Σαν ήρωας των ταινιών του έμοιαζε. Απ’ αυτούς τους τύπους που κάθονται στις σκιές, μ’ ένα ποτό και καπνίζουν, παρατηρούν όσο η μπάντα παίζει, και μέσα τους κοχλάζει μια αδιευκρίνιστη ορμή, ένα μπούχτισμα απ’ τον κυνισμό του κόσμου, μια δύναμη που μαζεύει σαν ελατήριο να δώσει μια να τα μπατάρει όλα. Ή να γελάσει να πνίξει τον ήχο, μ’ ένα γέλιο που ξεσπάει πρώτα απ’ τα μάτια του, κι ύστερα ηχεί και τρέχει γάργαρο μέσα απ’ τα σωθικά του. Σαν ήρωας νουάρ παραμυθιού, απ’ αυτά με την πολλή την κάπνα, τη βία και τη σκληράδα, να κάνει κόρτε στο συναίσθημα που σε τρομάζει και σε γοητεύει. Που βασικά σε τρομάζει *επειδή* σε γοητεύει. Τον ίδιο τον Τριανταφυλλίδη πιθανότατα δεν τον τρόμαζε, αλλά διάολε, ήξερε να το κάνει να τρομάξει εσένα.

Απ’ την πρώτη του ταινία μέχρι την τελευταία που είδαμε, τους Αισθηματίες, και πιθανότατα μέχρι κι εκείνη που έχουμε να δούμε ακόμη, το αμοντάριστο ντοκιμαντέρ του για τον ΠΑΟΚ, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης ένα πράγμα διακήρυττε: την αγάπη του γι’ αυτόν τον άνθρωπο που τού την έφερε η ζωή, που έστησε όλες τις μάρκες της τριγύρω του να τον περικυκλώσει, κι ύστερα του κρέμασε μπροστά στη μάπα του έναν καθρέφτη, να τού δείχνει μόνο όλα του τα στραβά, εκτός από μια γωνίτσα εκεί στην άκρη στη θαμπάδα. Ν’ αφήνει ν’ αχνοφαίνεται ένα είδωλο από μια αγάπη άπιαστη, στρεβλή, που θα τον απελευθερώσει μόνο καταστρέφοντάς τον.

Σ’ ένα καμπαρέ που έμοιαζε όχι να έχει βγει, αλλά να έχει εκπέσει απ’ το μεταφυσικό, νιχιλιστικό σύμπαν του David Lynch, ο Τριανταφυλλίδης έκανε την πρώτη του μεγάλου μήκους βόλτα. Εκεί, που μεσ’ στη μυρωδιά της νοσηρότητας και την κάπνα της ανομίας, κυκλοφορούσαν όλοι οι εκλεκτοί του φίλοι: ο Απόστολος Σουγκλάκος με παπιγιόν και σμόκιν, ο Κώστας Γκουσγκούνης με μαστίγιο και φιλοσοφικά τσιτάτα, ο Blaine Reininger με μαύρα γυαλιά και τσακισμένα δάχτυλα, ο ανώνυμος μπράβος με την τρυφερή, σάπια καρδιά, όλοι τους πιόνια ενός αμείλικτου Χάρυ Κλυν, νταβατζή με πάθος για τα δερμάτινα και έφεση στον σαδισμό. Σαν μια urban, εσωτερικών χώρων εκδοχή του Μπλε Βελούδου, το Ράδιο Μόσχα (1995) ήταν η ταινία που σύστησε το ασυμβίβαστο βλέμμα του Νίκου Τριανταφυλλίδη στο ελληνικό κοινό, κι ήταν η πρώτη φορά που ο νεαρός τότε προκάλεσε την αμηχανία που θα προκαλούσαν κι όλες οι άλλες του δουλειές, εντός κι εκτός κινηματογράφου, στο κοινό μιας χώρας που προτιμούσε (κι εξακολουθεί) να κρύβει τις ένοχες απολαύσεις του κάτω απ’ τη μοκέτα της πολιτικής ορθότητας.

Η αλλεργία του στην πολιτική ορθότητα όμως, ήταν που τον είχε ιντριγκάρει και στο μικρού μήκους ντεμπούτο του: ένα ντοκιμαντέρ για τον Σκοτσέζο μουσικό του τίτλου, με τους προκλητικούς στίχους για την παιδοφιλία, την νεκροφιλία και διάφορες άλλες διαστροφικές -φιλίες, επικεντρωμένο στο σκάνδαλο που ξέσπασε γύρω απ’ το όνομά του, όταν η Betty Page του NME τον ισοπέδωσε με το μηδέν της βαθμολογίας της, και τη φεμινιστική της μήνη, το Momus – Amongst Women Only (1992), ήταν το ντοκιμαντέρ που έφερε για πρώτη φορά τον Τριανταφυλλίδη αντιμέτωπο με την ολοκληρωτική απόρριψη του έργου του. Εκείνη την εποχή «έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα κρούσματα του politically correct, πασπαλισμένα με μια σταλινική φεμινιστική υστερία» θυμόταν ο Τριανταφυλλίδης μιλώντας για το Momus, που ο θρύλος λέει πως έκλεινε με μια σκηνή ευνουχισμού, την οποία έφαγε η μονταζιέρα του London Film School, όπου και παρουσίασε το φιλμ του ως εργασία. «Δεν άρεσε καθόλου, στη σχολή την βρήκαν εξοργιστική, και οι Pet Shop Boys, που είχαν έρθει να τη δουν, τη βρήκαν αηδιαστική: “Nicolas, this is a piece of shit!”», είχε πει.

Ο Τριανταφυλλίδης επέδειξε τη μόνη συμπεριφορά που θα ακολουθούσε και σ’ όλη του την υπόλοιπη ζωή: δε μάσησε, και προχώρησε για άλλα. Το Τα Σκυλιά Γλείφουν την Καρδιά μου, ήταν η μεσαίου μήκους ταινία που τσιμέντωσε τη σχέση του Τριανταφυλλίδη με τον Blaine Reininger των Tuxedomoon. Στο ρόλο του ντετέκτιβ σ’ ένα νοσταλγικό φιλμ-νουάρ γαλλικής κοπής, ο Blaine κοκκινίζει τα ασπρόμαυρα καρέ με το αίμα της πληγωμένης του καρδιάς, κι ο Τριανταφυλλίδης παντρεύει τον Γκοντάρ και τον Μελβίλ με τον Νίκο Νικολαΐδη, και μέσα απ’ την ιστορία δυο ανδρών που παρασέρνουν ο ένας τον άλλο στον καταστροφή, για την αγάπη μιας γυναίκας που είναι ήδη νεκρή, ο σκηνοθέτης βρίσκει το δρόμο προς την Εδέμ της φιλμογραφίας του: την φλογερή κάθαρση του εξαγνισμού, δια της συναισθηματικής αυτοπυρπόλησης.

Όταν γύρισε στην Ελλάδα για να γυρίσει το Ράδιο Μόσχα (1995), ο Τριανταφυλλίδης αποφάσισε να ξεμπερδέψει μια και καλή με το βάρος του οικογενειακού του ονόματος: έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον πατέρα του, και τίναξε τη σκιά του από πάνω του, αποκαλύπτοντας όχι απλώς μια πρωτοφανή ερμηνευτική πτυχή του Βασίλη Τριανταφυλλίδη, αλλά μια εκδοχή πρακτικά εξωγήινη για την περσόνα του Χάρυ Κλυν. Η ταινία του, ειλικρινής στην πολυσυλλεκτικότητά της, αλλά και πιστή στο πάθος του Τριανταφυλλίδη για την αντικουλτούρα, αποξένωσε αρκετά τους κινηματογραφικούς μηχανισμούς της χώρας, ώστε να την αφήσουν εκτός του επίσημου προγράμματος του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, παραμερίζοντάς την απ’ το διαγωνιστικό, και εξοβελίζοντάς την στο «Πληροφοριακό Τμήμα». Παρ’ όλα αυτά, η ταινία ταξίδεψε σε μπόλικα φεστιβάλ εκτός Ελλάδος, κι επέστρεψε για να αποσπάσει το Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού για Καλύτερο Πρωτοεμφανιζόμενο Σκηνοθέτη, μερικούς μήνες μετά.

Η στενή επαφή του Τριανταφυλλίδη με τον ερμηνευτικό θρύλο που ήταν ο Ντίνος Ηλιόπουλος στη διάρκεια των γυρισμάτων του Ράδιο Μόσχα, οδήγησε στη συνεργασία τους για την τηλεοπτική μεταφορά του διηγήματος του Νικολάι Γκόγκολ, Το Παλτό. Γυρισμένη σε φιλμ για λογαριασμό της ΕΡΤ, η τηλεταινία του Τριανταφυλλίδη εκτός από μια ανατρεπτική, cyberpunk ανάγνωση του κειμένου που έγραψε ο Γκόγκολ το 1842, απαθανάτισε και μια ερμηνεία ζωής απ’ τον Ντίνο Ηλιόπουλο, ιδανικά εξισορροπημένη απ’ την επιβλητική –και τελευταία ερμηνευτική—εμφάνιση ενός άλλου θηρίου της υποκριτικής, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Η ιστορία του μοναχικού αποθηκάριου, που προσπαθεί να πείσει έναν παροπλισμένο ράφτη να τού φτιάξει το παλτό των ονείρων του, μπορεί να προέκυψε ουσιαστικά χάρη στον διακαή πόθο του Ηλιόπουλου να ενσαρκώσει τον χαρακτήρα, ταίριαζε όμως ιδανικά στο αφηγηματικό σύμπαν του Νίκου Τριανταφυλλίδη, ένα σύμπαν ανθρώπων που παρ’ ό,τι έχουν περάσει όλη τους τη ζωή βλέποντας τις ελπίδες τους να σκορπάνε στον άνεμο του χρόνου, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι εκείνη η θαμπή υπόσχεση της ευτυχίας δεν θα τους προδώσει στο τέλος του δρόμου.

Με την επόμενή του δουλειά, ο Τριανταφυλλίδης επέστρεψε στην ταινία τεκμηρίωσης, στήνοντας ένα απ’ τα πιο τρυφερά κι αγαπησιάρικα, αλλά ταυτόχρονα νηφάλια κι ειλικρινή μουσικά ντοκιμαντέρ στη μεγάλη ιστορία των μουσικών ντοκιμαντέρ, στρέφοντας την κάμερά του ξανά στον Blaine Reininger. Αυτή τη φορά για να αποτυπώσει στεγνή από συναισθηματισμούς και συμβιβασμούς την ιστορία των Tuxedomoon στο Tuxedomoon: No Tears (1998), με αφορμή την επετειακή συναυλία της μπάντας στον Λυκαβηττό.

Αμέσως μετά, ο Τριανταφυλλίδης παρουσίασε την πιο αμφίσημη δουλειά του, το Μαύρο Γάλα (1999), μια υπερφιλόδοξη trashy σάτιρα που προσπαθούσε να ακροβατήσει ανάμεσα στην υστερία του cult και το σουρεαλισμό της avant garde, κι ύστερα επέστρεψε στο ντοκιμαντέρ με  το μνημειώδες Screamin’ Jay Hawkins – I Put a Spell on Me (2001), ένα πορτρέτο όχι μόνο του τεράστιου Αμερικανού μουσικού, αλλά και της προσωπικότητας που επεκτεινόταν πίσω απ’ την περσόνα των δίσκων και των συναυλιών. Πριν τελειώσουν τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ, ο Hawkins πέθανε από ανεύρυσμα, ίσως και ν’ άφησε όμως κάτι πίσω του: «Τελικά, ο Screamin’ Jay μου έδωσε την κατάρα και την ευλογία του» θα έλεγε αργότερα ο Τριανταφυλλίδης. «Μου το είχε πει ο Rudi από τους Fuzztones τότε: “Αποκλείεται να μη γίνει κάτι κακό. Ό,τι ακουμπά ο Jay πάει κατά διαόλου”. Όντως, παρ’ ότι η ταινία παίχτηκε σε όλο τον κόσμο, κατάφερα να τα κάνω σκατά και να χρεοκοπήσω».

Τον επόμενο χρόνο, κι έχοντας από καιρό βρει στέγη για τα μουσικά του πάθη στο Gagarin 205, o Τριανταφυλλίδης ίδρυσε εκεί και το Φεστιβάλ Cult Ελληνικού Κινηματογράφου: το πιο αναπολογητικά τρασάτο κινηματογραφικό ραντεβού της Αθήνας, το πανηγύρι προβολών του Gagarin έδωσε στον Τριανταφυλλίδη την ευκαιρία να τιμήσει τους θρύλους της ζωής του, τους απόκληρους πρίγκιπες και τις παραπεταμένες βασίλισσες της αντικουλτούρας όπως πραγματικά τους άξιζε. Ο Απόστολος Σουγκλάκος, ο Κώστας Γκουσγκούνης, η Τίνα Σπάθη, η Ελένη Φιλίνη, ακόμη και η Τσιτσιολίνα μεταξύ δεκάδων άλλων, προκαλούσαν χρόνο με το χρόνο αμόκ στους εκατοντάδες εκστασιασμένους φανατικούς, που βρήκαν στην εκρηκτική ανατρεπτικότητα του Τριανταφυλλίδη την ευκαιρία όχι απλώς να αναβιώσουν τις πιο ιδρωμένες, ηδυπαθείς αναμνήσεις τους από δεκαετίες μακράν περασμένες, αλλά να τις βιώσουν με τρόπο που δεν είχαν φανταστεί ποτέ: ποιος θα ξεχάσει το Gagarin να πάλλεται στα ρυθμικά συνθήματα με τα οποία υποδεχόταν ο λαός του τον Γκουσγκούνη, το ντελίριο που προκάλεσαν οι εμφανίσεις της οικογένειας του Γιάννη Φλωρινιώτη, ή την οπαδική προσήλωση που σκόρπιζαν εικόνες απ’ το Χόμπι του ο Βιασμός, οι Άγγελοι Διαστροφής, ή το Εμείς οι Βλάχοι Όπως Λάχει;

To 2013, το Cult Φεστιβάλ του Gagarin μέτρησε την 11η και τελευταία του διοργάνωση – ειρωνικά την ίδια χρονιά που ο Τριανταφυλλίδης παρουσίασε την τρίτη και τελευταία του ταινία μυθοπλασίας. Κι αν το κύκνειο άσμα του φεστιβάλ δεν αποτέλεσε την πιο δυνατή χρονιά του, οι Αισθηματίες του Νίκου Τριανταφυλλίδη ήταν όχι απλώς το αποκορύφωμα της σκηνοθετικής του ευαισθησίας, αλλά μια απ’ τις πιο τρυφερές, γεμάτες όραμα, ικανότητα και συναισθηματική ωριμότητα ταινίες της σύγχρονης ελληνικής κινηματογραφίας. Με την αριστουργηματική μουσική επιμέλεια του The Boy (κκ Αλέξανδρος Βούλγαρης) να επιστεγάζει μια ευλογημένη συναστρία, ο Τριανταφυλλίδης μετέτρεψε το πιο μεστό του σενάριο σε μια μεθυστική αφήγηση υψηλής κινηματογραφικής παιδείας και αισθητικής, που αποδόθηκε υποδειγματικά απ’ το υπερταλαντούχο cast των Δημήτρη Λάλο, Χάρη Φραγκούλη και Ηλιάνα Μαυρομάτη. Ένα σπουδαίο δείγμα σύγχρονης και διαχρονικής κινηματογραφικής οικονομίας, ευστοχίας και φινέτσας, οι Αισθηματίες αποκρυστάλλωσαν με τον καλύτερο, τον πιο αδιαπραγμάτευτο τρόπο την ατάκα που, ετσι όπως την είχε ξεστομίσει στο Ράδιο Μόσχα, στωικός και παραδομένος, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, θα μπορούσε απ’ την πρώτη κιόλας ταινία να συνοδεύει σαν υπότιτλος όλη την φιλμογραφία του Νίκου Τριανταφυλλίδη: «Η ζωή: ένα κορίτσι κι ένα πιστόλι».

Το φθινόπωρο του ’15, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης διαγνώστηκε με καρκίνο. Στους τελευταίους του μήνες, παρέμενε παρών στα κινηματογραφικά φεστιβάλ. Χωμένος βαθιά στην καρέκλα του στα video-rooms της Θεσσαλονίκης, με τα ακουστικά να τον προστατεύουν απ’ την οχλοβοή των περαστικών, έβλεπε ατέλειωτα και ασταμάτητα ταινίες, με μεγαλύτερη ζέση και μανία απ’ αυτή που ρουφούσε τον καπνό απ’ τα τσιγάρα του. Σα να προσπαθούσε να ρουφήξει όσες περισσότερες ιστορίες προλάβαινε. Όσες περισσότερες ζωές προλάβαινε.

Στο τέλος του Ράδιο Μόσχα, στην τελευταία σκηνή της πρώτης ταινίας ενός σκηνοθέτη που θα έπρεπε να έχει κάνει πολύ περισσότερες ταινίες, ο Blaine, κομψός, χαρούμενος, φρέσκος απ’ την δολοφονία του μερικές σκηνές πριν, βάζει τα σκούρα του γυαλιά κάτω από έναν συννεφιασμένο ουρανό. Κι ενώ από πίσω του ο Νιλ Άρμστρονγκ μιλά για βήματα και άλματα, αυτός ρίχνει ένα χαμόγελο κάπου που η κάμερα δεν βλέπει. Και προχωρά προς την επόμενη ιστορία, προς μια επόμενη ζωή. Ένας αστράνθρωπος, ένας ταξιδιώτης του διαστήματος, ένας Gagarin. Ίσως κάπως έτσι να έφυγε κι ο Νίκος Τριανταφυλλίδης. Σαν ήρωας των ταινιών του έμοιαζε.