Νίκος Καζαντζάκης: 140 χρόνια από τη γέννησή του

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902-6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907-9). Την περίοδο 1914-15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της Ελλάδας, τους οποίους είχε σημαδέψει η παρουσία του ελληνικού και χριστιανικού κόσμου, αναζητώντας τη «συνείδηση της γης και της φυλής του». Το 1919, ως γενικός διευθυντής του υπουργείου Περιθάλψεως, ανέλαβε να μεταφέρει στην Ελλάδα από τη Ρωσία (όπου εκδηλώνονταν βίαια οι αλλαγές της Ρωσικής επανάστασης) τους Έλληνες του Καυκάσου. Εκείνο το ταξίδι του ήταν το προοίμιο της συναρπαστικής οδύσσειας του Καζαντζάκη, ο οποίος, κινούμενος από ένα πρωτοφανές στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων αίσθημα ανεστιότητας και εσωτερικής αγωνίας, ταξίδεψε σε πολλές χώρες του εξωτερικού.
Την περίοδο 1922-24 έζησε στη Βιέννη και κατόπιν στο Βερολίνο, ενώ πραγματοποίησε και διάφορα μικρά ενδιάμεσα ταξίδια. Το 1924 πήγε στην Ιταλία και στη συνέχεια επισκέφθηκε την Κρήτη, όπου έμεινε μόνο έως την άνοιξη του 1925, γιατί κατόπιν ταξίδεψε στη Ρωσία προκειμένου να παρακολουθήσει από κοντά τις αλλαγές που συντελούνταν εκεί. Όταν έφυγε από τη Ρωσία επισκέφθηκε την Παλαιστίνη, την Κύπρο, την Ισπανία, την Ιταλία, την Αίγυπτο και το όρος Σινά (1926-27). Τις εντυπώσεις από τις περιηγήσεις του κατέγραψε σε μια σειρά από ταξιδιωτικά ρεπορτάζ (τα ταξίδια του ήταν επαγγελματικά, δημοσιογραφικά) και αργότερα στα αξιόλογα ταξιδιωτικά του βιβλία. Την περίοδο 1927-29 επισκέφθηκε ξανά τη Ρωσία (δύο φορές). Το καλοκαίρι του 1929 εγκαταστάθηκε σε ένα ορεινό χωριό της Τσεχίας, το Γκότεσγκαμπ, στα γερμανικά σύνορα, και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου ταξίδεψε στη Νίκαια της Γαλλίας, απ’ όπου κατέληξε στην Αίγυπτο (1931). Αργότερα επέστρεψε στο Γκότεσγκαμπ, όπου παρέμεινε για λίγο διάστημα πριν ξεκινήσει τα νέα του ταξίδια.
Το 1932 επισκέφθηκε το Παρίσι, την περίοδο 1932-33 την Ισπανία και έπειτα από παραμονή στην Ελλάδα (Αίγινα), το 1935 ταξίδεψε στην Ιαπωνία και στην Κίνα. Τον ίδιο χρόνο επέστρεψε στην Αίγινα, όπου έβρισκε τη γαλήνη, έστω και προσωρινά, ενώ την επόμενη χρονιά πραγματοποίησε ένα ακόμα ταξίδι στην Ισπανία. Εκεί έζησε την τραγωδία του Εμφυλίου πολέμου, τον οποίο αναπαρέστησε στις συγκλονιστικές ανταποκρίσεις του στην εφημερίδα Καθημερινή (αργότερα αποτέλεσαν το β’ μέρος του τόμου Ταξιδεύοντας-Ισπανία). Μετά το τέλος του ισπανικού εμφυλίου επέστρεψε στην Ελλάδα (1937), όπου επιμελήθηκε την έκδοση της Οδύσσειας, η οποία ύστερα από 13 χρόνια συγγραφικού μόχθου είχε φτάσει επιτέλους στην ολοκλήρωσή της (1938). Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος βρήκε τον Καζαντζάκη στην Ελλάδα∙ τα χρόνια της Κατοχής έμεινε αποτραβηγμένος στην Αίγινα. Το 1946 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, το 1949 στην Αντίμπ και το 1957 ξεκίνησε για ένα νέο ταξίδι στην Κίνα και στην Ιαπωνία. Ήταν όμως το τελευταίο∙ αρρώστησε και μεταφέρθηκε στο Φράιμπουργκ, όπου πέθανε.

Ο Καζαντζάκης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα με το αφήγημα Όφις και Κρίνο (1906), το οποίο δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή. Με ψευδώνυμο επίσης (Πέτρος Ψηλορείτης) δημοσίευσε (1910) και το δεύτερο βιβλίο του, την τραγωδία Ο Πρωτομάστορας, αφιερωμένη στον Ίδα (Ίωνα Δραγούμη). Ακολούθησε η συγγραφή ορισμένων τραγωδιών και από τις αρχές του 1925 ο Καζαντζάκης άρχισε να ασχολείται με τη σύνθεση της Οδύσσειας, την οποία ολοκλήρωσε (πρώτη γραφή) στην Αίγινα το 1927. Όπως είναι γνωστό, ο Καζαντζάκης έγραψε το έργο αυτό, που αποτελείται από 33.333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους, συνολικά επτά φορές.
Η υπεράνθρωπη αυτή προσπάθεια διήρκεσε έως το 1938. Το 1927 δημοσίευσε την Ασκητική στο περιοδικό του Δημήτρη Γληνού Αναγέννηση, καθώς και το πρώτο βιβλίο της σειράς Ταξιδεύοντας (Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά). Το 1932 μετέφρασε τη Θεία Κωμωδία του Δάντη (που δημοσιεύτηκε το 1934). Ακολούθησαν τα ταξιδιωτικά Τι είδα στη Ρουσία (1928), Ιαπωνία-Κίνα (1938) και Αγγλία (1941) και τα μυθιστορήματα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (τυπώθηκε το 1946), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1948), Καπετάν Μιχάλης (1953), Ο τελευταίος πειρασμός (1955), Ο Φτωχούλης του Θεού, Αδερφοφάδες (ημιτελές) και Αναφορά στον Γκρέκο (τα δύο τελευταία τυπώθηκαν μετά τον θάνατό του).
Επίσης μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν σε βιβλία και τα κείμενά του για τα παιδιά, που είχαν δημοσιευτεί σε συνέχειες σε περιοδικά καθώς και ορισμένα παλιά κείμενά του (Στα ανάκτορα της Κνωσού). Ένας τόμος ποιημάτων του, οι Τερτσίνες, συμπληρώνει το πολύτομο έργο του. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και τα κριτικά κείμενά του καθώς και ορισμένα ποιήματά του, δημοσιευμένα στα αλεξανδρινά περιοδικά Νέα Ζωή και Γράμματα. Τέλος, στο αλεξανδρινό επίσης περιοδικό Σεράπειον δημοσιεύτηκε και το μονόπρακτο θεατρικό του έργο Κωμωδία ή Τραγωδία. Επίσης, έγραψε τα θεατρικά έργα Νικηφόρος Φωκάς (1927), Χριστός (1928), Οδυσσέας (1928), Μέλισσα (1939), Ιουλιανός (1945), Ο Καποδίστριας (1946) και Σόδομα και Γόμορρα (1949).

Στη συγγραφική δραστηριότητά του περιλαμβάνονται ακόμα τα δοκίμια Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας (1909), H. Bergson (1912), Ιστορία της ρώσικης λογοτεχνίας (1930), Συμπόσιο (1971), αλλά και το ποίημα Τερτσίνες (1960), εκτός της Οδύσσειας που αναφέρεται παραπάνω.
Ο Καζαντζάκης, φαινόμενο μελέτης και αντοχής, ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος πάθος και ανησυχία, που έβρισκε τη λύτρωσή του μόνο στο ταξίδι και στην πνευματική εργασία. «Μια στιγμή να μείνω χωρίς δουλειά, νιώθω τόση πίκρα, τόση (…) απελπισία, που φοβούμαι πως θα πεθάνω» είχε εξομολογηθεί κάποτε. Με τον τρόπο αυτό πολεμούσε το φαρμάκι της ζωής: «Αν δεν κάνουμε το φαρμάκι μέλι, είμαστε χαμένοι∙ γιατί όλα, όλα, εξόν από την καρδιά του δημιουργού, είναι φαρμάκι» (όπως ανέφερε σε επιστολή του στον Παντελή Πρεβελάκη).
Το έργο του Καζαντζάκη χαρακτηρίζεται από ενότητα. Ήδη στο δεύτερο βιβλίο του, τον Πρωτομάστορα, εμφανίζονται οι νιτσεϊκές ιδέες για τον υπεράνθρωπο, που μπορεί να τα βάλει και με την ίδια τη μοίρα του. Ο Νίτσε, ο οποίος ήταν το αντικείμενο διατριβής του για υφηγεσία, επηρέασε βαθύτατα τη σκέψη του. Η Ασκητική, η οποία αποτέλεσε την ιδεολογική και πνευματική βάση όλης της μετέπειτα δημιουργίας του, είναι βαθιά επηρεασμένη από τις ιδέες του Γερμανού φιλοσόφου. Στο έργο αυτό αναπτύσσεται η μέθοδος της ανύψωσης της ανθρώπινης ψυχής, από κύκλο σε κύκλο (εγώ, ράτσα, ανθρωπότητα, Γη, σύμπαν, Θεός), στην ανώτατη κορυφή της τελείωσης, εκεί όπου θα μείνει μόνο πνεύμα, το ελεύθερο πνεύμα.
Τα θέματα που απασχόλησαν τον Καζαντζάκη είναι η ζωή ως μια αδιαίρετη ενότητα, ο έρωτας ως ένα θεμελιακό και απλό στη λειτουργία του κίνητρο ζωής, ο θάνατος, αλλά και, σε μια πρωταρχική διαλεκτική αντίθεση, η μεγάλη σύγκρουση της σάρκας με το πνεύμα. Αυτό τον διχασμό –τον αναπαράστησε με υπέροχο τρόπο στον Ζορμπά– δεν κατόρθωσε να τον ξεπεράσει ο ίδιος ποτέ του. Λάτρευε με πάθος τη ζωή και τη φύση, όπως φαίνεται από την απόλυτα γήινη (και βαθύτατα προσωπική) γλώσσα του, καθώς και τις επιβλητικές, γεμάτες λάμψη και σφρίγος εικόνες του.