεύσεις, στα δύσκολα και στα εύκολα. Πάντοτε οικείος, ποτέ απόμακρος, πάντα με κόσμο γύρω του, έτοιμος για κουβέντα και ανάλυση θεμάτων του ελληνικού σινεμά, πηγή προτάσεων και ιδεών, με αυτήν την ίδια νεανική ορμή που υπερβαίνει όσες δεκαετίες κουβαλάει, το ίδιο ζεστό χαμόγελο και βλέμμα. Πάντοτε φίλος με τους συναδέλφους του, ακόμη και στις διαφωνίες τους, πάντοτε ενωτικός στις φουρτούνες, πάντοτε δίπλα και ανάμεσα στους νέους, πάντοτε επαναστάτης μέσα από την καρδιά του… δεν μου άφησε και πολλά περιθώρια. Ιδιαίτερα όταν γελώντας, μου είπε: «Το σλόγκαν “η επανάσταση αρχίζει στα γεράματα”, δεν ισχύει». Ε λοιπόν, δεν είμαι καθόλου σίγουρη, του απάντησα…

Σε λίγες μέρες παραδίδεις το τιμόνι της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου στους επόμενους. Ποια τα συναισθήματα της εμπειρίας που αποκόμισες; Τι θεωρείς ότι πετύχατε πάνω από όλα στη διάρκεια της θητείας σου;

Πήγα στην Ακαδημία γιατί από την ίδρυσή της πιστεύω στην αναγκαιότητά της. Κι εν πολλοίς αυτό έχει επιβεβαιωθεί μέσα στα χρόνια, τα μέλη της αυξάνονται διαρκώς όπως και κατά τη δική μας θητεία. Πιστεύω πως είναι το μόνο πράγμα στο χώρο μας που έχει σφυγμό και με γεμίζει χαμόγελο κι αισιοδοξία, γιατί όλα τα άλλα κινηματογραφικά πράγματα είναι κατακερματισμένα. Τονίζω ότι η Ακαδημία δεν είναι Σωματείο. Όλοι έχουμε τα επαγγελματικά μας σωματεία, 2-3 διαφορετικά στον κάθε κλάδο, παραγωγών, σκηνοθετών, τεχνικών, ηθοποιών κλπ. και μια ζωή υπάρχουν πολλά κέντρα επιρροής και αποδυνάμωσης. Ενώ στην Ακαδημία συμμετέχουν όλοι οι επαγγελματίες του κινηματογράφου, υπάρχει ενότητα από τη γέννησή της, όπως γίνεται και στις άλλες χώρες. Όλες οι ειδικότητες, οι γενιές και οι τάσεις του σινεμά, από τους mainstream μέχρι τους πειραματικούς, πιστεύουν στην ΕΑΚ και αυτό είναι που με κινεί. Η εκάστοτε διοίκηση θέλει να αισθάνεται ότι έχει όλα τα μέλη κοντά της, κι ότι συμμετέχουν όλη την χρονιά, όχι μόνο στην ψηφοφορία και στη βραδιά των Βραβείων ΙΡΙΣ.

Είναι τόσες πολλές οι δραστηριότητες της ΕΑΚ: Young Audience Awards, Film Factory, Χρυσές Νύχτες, εργαστήρια, αφιερώματα, οι συναντήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου με τους κλάδους ξεχωριστά, με τους σεναριογράφους-μέλη της, με τους παραγωγούς-μέλη της, με τους ηθοποιούς-μέλη της, τεχνικούς και σκηνοθέτες-μέλη της κλπ. Κάτι που είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον καθώς πρότειναν βελτιώσεις από τη δική τους τη σκοπιά. Λόγω του καταραμένου ιού όμως σταμάτησαν οι συγκεντρώσεις. Αν θεωρήσουμε ότι τώρα απαλλαγήκαμε, η επόμενη διοίκηση θα μπορέσει να τις συνεχίσει. Οπότε τι ζητάμε από τα μέλη; Να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις και στις συναντήσεις μας και να λένε τη γνώμη τους. Να αισθανόμαστε ότι δεν είναι επτά άνθρωποι μόνο που δουλεύουν τρία χρόνια και όλοι οι υπόλοιποι έρχονται μόνο στην τελετή των βραβείων. Η συμμετοχικότητα των μελών είναι ιδιαίτερα σημαντική. Είναι κάτι πολύ όμορφο.

Και στα πεπραγμένα δεν γίνεται να μη μιλήσουμε για το πρόγραμμα «Χώρα, σε Βλέπω», τις ψηφιοποιήσεις που οδήγησαν τις νέες γενιές να μπορούν επιτέλους να δουν “ξεχασμένες” καλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου (σ.σ. μόλις κυκλοφόρησε και η ομώνυμη έκδοση, σε επιμέλεια Αφροδίτης Νικολαϊδου και Δημήτρη Παπανικολάου, εκδ. Νεφέλη). Ταινίες που τα αρνητικά τους κινδύνευαν να καταστραφούν από την φθορά του χρόνου και την κακή φύλαξη. Αυτή η τάση ξεκίνησε με τη «Χαμένη Λεωφόρο του Ελληνικού Σινεμά»  που οργάνωσε η Ένωση Σκηνοθετών-Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου ή ΕΣΠΕΚ, όταν ήταν πρόεδρός της η Ελίνα Ψύκου. Έχει πολλά ακόμα να κάνει η Ακαδημία για να ανεβάζει το brand name “Ελληνικός Κινηματογράφος”.

Στα γυρίσματα της ταινίας «Ξαφνικός Έρωτας» (1984), με την πρωταγωνίστρια του, Μπέτυ Λιβανού

Όλοι γνωρίζουμε πως είναι πολλά τα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου μέσα στη χώρα, καθώς έξω, πάει πολύ καλά και διακρίνεται διαρκώς…

Αίτημά μας και αίτημά μου από την πρώτη στιγμή, είναι να δυναμώσει, να τετραπλασιαστεί τουλάχιστον, η επιχορήγηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ) που ασχολείται με τον ελληνικό κινηματογράφο και μόνο.

Τα χρήματα που παίρνει το ΕΚΚ φθάνουν για να συντηρήσουν τον μηχανισμό του, συν κάτι λίγα. Αν και υπάρχει τώρα μια αποτελεσματική διοίκηση που έχει βάλει τα πράγματα σε μια καλή σειρά, αναγκάζονται να εγκρίνουν ελάχιστες από τις ταινίες που κατατίθενται, γιατί δεν έχουν επαρκή χρηματοδότηση ώστε να υποστηρίξουν περισσότερες. Όσο παραμένει η χρηματοδότηση του ΕΚΚ σε αυτά τα ελάχιστα προσβλητικά ψίχουλα, θα παραμένουμε στην  προτελευταία θέση των ευρωπαϊκών χωρών, κάτω από όλους μας τους γείτονες σε ποσοστό ενίσχυσης των αντίστοιχων κέντρων κινηματογράφου.

Κακά τα ψέματα όμως, με ψίχουλα δεν την βγάζει όλος ο Πολιτισμός; Απορώ, πώς είναι δυνατόν να αγνοούνται τόσο οι Τέχνες ειδικά στη χώρα μας; Η Μελίνα “εκλιπαρούσε” με τον δικό της τρόπο τον Ανδρέα Παπανδρέου δημοσίως, “δώσε μου 0,2% παραπάνω στον προϋπολογισμό μου και σε 5 χρόνια θα σου κάνω Πολιτισμό που θα βγει από τα σύνορα και θα φέρει πίσω τα λεφτά του”. Ε δεν της το έδωσε! Ο Τσοβόλας τα έδινε όλα, αλλά όχι στον Πολιτισμό!

Είχε βγει και από την Ακαδημία τον περασμένο Μάιο ανακοίνωση σχετική με τις χρηματοδοτήσεις των ταινιών μικρού μήκους…

Βασικά είχε βγει από το ίδιο το ΕΚΚ που έλεγε ότι ήταν μια εξαιρετική χρονιά για σενάρια ταινιών μικρού μήκους αλλά αναγκάζονται να κόψουν τη μέγιστη πλειοψηφία τους γιατί δεν επαρκούν οι πόροι τους. Δίνω μεγάλη σημασία σε αυτό γιατί μόνο από το ΕΚΚ χρηματοδοτούνται ταινίες μικρού μήκους. Νέοι άνθρωποι, 20-25 χρονών, γράφουν τα πρώτα σενάρια τους και κάνουν τις πρώτες μικρού μήκους. Αυτό είναι το φυτώριο του ελληνικού κινηματογράφου – και στην πορεία της ζωής, είναι και της τηλεόρασης. Ο κινηματογράφος πάντα τροφοδοτούσε και τροφοδοτεί την τηλεόραση. Μου είναι αδιανόητο το ότι δεν κατανοούν στα κανάλια ότι συνεργαζόμενοι με τον κινηματογράφο ποτίζουν και το δικό τους το δένδρο.

Κάτι που μας οδηγεί και στο περίφημο 1,5%, το ποσοστό που δια νόμου υποχρεούνται να δίνουν τα τηλεοπτικά κανάλια στον κινηματογράφο ως ενίσχυση της κινηματογραφικής παραγωγής, αλλά δεν έχουν δώσει ποτέ, πέρα από την κρατική ΕΡΤ.

Ποιο 1,5%; Αφού κανένας πρωθυπουργός δεν είχε τα κότσια να το επιβάλλει από το ’85 που νομοθετήθηκε μέχρι σήμερα. Το 1,5% υπάρχει μόνο ως πρόταση, ως φράση στον Νόμο. Το εφαρμόζει εν μέρει μόνο η ΕΡΤ, και κανένας άλλος.

Όταν τον Δεκέμβριο του ’10 ψηφίστηκε ο αναπτυξιακός νόμος Γερουλάνου Περί Κινηματογραφίας, λίγους μήνες μετά η χώρα χρεοκόπησε. Τα μνημόνια ξήλωσαν τις πηγές χρηματοδότησης της νομοθετημένης κινηματογραφικής πολιτικής και έκτοτε λειτουργούμε με έναν νόμο καταργημένο στην ουσία του, στην πηγή χρηματοδότησής του! Έχουμε δηλαδή εδώ και 11 χρόνια έναν νόμο διάτρητο. Επί ΣΥΡΙΖΑ άλλαξαν τέσσερεις υπουργοί Πολιτισμού, που μόλις ενημερωνόντουσαν έφευγαν. Η σημερινή υπουργός Πολιτισμού συμφώνησε απόλυτα στην αναγκαιότητα αναθεώρησης της νομοθεσίας και στην αρχή της θητείας της μας την υποσχέθηκε, αλλά μετά ήρθε η πανδημία και δεν έγινε καμία τέτοια κίνηση.  Έκτοτε προτείνουμε επίμονα στην κ. Μενδώνη, εφόσον ούτε η ίδια δεν εφαρμόζει τον Νόμο του υπουργείου της, να αντικαταστήσει τον πόρο με άλλον μόνιμο και σταθερό πόρο. Αλλά και πάλι, ούτε αυτό έγινε.

Στο μεταξύ όμως ιδρύθηκε το ΕΚΟΜΕ, φέρνοντας καθοριστικές αλλαγές στο οπτικοακουστικό πεδίο. Οι αλλαγές αυτές τι πρόσφεραν στον ελληνικό κινηματογράφο;

Επί Σύριζα ιδρύθηκε επιτέλους το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας, μια πολύ καλή κίνηση του Λευτέρη Κρέτσου, και επί Νέας Δημοκρατίας έγιναν κάποιες καθοριστικές τροποποιήσεις. Το ΕΚΟΜΕ υπάγεται στο υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής και ενισχύει όλο το οπτικοακουστικό φάσμα -δηλαδή σινεμά, τηλεόραση, βιντεοπαιχνίδια, και οποιαδήποτε άλλη οπτικοακουστική παραγωγή, ελληνική ή ξένη. Η ενίσχυση γίνεται με ένα σύστημα αυτόματης επιστροφής κεφαλαίων που έχουν ξοδευτεί εντός Ελλάδος, από το οποίο επωφελούνται οι μεγάλες επιχειρήσεις –όπως είναι απόλυτα φυσικό. Στο ελληνικό σινεμά, όπως και σε όλες τις μικρές κινηματογραφίες, από επιχειρηματική άποψη, είμαστε ο καθένας και μια μικρή επιχείρηση. Δεν υπάρχουν δυνατές, μεγάλες επιχειρήσεις. Δυστυχώς δεν υπάρχουν… Υπάρχουν βέβαια 10-20-30 εταιρείες παραγωγής που κάνουν μικρές και μεσαίες ανεξάρτητες ταινίες και συμπαραγωγές με ευρωπαϊκές κυρίως χώρες. Οι μερίδες των λεόντων πηγαίνουν επομένως στις μεγάλες επιχειρήσεις που είναι οι τηλεοπτικές και οι ξένες πλατφόρμες, ενώ οι κινηματογραφικές δυσκολεύονται να ισχυροποιήσουν την θέση τους κεφαλαιακά και να ανεβάσουν τα budgets των ταινιών τους. 

Οπότε πάλι τίποτα δεν άλλαξε…

Άλλαξαν πολλά, αλλά χωρίς συντονισμό των στόχων, χωρίς κοινή στρατηγική ανάπτυξης. Είναι μεγάλο κρίμα που όλο αυτό το δυναμικό ταλέντο που υπάρχει γύρω μας και σφύζει, δεν ξέρουν τι να το κάνουν οι επιχειρηματίες του θεάματος ούτε πώς να το αναπτύξουν οι νομοθέτες.

Με τον διευθυντή φωτογραφίας Βαγγέλη Κατριτζιδάκη και την ομάδα τους, στα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας, «Ο Εχθρός Μου» (2013)

Και μετά, όταν βγαίνει επιτέλους η ταινία, τι γίνεται στην αίθουσα; Το ελληνικό κοινό θεωρώ ότι δεν την υποστηρίζει όσο θα έπρεπε…

Όταν γίνονται ταινίες προσβάσιμες στο κοινό, ταινίες που είναι για το παραδοσιακό  κύκλωμα, με γερά σενάρια, “πακεταρισμένες” με το σωστό πλασάρισμα, εάν τις αγκαλιάσουν οι αιθουσάρχες και οι διανομείς, ο κόσμος το μυρίζεται και συρρέει. Πώς να σου πω, δεν είναι λίγα τα εισιτήρια της «Ευτυχίας», της «Μικράς Αγγλίας», του «Ένας Άλλος Κόσμος» ή της «Πολίτικης Κουζίνας» για παράδειγμα. Το ζήτημα είναι ότι γίνονται ελάχιστες ταινίες τέτοιας στόχευσης. Έπρεπε να γίνεται μια το χρόνο κι έπρεπε παράλληλα να γίνονται 5-10 μεσαίες ταινίες από άποψη προσβασιμότητας στο κοινό, ώστε να πετυχαίνουν δυο-τρεις.

Έχω βαρεθεί να το λέω σε κάθε δημόσια τοποθέτησή μου: και ο Κώστας Γαβράς και ο Τζιμ Γιαννόπουλος της Paramount, οι οποίοι έχουν έρθει και ξανάρθει σε συνέδρια και συναντήσεις, μας λένε ένα πράγμα: Φτιάξτε ελληνική κινηματογραφία που να αρέσει, να πηγαίνει ο κόσμος, να δουλεύει το σύστημα -αίθουσες, διανομείς, κινηματογραφιστές, τεχνικοί. Αν δεν υπήρχε η κορμοστασιά της ιταλικής και της γαλλικής κινηματογραφίας πώς θα έκανε ταινίες ο Φελίνι και οι άλλοι μαέστροι του σινεμά;

Εδώ όμως μπαίνουν πάλι… τα σενάρια. Τα σενάρια που δεν γράφονται. Δεν γράφονται κωμωδίες π.χ. συμπυκνωμένες, γρήγορες, έξυπνες, με ανθρωπιά. Και άλλα δημοφιλή είδη, δεν γράφονται. Μήπως δεν έχουμε θεματάρες στη ελληνική κοινωνία; Γιατί δεν γράφονται? Η ερώτηση αυτή έχει πολλές απαντήσεις… Το βέβαιο πάντως είναι ότι αν μια ταινία έχει ρεύμα όταν πρωτοκυκλοφορήσει, δημιουργείται ένα πρόσθετο έντονο hype εάν είναι ελληνική. Και αυτό ισχύει για όλα τα είδη ταινιών, και στο σινεφίλ κοινό, το οποίο έχει μεγαλώσει υπολογίσιμα. Το παρακολουθεί μπόλικος κόσμος το σινεμά το πιο ψαγμένο, το κυνηγάνε στις αίθουσες και στις πλατφόρμες. Και αυτό ισχύει και στην διεθνή αγορά, όπου αρκετές ελληνικές ταινίες πάνε καλά.

Οι νέες γενιές τα βλέπουν κάπως αλλιώς τα πράγματα από ότι οι παλιότεροι;

Όλοι χαιρόμαστε που έχει αλλάξει η τεχνολογία στο πώς γίνονται οι ταινίες, αλλά δεν χαιρόμαστε που έχει αλλάξει στο πού και πώς τις βλέπουμε. Θα μου πεις έχεις πρόβλημα με τις πλατφόρμες; Τις λατρεύω τις πλατφόρμες! Την πρώτη φορά όμως που θα δω μια ταινία, δεν θέλω να την δω σε μέγεθος γραμματοσήμου στο λάπτοπ, στο κομπιούτερ ή στην τηλεόρασή μου. Θέλω την μαγεία του Σινεμά! Την τεράστια φωτεινή οθόνη, τον τέλειο ήχο, τη σκοτεινή αίθουσα, την απόλυτη ησυχία, και μετά, εγώ και η ταινία σε όλο της το μεγαλείο. Τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει επάξια την εμπειρία στην αίθουσα. Πολλοί άνθρωποι μαζί ζούμε επί μιάμιση-δύο-δυόμισι ώρες, μια μαγική εμπειρία κοινή.

Νοσταλγείς καθόλου το παρελθόν; Όταν βλέπεις τον εαυτό σου στην οθόνη (σ.σ. εμφανίζεται στα «Μέγαρα») και μάλιστα την ώρα που σε παρακολουθεί το κοινό –πώς νιώθεις για αυτό;

Η νοσταλγία δεν είναι εκεί που νομίζεις. Οι ταινίες μου είναι λίγες, αλλά παίζονται αρκετά συχνά στην τηλεόραση και σε λέσχες. Φέτος ήταν ωραία που παίχθηκαν το καλοκαίρι στην Κίμωλο, σε μεγάλη οθόνη με πολύ κόσμο, η «Πίσω Πόρτα» και «Ο Εχθρός Μου». Όταν διαπιστώνεις ότι δεν έχουν γεράσει οι ταινίες, είναι μια ικανοποίηση που σε αποζημιώνει.

Να σου πω όμως τι νοσταλγώ και μου λείπει πολύ από εκείνες τις εποχές; Το ότι κάθε φορά που έβγαινε μία ελληνική ταινία στις αίθουσες ήταν ένα γεγονός –όποια και να ήταν η ταινία, ο Τύπος της έδινε ένα πρεστίζ. Δεν υπήρχε εφημερίδα που να μην ασχοληθεί με την έξοδό της, όποιος και να την είχε κάνει. Είτε την έθαβαν είτε την εξυμνούσαν οι κριτικοί, ήταν ένα αξιοσημείωτο πολιτιστικό γεγονός. Σήμερα μπορεί και να περάσει απαρατήρητη μια ταινία όταν πρωτοκυκλοφορήσει.

Θυμάμαι -και θυμάσαι- ακόμη τότε που οι ταινίες του Νίκου Νικολαΐδη, του Βεργίτση, του Πανουσόπουλου, οι δικές μου, περνάγανε τις ταινίες του Γούντυ Άλλεν και τις περισσότερες αμερικάνικες. Ενώ ταινίες του Περάκη, του Τάσιου, του Βούλγαρη και αργότερα των Ρέππα-Παπαθανασίου, του Σμαραγδή, του Μπουλμέτη, έκαναν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες, μέχρι και ενάμιση εκατομμύριο σε εισιτήρια. Αλλά ποιόν ωφελούν οι αναπολήσεις;

Στενοί φίλοι και συνεργάτες, ο Νίκος Περάκης, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος και ο Γιώργος Πανουσόπουλος σε αναζήτηση κατάλληλων τοποθεσιών στη Λισαβόνα, το 1982, για τις ανάγκες των γυρισμάτων της ταινίας του δεύτερου, «Ξαφνικός Έρωτας»

Εν έτει 2022, λοιπόν, πέρα από τα χρηματοδοτικά, που είναι δεδομένα, ποιος είναι ο πιο μεγάλος σου καημός για τον ελληνικό κινηματογράφο; Ποιο μέλλον υπάρχει και για τα νέα παιδιά, πώς μπορούμε να δουλέψουμε καλύτερα θεωρείς, πάνω στο ελληνικό σινεμά;

Δεν φοβάμαι για τα νέα παιδιά, γιατί έχουν το Πάθος που θα τα κινεί στα βήματά τους. Είναι εμφανές, από τις μικρού μήκους που γίνονται, ότι υπάρχει τσαγανό. Εύχομαι να ξεκολλήσουν κάπως σύντομα τα πράγματα και να εξορθολογιστούν τα συστήματα και οι προϋπολογισμοί.

Ο καημός μου είναι ότι δεν υπάρχει πάθος για το γράψιμο. Όταν λέω ότι δεν υπάρχουν σεναριογράφοι κινηματογράφου, δεν εννοώ ότι δεν βρίσκεις άνθρωπο να συνεργαστείς σε ένα σενάριο. Εννοώ ότι σε αντίθεση με τους συγγραφείς και τους ποιητές οι οποίοι γράφουν τα έργα τους τα προσωπικά, στο σινεμά σπανίζουν οι άνθρωποι που θέλουν να εκφράζονται γράφοντας σενάρια. Είναι εδραιωμένο στα μυαλά πολλών ότι το σενάριο είναι μόνο ένα από τα εργαλεία που έχει ένας σκηνοθέτης για να εκφραστεί. Βεβαίως και ισχύει αυτό, αλλά εγώ ισχυρίζομαι ότι ένα σενάριο μπορεί και πρέπει να είναι και από μόνο του ένα πλήρες έργο, μια ολοκληρωμένη διαδρομή και εξέλιξη αυτού που θέλει να αφηγηθεί κανείς. Χωρίς να υπάρχει ακόμα σκηνοθέτης, μπορείς μια χαρά να εκφραστείς γράφοντας σενάρια με την δική σου σφραγίδα. Κάποιοι μπορεί να απογοητευτούν αλλά και κάποιοι θα τα καταφέρουν και θα είναι κέρδος και για τους ίδιους και για το σινεμά. Ποιος θα πάρει την πρωτοβουλία να “αιμοδοτήσει” τα κίνητρα για κάτι τέτοιο, είναι το θέμα.

Με αυτό κατά νου, είχα διαμορφώσει μια πρόταση την οποία είχε υιοθετήσει η Επιτροπή Γαβρά στο σχέδιο για τον κινηματογράφο που κατέθεσε το 2008, αλλά η επόμενη κυβέρνηση δεν την νομοθέτησε τελικά.

Καθώς βλέπω είσαι έτοιμος να την ξαναπροτείνεις. Αν και τόσο δραστήριος επιμένεις στην άποψη να μην ξαναβάλεις υποψηφιότητα στην ΕΑΚ;

Δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να έχει τον ίδιο ζήλο σε μια δεύτερη τριετία. Πρέπει να μπαίνει νέο αίμα με νέα ορμή για να προχωράνε τα θέματά μας. Να έρχονται νέα πρόσωπα που θα κάνουν κι αυτοί τη δική τους τη διαφορά. Αυτό ήταν αποφασισμένο και δηλωμένο απ’ την αρχή της θητείας μου.

Θέλω να πω εδώ, ότι είμαστε πολύ τυχεροί στην Ακαδημία που είχαμε στο ΔΣ για τρία χρόνια την Ελίνα Ψύκου, τον Σύλλα Τζουμέρκα, τον Γιώργο Τσούργιαννη, την Ελένη Κοσσυφίδου, τον Σίμο Σαρκετζή και τον Νίκο Πάστρα, που έβαλαν τον καλύτερο τους εαυτό, τις ιδέες τους και την αστείρευτη ενεργητικότητά τους στο προχώρημα της Ακαδημίας και του ελληνικού Σινεμά. Τέτοιοι συνάδελφοι ελπίζω να μας διαδεχτούν, με την ίδια πίστη και την ίδια όρεξη. Κι εγώ, ως Μέλος, θα είμαι παρών και διαθέσιμος.

Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, μπορεί να είχαμε δέκα στόχους, τους πέντε τους πετύχαμε. Τους πέντε, δεδομένων των καταστάσεων, δεν τους πετύχαμε. Ο επόμενος θα μπει με δέκα στόχους πάλι και θα τους κυνηγήσει όπως κι εμείς.

Περπατώντας μερικές μέρες αργότερα στα στενά πίσω από την πλατεία Θεάτρου, στην καρδιά της Αθήνας, εκεί που το 2013 γύρισε την τελευταία του ταινία «Ο Εχθρός Μου», τον ρώτησα αν ξανάφθασε η ώρα να γυρίσει στα πλατό του σινεμά, αν έχει στα σκαριά την επόμενη ταινία. «Σενάριο ετοιμάζω προς το παρόν. Ευχήσου μου… Να είναι καλοτάξιδο. Να βγει καλό και να είναι irresistible», χαμογέλασε. «Το μόνο πράγμα που μπορεί να με σταματήσει, είναι ο ίδιος ο εαυτός μου. Θα είναι ένα σενάριο που θα με κρατήσει ως το τέλος; Θα μπουκάρω; Δεν θα μπουκάρω; Πώς θα είναι η ζωή μου τώρα μετά την Ακαδημία; Δεν ξέρω. Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι θα ορμήσω…», λέει και δεν έχω καμιά αμφιβολία. Η ζωή του, πάντα γεμάτη τρέξιμο και δημιουργία. Από τις σπουδές του στα Οικονομικά (πράγμα φανερό στο τόσο “μαθηματικό” μυαλό του) στη φωτογραφία, από εκεί στη σκηνοθεσία στο περίφημο American Film Institute (AFI) του Los Angeles και οι αναζητήσεις του στην Αμερική, η επιστροφή στην Ελλάδα και το ξεκίνημα της θρυλικής για τα τότε δεδομένα Φιλμικής Εταιρείας μαζί με τον Γιώργο Πανουσόπουλο, οι διαδοχικές θητείες του στα ΔΣ του ΕΚΚ, της Ένωσης Σκηνοθετών/Παραγωγών Κινηματογράφου, του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, της Greenpeace Hellas. Όλα παράλληλα με την καλλιτεχνική πορεία, τις ταινίες, τις βραβεύσεις, τις διακρίσεις. «Κοίταξε», συνεχίζει, «είναι τόσο καύλα το σινεμά, σε παίρνει μαζί του. Ποτέ δεν θα χάσει αυτή την αίγλη. Πάντα θα γίνονται ταινίες, πάντα θα υπάρχουν αυτοί που τις κάνουνε. Και είναι πολλοί. Οπότε πάντα θα υπάρχει. Τώρα να γίνουν όλα τέλεια όπως τα θέλουμε; Είμαστε πολύ μακριά από αυτό».

Κάποτε είπες «Η επανάσταση αρχίζει από το σπίτι». Το εννοείς ακόμη και τώρα, έτσι δεν είναι;

Εννοείται! Απλά τώρα, μετά από δύο παιδιά, έχω καταλάβει πόσο πολύ μεγάλο ρόλο παίζουν οι γονείς. Μόλις έρθει το παιδί στη ζωή σου, η επανάσταση είναι ήδη μέσα στο σπίτι σου. Συντελείται μια ανάσταση, δημιουργείται ένας άνθρωπος από τον οποίο έχεις πολλά να μάθεις αν είσαι ανοιχτός. Τι ρόλο παίζεις εσύ γύρω του; Μόνο τον ρόλο του “φράχτη” ή της καθοδήγησης “αυτός είναι ο σωστός δρόμος για σένα παιδάκι μου, αυτό είναι το σωστό”; Ποιο είναι το σωστό; Άγνωστο ποιο είναι το σωστό. Παίρνεις, ρουφάς από αυτό το παιδί εσύ ο ίδιος όσα πολύτιμα σου δίνει; Το κοιτάς να μάθεις τίποτα ή κοιτάς μόνο πώς θα το στεγνώσεις; Είναι πραγματικά χαμένη ευκαιρία, αν δεν προσπαθείς να κατανοήσεις τις απρόβλεπτες δράσεις και αντιδράσεις των πολύ μικρών ανθρώπων που ζουν μαζί σου. Να καταλάβεις τον πραγματικό, τον ενστικτώδη χαρακτήρα των παιδιών πριν πάνε σε νηπιαγωγεία και σε σχολεία. Οπότε, όταν αργότερα μπει το παιδί στην επανάσταση της εφηβείας, είσαι κάπως προετοιμασμένος.

Θεωρείς ότι η πατρότητα σε άλλαξε και στη δουλειά σου στον κινηματογράφο;

Σαν άνθρωπο δεν με άλλαξε, αλλά με ανέπτυξε ποικιλότροπα. Ως προς την δουλειά, ξέρω ότι την «Πίσω Πόρτα» την έκανα σαν γιος και τον «Εχθρό Μου» σαν πατέρας. Στην «Πίσω Πόρτα» ο δικός μου χαρακτήρας αντικατοπτρίζεται και στους δύο έφηβους -και στο καλό παιδί της βολεμένης οικογένειας και στο παιδί της θυρωρίνας που του βάζει τις φιτιλιές.

Ο Εχθρός θα ήταν άλλη ταινία αν την είχα κάνει πριν δω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν και να ωριμάζουν. Θα είχα πάρει άλλη θέση απέναντι στα γεγονότα του σεναρίου.

Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος με νεαρούς ηθοποιούς και μέλη του συνεργείου, στα γυρίσματα της ταινίας «Πίσω Πόρτα» (2000). Πίσω δεξιά ο γιος του, σκηνοθέτης σήμερα, Νίκος Τσεμπερόπουλος, που εμφανιζόταν τότε, παιδί ακόμη, σε έναν μικρό ρόλο στην ταινία.

Η Βόρεια Εύβοια έχει ιδιαίτερη σημασία για σένα. Πέρα από το σπίτι σου που κάηκε στα Βασιλικά και τους αγώνες με τους κατοίκους να ξαναγίνει το μέρος όπως ήταν, έγινε εκεί και η προβολή των «Μεγάρων» το καλοκαίρι. Φαινόσουν συγκινημένος…

Αυτό που έχω κρατήσει από εκείνες τις μέρες ήταν πρώτον ότι στην προβολή των Μεγάρων ήμασταν μαζί με τον Σάκη Μανιάτη που την γυρίσαμε παρέα, και δεύτερον ότι τουλάχιστον οι μισοί θεατές ήταν ντόπιοι. Το να ξεσηκωθούν από τις δουλειές τους, την τηλεόρασή τους και να έρθουν στο σινεμά να δουν τα «Μέγαρα», είχε σημασία για εμάς -και από ό,τι νοιώσαμε, και για αυτούς. Ενώ όμως ταυτίστηκαν με τη ζημιά που έπαθαν οι Μεγαρίτες, δεν είδα να συμβαίνει το ίδιο με την αγωνιστικότητά τους.

Μετά τις προβολές στην Αιδηψό και στην Λίμνη, πήγα και στα Βασιλικά για να αντιμετωπίσω τα αποτελέσματα της περσινής φωτιάς και της συνακόλουθης πλημμύρας. Πριν καούν τα 510.000 στρέμματα, όλη η περιφέρεια είχε μία μπουλντόζα. Κάηκαν 510.000 στρέμματα -που σημαίνει ότι έχουν εκατοντάδες δρόμους να διανοίξουν- και η μπουλντόζα παραμένει μία! Από αυτό το κράτος τι να περιμένεις; Έρχεται ο δεύτερος χειμώνας και πολλοί δρόμοι είναι ακόμη κατεστραμμένοι.

Όμως, παράλληλα, βλέπω τι τεράστια συνυπευθυνότητα έχουμε κι εμείς. Γιατί, αν και είχε ξανακαεί το δάσος μας, 280.000 στρέμματα το ’77, όταν γύρω στο 2009 αφαίρεσαν δια νόμου την δασοπυρόσβεση από τα Δασαρχεία και την έδωσαν στην Πυροσβεστική των πόλεων (!), φρίξαμε μεν, αλλά το εκφράσαμε μόνο στα καφενεία. Δεν έγιναν διαβήματα, ούτε μελέτες, ούτε προσφυγές. Και όταν το 2011-12 λόγω της κρίσης σταμάτησε το Δασαρχείο να ανοίγει τους δρόμους δασοπυρόσβεσης, πάλι μόνο κουτσομπολεύαμε “το ανίκανο κράτος”. Και λέγαμε “μια μέρα θα καούμε για τα καλά”! Και τώρα που κάηκε όλη η Πλάση μας… πάλι λέμε μόνο λόγια… Τώρα που είμαστε εμείς στην θέση των πατεράδων μας, κάνουμε τα ίδια!

Το ίδιο συμβαίνει προφανώς παντού στην Ελλάδα –στο σινεμά, στην Εύβοια, παντού. Σου αφήνει, βλέπω, μια πίκρα όλο αυτό μέσα σου…

Κοίταξε, έχει πει πριν πολλά χρόνια ο Δοξιάδης σε μία συνέντευξή του ότι “εμείς στην Ελλάδα ξέρουμε πολύ καλά τι δεν θέλουμε, αλλά αδυνατούμε να διατυπώσουμε αυτό που θέλουμε”. Είμαστε δηλαδή εύγλωττοι στην αντίρρηση και ανίκανοι στη διοίκηση.

Εγώ προσωπικά νόμιζα ότι έγιναν στη χώρα βήματα μπροστά, αλλά το 2021 διαψεύστηκα. Η κρατική μηχανή παραμένει τραγική. Και τι να κάνουμε, τι;… Το σλόγκαν “η επανάσταση αρχίζει στα γεράματα” δεν ισχύει. (Γελάει.)

Και με χαιρετάει, ανεβαίνοντας, όπως κάθε μέρα τόσα χρόνια, στη μηχανή του.

Εφη Παπαζαχαρίου

Share
Published by
Εφη Παπαζαχαρίου