Γεννήθηκε ως Λούις Φέρμπανκς (Louis Firbanks) στο Μπρούκλιν. Μέλος διαφόρων ροκ γυμνασιακών συγκροτημάτων, έκανε το δισκογραφικό του ντεμπούτο το 1957 με τους Jades, το οποίο όμως δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση μέσα στην πληθώρα των ανεξάρτητων δίσκων που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια παρακολούθησε στο πανεπιστήμιο μαθήματα ποίησης και δημοσιογραφίας και δημοσίευσε κείμενά του σε διάφορα περιοδικά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και εργάστηκε στην εταιρεία Pickwick Records ως συνθέτης τραγουδιών κατά παραγγελία. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε με τους μουσικούς, με τους οποίους σχημάτισε λίγο αργότερα ένα από τα πιο επιδραστικά συγκροτήματα της εποχής, τους Velvet Underground. Ως τραγουδιστής και συνθέτης ο Ριντ κατηύθυνε το σχήμα από το 1966 έως το 1970, οπότε και αποχώρησε λόγω διαφωνίας με τα υπόλοιπα μέλη.
Το 1971 o Ριντ πήγε στην Αγγλία, απ’ όπου ξεκίνησε τη σόλο καριέρα του. Υπό την καθοδήγηση του Ντέιβιντ Μπάουι ηχογράφησε το άλμπουμ Transformer, που περιέχει το πλέον γνωστό του τραγούδι, «Walk On The Wild Side», και υιοθέτησε μια ιδιαίτερη δημόσια εικόνα. Από εκείνο το σημείο μέχρι σήμερα πέρασε διάφορες φάσεις στην καριέρα του, ορισμένες από τις οποίες υπήρξαν ιδιαίτερα δημιουργικές: Berlin (1973), New York (1988), Magic And Loss (1992), The Raven (2003). Παράλληλα, το 1990, έγραψε από κοινού με τον Τζον Κέιλ τον μουσικό επιτάφιο του Άντι Γουόρχολ (Songs For Drella), ανασυγκρότησε το 1992 τους αυθεντικούς Velvet Underground και συνδέθηκε με τη Λόρι Άντερσον, ένα από τα πλέον ανήσυχα καλλιτεχνικά πνεύματα της Νέας Υόρκης. Ο Ριντ προκάλεσε όσο ελάχιστοι καλλιτέχνες το κοινό με απρόβλεπτες αλλαγές σε εικόνα και ήχο, επηρεάζοντας με τις αστικές ιστορίες του αμέτρητους καλλιτέχνες.