POP_L1004562

Δεν έχει συνηθίσει ακόμα τη νέα της βάση. Το στρατηγείο της βρίσκεται πια στο Κολωνάκι, μακριά από την εκλογική της περιφέρεια και τις πειραιώτικες γειτονιές που μεγάλωσε, έζησε για δεκαετίες κι αγαπά. Αλλά, «είναι κοντά στη Βουλή και τις αυξημένες της υποχρεώσεις». Μας έφτιαξε καφέ, πόζαρε χωρίς παράπονο στο φωτογραφικό φακό, υπήρξε πρόθυμη να πάμε τη συζήτηση όσο χρειαστεί ακόμα κι αν χτυπούσαν τα τηλέφωνα από ραδιόφωνα που ήθελαν να τη βγάλουν στον αέρα.

Αντίθετα, με ότι προκύπτει ίσως από τη δημόσια εικόνα της, η Μαρία Ρεπούση δεν είναι δύσκολη. Είναι όμως καχύποπτη. Και περιζήτητη. Μιλάει εκτός γραμμής, θεωρεί ιερό καθήκον την απαρέγκλιτη υπεράσπιση των θέσεών της και δίνει τίτλους. Που προκύπτουν συχνά πυκνά από κοπτοραπτική πάνω στις δηλώσεις της επιτρέποντας στους επαγγελματίες πατριδέμπορους να της φτιάχνουν προφίλ «εχθρού του έθνους». Γι’ αυτό δίνει πολύ σημασία στην ακριβολογία. Στον «τρόπο που μπαίνουν οι λέξεις η μια μετά την άλλη», ενώ ακόμα προσπαθεί  να καταλάβει πότε απέναντί της (ή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου) βρίσκεται κάποιος «στημένος που ψάχνει ειδησεογραφικό λαγό.

Αναγνωρίζει ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή για να είσαι πολιτικός, πλην όμως δύσκολη και ψυχοφθόρα. Το παρελθόν της στην ανανεωτική αριστερά, τον φεμινισμό, τα κινήματα πολιτών και, φυσικά, το ελληνικό πανεπιστήμιο την οδήγησαν μόλις πέρυσι στην κεντρική πολιτική σκηνή, πιο συγκεκριμένα στην Α’ περιφέρεια του Πειραιά με την Δημοκρατική Αριστερά.

Μίλησε για όλα. Για όσα θεωρεί αυτονόητα αλλά εντούτοις μάχεται καθημερινά γι’ αυτά, για την μετακίνηση προς τα δεξιά της πολιτικής ατζέντας, για το αίνιγμα της Κεντροαριστεράς (η συζήτηση έγινε πριν την κίνηση των 58), για τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση και τις προοπτικές συνεργασίας της με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, για την επικράτηση της κουλτούρας της βίας. Επιβεβαιώνοντας ότι, σ’ αρέσει – δε σ’ αρέσει, είναι η Ελληνίδα Σιδηρά Κυρία. Στην προοδευτική εκδοχή της…

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟΥ

Σήμερα που μιλάμε έχετε ακριβώς 24 μέρες να πείτε κάτι (τελευταία φορά η φράση «τα αρχαία ελληνικά είναι μια νεκρή γλώσσα») που θα προκαλέσει την κοινή γνώμη. Πώς αντέξατε; Αντίθετα απ’ ότι υπονοεί το ερώτημά σας δεν θέλω να προκαλώ. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής πολλές φορές αισθάνομαι ότι δίνω τη μάχη του αυτονόητου. Για τ’ Αρχαία Ελληνικά για παράδειγμα δεν φανταζόμουνα ποτέ το κύμα της λατρείας για την αρχαιογλωσσία που επρόκειτο να ακολουθήσει την παρέμβασή μου στη Βουλή. Θεωρούσα ότι λέω αυτονόητα πράγματα. Ότι η επαφή με την αρχαία ελληνική γραμματεία πρέπει να γίνεται μέσα από μετάφραση διαφορετικά αποκλείονται πολλοί μαθητές από τα αρχαία κείμενα, απομακρύνονται δηλαδή από την αρχαιογνωσία και ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα στο Λύκειο πρέπει να είναι υποχρεωτική για όσους ακολουθούν κλασικές σπουδές και προαιρετική για τις άλλες κατευθύνσεις. Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτή η πρόταση είναι προκλητική. Σε ότι δε αφορά την έκφραση περί νεκρών γλωσσών, έτσι αποκαλούνται οι γλώσσες που δεν έχουν φυσικούς ομιλητές. Αυτό δεν μειώνει την αξία τους. Είναι μια διαπίστωση που μόνον λόγω προκατάληψης ή άγνοιας μπορεί κανείς να αμφισβητήσει. Και τέλος πάντων, αν την αμφισβητήσει θα πρέπει να διατυπώσει επιχειρήματα και όχι να ασκείται στην προγονοπληξία και στον εθνικολαϊκισμό. Θα είχα ενδιαφέρον για ένα επιστημονικό διάλογο για την ιδιαιτερότητα των αρχαίων ελληνικών αλλά οι κορώνες της εθνοκαπηλείας δεν μου λένε απολύτως τίποτα, απλά με ανησυχούν.

Δίνετε την αίσθηση, ότι βρίσκεστε σε κάποιου είδους «αποστολή» να υποστηρίξετε τον δικό σας επιστημονικό ορθολογισμό… Αποκαλείτε αποστολή τη διατύπωση μιας πρότασης που στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα ή επιχειρήματα; Αν είναι έτσι τότε πράγματι βρίσκομαι σε αποστολή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υποστήριξα ότι η αρχαιογνωσία δεν περνά αποκλειστικά από την αρχαιογλωσσία. Κι από πότε ο ορθολογισμός είναι αρνητικός;

Μήπως για τον πολύ κόσμο αυτή υπήρξε άλλη μια καταχώριση στο προσωπικό σας ιστορικό μετά τον περίφημο «συνωστισμό», την απομυθοποίηση του Ζαλόγγου, την αντίθεσή σας στην ποινικοποίηση της άρνησης της γενοκτονίας των Ποντίων και πάει λέγοντας; Υπήρξε σίγουρα για ένα μέρος των ΜΜΕ που διαμορφώνουν και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Δεν ξέρω όμως πόσο πολλοί είναι. Ελπίζω να μην είναι συντριπτικά πολλοί και να υπάρχουν πολίτες που συμφωνούν μαζί μου ή ακόμα και αν δεν συμφωνούν να μου αναγνωρίζουν το δικαίωμα να διατυπώνω την άποψή μου. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ευτυχώς υπάρχουν κι αυτοί. Και όσοι θεωρούν απαραίτητο πριν τοποθετηθούν επί των απόψεων μου να τις έχουν διαβάσει και όχι ν’ ακολουθούν την πεπατημένη της απομόνωσης λέξεων και φράσεων ή ακόμα και την παραποίησή τους.

Δικαιωθήκατε κι από τον δάσκαλο Εμμανουήλ Κριαρά … Δεν θα το έλεγα δικαίωση. Ο κύριος Κριαράς έχει διατυπωμένη πολλά χρόνια την άποψή του, στην οποία μένει σταθερός. Και δεν είναι μόνον ο Κριαράς. Η θέση της γλώσσας στην εκπαίδευσης και η ισορροπία ανάμεσα στην ελληνική γλώσσα και στην αρχαία ελληνική γλώσσα έχει απασχολήσει την αντίστοιχη επιστημονική κοινότητα και είναι συντριπτική πιστεύω η πλειοψηφία που υποστηρίζει αντίστοιχες απόψεις με τον κ. Κριαρά. Μιλάμε όμως για ένα ουσιαστικό διάλογο και όχι για τη συστηματική παραποίηση την οποία παρακολουθούμε παθητικά.

Ναι, αλλά πια δεν δικαιολογείστε να λέτε ότι δεν ξέρετε πώς παίζεται το παιχνίδι. Αν αρχίσω να σκέφτομαι έτσι, ακυρώνομαι. Αν δεν έχω το δικαίωμα να εκφράζω τις απόψεις μου με επιχειρήματα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να είμαι στην πολιτική.

Δεν είναι ανάγκη να μπολιάζουμε την ιστορία με στοιχεία μη ιστορικά. Δεν είναι υποχρεωτικό για να αγαπάμε την πατρίδα μας, να μισούμε όλους τους άλλους.

Προσπαθείτε να διαλύσετε τους εθνικούς μύθους, να αντιτεθείτε στο «εθνικιστικό κιτς» (όπως το έχετε χαρακτηρίσει) και τις εκδηλώσεις του. Υπάρχει άραγε κάποια χώρα που δεν έχει τέτοιους; Έχει γίνει πολύ μεγάλη κουβέντα στο χώρο της δημόσιας Ιστορίας για το ζήτημα των εθνικών μύθων. Όταν συγκροτήθηκαν τα σύγχρονα κράτη, κυρίως το δέκατο ένατο αιώνα, χρειάστηκαν μια συγκεκριμένη εκδοχή της εθνικής ιστορίας τους που θα σφυρηλατούσε ομοιογενή εθνική ταυτότητα, συμβατή με την εθνική πολιτική. Αυτή η ιστορία στηριζόταν στους εθνικούς μύθους. Όμως κατόπιν, ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συντελέστηκαν μεγάλες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται η ιστορία στα δυτικά κράτη, ακριβώς διότι η ιστορία θεωρήθηκε πολύ σοβαρό μάθημα για να ακυρώνεται στο σχολείο. Στοχεύει σε μιας καλύτερης ποιότητας πατριωτισμό μέσα από την ανάπτυξη της ατομικής κριτικής ικανότητας. Δεν είναι ανάγκη να μπολιάζουμε την ιστορία με στοιχεία μη ιστορικά. Δεν είναι υποχρεωτικό για να αγαπάμε την πατρίδα μας, να μισούμε όλους τους άλλους.

Αυτά τα ζητήματα θεωρούνται τελείως μπανάλ σε ένα τραπέζι ιστορικών; Ναι, είναι μια τελείως μπανάλ συζήτηση. Είναι κοινοί τόποι. Ωστόσο, η τρομοκρατία που συναντά κανείς στο δημόσιο λόγο έχει κάνει και την πανεπιστημιακή κοινότητα να σιωπά πολλές φορές. Ο τρόπος που γίνεται ο δημόσιος διάλογος είναι αποτρεπτικός για τον ιστορικό λόγο.

Λέτε συχνά ότι μαθαίνουμε στα παιδιά όλα τα ονόματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων και ποτέ δεν φτάνουμε σε εκείνο το σημείο της ύλης που αφορά τη σύγχρονη ιστορία. Αναρωτιέμαι σε ένα περιβάλλον φοβερής πόλωσης, όπως το σημερινό, πώς θα μπορούσε να διδάσκεται ο εμφύλιος; Γίνεται. Στο επίδικο βιβλίο της Έκτης Δημοτικού για παράδειγμα, στο αντίστοιχο κεφάλαιο υπήρχαν δύο ιστορικές πηγές με αναφορά στον εμφύλιο που ήταν διαφορετικής άποψης μεταξύ τους. Υπήρχε και η προσωπική μαρτυρία μιας γυναίκας που είδε τα δύο παιδιά της να πολεμούν τελικά με διαφορετικούς στρατούς. Με ερωτήσεις και συναφείς δραστηριότητες, τα παιδιά καλούνταν να επεξεργαστούν το φαινόμενο του εμφυλίου και να κατανοήσουν το κλίμα της εποχής. Εδώ έχουν καταφέρει οι Γερμανοί να εντάξουν στα εγχειρίδια της ιστορίας τους το Ολοκαύτωμα, την στιγμή που μέσα στις οικογένειες υπήρχαν παππούδες και γιαγιάδες συνδεδεμένοι με το ναζιστικό καθεστώς.

Παίζει ρόλο στο ύφος και στο είδος της κριτικής που δέχεστε το γεγονός ότι είστε γυναίκα; Νομίζω πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Υπάρχει απίστευτος μισογυνισμός και σεξισμός, ο οποίος απευθύνεται σε γυναίκες όλων των κομμάτων που θεωρούνται κάτι σαν «μάγισσες». Δε μιλάω μόνο για ανώνυμα, αλλά και για επώνυμα σχόλια. Έχοντας περάσει από τα φεμινιστικά κινήματα στο παρελθόν έχω όμως τα εργαλεία για να εξηγήσω το φαινόμενο και να το αντιμετωπίσω.

Σας έχουν απειλήσει ποτέ; Βέβαια, πολλές φορές. Από το 2006 κ έπειτα, από το βιβλίο και μετά δηλαδή, υπήρξε μια τρομερή εισβολή στην προσωπική μου ζωή με πολλές παραβιάσεις και ευθείες απειλές. Με θλίψη μου διαπιστώνω ότι ακόμα και ο προοδευτικός κόσμος τείνει να εθιστεί σε αντίστοιχα φαινόμενα.  Το βιβλίο είχε ξεχαστεί μέχρι που μπήκα στην πολιτική και ανέσυραν το συνωστισμό.

Και μετά αρχίσατε να τους ταΐζετε… Καθόλου δεν τους ταΐζω. Είναι παραμορφωτική εικόνα αυτή.

Δανείζομαι τον τίτλο ενός πρόσφατου άρθρου, «Η μαζοχιστική ηδονή της κυρίας Ρεπούση», στο οποίο ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι χρησιμοποιείτε τα ΜΜΕ με το «τετριμμένο μοτίβο του Άδωνι Γεωργιάδη»… Δεν κατανοώ τη συσχέτιση. Προσπαθώ να ελέγχω την έκθεσή μου στα media για να μην καταλήξω να είμαι κάποια άλλη. Αρνούμαι πολύ συχνά προσκλήσεις για εκπομπές και δεν επιδιώκω να είμαι στο επίκεντρο της δημοσιότητας.  Δεν μπορώ όμως και να σωπάσω και να ξέρετε αυτό μου ζητούν κάποιοι. Επίσης, με εκπλήσσει να αποδίδεται σε μένα το κύμα μίσους και όχι σε εκείνους από τους οποίους εκπέμπεται. Μου θυμίζει τους βιασμούς των γυναικών. Είναι το μοναδικό έγκλημα για το οποίο δήθεν ευθύνεται το θύμα και όχι ο θύτης. …

Στην επόμενη σελίδα: “Μάλιστα κάποιο στέλεχος της ΔΗΜΑΡ έφθασε στο σημείο να προτείνει να μου βάλουν φερμουάρ στο στόμα. Ο εθνικολαϊκισμός υπάρχει σε διαφορετικές δόσεις αλλά οριζόντια.”