Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Αλεξάνδρα Κ* νιώθει ότι δεν έχει πει τίποτα σε αυτή τη συνέντευξη

Θα κοιτάξω προσεκτικά τη δισκοθήκη και αν δεν υπάρχει δισκοθήκη θα κοιτάξω προσεκτικά τη βιβλιοθήκη κι αν δεν υπάρχει βιβλιοθήκη δεν θα κοιτάξω προσεκτικά τίποτα, γιατί τι άλλο αξίζει να κοιτάξεις προσεκτικά την πρώτη φορά που πας σε ένα ξένο σπίτι; Το ντεκόρ; Και τι θα καταλάβεις για όσους ζουν εκεί από το ντεκόρ; Αν έχουν λίγα ή πολλά λεφτά; Ε και; Σχεδόν τίποτα δεν θα καταλάβεις από δύο καναπέδες, ένα τραπέζι, πέντε φωτιστικά και τρεις κουρτίνες.

Κοιτάζω λοιπόν προσεκτικά τη βιβλιοθήκη, αμέσως βλέπω τη «Γραμμή του Ορίζοντος» του Βακαλόπουλου και θυμάμαι το καλύτερο σχόλιο που έχω ακούσει ποτέ για αυτό το βιβλίο, οπότε αποφασίζω να ρωτήσω την Αλεξάνδρα (Κ* ή Κατσαρού) αν κι εκείνη ένιωσε σαν να την πάτησε τρένο όταν το διάβασε. Δεν προλαβαίνω, όμως, γιατί η Αλεξάνδρα (σκέτο, για μένα απόψε), που έχει ετοιμάσει το ποτό μου πιο γρήγορα απ’ όσο περίμενα, βγαίνει από την κουζίνα με φόρα για να επιστρέψει στο δικό της που το έχει αφήσει στη μέση -γιατί είναι 10 το βράδυ κι αν έχεις ξυπνήσει στις 6 το πρωί, αν έχεις πάει το παιδί σου στο σχολείο, αν έχεις δουλέψει 12 ώρες, αν έχεις βάλει το παιδί σου για ύπνο, νιώθεις σαν να μην έχει τίποτα μεγαλύτερη σημασία από αυτό το ΕΝΑ ΠΟΤΟ- και στα γρήγορα μου λέει που καθόταν μέχρι να έρθω για να καταλάβω ότι πρέπει να καθίσω στην απέναντι καρέκλα και με ρωτάει: «Ερχόμενος εδώ τι είδους άνθρωπο περίμενες να συναντήσεις;»

«Δεν είχα ιδέα, δεν ξέρω τίποτα για σένα», της λέω, γιατί δεν έχω διαβάσει τα βιβλία της, το «Lalaland» και το «Πώς φιλιούνται οι αχινοί», ούτε έχω διαβάσει κείμενά της σε περιοδικά, ούτε καν στο youtube δεν έχω δει έστω ένα μικρό απόσπασμα από τις «Ηρωίδες», ούτε έχω δει την παράστασή της «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας».
«Τίποτα, τίποτα, τίποτα;» επιμένει.
«Τίποτα», επιμένω κι εγώ, εννοώντας όμως τίποτα πέρα από το ότι απλά ξέρω πως το ένα από τα βιβλία της που δεν έχω διαβάσει είναι στην τρίτη του έκδοση, τίποτα πέρα από το ότι ξέρω πως η σειρά της που δεν έχω δει λέγεται ότι ήταν η τελευταία καλή σειρά που παίχτηκε στην ελληνική τηλεόραση, τίποτα πέρα από το ότι ξέρω πως η «Πισίνα» της θα ανέβει ξανά στο Εθνικό.

-Δεν με ξέρεις καθόλου διάολε;
-Καθόλου όμως. Αλλά θα σε μάθω τώρα.

Πατάω, λοιπόν, το record και ο τόνος της φωνής της, όλως περιέργως, δεν αλλάζει καθόλου.

Όταν έχεις απέναντί σου κάποιον σαν εμένα που δεν έχει διαβάσει κανένα βιβλίο σου, κανένα κείμενο σου από τα περιοδικά, ούτε έχει δει τις Ηρωίδες, ούτε ξέρει περί τίνος πρόκειται η παράστασή σου, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που λες για τον εαυτό σου; «Γεια σου με λένε Αλεξάνδρα και είμαι…;»
Πάντα πριν φτάσουμε στο ποια είμαι και τι κάνω έχω φροντίσει να κάνω τόσες ερωτήσεις στον άλλο ώστε να το αποφύγω όλο αυτό, μου προκαλεί τρομερή αμηχανία. Σε σχέση με αυτά που γράφω: έχω ασχοληθεί με πολλά διαφορετικά πράγματα και ύφη και είναι δύσκολο να με κατατάξεις κάπου. Δεν το λέω ναρκισσιστικά. Απλά δεν έχεις μία σαφή εικόνα του τι κάνω. Το κοινό σε όλα αυτά το διαπίστωσα πρόσφατα: προσπαθώ να γράφω, τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον, αυτό που δεν κάνει να λέγεται. Διαφορετικά το κάνω στην τηλεόραση, διαφορετικά σε ένα πεζό κείμενο, διαφορετικά στα περιοδικά και διαφορετικά στο θέατρο.

Αλλάζεις εντελώς state of mind ανάλογα με το μέσο για το οποίο γράφεις;
Αλλάζει το ύφος. Ο πυρήνας βέβαια είναι ίδιος. Πολλές φορές ακούω ότι είναι σκληρός και κακιασμένος. Δεν το πιστεύω καθόλου. Πιστεύω ότι…το κονιάκ έχει αρχίσει να με πιάνει ήδη και μιλάω για τον εαυτό μου και νιώθω ήδη πολύ μαλάκας γι’ αυτό.

Κάποιος που θα διάβαζε ένα κείμενο σου σε περιοδικό και τους «Αχινούς», αν δεν έβλεπε την υπογραφή, θα καταλάβαινε ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο;
Υπάρχουν αυτοί που βλέπουν τον πυρήνα, τον τρόπο που αναγιγνώσκω τον κόσμο και τους ανθρώπους. Υπάρχουν κι αυτοί που δεν τους πάει καθόλου το μυαλό. Τα θέματα που με απασχολούν είναι πάνω κάτω τα ίδια.

Περισσότερο τι σου αρέσει να γράφεις;
Πιο πολύ απ’ όλα απολαμβάνω το πεζό, διήγημα ή μυθιστόρημα. Αν και μου είναι το πιο δύσκολο, το πιο ταπεινωτικό, αλλά είναι αυτό που όταν νιώθω ότι έχει βγει όπως θέλω, είναι τεράστια η καύλα. Επίσης είναι κάτι για το οποίο έχω απόλυτα την ευθύνη. Δεν θα περάσει σε χέρια άλλων, είμαι απολύτως ελεύθερη. Ταυτόχρονα όλο αυτό είναι εξαιρετικά βαρύ.

Ως άνθρωπος που έχεις γράψει βιβλία και θεατρικά, εκνευρίζεσαι αν γράψεις κάτι για ένα περιοδικό και σου το πειράξουν;
Το «δε θα μου το πειράξεις» ισχύει μόνο για το πεζό. Που κι εκεί, αν έβρισκα ένα καλό editor να μου πει πέντε κουβέντες και να με καθοδηγήσει, θα τον άκουγα. Ίσως και να το έχω ανάγκη. Στο θέατρο, ας πούμε, ξέρω ότι είναι τα δύο τρίτα του παιχνιδιού αυτό. Θα αποχωριστείς το κείμενο και είτε θα το δεις να λάμπει, είτε θα το δεις να μαραίνεται. Δεν είναι στο χέρι σου. Είναι μέρος της σύμβασης ότι θα το πάρει ο άλλος και θα το κάνει ό,τι γουστάρει. Στα περιοδικά, εντάξει, εκεί επιτελείς μία συγκεκριμένη λειτουργία.

Το έργο «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας» θα ανέβει από τις 17 Οκτωβρίου ως τις 18 Νοεμβρίου στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Στις 10 και 11 Οκτωβρίου η παράσταση θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο των 53ων ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ στη Θεσσαλονίκη.

Πότε ξεκίνησες να γράφεις σε περιοδικά;
Ήμουν 20, πριν από 12-13 χρόνια. Στην αρχή έγραφα πιο περιστασιακά, μετά πιο μόνιμα.

Αλλά αν είχες την επιλογή, θα έγραφες μόνο βιβλία.
Ναι. Κοίτα, όταν δε γράφω κάτι για θέατρο, μου λείπει. Το έχω σπουδάσει. Είναι η γλώσσα που θεωρώ ότι ξέρω. Από άποψη μορφής, ύφους, περιεχομένου, είναι εκεί που νιώθω ότι το ‘χω περισσότερο. Ενώ στο πεζό πάω με ανασφάλεια ότι ανά πάσα στιγμή θα φάω τα μούτρα μου πάρα πολύ άσχημα. Στο θέατρο πάω πιο σίγουρα. Αλλά ακριβώς επειδή έχω αυτή τη σιγουριά, δεν με εξιτάρει πια τόσο πολύ. Μου είναι σαφώς πιο εύκολο. Δηλαδή την «Πισίνα» την έγραψα σε ένα διάλειμμα από τους «Αχινούς» που ήθελα να αδειάσει το κεφάλι μου.

Πόσο καιρό σου πήρε να γράψεις τους «Αχινούς»;
Δυόμιση χρόνια. Είχα παρατήσει τα πάντα. Ούτε «φριλάτζες» έπαιρνα, είχα φύγει απ’ όλα τα περιοδικά, δεν έκανα τίποτα άλλο.

Δεν φοβήθηκες μήπως δεν ξαναβρείς δουλειά μετά;
Ούτως ή άλλως μέχρι τότε δούλευα κυρίως freelance. Ήμουν σε μια φάση που δούλευα πολλά διαφορετικά πράγματα, πληρωνόμουν ούτε από τα μισά και είχα κουραστεί γιατί σκεφτόμουν ότι ξυπνούσα το πρωί και αναλωνόμουν σε μαλακίες, για τις οποίες πολλές φορές δεν πληρωνόμουν. Οπότε είπα να πάνε να γαμηθούν όλα και κάθισα και το έγραψα. Σκέφτηκα ότι αυτό έχω ανάγκη, ότι το χρωστάω στον εαυτό μου. Οπότε το έκανα. Φυσικά μου τελείωσαν όσα λεφτά είχα στην άκρη πάρα πολύ γρήγορα. Με ζούσαν οι φίλοι μου, καμιά φορά οι γονείς μου, καμιά φορά ο πρώην σύζυγός μου, γενικά με ζούσαν οι άνθρωποι, με τάιζαν, με πήγαιναν θέατρο, μου πλήρωναν τα ταξί.

Άρα σε αγαπάνε οι άνθρωποι του κύκλου σου.
Ναι, μ’ αγαπάνε και με στήριξαν πάρα πολύ σε όλο αυτό κι ας τους έκανα τη ζωή πάρα πολύ μαύρη. Παρ’ όλα αυτά ήταν εκεί. Αυτό το βιβλίο έχει πολλούς ανθρώπους από πίσω. Οπότε χαίρομαι που έχει πάει καλά. Για το βιβλίο που είναι, δεν θεωρώ δηλαδή ότι είναι mainstream, θα έλεγα ότι είναι στριφνό, έχει πάει πολύ καλά.

«Όλοι εμείς που κάνουμε κάτι δημιουργικό, είναι σαν να μπαίνει στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο ένα φίλτρο, που δεν το αγοράζεις με τίποτα. Κάπως μας θρέφει αυτό. Δεν ξέρω αν θα το άλλαζα με το να ζούσα μία άνετη ζωή χωρίς αυτό που αλλάζει κάπως το saturation των πραγμάτων. Μπορεί να με παιδεύει, αλλά μου αρέσει. Νιώθω ότι με οδηγεί στο να ζω μία ενδιαφέρουσα ζωή, να μην την αφήνω απλώς να περνά.»

Η ζωή σου πώς ήταν όσο έγραφες το βιβλίο;
Καύλα! Απίστευτη καύλα! Ζωάρα! Αν εξαιρέσεις βέβαια ότι υπήρχαν μέρες που δεν είχα να φάω. Κανονικά δεν είχα να φάω. Πήγαινα στο σουβλατζίδικο που με ξέρουν και έλεγα «παίζει κανένα σουβλακάκι;» Ευτυχώς εδώ είναι η γειτονιά μου οπότε κερνούσαν αβέρτα. Δηλαδή και η γειτονιά βοήθησε στους «Αχινούς». Αλλά πόσο ωραίο ήταν που καθόμουν και παιδευόμουν! Πρώτη φορά μου έδωσα την πολυτέλεια να δουλεύω μέχρι το βράδυ μία μόνο πρόταση αν ήθελα. Ενώ παλιά ήμουν «α, σήμερα πρέπει να βγάλω 3000 λέξεις». Πρώτη φορά έλεγα «στ’ αρχίδια σου όλα». Πράγματι νομίζω ότι δεν υπάρχει εκεί μέσα μία πρόταση που τώρα θα κουνούσα. Είναι οικοδομημένο μέχρι αηδίας. Το οποίο μπορεί τελικά να έχει κάνει κακό στο κείμενο, μπορεί να είναι ένα πολύ εγκεφαλικό πράγμα, δεν ξέρω. Αλλά ξέρω ότι είναι η πρώτη φορά που αν γύριζα πίσω, δεν θα άλλαζα κάτι. Είναι αυτό που είναι.

Κάτι μου λέει ότι ανυπομονείς να περάσεις ξανά όλη αυτό το λούκι.
Σαν τρελή αυτό θα ‘θελα.

Και στη διαφημιστική πως βρέθηκες;
Καταλαβαίνεις ότι μετά από δυόμιση χρόνια γραψίματος, τα χρέη είναι πιο πολλά από τις αμαρτίες μου. Στην αρχή σκόπευα να το κάνω για λίγους μήνες, για να κάνω κανονικές διακοπές το καλοκαίρι μετά από πολλά χρόνια. Αλλά η ζωή τα έφερε έτσι που με βλέπω να μένω.

Θα μείνεις μέχρι να μην μπορείς να μείνεις άλλο.
Κάπως έτσι θα πάει.

«Αν δεν πικραίνομαι από κάτι, αν δεν διεγείρομαι από αυτό, μάλλον δε με αφορά. Οπότε βαριέμαι να το γράψω. Επίσης έχω παρατηρήσει ότι αρχίζω και γράφω για πράγματα που δε μπορώ να καταλάβω. Γράφοντάς τα προσπαθώ να βρω μια άκρη.»

Έγραφες από μικρή;
Ναι, είμαι από αυτά τα βλαμμένα που κανείς δεν τα έκανε παρέα και ήταν πάντα στην απ’ έξω, οπότε αναγκάζονταν να παρατηρούν τους ανθρώπους, να ακούν τι λέγεται κι επειδή κανείς δεν τους έλεγε κανένα μυστικό, να έχουν τις κεραίες ανοιχτές για να καταλάβουν ποιος τα ‘χει με ποιον, ποιον θάβουν κλπ. Αν με βάλεις τώρα σε ένα χώρο μπορώ να σου πω σε δευτερόλεπτα τι παίζει με τον κόσμο γύρω μου. Αυτό κάνω στα μπαρ, όταν θέλω να φλερτάρω ή απλά να μιλήσω: «εσύ είσαι αυτός, κάνεις αυτό» και μένει ο άλλος. Εξασκήθηκα πάρα πολύ στο να προσπαθώ να ανακαλύψω τι σκέφτονται οι άλλοι.

Με λίγα λόγια μικρή ήσουν σπασικλάκι.
Πάρα πολύ. Μεγάλωσα σε ένα τρελά μικροαστικό περιβάλλον και ήμουν ένα παιδί που διάβαζε συνέχεια. Δεν ξέρω πως άρχισε αυτό. Μάλλον από τρελή απομόνωση. Ξέφευγα με το διάβασμα, σε βαθμό που αν με χτυπούσες ενώ διάβαζα, δεν θα αντιδρούσα. Χανόμουν τελείως. Μπορεί και να ήταν ελαφριάς μορφής σύνδρομο Άσπεργκερ. Οι καλύτερες ώρες της μέρας μου ήταν αυτές του απόλυτου χασίματος. Ντάγκλα κανονική. Και μετά χανόμουν στις δικές μου ιστορίες. Μου ήταν κάπως βαρύ γενικά το περιβάλλον και όταν χανόμουν, αλάφραινα και δημιουργούσα ιστορίες.

Και πότε άρχισες να τις βάζεις σε χαρτί;
Κάποια στιγμή στο δημοτικό άρχισα να γράφω κάτι ιστοριούλες τρομερά μαύρες, συνεχώς κάποιος πέθαινε ή ψυχορραγούσε. Νταρκίλα σκέτη. Φυσικά ντρεπόμουν να τις δείξω. Ήμουν σε ένα περιβάλλον που οι άνθρωποι δούλευαν και έβλεπαν τηλεόραση, οι συμμαθητές μου έβλεπαν «Λάμψη» κι εγώ ήμουν ο περίγελως επειδή διάβαζα βιβλία. Δεν ήταν ένα περιβάλλον στο οποίο μπορούσες να εκφραστείς, να δείξεις ότι δημιούργησες κάτι. Κάποια στιγμή συμμετείχα κρυφά σε ένα διαγωνισμό διηγήματος όπου πήρα το βραβείο – στην Κέρκυρα όλα αυτά. Ο πατέρας μου δεν πίστευε ότι το έγραψα εγώ και με έβαλε τιμωρία, νόμιζε ότι το είχα κλέψει από κάπου. Αυτή τη μη-πίστη του πατέρα μου νομίζω ότι την πληρώνω ακόμη. Τώρα ολισθαίνουμε σε ψυχανάλυση…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Τέλος πάντων, νομίζω ότι από τον παππού μου αγάπησα τις ιστορίες. Ήταν ναυτικός και γυρνούσε όλο τον κόσμο, ο μόνος στην οικογένεια που δεν έκανε κάτι συμβατικό. Με λάτρευε και μάλλον ήμουν ο μόνος άνθρωπος που τον καταλάβαινε. Ήταν τρομερό ότι ήμασταν στο χωριό, σε αυτό το πολύ μικρό μέρος στη βόρεια Κέρκυρα και υπήρχε ένας άνθρωπος που με ταξίδευε, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι γενικώς δεν «νογάγανε», όπως λέμε στην Κέρκυρα. Ο παππούς ήταν πάντα τρομερά κομψός, φορούσε τζιν με γυρισμένα τα ρεβέρ, λευκό τισέρτ και μπλε μπερέ και γυρνούσε πάντα ξυπόλητος με το πιο έξυπνο και ερωτικό βλέμμα του κόσμου. Ήταν ο μόνος άνθρωπος μέσα στην οικογένεια με τον οποίο μπορούσα να ανταλλάσσω ιστορίες. Είχε πάρα πολύ ζωή μέσα του και όταν βγήκε στη σύνταξη, μαράζωσε και μέσα σε 4-5 χρόνια άρχισε να τα χάνει και να γράφει γράμματα προς εμένα με χρονολογίες πριν γεννηθώ. «Καλή μου Αλεξάνδρα» με χρονολογία 1975, δέκα χρόνια πριν γεννηθώ, «σήμερα περάσαμε τη διώρυγα του Σουέζ». Μου έγραφε τις ιστορίες του και κάπως ένιωθα ότι αυτόν τον άνθρωπο τον έφαγε τελικά η κοινωνική σύμβαση. Μπορεί αυτό να είναι το γαμώτο μου στη ζωή. 

Μιας και οι δύο είμαστε παιδιά της επαρχίας, δεν πιστεύεις ότι είναι ωραία που μεγαλώσαμε μακριά από την Αθήνα;
Εντάξει, η επαρχία σου δίνει μία κοινωνική εμπειρία την οποία τα παιδιά της Αθήνας δεν την έχουν. Έχουν μεγαλώσει σε έναν άλλο κόσμο και πρέπει να τους εξηγείς συνεχώς πως είναι η ζωή μακριά από εδώ. Εσύ το νιώθεις, ας πούμε ότι εμείς δεν πέφτουμε τόσο από τα σύννεφα με ακραίες συμπεριφορές τύπου Χρυσή Αυγή; Γιατί εγώ δεν πέφτω από τα σύννεφα. Απλώς βλέπω αυτό που έχω βιώσει στην επαρχία. Στην Αθήνα ήρθα για να ζήσω ως άγνωστη μεταξύ αγνώστων, όπως ακριβώς θέλω. Δηλαδή νομίζω ότι η Αθήνα για εμάς είναι λίγο σαν καταφύγιο.

Δηλαδή το μεγάλωμα στην επαρχία το έχεις στο μυαλό σου μόνο με αρνητικό πρόσημο;
Ας τα ζυγιάσουμε. Μεγάλωσα στη φύση, ναι. Αγαπώ τη φύση; Όχι, τη σιχαίνομαι. Θα ήθελα να είχα στερηθεί τη φύση προκειμένου να πάω σε ένα καλύτερο σχολείο, σε μία πόλη πιο ανοιχτή όπου θα ένιωθα πιο ελεύθερη; Ναι, σαφώς, στ’ αρχίδια μου η φύση. Από την άλλη είναι η κοινωνική εμπειρία, οπότε δεν θα έγραφα τα ίδια πράγματα. Ίσως να μην έγραφα καθόλου. Νιώθω ότι έχω ένα εφόδιο, και στο γράψιμο και ως άνθρωπος, που άλλοι το στερούνται. Είναι, όμως, πολύ τραυματική, ρε γαμώτο, η ελληνική επαρχία. Στους «Αχινούς» οι περισσότεροι ήρωες είναι παιδιά της επαρχίας που έχουν έρθει να βρουν καταφύγιο εδώ. Τελικά όμως το χωριό σε ακολουθεί παντού.  

«Αυτό που άλλαξε με το παιδί είναι ότι πια δεν έχω την πολυτέλεια του βυθίσματος και της αυτοκαταστροφής. Σαφώς μου λείπει. Από την άλλη, δεν ξέρω που θα ήμουν… Αποκτάς αναγκαστικά μία κανονικότητα. Που όμως δεν σου στερεί, μωρέ, κιόλας κάτι. Καλώς ή κακώς σε βάζει σε ένα πρόγραμμα.»

«Γράφεις πάντα αυτό που ξέρεις, που έχεις ζήσει» έλεγε ο Μπάροουζ. Αυτό έκανες με τους «Αχινούς» και την «Πισίνα»;
Με την «Πισίνα» συνέβη κάτι τρομερά αστείο. Πρώτα το έγραψα και μετά έγινε πραγματικότητα. Είναι η ιστορία ενός τύπου που χτίζει μια ημιπαράνομη βίλα για τα παιδιά του, να την έχουν και να την εκμεταλλεύονται. Σκέφτηκα την ιστορία πριν από 4-5 χρόνια. Τη μέρα που έγινε η πρεμιέρα εδώ, ο μπαμπάς μου δεν μπορούσε να έρθει γιατί υπέγραφε το συμβόλαιο να χτίσει μια τέτοια βίλα! Η οποία στο έργο είναι προφανώς σύμβολο ότι ο πατέρας δεν πιστεύει στα παιδιά του, που είναι και οι δύο καλλιτέχνες, οπότε τους χτίζει τη βιλίτσα για να τους φτιάξει το μέλλον. Όλο αυτό των γονιών μας ότι θα μας εξασφαλίσουν γιατί εμείς δεν έχουμε μέλλον. Που μάλλον δεν έχουμε δηλαδή, οπότε μπορεί να έχουν και κάποιο δίκιο. Με όλο αυτό θέλω να πω ότι διαισθητικά το έβλεπα να έρχεται. Οπότε προφανώς όταν το έγραφα δεν ήταν δική μου ιστορία, νόμιζα ότι περισσότερο έγραφα για τους φίλους των γονιών μου σε σχέση με τα παιδιά τους. Τελικά έγραφα για τους γονείς μου. Στους «Αχινούς» όλοι οι ήρωες έχουν ένα κομμάτι δικό μου. Όμως έτσι δεν πάει; Όλοι οι ήρωες που έχουν γραφτεί στην ιστορία της λογοτεχνίας είναι πτυχές του χαρακτήρα του εκάστοτε συγγραφέα. Από κει και πέρα είναι και πολλοί δικοί μου άνθρωποι μαζί. Είναι διάφοροι μικροί Φράνκενσταϊν. Αν δεν πικραίνομαι από κάτι, αν δεν διεγείρομαι από αυτό, μάλλον δε με αφορά. Οπότε βαριέμαι να το γράψω. Επίσης έχω παρατηρήσει ότι αρχίζω και γράφω για πράγματα που δε μπορώ να καταλάβω. Γράφοντάς τα προσπαθώ να βρω μια άκρη. Στην «Πισίνα», ας πούμε, εγώ ήμουν από την πλευρά των παιδιών, των λογικών πλασμάτων του σήμερα, τα οποία έχουν σπουδάσει, έχουν προσπαθήσει, και από την άλλη είναι η πλευρά των γονιών μας, αυτή η γενιά που λειτουργεί μόνο με το θυμικό, μόνο με την αγάπη, χωρίς καμία λογική. Ήθελα να βάλω τον εαυτό μου απέναντι σε αυτό το πράγμα που μου τη δίνει στον πατέρα μου. Ήταν τρομερά ενδιαφέρουσα η διαδικασία γιατί για να το γράψω καλά έπρεπε να του δώσω δίκιο. Ποιο είναι το δίκιο του σε όλο αυτό, για το οποίο εγώ θέλω να του σπάσω το κεφάλι; Ήθελα να δω πού θα βγάλει αυτή η σύγκρουση.

Και πού έβγαλε τελικά; Είναι εύκολο μεγαλώνοντας να σταματήσει κανείς να θέλει να «σκοτώσει» τους γονείς του;
Πιστεύω ότι θέλει δουλειά για να το κάνεις αυτό. Αλλά γίνεται. Ειδικά αν βρεθείς στη θέση του ανθρώπου που πρέπει να μεγαλώσει έναν άλλο άνθρωπο. Εκεί καταλαβαίνεις τους γονείς σου, τα στραβά τους και τα καλά τους. Πράγματα που πριν τα είχες μυθοποιημένα, λες ώπα, κάτσε, σιγά τα ωά. Και πράγματα που τα είχες πολύ δεδομένα, λες πω πω ρε φίλε…

Είναι αυτό που είχε πει ο Λάρκιν, έτσι; “They fuck you up, your mum and dad. They may not mean to, but they do”.
Αυτό είναι στο πρόγραμμα της «Πισίνας», αν σου λέει κάτι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Οι δικοί σου διαβάζουν αυτά που γράφεις;
Δεν το συζητάμε ποτέ. Ξέρω ότι όταν παίζονταν οι «Ηρωίδες» η μαμά μου ντρεπόταν λίγο. Κάποια στιγμή ήρθε στην Αθήνα και μου έλεγε «εντάξει πια, όλα θα τα πεις με αυτό το σίριαλ;» Εκείνη την ώρα έπαιζε ένα καθημερινό χαζοσίριαλ, οπότε της είπα «δηλαδή θα προτιμούσες να έγραφα αυτό;» Και μου λέει ναι. Το επόμενο πρωί την παίρνει ένας συνάδελφός της που τον εκτιμά πολύ και της λέει «τι ωραία πράγματα έγραψε χθες το βράδυ η κόρη σου!» και τη θυμάμαι, ενώ κρατούσε το τηλέφωνο, γύρισε και με κοίταξε σαν να ήμουν άλλο παιδί, επειδή κάποιος της είπε μπράβο, οπότε αυτό για το οποίο ντρεπόταν, άρχισε να το βλέπει αλλιώς. Για τους «Αχινούς» όχι απλά δεν έχει γίνει συζήτηση, δεν ξέρω καν αν το έχουν αγοράσει.

Μιας και είπες για τις «Ηρωίδες», θυμάμαι να παίζει πολύ εκεί έξω πριν από τρία χρόνια ότι η Αλεξάνδρα Κ* με τη σειρά της σώζει την υπόληψη της ελληνικής τηλεόρασης.
Έλα μωρέ τώρα, μαλακίες, δημοσιογράφοι είμαστε, ξέρουμε πώς πάει το πράγμα. Εντάξει, χαιρόμουν για τα καλά λόγια, αλλά μόνο εγώ ξέρω τα ψυχοσωματικά που έπαθα για να βγάλω αυτό το σίριαλ.

Το κεφάλι σου δεν πήρε καθόλου αέρα;
Όχι, απλά επειδή όλο αυτό έγινε με πολύ αγώνα, ένιωσα ανακούφιση. Σαφώς πήρα αυτοπεποίθηση από όλη αυτή την ιστορία. Εννοείται όμως ότι δεν διάβαζα όσα γράφονταν γιατί φοβόμουν μην πέσω σε άσχημα που με βρίζουν, ακόμη κι επειδή έχω σακούλες στα μάτια. Είμαι άνθρωπος που είχε παλιότερα την τάση να ευχαριστεί με κάποιο τρόπο όποιον τον κράζει. Δηλαδή με κράζεις γιατί τα μαλλιά μου είναι κόκκινα και τα θέλεις πράσινα; Θα τα βάψω πράσινα για να με αγαπήσεις κι εσύ. Ήξερα λοιπόν ότι αν μπω στη διαδικασία να διαβάσω τι γράφεται, θα αλλάξει και το σενάριο. Αν διάβαζα ότι το σενάριο είναι αργό, θα περνούσε μέσα μου όσο κι αν θα το αρνιόμουν και θα προσπαθούσα να το κάνω πιο γρήγορο. Οπότε εκείνους τους μήνες δεν διάβαζα τίποτα. Σαφώς όμως κέρδισα αυτοπεποίθηση γιατί είδα ανθρώπους που εκτιμώ να επενδύουν πάνω μου. Ήξεραν ότι είναι ρίσκο αλλά είχαν την καύλα να κάνουν κάτι που γουστάρουν. Ήταν ωραία συγκυρία.

Ως προς την αυτοπεποίθηση, λοιπόν, «έγινες». Ως προς την τσέπη σου;
Ήταν 2015. Είχαν ήδη τελειώσει τα καλά λεφτά της ελληνικής τηλεόρασης. Σκέψου ότι ως ηθοποιός δεν πληρώθηκα ποτέ. Δώσαμε αγώνα για να πάρει ο κόσμος τα λεφτά του. Και δεν τα πήραν καν όλοι.

Το high του να είσαι μπροστά από την κάμερα ήταν μεγάλο;
Όχι, αλήθεια. Δεν μου λείπει καθόλου. Μου αρέσει πολύ η συνθήκη του γυρίσματος, τρελαίνομαι να είμαι εκεί, αλλά όχι να παίζω. Είχε ένα high και ταυτόχρονα τεράστιο low το να ηγούμαι εγώ όλου αυτού του πράγματος. Με διέλυσε σωματικά και ψυχολογικά. Άγχος, πίεση, μάτωνε η μύτη μου, είχα νευρώσεις στο στομάχι…

Σαν να μην πέρασες και πολύ καλά δηλαδή.
Η τηλεόραση είναι λίγο σαν νύχτα. Γάμησέ τα. Αν ξανασχοληθώ με το άθλημα, θα ήθελα απλά να πουλάω τις ιδέες μου και να φεύγω.

«Είμαι από αυτά τα βλαμμένα που κανείς δεν τα έκανε παρέα και ήταν πάντα στην απ’ έξω, οπότε αναγκάζονταν να παρατηρούν τους ανθρώπους. Εξασκήθηκα πάρα πολύ στο να προσπαθώ να ανακαλύψω τι σκέφτονται οι άλλοι.»

Στην Αθήνα πόσα χρόνια ζεις;
Ήρθα 21, έφυγα στα 23, από τα 24 είμαι μόνιμα. Σπουδές έκανα στη Θεσσαλονίκη, θεατρολογία και ΚΘΒΕ, μετά στη Νέα Υόρκη για ένα χρόνο και μετά επέστρεψα εδώ ήδη έγκυος. Από τότε έχω στεριώσει.

Πόσο επηρεάζει τη δημιουργικότητα το να έχεις ένα παιδί μέσα στα πόδια σου;
Σου δίνει μία άλλη ανάγνωση του κόσμου. Προσωπικά με βούτηξε σε βάθη που δεν ξέρω αν θα έφτανα.

Έγινες άλλος άνθρωπος μετά τη γέννα;
Έχω κάνει προσπάθειες να είμαι αυτή που ήμουν. Πρακτικά είναι εξαιρετικά δύσκολο. Είναι σχεδόν αδύνατο. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά στ’ αλήθεια γνωρίζεις τον κόσμο από την αρχή. Δε μπορείς να είσαι ο ίδιος. Αυτό έχει να κάνει με τη θέαση του κόσμου. Υπάρχει και το άλλο, κάτι πρακτικό: φροντίζεις έναν άνθρωπο, κάτι που αυτομάτως σημαίνει ότι εσύ δεν μπορείς πια να χάνεσαι στα σκοτάδια που χανόσουν πριν. Σημαίνει ότι πρέπει να είσαι λειτουργικός. Σημαίνει ότι πρέπει να έχεις μία δουλειά και να βγάζεις κάποια λεφτά γιατι έχεις έναν άνθρωπο να ταϊσεις. Σημαίνει πρακτικά ζητήματα που σε κρατάνε αναγκαστικά στην επιφάνεια. Για μένα δηλαδή αυτό που άλλαξε με το παιδί είναι ότι πια δεν έχω την πολυτέλεια του βυθίσματος και της αυτοκαταστροφής. Σαφώς μου λείπει. Από την άλλη, δεν ξέρω που θα ήμουν… Αποκτάς αναγκαστικά μία κανονικότητα. Που όμως δεν σου στερεί, μωρέ, κιόλας κάτι. Καλώς ή κακώς σε βάζει σε ένα πρόγραμμα. Ξέρω ότι θα γράψω από τις 8 το πρωί μέχρι τις 10:30 που θα πάω στη δουλειά. Αν ήμουν μόνη, μπορεί να βολόδερνα όλη μέρα εδώ μέσα και να μην έγραφα λέξη. Ίσως τελικά να είμαι πιο αποτελεσματική τώρα. Κι εντάξει, είναι ένα είδος αγάπης…φανταστικό.

«Τώρα πια προτιμώ να συναντήσω έναν άνθρωπο και να πούμε πέντε βλακείες από το να διαβάσω ένα αριστούργημα. Χωρίς καμία ενοχή. Μου συμβαίνει τα τελευταία δύο χρόνια. Παλιότερα είχα το στιλάκι ότι πόσα να μας πουν οι άνθρωποι, η συμπυκνωμένη σοφία βρίσκεται στα βιβλία. Όχι. Άνθρωποι. Και σε όσο πιο ακραίες καταστάσεις ή περίεργες συνθήκες, τόσο καλύτερα.»

Έχεις το άγχος να μην κάνεις με τη μικρή τα ίδια λάθη που έκαναν οι δικοί σου με σένα;
Ω ναι! Άνθρωποι σαν κι εμένα που δεν τα έχουν λυμένα με τους δικούς τους, προσπαθούν μερικές φορές να κάνουν το εντελώς αντίθετο. Το οποίο, ως γνωστόν, θα φέρει το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα. Οπότε θα γίνει η κόρη μου σαν τους γονείς μου και τα παιδιά της σαν εμένα. Προσπαθώ πάντα αυτό που με άγει και με φέρει σε σχέση με το παιδί να είναι η αγάπη. Σκέφτομαι μακροπρόθεσμα. Τη σκέφτομαι σε 20 χρόνια στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή να λέει για μένα. Οπότε προσπαθώ να είμαι καλή.

Πάντα σκεφτόσουν μακροπρόθεσμα ή από τότε που απέκτησες παιδί;
Μακροπρόθεσμα μόνο για το παιδί και το πώς είμαι εγώ απέναντί του. Για τη δική μου ζωή δεν σκέφτομαι καθόλου έτσι.

Δεν μπορεί, είναι αλληλένδετα αυτά τα δύο.
Καπνίζω δύο πακέτα τη μέρα. Δεν έχω μεγάλες απαιτήσεις. Δεν ξέρω μωρέ, έτσι είμαι. Πάντως σε σχέση με το παιδί, προσπαθώ απλά να μην την τραυματίσω. Να μην πω τη μαλακία που θα σκέφτεται σε 20 χρόνια και θα λέει «πω πω η μάνα μου εκείνη τη μέρα που έκανα το λάθος κουλουράκι, με απέρριψε». Είναι τρελά κλισέ όλα αυτά, ε;

Καλά ηρέμησε, όλο αυτό που ζούμε ένα κλισέ δεν είναι;
Γενικά η ανθρώπινη φύση είναι ένα τρομερά κλισέ πράγμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Έχεις δώσει στην κόρη σου να διαβάσει κάτι δικό σου;
Ναι και δεν της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Της ψιλοάρεσε ένα παιδικό μου βιβλίο, ένα άλλο το βαρέθηκε, ένα άλλο δεν το πολυκαταλάβαινε και το άφησε για αργότερα – παπάρια, διαβάζει Χάρι Πότερ 500 σελίδες και δεν μπορούσε να διαβάσει τις 30 δικές μου;

Πάμε άλλη μία για να σιγουρευτώ ότι λες αλήθεια: θα ήθελες όντως να έρθει «αύριο» η στιγμή που θα λες ότι είσαι μόνο συγγραφέας;
Ναι. Τώρα, πάντως, συνήθως λέω ότι γράφω και κάνω και κάτι άλλο. Μετά είναι η ερώτηση «τι γράφεις;». Οπότε λέω ότι γράφω πεζό, θέατρο και κάνω κάποιες δουλειές είτε σε περιοδικά είτε σε διαφήμιση. Ακόμη το «συγγραφέας» το ψιλοντρέπομαι. Καμιά φορά το λέω. Εξαρτάται από τη φάση, πόσο έχω πιει, αν προσπαθώ να πουλήσω μούρη ή όχι…

Δουλεύοντας τόσες ώρες, έχοντας κι ένα παιδί και αποφεύγοντας την καταβύθιση, όπως λες, υπάρχει fun μέσα σε όλο αυτό;
Κοίτα, έτσι και χάσω το fun, θα πεθάνω. Έχω δουλέψει 15 ώρες σερί; Ακόμη και ψυχαναγκαστικά θα μπω στη διαδικασία να φτιαχτώ, να γίνω άνθρωπος και να έχω έστω 1-2 ώρες fun τη μέρα, απολύτως δικές μου. Αν δεν έχω αυτό, χάνω τελείως τον εαυτό μου. Πρόσεξε όμως κάτι: όταν γράφω, δεν έχω καμία ανάγκη το fun. Μπορώ να ξυπνάω και να κοιμάμαι με το γράψιμο, περνάω διαβολεμένα καλά. Τώρα όμως που ζω καθημερινότητα υπαλλήλου, το έχω τρομερή ανάγκη.

Πότε θα ξεκινήσεις να γράφεις κάτι καινούριο;
Εδώ και ένα χρόνο ξέρω τι θέλω να γράψω. Είναι μυθιστόρημα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο. Διαβάζω γι’ αυτό. Αλλά δεν είναι σωστές οι συνθήκες. Θέλει ηρεμία, να κάτσω σπίτι μου και να γράψω σοβαρά. Τώρα πρέπει να μπουν σε ένα δρόμο πολλά πρακτικά πράγματα για να μπορέσω κάποια στιγμή να το κάνω.

Άρα δεν έχεις το άγχος του χαμένου χρόνου, μη σου φύγει μία καλή ιδέα.
Το είχα παλιά. Τελικά οι ιδέες που είναι να μείνουν, μένουν. Την ιδέα για την «Πισίνα» την είχα πριν από 5 χρόνια και ξαφνικά μου ‘σκασε μόλις είδα ότι η Πειραματική δέχεται προτάσεις, μόλις μία εβδομάδα πριν το deadline.

Ούτε το άγχος της διάσπασης προσοχής σε απασχολεί;
Δεν είμαι ο άνθρωπος που ενώ δουλεύει θα κάτσει να δει τι γίνεται στο facebook. Κλείνω τα πάντα. Ειδικά το facebook δεν το ανοίγω ποτέ στον υπολογιστή, βαριέμαι. Το διατηρώ βέβαια. Κάποιες φορές γράφω μερικές εξυπνάδες, όταν θέλω λίγη επιβεβαίωση, ότι με αγαπάνε 150 άνθρωποι που έχουν κάνει like και δεν το θυμούνται καν, όπως κάνουμε όλοι μας.

«Η τηλεόραση είναι λίγο σαν νύχτα. Γάμησέ τα. Αν ξανασχοληθώ με το άθλημα, θα ήθελα απλά να πουλάω τις ιδέες μου και να φεύγω.»

Εκνευρίστηκες όταν δεν μπορούσες να κρατήσεις στο facebook το «Αλεξάνδρα Κ*»;
Ναι, κυρίως γιατί τώρα ξέρουν όλοι το «Κατσαρού» και πρέπει κάθε φορά να λέω σε συνεντεύξεις ή δημοσιεύματα, «μην βάλετε Κατσαρού, βάλτε Κ*».

Πώς ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία;
Καλά, προφανώς και είχα daddy issues. Το «Κ» το έχω από 24 χρονών, όταν έβγαλα το πρώτο μου παιδικό βιβλίο. Δεν προλάβαινα να το σκεφτώ πάρα πολύ, πήγαινε για τύπωμα και έπρεπε να βάλουν όνοματεπώνυμο στο εξώφυλλο. Και λέω γάμα το, θα το κάνουμε «Αλεξάνδρα Κ». Με αστερίσκο, γιατί μου άρεσε τρελά τότε μία φράση που δεν θυμάμαι ποιος την έχει πει, ίσως ο πρώην σύζυγός μου, ότι όλοι είμαστε υποσημειώσεις στο έργο του Καβάφη.

Έχοντας κάνει πέντε πράγματα μέχρι σήμερα, έχεις μεγαλύτερες προσδοκίες πια από τον εαυτό σου; Αν το επόμενο βιβλίο σου δεν πουλήσει τίποτα, θα ξενερώσεις;
Δεν το έχω σκεφτεί. Εδώ όμως έρχεται η επαρχία που με βοηθάει να μπορώ να μετρήσω ανά πάσα ώρα και στιγμή τη χειρότερη πιθανή εκδοχή αποδοχής αυτού που κάνω. Δηλαδή οι «Αχινοί» περίμενα να πουλήσουν 100 αντίτυπα.

Ποιον κοροϊδεύεις; Μετά τις «Ηρωίδες» δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό.
Κι όμως, θα μπορούσε αν οι 50 πρώτοι που το πήραν γιατί μπορεί να με ήξεραν από το σίριαλ, άλλο κοινό δηλαδή, έλεγαν σε άλλους 50 ότι «παιδιά δεν είναι η Αλεξάνδρα Κ* που ξέρουμε αυτή, γάμα το, μην το πάρεις».

Πούλησε όμως και πουλάει ακόμη. Άρα θα το ντιλάρεις αν το επόμενο είναι φλόπα;
Μωρέ δεν έχω ποτέ high hopes για αυτά που γράφω. Τώρα το συνειδητοποιώ αυτό.

Δεν πιστεύεις ότι είσαι η καλύτερη συγγραφέας στον κόσμο όταν τελειώνεις ένα κεφάλαιο που σου αρέσει;
Υπάρχουν μέρες ή μάλλον ώρες ή μάλλον λεπτά που έχω αυτό το παραλήρημα μεγαλείου. Υπάρχουν όμως κυρίως οι μήνες που απλώς έχω ένα φραγγέλιο και φραγγελιάζομαι. Ξέρεις τι συνειδητοποιώ τώρα, όσο σου μιλάω; Μαλάκα, κάνουμε βαριά ψυχανάλυση αυτή τη στιγμή. Μέχρι στιγμής δε σου έχω πει κάτι που να είναι μία πολύ σαφής, μασίφ άποψη για κάτι. Το οποίο παίζει να οφείλεται στο ότι ωριμάζω και βλέπω και τη μία και την άλλη πλευρά. Κατανόηση για όλα.

Νιώθεις λίγο σαν να χάνεις το edge σου αυτή τη στιγμή;
Αυτό συμβαίνει; Χάνω το edge μου;!

Στην πραγματικότητα δεν έχεις αυτό το άγχος.
Όχι, αλλά μόλις μου το δημιούργησες. Μπράβο ρε συ Μίχο, ευχαριστώ. Και τώρα τι θα γράφω; Καταστροφή ρε φίλε.

Αλεξάνδρα, η ωριμότητα είναι καλό πράγμα. Αλλιώς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα μεγαλώνοντας το fun να ταυτιστεί με το fomo.
Ίσως, τι να πω. Εγώ νιώθω ότι αν δεν με τροφοδοτήσω με μία ωραία ιστορία, με έναν ωραίο άνθρωπο, με μία ωραία συζήτηση, με μία ωραία γνωριμία, με ένα ωραίο ποτό, δεν θα βγάλω την επόμενη μέρα. Δεν έχει να κάνει με fomo αλλά με τροφοδότηση. Αν μετά τη δουλειά πάω να πιω ένα ποτό, τρεις άγνωστοι θα μου πουν την ιστορία της ζωής τους. Δεν ξέρω πώς το προκαλώ, πάντως είμαι ο άνθρωπος που θα κάτσει στο μπαρ και θα περάσουν όλοι να κάνουν ψυχανάλυση. Φυσικά όταν ξέρω ότι είμαι σε περίοδο που χρειάζομαι ιστορίες, τις ρουφάω. Γίνομαι βρυκόλακας. Σκέψου ότι τώρα πια προτιμώ να συναντήσω έναν άνθρωπο και να πούμε πέντε βλακείες από το να διαβάσω ένα αριστούργημα. Χωρίς καμία ενοχή. Μου συμβαίνει τα τελευταία δύο χρόνια. Παλιότερα είχα το στιλάκι ότι πόσα να μας πουν οι άνθρωποι, η συμπυκνωμένη σοφία βρίσκεται στα βιβλία. Όχι. Άνθρωποι. Και σε όσο πιο ακραίες καταστάσεις ή περίεργες συνθήκες, τόσο καλύτερα. Όσο μεγαλώνω αυξάνεται η περιέργειά μου για τους ανθρώπους.

Παίζει όλο αυτό να έχει να κάνει και με το ότι έχεις ένα νέο άνθρωπο όλη μέρα στο σπίτι σου;
Δεν το έχω συσχετίσει. Μπορεί να έχει να κάνει και με το γράψιμο. Μπορεί αν δεν έγραφα, να μην έψαχνα τόσο λυσσαλέα τις λεπτομέρειες.

Έχεις σκεφτεί ότι η ζωή σου μπορεί να ήταν πολύ πιο απλή αν δεν είχες μπλέξει με τον διάολο του γραψίματος;
Φυσικά, θα ήμουν πάρα πολύ πλούσια. Αν δεν είχα αυτό το πράγμα να με τρώει, θα έβαζα μπρος ωραιότατες επιχειρηματικές ιδέες και θα είχα λεφτά.

Τελικά ποιος περνάει καλύτερα; Ο καλλιτέχνης, ο συγγραφέας που «φραγγελιάζεται», όπως λες, ή ο καλοβαλμένος της διπλανής πόρτας που τον νοιάζει μόνο που θα πιει το επόμενο κοκτέιλ;
Πιστεύω ότι όλοι εμείς που κάνουμε κάτι δημιουργικό, είναι σαν να μπαίνει στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο ένα φίλτρο, που δεν το αγοράζεις με τίποτα. Εμείς ακόμη και το βρωμοσάντουιτς που θα φάμε το βράδυ, ότι θα δούμε μια κοπέλα να το φτιάχνει και μπορεί να μας πει κάτι, μπορούμε να του δώσουμε μία άλλη διάσταση, ακόμη κι αν δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Κάπως μας θρέφει αυτό. Δεν ξέρω στ’ αλήθεια αν θα το άλλαζα με το να ζούσα μία άνετη ζωή χωρίς αυτό το φίλτρο που αλλάζει κάπως το saturation των πραγμάτων. Μπορεί να με παιδεύει, αλλά μου αρέσει. Νιώθω ότι με οδηγεί στο να ζω μία ενδιαφέρουσα ζωή, να μην την αφήνω απλώς να περνά. Και που λες νιώθω ότι έχουμε κάνει μία συνέντευξη που δεν σου έχω πει τίποτα. Στη θέση σου θα είχα φρικάρει. Εσύ νιώθεις δηλαδή ότι έχεις πέντε points;

Εγώ νιώθω ότι δεν έχω κανένα point.
Εμ, αυτό σου λέω!

Μα το point είναι ότι δεν έχω point, άλλωστε μην ξεχνάς ότι ήρθα χωρίς ατζέντα.
Πάντως είναι μαλακία η ατζέντα και το κάνετε όλοι.

Ποιοι όλοι; Οι άντρες δημοσιογράφοι;
Όχι, και οι γυναίκες. Το έχω παρατηρήσει. Ξέρω ότι θα έρθει ο τάδε, τον κόβω και ξέρω αυτομάτως πως σκέφτεται για μένα.

Εγώ πως σκέφτομαι για σένα;
Εσύ δεν έχω ιδέα πως διάολο σκέφτεσαι για μένα. Αν και με έχεις φίλη στο facebook, δεν μπορεί να μην είχες από πριν μια άποψη.

Όχι ιδιαίτερα, δεν ξέρεις ότι είναι έτσι φτιαγμένος ο αλγόριθμος του facebook που άμα δεν κάνεις like στον άλλο, δε σου τον βγάζει στο timeline;
Ώστε ήρθες εδώ tabula rasa. Και φεύγεις χωρίς να έχουμε πει τίποτα.

 

ΥΓ1
(Η Αλεξάνδρα μετά από 15 λεπτά πατάει μόνη της το record)

Λοιπόν, τα πρακτικά της «Πισίνας», ώρα μία και μισή, Τρίτη 2 Οκτωβρίου, στο πέμπτο κονιάκ: Είναι μία ιδέα που είχα πέντε χρόνια πριν. Γράφτηκε σε μία εβδομάδα. Σκεφτόμουν να αποσύρω την πρόταση στο Εθνικό, δεν μου άρεσε το έργο, μου φαινόταν παλιακό γιατί έχει πρώτη, δεύτερη, τρίτη πράξη και η ιστορία κυλάει κανονικά. Ένιωθα ότι αυτό είναι κάτι πολύ κακό για το σύγχρονο θέατρο. Ευτυχώς δεν το απέσυρα, γιατί σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να είμαι πολύ τρελή με το θέμα. Είναι η ιστορία ενός συνταξιούχου του ελληνικού δημοσίου ο οποίος κηρύσσει ανεξάρτητο κράτος την ημιαυθαίρετη βίλα του που έχει χτίσει για τα παιδιά του. Στην πραγματικότητα η ιστορία είναι η σύγκρουση θυμικού δικαίου και λογικής, τα δύο στοιχεία στα οποία εγώ χωρίζω την ελληνική κοινωνία, η ήττα της δικής μας γενιάς, η ήττα της προηγούμενης, δύο ήττες δηλαδή αλληλοσυγκρουόμενες. Ποιος κερδίζει; Κανείς.

ΥΓ2
(Η Αλεξάνδρα μετά από 10 λεπτά πατάει ξανά το record)

Αυτό που ακούμε στο ράδιο είναι Δαλιδά, Ιταλίδα γεννημένη στην Αίγυπτο. Ερωτεύτηκε τον Λουίτζι Τένκο. Ένας τραγικός έρωτας. Ο Λουίτζι Τένκο αυτοκτόνησε όταν τον απέρριψαν στους προκριματικούς του Σαν Ρέμο. Ήταν μία εβδομάδα πριν παντρευτούν.

ΥΓ3
(Η Αλεξάνδρα μετά από 10, ίσως και 20 λεπτά πατάει ξανά το record)
Τα πρώτα μου λεφτά τα έβγαλα γράφοντας διαφήμιση για την Καλομοίρα. Τα δεύτερά μου λεφτά τα έβγαλα γράφοντας το λόγο που έβγαλε η Έλλη Κοκκίνου στα γενέθλιά της. Πριν από αυτά δούλευα σε ένα αριστερό περιοδικό, απλήρωτη. Έχω γράψει απλήρωτη ρεπορτάζ για την απλήρωτη εργασία.


Η παράσταση «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας» της Αλεξάνδρας Κ* θα ανέβει από τις 17 Οκτωβρίου ως τις 18 Νοεμβρίου στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Στις 10 και 11 Οκτωβρίου η παράσταση θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο των 53ων ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ στη Θεσσαλονίκη.
Στις 8 Νοεμβρίου θα παρουσιαστεί στο Διεθνές Φεστιβάλ Σύγχρονου Θεάτρου στο Μπρασόβ της Ρουμανίας.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).