popaganda_cave_2

Όταν κυκλοφόρησε το πέμπτο άλμπουμ του μαζί με τους Bad Seeds, εκεί πίσω στο Σεπτέμβρη του 1988, πριν από 25 ολόκληρα χρόνια δηλαδή, το οποίο φαντάζει μεν σαν μία μικρή αιωνιότητα, ο Νικ Κέιβ βρισκόταν σε μια παράδοξα δημιουργική τροχιά, διακατεχόταν από έναν πυρετό να κάνει ένα σωρό πράγματα και ο τόπος, ο χρόνος και η πνευματική του κατάσταση εκείνη την εποχή τον έσπρωχναν βίαια προς αυτή την κατεύθυνση.

Πριν από λίγα χρόνια είχε αφήσει πίσω του την προηγούμενή του μπάντα, τους Birthday Party, μια διονυσιακή περίπτωση μουσικής καλλιτεχνίας που υπήρξε κατά συρροή βρώμικη, αλήτικη, καθαρτική, αναρχική και απρόβλεπτη. Κανείς δεν ήξερε που θα μπορούσε να πάει από εκεί και πέρα ο “Σπηλιάς πλην του ιδίου. Εκείνος λειτούργησε με την απλή λογική: πλησίασε τις ρίζες του, τις ρίζες του ροκ εν ρολ, τις ρίζες όλων όσων ακούμε ακόμη και σήμερα.

Αγκάλιασε τα blues και όλους τους ήρωες της βασικής στρατιάς των δικών μας μουσικών ηρώων. Βουτήχτηκε επίσης μέχρι το λαιμό στις σκοτεινότερες πτυχές της country μουσικής, ανοίγοντας τα μάτια όλων των οπαδών της ροκ σε ήχους που κρύβονταν επιμελώς στο υπογάστριο της αμερικανικής ηπείρου και σε γεωγραφικές ζώνες που γοήτευσαν πολλούς με τα μυστικά τους μα προέτρεψαν σαφώς λιγότερους να τις επισκεφθούν.

Κάτι σε όλη αυτή την ιστορία με την country διήγηση και τους χαρακτήρες της φάνταζε απόκοσμο σε εμάς τους Ευρωπαίους, ελαφρώς «διεστραμμένο» και η συνολικότερη απόφαση του ακροατηρίου του Κέιβ ήταν λίγο «μακριά κι αγαπημένοι», ακούμε και παρατηρούμε εκ του μακρόθεν…

popaganda_cave

Ο οποίος Νικ Κέιβ είχε αφήσει εδώ και πολλά χρόνια πίσω τη γενέτειρά του Μελβούρνη, μέχρι πρότινος κατοικούσε στο Λονδίνο αλλά τώρα πια αποκαλούσε σπίτι του το Βερολίνο. Ο παιδικός του φίλος Μικ Χάρβεϊ εξακολουθούσε να βρίσκεται πλάι του, και ο νέος του κολλητός ονομαζόταν Μπλίξα Μπάργκελντ.

Παρέα δούλευαν σε ένα μπαρ, με τον πρώτο να φροντίζει για τη μουσική και τον δεύτερο να γεμίζει τα ποτήρια πίσω από τη μπάρα. Ένας τρίτος φίλος του Κέιβ εκείνη την εποχή ήταν η ηρωίνη, που σαν κηροζίνη έτρεχε στις φλέβες του και τον έσπρωχνε να γράφει και να γράφει και να συνθέτει μουσική, έως και να κάνει το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη (με τη μπάντα του είχε κάνει ένα πέρασμα στα θεϊκά Φτερά Του Έρωτα του Βιμ Βέντερς.

Ενώ πρωταγωνίστησε στο GhostsOf TheCivil Dead του Τζον Χίλκοτ για το οποίο είχε γράψει και το σενάριο μαζί με ένα άλλο φιλαράκι του από τους Αντίποδες, τον Χιούγκο Ρέις). Έγραψε επίσης το And The Ass Saw The Angel, ένα βιβλίο που μεταχειρίζεται τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη και η Βίβλος, λεπτομέρεια που καθιστά προβληματική την ανάγνωσή του στην αυθεντική του έκδοση από κάποιον μη Αγγλόφωνο.

Και μέσα σ’ όλα αυτά, κάπου ανάμεσα στο Αύγουστο του 1987 και τον Ιανουάριο του 1988, μπαινοβγαίνει σε στούντιο στο Βερολίνο, στο Λονδίνο και στο Richmond της Αυστραλίας και ηχογραφεί το πέμπτο του άλμπουμ που ονόμασε Tender Prey και που κοιτάζοντάς το μετά από όλα αυτά τα χρόνια (25 τον αριθμό, πολλά το δίχως άλλο αν και δε ζάρωσαν παρά μόνο ελάχιστα το πρόσωπό του, ενώ τον εμφύσησαν με περισσότερη λυρική σοφία και μουσική μαεστρία) διαπιστώνει κανείς κάτι που έχει προ πολλού έχει καθιερωθεί σαν στοιχειώδες αξίωμα σε σχέση με τη συνολική δισκογραφία του.

Σε αυτόν το δίσκο περιέχεται το “The Mercy Seat”, μια σπαρακτική αφήγηση ενός κατάδικου που ετοιμάζεται να καθίσει στην ηλεκτρική καρέκλα, το κομμάτι κορυφώνεται και κορυφώνεται και κορυφώνεται κι αφήνει στο τέλος του τον ακροατή εξαντλημένο, λες και του έχει ρουφήξει ολόκληρη τη ζωή

Δεν είναι ο καλύτερός του δίσκος, είναι όμως ένα καίριο σταυροδρόμι όπου αφήνει πίσω του την τραχύτητα της έκφρασής του και βρίσκει τρόπους να πει τα ίδια πράγματα, με την ίδια ένταση, με τις ίδιες άβολες εικόνες στη στιχουργική του του, μα με διαφορετικούς ερμηνευτικούς βηματισμούς. Σηματοδότησε θα λέγαμε την απαρχή μιας ωριμότερης φάσης του Κέιβ, όπου οι συνθέσεις του έλεγαν σκληρότερες ιστορίες σε ηπιότερο μουσικό φόντο.

Το Tender Prey συνεισέφερε δύο μόνο κομμάτια στην Best Of.. συλλογή του Κέιβ που κυκλοφόρησε δέκα χρόνια αργότερα: το ένα είναι το “Deanna”, που αναφέρεται σε μία κοπέλα που γνώριζε στα εφηβικά του χρόνια πίσω στην πατρίδα και το άλλο το “The Mercy Seat”, μια από τις κορυφαίες στιγμές του κι ένα διαμάντι που γυαλίζει μέσα στον ωκεανό των δεκάδων, εκατοντάδων τραγουδιών του.

Μια σπαρακτική αφήγηση ενός κατάδικου που ετοιμάζεται να καθίσει στην ηλεκτρική καρέκλα, το κομμάτι κορυφώνεται και κορυφώνεται και κορυφώνεται κι αφήνει στο τέλος του τον ακροατή εξαντλημένο, λες και του έχει ρουφήξει ολόκληρη τη ζωή μέσα από τον εκτελεστικό του παροξυσμό και το μεγαλείο της αφηγηματικής του άρθρωσης.

Είναι το κομμάτι που δεν ξεχνά να παίζει ακόμη και σήμερα στις συναυλίες του, 25 χρόνια μετά και ούτε μια σταγόνα ιδρώτα και κόπωσης δεν κυλάει στο μέτωπό του, το κομμάτι που ερμήνευσε κάποια στιγμή ο Τζόνι Κας σε ένα από τα ύστατα άλμπουμ του μπολιάζοντάς το με ακόμη περισσότερη σοφία και κύματα ρίγης στο ήδη μεστό και γεμάτο μπουκέτα αρωμάτων σώμα του.

Με τέτοια εκρηκτική έναρξη, ο δίσκος δύσκολα θα μπορούσε να κρατηθεί στο ίδιο επίπεδο μέχρι το τέλος του, κι αν εξαιρέσει κανείς το προαναφερθέν “Deanna” και το City Of Refuge κάπου εκεί στη μέση, φαντάζει όντως αδύναμο συνολικά. Κι ίσως πράγματι να ήταν, ειδικά στα τέσσερα τελευταία του κομμάτια… Ακόμη κι έτσι βέβαια, παραμένει αρκετά μακριά από το βεληνεκές της πλειοψηφίας των συναγωνιστών και συνοδοιπόρων του.

Όταν κυκλοφόρησε το πέμπτο άλμπουμ του μαζί με τους Bad Seeds ο Νικ Κέιβ, πριν από 25 χρόνια ήταν αυτό να σας υπενθυμίσω, επειδή η μνήμη παρουσιάζει σοβαρά κενά μετά από τόσα χρόνια αλλά συμβαίνουν και κάποια πράγματα που μένουν χαραγμένα στο μυαλό για πάντα και τα θυμάσαι λες και συνέβησαν χτες, εγώ είχα ξεκινήσει να γράφω περί μουσικής δύο με τρία χρόνια νωρίτερα.

Δεν είναι ο καλύτερός του δίσκος, είναι όμως ένα καίριο σταυροδρόμι όπου αφήνει πίσω του την τραχύτητα της έκφρασής του και βρίσκει τρόπους να πει τα ίδια πράγματα, με την ίδια ένταση, με τις ίδιες άβολες εικόνες στη στιχουργική του του, μα με διαφορετικούς ερμηνευτικούς βηματισμούς.

Λίγους μήνες πριν από την κυκλοφορία του δίσκου, και με αφορμή το προηγούμενό του Your FuneralMy Trial, το γκρουπ είχε έρθει στην Αθήνα για μια ακόμη συναυλία, επειδή από τότε ήταν που τους είχαμε αγκαλιάσει εδώ στην Ελλάδα και είχαμε μπει στο πετσί της ουσίας της μουσικής τους, πολύ πριν αντιληφθούν αλλού πόσο ξεχωριστό είναι αυτό που κάνουν.

Θα θυμάμαι πάντα τη στιγμή που άκουσα το “The Carny” να παίζεται ζωντανά σ’ εκείνο το live, ακόμη κι αν δεκάδες ακόμη στιγμές από συναυλίες του Κέιβ θα προσπαθήσουν να κλέψουν εκείνη τη θέση στη μνήμη μου. Λίγες ώρες νωρίτερα, είχα κληθεί να πάω στο ξενοδοχείο του και να του πάρω συνέντευξη. Πήγα κι εγώ, λίγο σαν το πρόβατο στη σφαγή.

Δεν ήμουν καν 20 χρονών ακόμα, κι εκείνος είχε ζήσει τρεις ζωές ήδη…  Με έσωζε λίγο το θάρρος, λίγο το θράσος, λίγο η άγνοια του κινδύνου. Ήμουν σίγουρος πάντως ότι ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Νικόλας θα με κατάπινε, και δεν θα έβγαινε και τίποτε αξιόλογο να δώσω στο περιοδικό. Περιμέναμε λοιπόν να δώσει το σήμα ο Αρχηγός να αρχίσουν να ανεβαίνουν ένας ένας οι δημοσιογράφοι στο δωμάτιό του για τις συνεντεύξεις.

“Από λεπτό σε λεπτό θα ξεκινήσουμε” μας διαβεβαίωνε ο Δάσκαλος (aka Χρήστος Δασκαλόπουλος) που είχε αναλάβει το ρόλο του διαμεσολαβητή. Περνούσαν τα λεπτά και οι ώρες και τελικά ποτέ δεν ξεκινήσαμε… Ο Κέιβ έμεινε απλά στο δωμάτιό του κοιτάζοντας το ταβάνι. Πώς τα κατάφερνε λοιπόν και μέσα σε μία τέτοια κατάσταση μυαλού έβγαζε τέτοιους δίσκους; Ποιος μπορεί να πει ότι έχει την εξήγηση; Μάλλον η απάντηση είναι μία και μοναδική: επειδή είναι ο Νικ Κέιβ, να γιατί!