POP_L1006869

Η Φανή Σπυριδάκη, παρά το νεαρό της ηλικίας της, έχει κάνει πολλά και διαφορετικά πράγματα. Σπούδασε υποκριτική στo Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας και Θεατρικές Σπουδές και Επικοινωνία στη Σορβόνη. Πριν από δύο χρόνια ίδρυσε το Κέντρο Λογοτεχνικών Εκδηλώσεων στην Αθήνα. Έπειτα άνοιξε το δικό της γαλλικό bistrot σαν θύμιση των σπουδών της στη Γαλλία. Και τέλος, αποφάσισε να μπει στο ψηφοδέλτιο του Ποταμιού για τις Ευρωεκλογές. Πιθανότατα γιατί κουράστηκε να περιμένει αλλαγές που δεν έρχονται από ανθρώπους που μόνο υπόσχονται. Ίσως και γιατί, όπως είπε, αναρωτήθηκε πόσα χρόνια θα περάσουν χωρίς αλλαγές. Λίγες μέρες μετά από εκλογές και πριν από εκλογές, όπως ήταν λογικό, προέκυψαν κι άλλα ερωτήματα, τόσο δικά μας όσο και δικά της. Την συναντήσαμε έναν όροφο πιο πάνω από το προαναφερθέν bistrot, αγανακτισμένη – πληγωμένη μάλλον, και βαθιά μάλιστα – από το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, πλην όμως γεμάτη ενέργεια, με κάποια ψήγματα περιέργειας, για να δει τί συμβαίνει επιτέλους στις Βρυξέλλες.

Ποια η γνώμη σας για το πώς ψηφίζουν οι Έλληνες; Πώς αποκωδικοποιείτε εσείς τα μηνύματα μιας κάλπης με αποχή στο 40% και Χρυσή Αυγή 17%;  Οι υπεύθυνοι Έλληνες ψηφίζουν υπεύθυνα, οι ανεύθυνοι Έλληνες ψηφίζουν ανεύθυνα, οι Έλληνες της Αγίας Ειρήνης πίνουν καφέ στην Αγία Ειρήνη και οι Έλληνες οι οποίοι κρύβουν μέσα τους φιλοφασιστικά ένστικτα ψηφίζουν τα λεβεντόπαιδα της Χρυσής Αυγής. Η ελληνική κοινωνία είναι διχασμένη και γι’ αυτό δεν μπορούμε να βγάλουμε ένα ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με το πού θέλει να βάλει τον πήχη. Το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής με έχει κλονίσει ως νέα, με έχει κλονίσει ως Ελληνίδα, γιατί η Ελλάδα είχε ένα τεράστιο αριθμό θυμάτων από το φασισμό, με έχει κλονίσει ως Ευρωπαία πολίτη, εφόσον έχω ζήσει και στην Ευρώπη πολλά χρόνια και βλέπω ότι και εκεί ανεβαίνει το φαινόμενο πολύ επιθετικά, και με έχει κλονίσει και σε υπαρξιακό επίπεδο, γιατί ασχέτως του ιδεολογικού μανδύα της, δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί στη δική μου συνείδηση από τη στιγμή που καταπατά τους ανθρώπινους νόμους. Καμιά ιδεολογία δεν μπορεί να είναι πάνω από την ανθρωπιά μας. Κι όταν φτάνουμε σε σημείο να υποτιμάται η ανθρώπινη ζωή επειδή είναι αλλοδαπής προέλευσης, τότε πρόκειται για έναν ιδεολογικό λόγο που αντιβαίνει στην ανθρώπινη λογική.

Ο κόσμος όμως είναι καχύποπτος με το πολιτικό σύστημα και μερικές φορές ψάχνει διάφορους τρόπους να το τιμωρήσει; Έχει δίκιο ο κόσμος ως ένα σημείο να είναι δύσπιστος και καχύποπτος. Να σας πω γιατί. Διότι αν θέλουμε να το δούμε σε ένα παραβολικό επίπεδο, αυτή τη στιγμή ο ελληνικός λαός ως μάνα πρέπει να εμπιστευτεί κάπου το παιδί του. Και το παιδί σου δεν το εμπιστεύεσαι στον πρώτο τυχόντα. Από τη μία της παρουσιάζεται μαι πολύ ακριβή baby-sitter, την οποία δεν αντέχει οικονομικά. Από την άλλη, έχει μια baby sitter, την Αριστερά θα έλεγα, η οποία είναι υπερβολικά συναισθηματική, πλην όμως δεν έχει την πειθαρχία να μαλώσει το παιδί – γιατί πρέπει να το μαλώσει κάποια στιγμή, δεν μπορεί να το καλομαθαίνει συνέχεια. Από την άλλη έχουμε μια Γερμανίδα γκουβερνάντα η οποία αντί να κάνει baby-sitting στο παιδί σε λίγο θα φτάσει να κάνει κουμάντο σε όλο το σπίτι, να χωρίσει το ζευγάρι, να σπείρει διχόνοια και στο τέλος να κάνει το παιδί γενίτσαρο από τα 5 του. Και παρουσιάζεται και μια νέα, ωραία, ενζενύ baby-sitter που έχει όλες τις καλές προθέσεις δεν έχει όμως εμπειρία. Μπορεί να είναι και συστημένη από κάποιον, κι αυτό να είναι η δημοσιότητα ας πούμε, του Θοδωράκη. Είναι λογικό ο λαός να έχει την επιφύλαξή του και έχει δικαίωμα να λέει ότι η τελευταία περίπτωση είναι πιο ενδιαφέρουσα πλην όμως δεν έχει την εμπειρία. Αν θέλετε να μιλήσουμε με έναν αυστηρό πολιτικό λόγο, το φαινόμενο της Χ.Α. δεν είναι αυθόρμητο. Βεβαίως και είναι υποκινούμενο και πάντοτε ήταν μέρος του συστήματος. Ξέρετε, το σύστημα, που φοβάται πάρα πολύ την ανατροπή του, χρησιμοποιεί πάντα το παρακράτος προκειμένου να αποστεθεροποιήσει τα πράγματα, προκειμένου να θολώσει τα νερά, να σπείρει φόβο. Φυσικά λοιπόν και τη χαϊδεύουν τη Χρυσή Αυγή και την υποθάλπουν και την τροφοδοτούν οικονομικά πολύ μεγάλα συμφέροντα. Έχετε αναρωτηθεί πού βρίσκονται οι πόροι για όλες αυτές τις περιπολίες και οι «προστασία» που προσφέρουν; Αυτά είναι έμμισθες υπηρεσίες. Αυτά δεν τα λέω εγώ, αλλά τα καταγγέλλουν άλλοι επώνυμα. Πολλοί μεγάλοι εφοπλιστές και άνθρωποι των επιχειρηματικών συμφερόντων χρηματοδοτούν αυτό το μόρφωμα και το στρατό του προκειμένου, σε περίπτωση ενδεχόμενης ανατροπής, να δημιουργηθεί ένας εμφύλιος σπαραγμός που δεν θα επιτρέψει τελικά στην Αριστερά να έχει την ευκαιρία της να κυβερνήσει.

Ας αφήσουμε λοιπόν το φασισμό, κι ας πιάσουμε την αδιαφορία. Έχουμε και το πρόβλημα της Αγίας Ειρήνης. Δεν μου κάνει καμία εντύπωση. Έμαθα από πολύ μικρή ότι για να πας μπροστά πρέπει να δουλέψεις πάρα πολύ σκληρά. Κανείς δεν θα σε πάει κανείς μπροστά στη ζωή σου αν δεν κάτσεις να ματώσεις στη δουλειά. Δε θα κάτσει κανένας να πεθάνει για τα δικά σου δικαιώματα αν δεν τα διεκδικήσεις. Θέλω να σας πω ότι η πρόοδος δεν θα έρθει από κάποιον άλλον. Αν έρθει από κάποιον άλλον, θα είναι πρόοδος για τη ζωή κάποιου άλλου. Η πρόοδος στη δική μας ζωή θα έρθει από το προσωπικό μας ξεβόλεμα. Κι αν οι άνθρωποι δε θέλουν να ξεβολευτούν, πράγμα το οποίο το θεωρώ και «fair enough» από τη στιγμή που το δηλώνουν, τότε τουλάχιστον εγώ δε θα γίνω προσωπικός τους εξομολόγος και παρηγορητής στα άγχη και τα αδιέξοδά τους. Εγώ δεν κατεβαίνω στην πολιτική για να σώσω αυτούς που δεν θέλουν να σωθούνε. Εγώ κατεβαίνω γιατί δεν εμπιστεύομαι κάποιους άλλους και για να δω εκ των έσω τί μπορώ να κάνω. Κι αν δεν αλλάξω τον κόσμο, που κάτι μου λέει ότι δεν θα τον αλλάξω, τουλάχιστον θα προσπαθήσω να αλλάξω τον μικρόκοσμό μου. Δεν θα χαϊδέψω μέσα από κανένα site τα αυτιά των ανθρώπων. Εδώ για να ζήσεις ένα μεγάλο έρωτα πρέπει να ‘χεις κότσια. Για να κρατήσεις μια σχέση ζωής πρέπει να κάνεις θυσίες. Για να κρατήσεις μια φιλία παιδική, πρέπει να κάνεις συμβιβασμούς. Και για να αλλάξεις τη ζωή σου δεν πρέπει να κάνεις τίποτα; Είμαι άλλης λογικής.

Το «βόλεμα» είναι απλά μια ερμηνεία του ελληνικού χρέους, πράγμα που θέτει ένα άλλο ερώτημα. «Μαζί τα φάγαμε» τελικά ή όχι; Το ίδιο μερίδιο ευθύνης έχει το σύνολο των Ελλήνων πολιτών με την διαφθορά μεγαλοστελεχών;  Υπάρχει ένας σπόρος, τις ρίζες του οποίου δεν μπορώ να αποδώσω, κάποιων ανθρώπων οι οποίοι δεν θέλουν να λάμψουν δια των πράξεών τους αλλά δια των απολαβών τους, και μπαίνουν σε μία δουλοπρεπή διαδικασία να υπηρετήσουν το κάθε σύστημα. Αυτό με εκπλήσσει, δηλαδή.  Και σαφώς δεν νομιμοποιώ τον Πάγκαλο. Κατ’ αρχάς ήταν και μια αντιαισθητική εικόνα, γιατί δεν το ακούσαμε μόνο. Το βλέπαμε. Και πιστεύω πως η ανώτερη Ηθική είναι η Αισθητική. Τί ψήφισαν όμως αυτοί οι άνθρωποι τα τελευταία χρόνια; Πάντα θεωρούμε ότι αναλώσιμοι είναι μόνο οι άλλοι για το σύστημα. Μπορεί να είμαστε και μεις οι ίδιοι και να μας χρησιμοποιούν, όπως τους ανθρώπους αυτούς, χωρίς να περιμένουμε ότι θα έρθει η ώρα μας. Αλλά τελικά έρχεται η ώρα για όλους. Ξεκληρίστηκε σχεδόν όλος ο δημόσιος τομέας και χωρίς να έχει γίνει τίποτα επί της ουσίας. Δυστυχώς υπήρξαν αναλώσιμοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι και καταλαβαίνω την ήττα που μπορεί να βιώνουν. Έπρεπε όμως να το είχαν προβλέψει. Όχι όταν ψήφιζαν απαραίτητα. Όταν γινόντουσαν συνομιλητές και συνεργάτες του συστήματος αυτού. Όταν επάνδρωναν τα κόμματα. Ξέρετε πόσα επαγγελματικά στελέχη είχαν τα κόμματα, πόσες επιτροπές, πόσα γραφεία, πόσος κόσμος. Δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι όλο αυτό θα σκάσει μια μέρα;  Όταν αυτό το πράγμα συμβαίνει πίσω από την ωραιοποιημένη εικόνα της δεμένης ελληνικής οικογένειας, τότε ναι, αυτός ο άνθρωπος είναι ικανός να μου φέρει και τον Κασιδιάρη να με κυβερνήσει αύριο. Γιατί δεν θα παραδεχτεί ποτέ πως ήταν συνεργός του συστήματος. Και ίσα ίσα θα ταυτιστεί με ένα τέτοιο πρόσωπο βίαιο, που μπορεί να του προσφέρει ένα πλασματικό αίσθημα ασφάλειας – δηλαδή, αυτός θα τα σπάσει όλα για μένα – και παράλληλα θα εκδικηθεί το σύστημα για λογαριασμό του που τον πέταξε απ’ έξω.

Υποτίθεται ότι το κράτος πρέπει να καθοδηγεί τον πολίτη, όχι να στέκεται απέναντί του. Έχουμε φτάσει σε σημείο να πρέπει ο πολίτης να εκπαιδεύσει το κράτος κι όχι το αντίστροφο; Η απάντηση νομίζω είναι στη διατύπωση της ερώτησης. Ο πολίτης όταν έχει απέναντι το κράτος είναι χαμένος. Ο πολίτης πρέπει να είναι μέσα στο κράτος, να είναι ένα με αυτό. Δεν μπορεί το κράτος να είναι σαν το Βατικανό, να έχουμε ένα Πάπα και να τον πηγαινοφέρνουμε, κι ο πολίτης να πηγαίνει σαν το πρόβατο από πίσω και να σκύβει το κεφάλι για να τον ευλογήσουν. Ο πολίτης πρέπει να συνδιαμορφώνει με το κράτος. Ακούω τώρα το πρόγραμμα του ενός ή του άλλου δημάρχου και πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αργούν τόσο πολύ κάποια πράγματα. Εγώ που θα έλεγε κανείς ότι είμαι παντελώς άσχετη μπορώ να σκεφτώ κάποια λύση. Πεζοδρόμηση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας για παράδειγμα. Έχεις παρατηρήσει ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα αν δεν πληρώσεις; Το πού θα πας μεταφράζεται πλέον «πού θα φας». Τα παιδιά δεν έχουν λεφτά πια, άρα πρέπει η πόλη να γίνει μια γιορτή, να γίνει ένας μεγάλος περίπατος, να γίνει η ίδια η ψυχαγωγία τους. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που κατεβαίνω στην πολιτική. Θέλω πραγματικά να δω πόσο καιρό ακόμη θα χάσω χωρίς να βλέπω αλλαγές.

Η συνδιαμόρφωση δε θα ‘πρεπε να γίνει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Πλέον η λέξη εξυγίανση σημαίνει απολύσεις και η διαπραγμάτευση παραπέμπει στην εικόνα του πειθήνιου προβάτου που περιγράψατε πριν λίγο.  Για να κάνεις την οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, χρειάζεται τα επιχειρήματά σου και η στάση σου να επιβεβαιώνουν το κύρος που νομίζεις ότι έχεις. Διαπραγμάτευση δεν σημαίνει πηγαίνω με κομμένα φτερά και λέω ότι έχω πίσω μου ένα λαό που έκλεβε, που δε δούλευε, αλλά τώρα ήρθα εγώ, ο Σαμαράς, το καλό παιδί, θέλοντας να σώσω όλον αυτό τον κόσμο από τον κυκεώνα διαφθοράς στον οποίο εκκούσια μπήκε και πετώντας έτσι όλη την ευθύνη στον ελληνικό λαό. Οπότε θα συμμορφωθούμε και για να βγούμε από την κρίση θα παραχωρήσουμε γη και ύδωρ. Αλλά, επιτρέψτε μου, διαπραγμάτευση δεν μπορεί να κάνει και μια Αριστερά που θεωρεί ότι θα πάει και θα κάνουν όλοι «ένα βήμα πίσω», για να χρησιμοποιήσω και την ατάκα των ημερών. Δεν θα κάνει η Μέρκελ ένα βήμα πίσω όταν δει τον Τσίπρα. Και δεν θα το κάνει γιατί αυτή τη στιγμή η Ελλάδα δεν έχει δανειστεί από τους κακούς, χοντρούς και φαλακρούς τραπεζίτες. Η Ελλάδα έχει δανειστεί από τα Κοινοβούλια της Ευρώπης, από τους ανθρώπους της Ευρώπης. Επομένως, δεν την παίρνει πολύ να πάει και να κάνει μαγκιές. Είτε το ένα άκρο είτε το άλλο άκρο είναι ανεύθυνα. Το ένα ως προς τις θυσίες του ελληνικού λαού, τον οποίο δεν προστάτευσε η προγενέστερη πολιτική. Το άλλο είναι ανεύθυνο ως προς το ευρωπαϊκό δίκτυο των λαών που μας στηρίζει. Διαπραγμάτευση είναι να μπορείς να αποδείξεις ότι έχεις στήσει μια καθαρή μηχανή με ένα γρανάζι το οποίο κυλάει και το οποίο θα μπορεί ανεξαρτήτως κυβερνήσεων και πολιτικών συνθηκών να παράγει, ούτως ώστε να είσαι αξιόπιστος. Όταν λοιπόν έχεις πίσω σου ένα κράτος που είναι μπάχαλο, έχεις στερήσει όλη την οικονομική σου αυτονομία, η χώρα δεν παράγει τίποτα, το κράτος συνεχίζει και είναι μια μηχανή ταλαιπωρίας και γι’ αυτούς που δουλεύουν και για τους απλούς πολίτες, πώς να πιστέψει κανείς στην ετοιμότητά σου για επανακίνηση;

Ποια θεωρείτε πως είναι η πιο καινοτόμος θέση του Ποταμιού, λοιπόν, αυτή τη στιγμή; Για μένα το πιο σημαντικό είναι η θέση η οποία προσδιορίζει τι είμαστε εμείς. Η πρώτη μας θέση είναι ότι φεύγουμε σε 8 χρόνια. Δηλαδή πριν σου πω για τη θέση μου στον πολιτισμό, στην οικονομία, στην υγεία, στον τουρισμό, στην άμυνα, στη μετανάστευση, σου λέω τι θα κάνω εγώ για μένα: θα με διώξω. Αυτό φιλοσοφικά είναι μια τεράστια θέση που σε διαφοροποιεί, σε αυτοπροσδιορίζει και σου δίνει μια λειτουργική αξία. Ο Θοδωράκης είπε αφενός, αν πάρω 5% θα πάω σπίτι μου, δεν θα κάτσω να τρώω κρατικές επιχορηγήσεις και να συντηρώ ένα κόμμα μήπως από το 5% πάω στο 6% μέσα σε 20 χρόνια. Αφετέρου, αν πετύχω, θα μείνω για 8 χρόνια. Το διανοείστε τί θα συνέβαινε αν οι άνθρωποι έμεναν 8 χρόνια σε δημόσιες θέσεις; Δηλαδή να μπορούν να διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα μόνο για 8 χρόνια και μετά να ξέρουν ότι ήρθε το «τέλος χρόνου». Δεν θα ακούγατε ποτέ «μαζί τα φάγαμε». Θα είχατε και σεις την ευκαιρία να παρεισφρήσετε μέσα στην πολιτική. Έρχεται λοιπόν ο Θοδωράκης και σου λέει, εγώ δεν είμαι ο επαγγελματίας πολιτικός που θα σου κατσικωθώ. Αν δε με θες θα φύγω, αν με θες θα κάτσω μέχρι το σημείο από το οποίο η εξουσία αρχίζει να γίνεται προκλητική. Οπότε αυτό θα το ορίσουμε από τώρα. Οι πολιτικοί δεν είναι μουσειακά εκθέματα.