Η Δεύτερη Άνοιξη της Πίνα Μπάους
NELKEN / ΦΩΤΟ: OLIVER LOOK

 

 

special-issue-s

 

Σε λίγες μέρες (3-6 Νοεμβρίου) το Sweet Mambo της Πίνα Μπάους για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Πέντε συναντήσεις με τους ανθρώπους που τη γνώρισαν, τους επί πολλά χρόνια συνεργάτες της, τους χορευτές και τις χορεύτριες που τόσο αγαπούσε.

ΚΕΙΜΕΝΟ & ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΟΥΔΙΚΛΑΡΗΣ

27.10.2016

«Απίστευτο αυτό που έχει επιτύχει η Πίνα Μπάους! Βλέπεις υψηλή τέχνη, ταυτόχρονα περνάς υπέροχα, και βγαίνοντας έχεις γίνει καλύτερος άνθρωπος!». Έτσι μου είχε περιγράψει τη δουλειά της άφταστης γερμανίδας χορογράφου ο μέγιστος, ίσως, έλληνας καλλιτέχνης της γενιάς μας, που θα αποφύγω να κατονομάσω εδώ μη γνωρίζοντας αν θα το επιθυμούσε. Τηρούσε κι αυτός, όπως κι εγώ και πολλοί άλλοι, το καθιερωμένο ραντεβού που εδώ και πάνω από 35 χρόνια δίνει το Χοροθέατρο του Βούπερταλ με το κοινό του στο παρισινό Théâtre de la Ville. Η ίδια η Πίνα Μπάους έφυγε από κοντά μας πριν από επτά χρόνια, όμως οι συνεργάτες της εξακολουθούν να τηρούν αυτή την παράδοση.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ πού με βρήκε η αναπάντεχη είδηση του θανάτου της, λακωνικά διατυπωμένη και με ελάχιστες λεπτομέρειες: ήταν 30 Ιουνίου 2009, ήμουν στα τότε γραφεία της ψηφιακής ΕΡΤ, και θυμάμαι να συνειδητοποιώ, παγωμένος, πώς η αναγγελία ενός θλιβερού νέου μπορεί να κλονίζει τα θεμέλια του κόσμου για κάποιους ανθρώπους, ενώ για κάποιους άλλους να μη σημαίνει απολύτως τίποτα.

Γιατί όμως αυτή η τόσο έντονη αίσθηση της απώλειας, για έναν άνθρωπο που δεν γνώρισα, και που σίγουρα δεν αποτελούσε ποτέ κομμάτι της καθημερινότητάς μου; Γιατί ένιωθα κι εξακολουθώ να νιώθω πως μας αφορά τόσο το έργο της; Γιατί, ενώ τα χρόνια περνούν από την μετάσταση της Πίνα, το ενδιαφέρον για το έργο αυτό αυξάνεται διαρκώς, υποχρεώνοντας την ομάδα της σε συνεχείς αναβιώσεις του ρεπερτορίου της και μαραθώνιες περιοδείες; Γιατί πάντα η ατέλειωτη αναμονή και οι χιλιομετρικές ουρές έξω από το παρισινό θέατρο - και όχι μόνο - για ένα εισιτήριο;

Αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει αυτό το αφιέρωμα, που φιλοδοξεί να ξεναγήσει στο σύμπαν της Πίνα Μπάους κάποιον που δεν έτυχε να μυηθεί σε αυτόν, και ενδεχομένως να φωτίσει κάποιες λεπτομέρειες ή να δώσει επιπλέον στοιχεία σε όσους ήδη το γνωρίζουν.

Φυσικά, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Προσπαθώ να φανταστώ, στην αρχή, όταν ούτε καν ο όρος “χοροθέατρο” δεν ήταν οικείος, και μια τριαντατριάχρονη ονόματι Πίνα Μπάους ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του μπαλέτου της Όπερας μιας μικρής, ασήμαντης βιομηχανικής πόλης της Γερμανίας ονόματι Βούπερταλ, ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις του υπερσυντηρητικού επαρχιακού κοινού για το οποίο χορός σήμαινε κάτι που απομακρυνόταν όσο το δυνατό λιγότερο από το κλασικό μπαλέτο, και ξαφνικά αντίκρισαν για πρώτη φορά κάτι σαν αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως το ύφος της δαιμόνιας αυτής χορογράφου.

Θα ήθελα να είχα κάποιο τρόπο να δω τις εκφράσεις τους, το σοκ, την αγανάκτηση, την ενόχληση στα πρόσωπά τους καθώς εγκατέλειπαν την αίθουσα πανικόβλητοι. Όπως συμβαίνει συχνά και με δικούς μας επιφανείς καλλιτέχνες, η αναγνώριση ήρθε από το εξωτερικό. Και όχι μόνο αυτό: η Πίνα Μπάους είναι που έκανε γνωστή εκτός Γερμανίας ακόμα και την ίδια την ύπαρξη του Βούπερταλ - εκείνη το έβαλε, κυριολεκτικά, στον ευρωπαϊκό χάρτη.

Δεν έχω ανάγκη ούτε από ανάλογη φαντασία, ούτε από χρονομηχανή, για να γνωρίζω ποιες ήταν οι αντίστοιχες αντιδράσεις του ελληνικού κοινού. Θυμάμαι ακόμα – πρέπει να ήταν το 2001 – την παράσταση στο Ηρώδειο του 1980 – Μια παράσταση της Πίνα Μπάους: οι μισοί θεατές είδαμε κάτι που μας σημάδεψε δια βίου. Οι άλλοι μισοί είχαν φύγει πριν τελειώσει η παράσταση. Τα άβολα βραχάκια του Ηρωδείου μπορεί να μην ήταν τα καταλληλότερα για μια παράσταση τρεισήμισι ωρών, όμως αυτό δεν δικαιολογεί ούτε την εμφανή αμηχανία, ούτε τους διαρκείς ψιθύρους “Μα αυτό δεν είναι χορός, πότε θα χορέψουν;” (δεν ήταν δα και η πρώτη φορά, παρόμοια συμπτώματα είχαν παρατηρηθεί και στις παλαιότερες εμφανίσεις της ομάδας στην Αθήνα).

Μετά βέβαια, αφού η Πίνα Μπάους έφυγε από τη ζωή και έγινε “η Πίνα”, η ηρωίδα του – τελικώς μεταθανάτιου – ντοκιμαντέρ του Βιμ Βέντερς, ο μύθος του σύγχρονου χορού, όταν έφτασε κι εδώ ο απόηχος της αναγνώρισης που εκείνη ήδη είχε απολαύσει εν ζωή, αυτές οι φωνές σίγησαν ή εκφράζονται πλέον πιο χαμηλόφωνα...

Για να είμαστε δίκαιοι, οι αντιδράσεις που προκάλεσε το έργο της αρχικά, αλλά και για μεγάλο διάστημα, δεν αποτελούν έκπληξη: όταν βλέπει κανείς σήμερα,το 2016, παραστάσεις της που έχουν γίνει είκοσι, τριάντα ή και περισσότερα χρόνια πριν και παραμένουν ρηξικέλευθες, σύγχρονες και πρωτοποριακές ακόμα και σήμερα, είναι δύσκολο να διανοηθεί πώς πρέπει να έμοιαζαν στην εποχή τους – κι εύκολο να καταλάβει γιατί αυτή η γυναίκα είχε κερδίσει το θαυμασμό των πάντων, από το Φεντερίκο Φελίνι μέχρι τον Ντέιβιντ Μπόουι.

pina_bausch-photo-by-wilfried_kru%cc%88ger-opt3

Pina Bausch 1940 – 2009 Φωτο: Wilfried Krüger

Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς γιατί η Πίνα Μπάους άλλαξε το πρόσωπο του σύγχρονου χορού. Δεν νομίζω πως έχω συναντήσει σε κανένα καλλιτέχνη καμιάς παραστατικής τέχνης τη φυσικότητα της δραματουργίας της: μια στάση του σώματος, οι σωματικές διαφορές δύο χορευτών της, μια στιγμή ενός αυτοσχεδιασμού, γεννούσαν σκηνικές καταστάσεις που, χωρίς την παραμικρή επιτήδευση, αποκτούσαν τις διαστάσεις εξ αποκαλύψεως αλήθειας. Χωρίς αυτό που κάνει να είναι απαραιτήτως θέατρο, η δουλειά της υπήρξε το ουσιαστικότερο μάθημα θεάτρου που πήρα ποτέ. Μπορώ να θυμηθώ περιπτώσεις όπου μια απλή έξοδος από τη σκηνή ή μια αλλαγή φωτισμού σε μια από τις δουλειές της, είναι πλουσιότερη σε δραματουργικό περιεχόμενο από παραστάσεις ολόκληρες άλλων ομοτέχνων της.

Στο τοπίο της μεταπολεμικής γερμανικής τέχνης, όπου η αποδόμηση, ο μεταμοντερνισμός, η ειρωνεία κι ο σαρκασμός άνθησαν, αλλά η συγκίνηση σπανίζει τόσο που να αναρωτιέσαι αν απαγορεύεται, η Πίνα δεν δίστασε ποτέ να αγγίξει θέματα ταμπού, να παρουσιάσει αλληγορικά επί σκηνής κοινωνικά χαρακτηριστικά που κανείς δεν ήθελε να δει (με αποκορύφωμα, ενδεχομένως, τη σκηνή με τα αλλεπάλληλα αγγίγματα από το Kontakthof), με τρόπο που έφερνε δάκρυα στα μάτια.

Ο μοναδικός άλλος γερμανός καλλιτέχνης που μπορώ να σκεφτώ να λειτουργεί ανάλογα με το έργο του είναι ο Χάινερ Μύλλερ – που επίσης είχε μιλήσει με ενθουσιασμό για το πόσο εντυπωσιασμένος, ενοχλημένος και αναστατωμένος έβγαινε από τις παραστάσεις της, τις μόνες κατά τη γνώμη του στο σύγχρονο γερμανικό θέατρο που είχαν τη δομή της τραγωδίας.

Η Πίνα επέστρεψε από τις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 έχοντας αφομοιώσει το κύμα του μεταμοντέρνου χορού, την ώρα όμως που στη χώρα της κέρδιζε έδαφος το μεταδραματικό θέατρο, εκείνη στράφηκε, μέσα από την απόλυτα προσωπική και διεισδυτική γλώσσα της, σε ένα βαθύ και ουσιαστικό ανθρωπισμό. Το χιούμορ της, πανταχού παρόν και λεπτό, ακόμα κι όταν άγγιζε την ειρωνεία, ήταν πάντοτε γεμάτο τρυφερότητα και αγάπη για τον άνθρωπο. Κι αυτό διακρίνεται κρυστάλλινα στους χορευτές της: όχι μόνο νιώθουμε και συμμεριζόμαστε ως θεατές αμέριστα την αγάπη της γι αυτά τα υπέροχα πλάσματα, αλλά, βλέποντάς τους ξανά και ξανά από τη μια παράσταση στην άλλη, νιώθουμε μια οικειότητα σαν να τους γνωρίζουμε προσωπικά. Ίσως αληθινά να τους γνωρίζουμε: πολλές από τις στιγμές και τις καταστάσεις που βλέπουμε είναι αληθινά δικές τους, έχουν προκύψει από την κατάδυση στις δικές τους εμπειρίες, τη δική τους παιδική ηλικία, τα δικά τους σώματα, και κστόπιν έχουν μεταρσιωθεί σε υψηλή τέχνη. Και τους έχουμε δει να μεγαλώνουν, να γερνάνε σε κάποιες περιπτώσεις, έτσι όπως παρατηρείς με τρυφερότητα τις ρυτίδες που εμφανίζονται σε πρόσωπα όμορφα, ακριβά και αγαπημένα.

Από το ντοκυμαντέρ του Lee Yanor, Coffee with Pina, 2006.

 

Κάτι πολύ σημαντικό: Αν σε παραστάσεις όπως το Kontakthof, το Πάνω από το βουνό μια κραυγή ακούστηκε ή το Two Cigarettes in the Dark διακρίνει κανείς τη σκοτεινή πλευρά της γερμανικής κοινωνίας, την προαναγγελία ή τον απόηχο του φασισμού, σε άλλες, όπως το Agua, το Για Τα Παιδιά του Χτες, του Σήμερα και του Αύριο, ή το Ο Καθαριστής των Παραθύρων, πέρα από την καθαρή αισθητική απόλαυση, δεν μπορεί κανείς να μη νιώσει, αγνή, ανόθευτη και σχεδόν παιδική, τη χαρά της ζωής – υποκύπτω στον πειρασμό να χρησιμοποιήσω τη γαλλική φράση joie de vivre.

Βλέποντας, στο δεύτερο μισό της καριέρας της, τις παραστάσεις που έκανε η Πίνα σε συμπαραγωγή με διάφορες πόλεις και μέρη του κόσμου (Ρώμη: Viktor, Παλέρμο: Palermo Palermo, Κωνσταντινούπολη: Nefés, Βραζιλία: Agua, Χιλή: ...como el musguito en la piedra, ay si, si, si... ), συλλαμβάνοντας πάντα κάτι από τα χαρακτηριστικά ή την ατμόσφαιρα του αντίστοιχου τόπου, δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι: Φαντάσου, λέει, να βρισκόταν κάποιος φωτισμένος φορέας ή πολιτιστικός οργανισμός και να έφερνε την Πίνα στην Αθήνα να κάνει μια αντίστοιχη παράσταση! Να ένα όνειρο που έμεινε, δυστυχώς, απραγματοποίητο.

Σε μια συνέντευξη πριν μερικά χρόνια, ο Ζερόμ Μπελ μου είχε πει: ο χορός μετά την Πίνα, όπως και μετά την Αν Τερέζα ντε Κεερσμάκερ, άλλαξε εκ βάθρων, ενώ οι περισσότεροι από εμάς, τους υπόλοιπους, είμαστε μάλλον υποσημειώσεις. Ο θαυμασμός κι ο βαθύς σεβασμός που έτρεφαν για εκείνη οι ομότεχνοί της ήταν απεριόριστος, κι εκδηλώθηκε με πολλούς τρόπους. Ο Αλαίν Πλατέλ με την ομάδα του les ballets C de la B έκανε στη μνήμη της το Out of Context - for Pina λίγους μήνες μετά το χαμό της. Ο δικός μας πάλι Δημήτρης Παπαιωάννου, της αφιέρωσε την κεντρική σκηνή από το Πουθενά, που είχε παρουσιάσει εκείνη τη χρονιά στο Εθνικό Θέατρο.

 

 

Λιγότερο από δύο μήνες μετά το χαμό της Πίνα, το Φεστιβάλ της Αβινιόν του 2009 είχε διοργανώσει μια βραδιά μνήμης για εκείνη. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε μια αυλή πλάι στο Παλάτι των Παπών, συγκεντρωθήκαμε να δούμε λίγες εικόνες από την παρουσία της Πίνα Μπάους στο φεστιβάλ, και να ακούσουμε λίγα λόγια από τους ανθρώπους – καλλιτέχνες, διοικητικούς, τεχνικούς - που τη συνάντησαν από κοντά. Μέσα σε ένα άδειο συντριβάνι, υπήρχαν 2000 γαρύφαλλα, σε ανάμνηση του Nelken που είχε παρουσιαστεί στην Αυλή του Παλατιού το 1983. Ο καθένας μας πήρε μαζί του φεύγοντας ένα από αυτά. Κράτησα το δικό μου για καιρό. Δεν ξέρω αν η Κάτια Αρφαρά, Καλλιτεχνική Διευθύντρια Θεάτρου και Χορού στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, που ήταν κι εκείνη εκεί, και διοργάνωσε τώρα τη μετάκληση του Sweet Mambo στην Αθήνα, έκανε το ίδιο με το δικό της...

 

Walter Vogel. Pina. 1967

Walter Vogel. Pina. 1967

Δεν γνώρισα ποτέ την Πίνα Μπάους, μόνο την είδα κάποιες φορές, ως θεατής, από μακριά. Άλλωστε, είχε πάψει προ πολλού να δίνει συνεντεύξεις όταν άρχισα να ασχολούμαι με το άθλημα. Ίσως αυτή να είναι η αιτία πίσω από αυτό το αφιέρωμα. Και μιας και δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια ώστε να την αναζητώ, όπως λέει ο ποιητής, αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μου την αφή της πάνω στις πέτρες, μίλησα με τους ανθρώπους που τη γνώρισαν καλύτερα, τους επί πολλά χρόνια συνεργάτες της, τους χορευτές και τις χορεύτριες που τόσο αγαπούσε. Πήρε περίπου τρία χρόνια, κι απαίτησε πολλή έρευνα, αρκετά ταξίδια no budget, και αμέτρητες βραδιές ύπνου σε καναπέδες φίλων σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Τους ευχαριστώ όλους, και περισσότερο τη Marie-Laure Violette από το Γραφείο Τύπου του Théâtre de la Ville στο Παρίσι: η βοήθειά της υπήρξε αληθινά πολυτιμότατη, και υπερέβη κατά πολύ τα πλαίσια του “κάνω καλά τη δουλειά μου”. Το ίδιο ισχύει και για τον Δάφνι Κόκκινο, χορευτή και βοηθό της Πίνα, υπέροχο καλλιτέχνη κι ακριβό φίλο.

Εκεί, στο Théâtre de la Ville, σε μια έκθεση στη μνήμη της Πίνα Μπάους που είδα όταν παιζόταν εκεί το Για Τα Παιδιά του Χτες, του Σήμερα και του Αύριο, είδα και τις φωτογραφίες της που θα ήθελα να κρατήσω ως τελευταία ανάμνηση. Όχι αυτές που όλοι γνωρίζουμε, με το χαρακτηριστικό της μισό χαμόγελο, αινιγματικό ή συνεσταλμένο, ή και τα δύο, και με το αιώνιο τσιγάρο στο χέρι, αυτό που ίσως να υπήρξε αιτία του θανάτου της, αλλά κάποιες παλαιότερες, άγνωστες στους περισσότερους, από τη δεκαετία του 60, που έδειχναν ένα κορίτσι νέο, πολύ πιο ξέγνοιαστο και αθώο, και τόσο, μα τόσο όμορφο…

KONTAKTHOF / ΦΩΤΟ: OLIVER LOOK

2

Μερικές από τις παραστάσεις
της Πίνα

Επιχειρείται εδώ μια σύντομη ξενάγηση σε μερικές από τις βασικές δουλειές της Πίνα Μπάους. Η επιλογή, εκτός από κάποιες παραστάσεις που θεωρούνται ιστορικές και θεμελιώδεις για την εξέλιξη του σύγχρονου χορού, δεν μπορεί παρά να είναι προσωπική: δεν θα ήμουν σε θέση να εξηγήσω σε κάποιον γιατί βρίσκεται εδώ, για παράδειγμα, το Two Cigarettes In The Dark και όχι το Masurca Fogo ή Ο Καθαριστής Των Παραθύρων ή το Agua (σχεδόν τυχαία η επιλογή των συγκεκριμένων τίτλων) – εγώ ο ίδιος σε μια άλλη χρονική στιγμή θα μπορούσα να κάνω άλλες επιλογές. Ούτως ή άλλως, οι αρχές κι η αισθητική που διατρέχουν το έργο της Πίνα Μπάους είναι οι ίδιες, κι απλώς ο καθένας βρίσκει τον εαυτό του περισσότερο σε συγκεκριμένες παραστάσεις από ότι σε άλλες – και τουλάχιστον από όσα είχα την τύχη να δω ο ίδιος (που δεν είναι λίγα), ακόμα δεν έχω βρει μέτρια ή αδιάφορη δουλειά της. Η σειρά είναι χρονολογική, με βάση το πρώτο τους ανέβασμα.

 

Ορφέας και Ευρυδίκη
1975

Η Πίνα Μπάους, σκηνοθετώντας και χορογραφώντας την όπερα του Γκλουκ, διπλασιάζει τα πρόσωπα επί σκηνής: κάθε ρόλος ερμηνεύεται ταυτόχρονα από ένα μονωδό κι ένα χορευτή. Η βαθιά αίσθηση του πένθους πλάι-πλάι με την ομορφιά σε μια ιστορική συνάντηση της όπερας με το χορό, αληθινή απόλαυση για τις αισθήσεις. Το χαρήκαμε στην Επίδαυρο το 2008, ένα χρόνο πριν φύγει η Πίνα από κοντά μας.

 

-

Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης
1975

Η Πίνα αναμετράται με τη μουσική του Στραβίνσκι που ήδη έχει εμπνεύσει τουλάχιστον δύο ιστορικές χορογραφίες – Νιζίνσκυ και Μπεζάρ – και καταφέρνει το φαινομενικά ακατόρθωτο: να καταλήξει σε ένα αριστούργημα ισότιμο με τις παλαιότερες εκδοχές, και ταυτόχρονα εντελώς διαφορετικό. Μια ευκαιρία για τα μέλη της ομάδας να δείξουν όλη τους τη δεινότητα, καθώς η παράσταση περιέχει αρκετό χορό, με την έννοια που ο κόσμος τον αντιλαμβανόταν ως τότε. Η σκηνή είναι καλυμμένη με χώμα, κι οι χορευτές χρειάζονται αρκετή ώρα για να ξαναβρούν την ανάσα τους μετά το πέρας της παράστασης.

 

-

Καφέ Μύλλερ
1978

Εδώ τα λόγια κι οι επεξηγήσεις περιττεύουν. Ένα από τα ορόσημα του σύγχρονου χορού, που μετά από τα τριάντα λεπτά που διαρκεί αυτό το υπνωτιστικό αριστούργημα, δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Αλληγορία για την Ευρώπη; Σπαράγματα παιδικών αναμνήσεων από τη μεταπολεμική Γερμανία; Αυτά, και πολλά ακόμη, στο έργο-υπογραφή της Πίνα Μπάους, όπου συχνότατα χόρευε και η ίδια. Στο πρώτο ανέβασμα, εκείνη υπνοβατούσε μέσα στο άδειο καφέ, ενώ ο Ρολφ Μπόρτζικ απομάκρυνε τα έπιπλα από μπροστά της ανοίγοντάς της δρόμο...

 

-

Kontakthof
1978

Απίστευτο, κι όμως η Πίνα Μπάους χορογράφησε κι αυτή την εμβληματική της παράσταση την ίδια χρονιά με το Καφέ Μύλλερ. Μέσα σε μια αίθουσα χορού, το προαιώνιο παιχνίδι αρσενικού – θηλυκού μόλις που καλύπτει τη βία και τη σκληρότητα που υποβόσκουν. Κάτω από την κομψότητα και το άψογο στυλ, με την υπόκρουση των ελαφρών γερμανικών τραγουδιών του μεσοπολέμου, ο φόβος κερδίζει έδαφος, το τέρας έχει ήδη αρχίσει να ξυπνάει. Μια παράσταση που επηρέασε το σύνολο σχεδόν των σύγχρονων καλλιτεχνών, κι ειδικά τους σκηνοθέτες θεάτρου. Υπάρχει λίγο Kontakthof στα περισσότερα πράγματα που έχουμε δει έκτοτε...

Η Πίνα ανέβασε την παράσταση ακόμη δύο φορές, μία με ανθρώπους άνω των 65 ετών (2000), κι ακόμη μία με εφήβους (2008). Οι πρόβες γι αυτή την τελευταία έχουν καταγραφεί στην ταινία Tanzträume.

 

-

1980 – Μια παράσταση της Πίνα Μπάους
1980

Η προσωπική μου αδυναμία. Καθόλου τυχαίο που η Πίνα αποφασίζει να βάλει το όνομά της στον τίτλο της συγκεκριμένης παράστασης, της πιο προσωπικής της δουλειάς, που αποτελεί τον δικό της αποχαιρετισμό στον σύντροφό της και σκηνογράφο της ομάδας Ρολφ Μπόρτζικ, που πέθανε σε ηλικία τριάντα έξι ετών από λευχαιμία τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς. Στο τέλος μιας δεξίωσης, δεκάδες άνθρωποι με βραδυνό ένδυμα αποχαιρετούν μια και μοναδική καλεσμένη. Εκείνη έχει το χτένισμα και την έκφραση των γυναικών στις επιτύμβιες στήλες του Κεραμεικού: είναι νεκρή. Μια γυναίκα τρέχει αδιάκοπα γύρω-γύρω στη σκηνή φωνάζοντας: είμαι κουρασμένη! Ένας άνδρας και μια γυναίκα παίζουν ένα παιδικό παιχνίδι μέχρι να συναντηθούν, καθώς ο καθένας προσπαθεί να φτάσει στην άλλη πλευρά μιας λίμνης. Ποίηση, σπαραγμός, αθωότητα, βαθύ πένθος. Από τα πράγματα που τα βλέπεις και σου αλλάζουν τη ζωή.

 

-

Nelken
1982

O Lutz Förster περιγράφει τους στίχους του The Man I Love στη νοηματική γλώσσα. Ο Dominique Mercy, οργισμένος, χορεύει ξέφρενα, ρωτώντας το κοινό: Τι θέλετε τέλος πάντων να κάνω; Να σας κάνω μια πιρουέτα; Τι θέλετε να κάνω ακόμα; Όλα αυτά, πάνω σε μια σκηνή όπου φυτρώνουν παντού πανέμορφα γαρύφαλλα – μόνο αν τα αγγίξεις καταλαβαίνεις πως δεν είναι αληθινά. Οι χορευτές, κινούμενοι ανάμεσά τους και πάνω τους, αναπόφευκτα τσακίζουν τους μίσχους, και το σκηνικό πρέπει να ξαναστηθεί κάθε βράδυ από την αρχή. Σκέφτηκαν να αλλάξουν τον τρόπο που τα έφτιαχναν έτσι ώστε να αντέχουν την κακομεταχείριση, αλλά η Πίνα τελικώς αποφάσισε πως είναι φυσικό η ομορφιά να είναι εύθραυστη κι εφήμερη. Όσοι το είδαν στην Αθήνα το 1992, το θυμούνται ακόμη.

 

-

Two Cigarettes In The Dark
1985

Το αδελφάκι του Kontakthof κατά την άποψή μου. Μια μετά βίας συγκαλυμμένη απειλή διαπερνά κάθε στιγμή. Ακόμα και οι πλέον καθημερινές πράξεις παίρνουν τερατικές διαστάσεις: Το κατάλευκο σκηνικό, με την άναρχη, σχεδόν τροπική, βλάστηση στο βάθος, εντείνει την ανησυχία. Η ομορφιά των εικόνων, που θα μπορούσαν να έχουν ξεφύγει από πίνακες του Μαγκρίτ, υπογραμμίζει περισσότερο τη βιαιότητα των σχέσεων. Ένας άνδρας κόβει με ένα τσεκούρι πορτοκάλια σε φέτες για το κοκτέιλ, ένας άλλος σπάει καρύδια με εργαλείο το σώμα μιας γυναίκας, που η ίδια του προσφέρει. Ένα αινιγματικό, ερμητικό και μάλλον παραγνωρισμένο έργο.

 

-

Sweet Mambo
2008

Η προτελευταία παραγωγή της Πίνα Μπάους, είναι μια ξεχωριστή, ιδιαίτερη δουλειά: προοριζόταν αρχικά να περιλαμβάνει μόνο τις πρεσβύτερες γυναίκες της ομάδας. Στην πορεία έγινε φανερό πως χρειάζονταν και κάποιοι άνδρες ώστε να υπάρξει ισορροπία: ούτως ή άλλως, μεγάλο μέρος της δραματουργίας της εξετάζει το αιώνιο αυτό δίπολο (κάποιο σκοπό εξυπηρετούμε τελικά κι εμείς!). Θα το χαρούμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τις 3 ως τις 6 Νοεμβρίου, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

 

 

Ο DOMINIQUE MERCY ΣΤΟ VICTOR / ΦΩΤΟ: JOCHEN VIENHOFF

3

Dominique Mercy

Ο εμβληματικός χορευτής και πιστός φίλος
- Συνέντευξη -

Ο Dominique Mercy είναι ο εμβληματικός χορευτής της Πίνα Μπάους, ο παλαιότερος συνεργάτης και συνιδρυτής της ομάδας της, αυτός που ανέλαβε τη διεύθυνση αμέσως μετά το θάνατό της, αλλά κι αυτός που μας έρχεται πρώτος στο μυαλό όταν σκεφτόμαστε τις κλασικές της παραστάσεις. Είναι επίσης αυτό που λέμε “ωραίος άνθρωπος”, κι αυτό διόλου δεν άλλαξε με τα χρόνια. Γεννήθηκε χορευτής: από νήπιο, ποτέ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να χορεύει. Από τις πρώτες φορές που τον είδα στη σκηνή, υπήρξε όνειρό μου να τον συναντήσω - ίσως στο βάθος έτσι γεννήθηκε αυτό το αφιέρωμα. Βρισκόμαστε στο καφέ της Όπερας του Παρισιού, όπου παρουσιάζεται το Two Cigarettes In The Dark. Διευθύνει τις πρόβες, και χορεύει ακόμη το ρόλο που εκείνος δημιούργησε πριν τριάντα χρόνια. Η σεμνότητά του είναι παροιμιώδης: “Τι θα θέλατε από μένα;” μου λέει χαμογελώντας αφοπλιστικά, σαν να απορεί για το ενδιαφέρον μου. Ύστερα αφήνεται...

 

pina_bausch-dominique_mercy-c-bettina_sto%cc%88s

Dominique Mercy Φωτο: Bettina Stöß

Νομίζω πως ξεκινήσατε να χορεύετε πολύ νωρίς; Ναι. Ξεκίνησα στα έξι μου χρόνια σε μια μικρή επαρχιακή σχολή κοντά στο Μπορντώ. Ζούσα στην Ταλάνς. Δασκάλα μου στο χορό ήταν η κυρία Ντυπραντώ, μια νεαρή χορεύτρια που είχε ανοίξει μια σχολή στο Καστιέ, κοντά στο σχολείο μου. Χόρευα όλη την ώρα, και στην αυλή του σχολείου, κι οι δασκάλες είπαν στη μαμά μου: κάτι πρέπει να κάνετε με αυτό το αγοράκι, πρέπει να το γράψετε σε μια σχολή χορού. Η μαμά μου με παρακολούθησα κρυφά μια φορά ενώ χόρευα πάνω στη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν, και προφανώς κατάλαβε πως κάτι σοβαρό πρέπει να συνέβαινε με το μικρό της αγοράκι. Με έγραψε λοιπόν στη σχολή, και πέντε χρόνια μετά, στα έντεκά μου, εκείνη η νεαρή γυναίκα μού είπε: Άκου, αν στ' αλήθεια αυτό θέλεις να κάνεις, αν θέλεις να συνεχίσεις να δουλεύεις για να γίνεις χορευτής, θα πρέπεις να πας κάπου αλλού, γιατί εγώ δεν μπορώ πια να σε κάνω να προχωρήσεις, φτάσαμε στα όρια του τι είχα να σου μάθω. Εκ των υστέρων εκτίμησα πολύ τη στάση της, που φέρθηκε έτσι, χωρίς να έχει την απαίτηση να με κρατήσει πάση θυσία για να κάνω τα δικά της πράγματα. Ξεκινήσαμε λοιπόν την αναζήτηση άλλης σχολής, πράγμα που δεν ήταν εύκολο γιατί στο Μπορντό είτε το Κονσερβατόριο, είτε κάποιες ιδιωτικές σχολές που υπήρχαν, για κάποιο λόγο δεν ήθελαν να με πάρουν. Με τη μεσολάβηση ενός τραγουδιστή που γνώριζε τον πατέρα μου και καταγόταν όπως κι εκείνος από το Βορρά, είχα την τύχη να γνωριστώ με τη σύζυγο του διευθυντή του Grand Theatre του Μπορντώ, τη Ζερμαίν Λαλάντ, που παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα χορού μέσα στο θέατρο. Με πέρασε από ακρόαση ένα απόγευμα, και είπε: Αφήστε τον σε μένα, θα κάνω οπωσδήποτε κάτι γι αυτόν, διαφορετικά θα πρέπει να πάει στο Παρίσι. Από τότε λοιπόν έκανα κάθε μέρα μαθήματα μαζί της, μέσα στο Grand Theatre. Αυτό στ΄αλήθεια με κατέλαβε ολοκληρωτικά αμέσως, μπήκα στη ζωή του θεάτρου, με τους τραγουδιστές, τη χορωδία, την Όπερα, το μπαλέτο, βυθίστηκα εντελώς στους διαδρόμους και τις γωνιές του θεάτρου, ήταν για μένα μια ολοκληρωτική ευτυχία. Ήμουν τότε δώδεκα ετών.

Περάσατε λοιπόν μια εφηβεία με πειθαρχία και σκληρή δουλειά. Δεν σας δημιουργήθηκε ποτέ αμφιβολία; Όχι,.Άλλωστε δεν ήταν σκληρό ή δύσκολο, τον περισσότερο καιρό δεν ήταν παρά ευτυχία! Προφανώς, υπάρχουν περίοδοι απελπισίας ή κακής διάθεσης, όπου έχουμε την εντύπωση πως δεν προχωράμε, όμως αυτό είναι κάτι συνυφασμένο με κάθε δουλειά όπου έχουμε ανάγκη να νιώθουμε πως τα πράγματα εξελίσσονται, πως μαθαίνουμε περισσότερα κι είμαστε λίγο ανυπόμονοι. Όμως η αμφιβολία δεν υπήρξε ποτέ τόση που να έχει σημασία. Πολύ, πολύ αργότερα ένιωσα μια ανάγκη να απομακρυνθώ, μια αμφιβολία, μια αναρώτηση μήπως φτάνει τώρα.Μετά από χρόνια συνειδητοποίησα πως υπήρξε ένα κομμάτι της εφηβείας μου που κάπως θυσιάστηκε, γιατί δεν είχα ποτέ μαθητική ή φοιτητική ζωή, άφησα το σχολείο πολύ νωρίς ακριβώς για να μπω σε αυτό το επάγγελμα, κι έτσι από πολύ νωρίς συναναστρεφόμουν ανθρώπους πολύ μεγαλύτερους από μένα, κι είχα την εντύπωση πως βρίσκομαι στα ίδια πλαίσια με αυτούς.

Dominique Mercy Φωτο: Ursula Kaufmann

Dominique Mercy
Φωτο: Ursula Kaufmann

Με την Πίνα Μπάους πώς γνωριστήκατε; Γνώρισα την Πίνα το καλοκαίρι του 1972 στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Σαρατόγκα. Είχα συναντήσει στο Ballett Théâtre Contemporain όπου ήμουν σ το 1970 στη Γαλλία έναν αμερικανο-πορτορικανό χορογράφο, το Manuel Alum, που είχε προσκληθεί να διδάξει, και υπήρξε πολύ σημαντική γνωριμία για μένα. Ήταν υπέροχος χορευτής και πολύ καλός δάσκαλος, μου άνοίξε την πόρτα προς μια ποιότητα χορού που δεν είχα γνωρίσει ποτέ μέχρι τότε.Χόρευε στην ομάδα του Paul Sanasardo, ενός αμερικανού χορογράφου που είχε ένα καλοκαιρινό residency στη Σαρατογκα. Στα πλαίσια αυτού του residency, ο Manuel θα παρουσίαζε μια δική του χορογραφία και με κάλεσε να λάβω μέρος. Ήταν καλοκαίρι, είπα στον εαυτό μου: δεν έχω πάει ποτέ στις ΗΠΑ, φύγαμε, η ζωή είναι ωραία!

Οπότε; Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, τρία πρόσωπα με περίμεναν: ο Manuel, η Malou Airaudo, που ήταν μαζί μου και στο Ballett Théâtre Contemporain, μια άλλη νέα γυναίκα που δεν γνώριζα. και στην αρχή την πέρασα για αδελφή του Manuel. Και όμως όχι, ήταν η Πίνα. Ήταν κι αυτή καλεσμένη του Paul Sanasardo. Έτσι την ανακάλυψα. Την γνώρισα και σαν άνθρωπο, καθώς μοιραζόμασταν το ίδιο σπίτι. Σαν καλλιτέχνης ήταν απίστευτη: πήγα στα μαθήματά της, την είδα επί σκηνής, κι αμέσως ένιωσα πολύ κοντά της. Είχε απίστευτη ποιότητα κίνησης, ήταν εκπληκτική χορεύτρια. Δημιουργήθηκε μια φιλία ανάμεσά μας, ήταν κι η ατμόσφαιρα τέτοια.

Και πως συνεργαστήκατε; Τελικά με ρώτησε αν θα ήθελα να δουλέψω μαζί της, καθώς πιθανότατα είχε κάποιο σχέδιο. Εγώ δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι επρόκειτο να κάνω επιστρέφοντας στη Γαλλία.. Και της είπα ναι. Μου φαινόταν τόσο προφανές πως θα ξαναβρεθούμε και θα δουλέψουμε μαζί... Επιστρέφοντας λοιπόν στη Γαλλία είπα στο διευθυντή της ομάδας πως αυτή θα ήταν η τελευταία μου σαιζόν εκεί. Δεν ήταν μόνο λόγω της Πίνα, είχε και σχέση με όλα όσα είχα ζήσει στις ΗΠΑ, όλα όσα ανοίχτηκαν για μένα σε καλλιτεχνικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο ζωής. Ήμασταν στις αρχές της δεκαετίας του '70, κι υπήρχε κάτι στον αέρα. Κατά τη διάρκεια εκείνης της σαιζόν λοιπόν έλαβα ένα γράμμα της Πίνα, που έλεγε: Θυμάσαι το σχέδιο που σου έλεγα; Πράγματι, έχω τη δυνατότητα να δημιουργήσω μια ομάδα, μου εμπιστεύονται τη διεύθυνση των μπαλέτων του Βούπερταλ. Εξακολουθείς να θέλεις να δουλέψεις μαζί μου; Θα έρθει κι η Malou Airaudo. Είπα: Και βέβαια.

Όταν ξεκινήσατε αυτό που σήμερα όλοι ξέρουμε ως Χοροθέατρο του Βούπερταλ, ποια ήταν η υποδοχή; Ω, ήταν πάρα πολύ δύσκολο! Ήταν παράδοξο, γιατί από τη μία υπήρχε η πλευρά της Πίνα, που ήταν πολύ πιο θεατρική, πιο τολμηρή, πολύ πιο τρελή, αν θέλετε, και που ήταν ήδη φανερή, και έγινε δεκτή πάρα πολύ άσχημα, γιατί, ξέρετε, το κοινό ήταν συνηθισμένο στο κλασικό μπαλέτο, στην όπερα, σε πράγματα πολύ πιο συμβατικά, και δεν ήξεραν τι τους περιμένει.

Δηλαδή; Ήταν εντελώς αιφνιδιασμένοι, έκπληκτοι, σοκαρισμένοι. Το κοινό έφευγε στα μισά, η αίθουσα σχεδόν άδειαζε. Η ίδια η Πίνα είχε δεχτεί και απειλές, απειλητικά τηλεφωνήματα και επιστολές Το παράδοξο είναι πως την ίδια σαιζόν έκανε το Ιφιγένεια εν Ταύροις, και τις επόμενες το Ορφέας και Ευρυδίκη, που έγιναν πολύ καλά δεκτά, κι είχαν τεράστια επιτυχία. Με την υπέροχη μουσική, αυτή η ίσως λιγάκι πιο “κλασική” γλώσσα της Πίνα – σε σχέση με τα εντελώς δικά της πράγματα, πάντα – έγινε πολύ καλά αποδεκτή. Κι αυτό το παράδοξο διήρκεσε πολύ, γιατί μετά υπήρξαν παραστάσεις όπως Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης, ο Κυανοπώγων, Τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, που εξακολούθησαν να προκαλούν σκάνδαλο και δημιούργησαν πολλές, πολλές αναταράξεις. Ταυτόχρονα, πολύ γρήγορα υπήρξε κόσμος, χάρις και στο Φεστιβάλ του Νανσύ που το 1977 την κάλεσε για πρώτη φορά, που είχε βλέμμα εντελώς διαφορετικό από των κατοίκων του Βούπερταλ, και πλησίασαν την Πίνα. Πολύ γρήγορα δημιουργήθηκε ένα κοινό από το εξωτερικό. Είχαμε αυτή την τύχη, κι επίσης είχαμε πολύ γρήγορα προσκλήσεις για περιοδείες. Υπήρξε λοιπόν αυτή η πολύ δύσκολη κατάσταση στο σπίτι μας, στο Βούπερταλ, αλλά και πολύ γρήγορα η αναγνώριση από το εξωτερικό, κι έτσι το κοινό του Βούπερταλ άρχισε να αναρωτιέται και να βλέπει τα πράγματα λίγο διαφορετικά, και με το πέρασμα των χρόνων τα πνεύματα άνοιξαν.

Αν δεν απατώμαι, αυτό που κάνατε, στην αρχή θεωρήθηκε σχεδόν σαν πρόκληση. Δεν ήταν ποτέ αυτή η πρόθεση της Πίνα. Το έλεγε πάντα σε όλες τις συνεντεύξεις που μπόρεσε να δώσει, όπως κι εμείς, πως ποτέ δεν ήμασταν στην κατεύθυνση της πρόκλησης. Προσπαθούσαμε απλώς να είμαστε έντιμοι προς αυτό που αναζητούσαμε, αυτό που θεωρούσαμε σωστό. Ψάχναμε έναν διαφορετικό τρόπο να λέμε τα πράγματα, έναν τρόπο πιο κοντά σε μας ως ανθρώπινες υπάρξεις, να προσπαθήσουμε να πάμε πιο πέρα τα όρια, να έχουμε στη διάθεσή μας όλο και περισσότερα πράγματα για να εκφραστούμε.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ομάδας είναι ότι αναγνωρίζουμε τους περισσότερους χορευτές. Τους έχουμε δει. Τους ξέρουμε. Δεν πρόκειται για ρόλους, είναι αυτοί. Ναι, είναι ακριβώς αυτό που σας έλεγα τώρα, αυτό είναι το νόημα της δουλειάς με την Πίνα. Ακόμα κι αν υπάρχουν προσθήκες στους ρόλους, στο εσωτερικό πρόκειται πάντα για τον καθένα από μας, ακόμα κι αν σε μια παράσταση είναι σημαντικό να πας προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Αυτό δεν κάνει τα πράγματα δύσκολα όταν κάποιος πρέπει να αντικατασταθεί; Βεβαίως.

Και πώς το πετυχαίνετε, αν πρέπει να γίνει; Υπάρχουν διάφορα κριτήρια που θα μας κάνουν να πούμε: να, αυτός ίσως θα ήταν καλός για να αντικαταστήσει εκείνον. Όταν η Πίνα ξεκίνησε να προσπαθεί να διατηρήσει το ρεπερτόριό της που δημιουργήθηκε με το πέρασμα των χρόνων, προφανώς αντιμετώπισε το ζήτημα της αντικατάστασης ανθρώπων που είχαν φύγει από την ομάδα. Συχνά, περισσότερο από τη διαδρομή ενός προσώπου μέσα σε μια παράσταση, παρόλο που αυτός μπορεί να έχει μια ορατή διαδρομή μέσα σε αυτήν, σημασία έχει και κάθε αυθύπαρκτο κομμάτι. Αυτό διαφέρει από τη μια παράσταση στην άλλη. Η Πίνα δεν μιλούσε ποτέ για τέτοια πράγματα. Γι αυτό και τις πρώτες φορές που έκανε κάτι παρόμοιο, εγώ ήμουν λιγάκι αποπροσανατολισμένος. Κι εκεί συνειδητοποίησα πως υπήρχαν περιπτώσεις που για εκείνη, τα αποσπάσματα, οι σκηνές, μπορεί να ήταν πιο σημαντικές αφ' εαυτού τους, παρά στη συνέχειά τους, μέσα στη συνολική πορεία του προς αντικατάσταση προσώπου. Συνέβαινε λοιπόν συχνά, αντί να αντικαταστήσει το πρόσωπο με ένα άλλο από την αρχή ως το τέλος, σε συγκεκριμένες σκηνές να βάλει κάποιον άλλο να κάνει το κομμάτι., γιατί πίστευε πως είναι πιο κατάλληλος ή πιο έτοιμος για αυτό που ήθελε σε εκείνο το σημείο. Με το χρόνο, πιθανώς αν αισθανόταν κάποια ωρίμανση, συνέβαινε να αποκαθιστά τη συνέχεια του προσώπου όπως αρχικά ήταν. Δεν ήταν όμως απόλυτο αυτό. Αν κάποιος δεν μπορούσε να κάνει ένα συγκεκριμένο κομμάτι, ή αν κάποιος άλλος ήταν καταλληλότερος, μπορεί να το έκανε. Επειδή χρειάστηκε πολλές φορές να κάνουμε αντικαταστάσεις μέσα στα χρόνια, είναι σαν η Πίνα να μας δίδασκε πώς λειτουργούσαν αυτά τα πράγματα, χωρίς να το κάνει απαραιτήτως συνειδητά.

Πώς βλέπετε το μέλλον της ομάδας; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Εδώ και κάποια χρόνια, έλπιζα, κι έλεγα πως το ιδανικό θα ήταν, κάποια στιγμή που όλοι οι αρχικοί συντελεστές θα έχουν αλλάξει, να πούμε έκπληκτοι: Μα δεν είναι πια οι ίδιοι!, αλλά η παράσταση να παραμένει εξίσου όμορφη κι εξίσου δυνατή. Τώρα δεν ξέρω πια. Είμαστε σε μια αληθινά μεταβατική περίοδο, γιατί είναι αλήθεια πως κάποιοι από εμάς αρχίζουν να μην είναι πλέον σε θέση να παίξουν σε κάποιες παραστάσεις, για διάφορους λόγους. Υπάρχουν παραστάσεις που αντέχουν την ηλικιακή ωρίμανση κάποιων από μας μέχρι ενός σημείου, κι άλλες που έχουν ανάγκη να διατηρήσουν πολύ μεγαλύτερη ζωτικότητα και νεότητα. Είναι λοιπόν κάτι που είναι δύσκολο να υπολογιστεί, και πρακτικά και οικονομικά επίσης. Δεν ξέρω λοιπόν, τα πράγματα είναι ανοιχτά. Δεν είμαι ικανός να προβλέψω τι θα συμβεί.

Θυμάστε κάποια στιγμή από πρόβα, και πώς κατέληξε μετά στην παράσταση; Στο Two Cigarettes In The Dark, υπάρχει σε πολλά σημεία της παράστασης μια φιγούρα που στη Γερμανία ονομάζεται Kasperle, ήρωας του παραδοσιακού θεάτρου με μαριονέτες. Ήταν μια από τις ερωτήσεις της Πίνα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωσα αρκετά άνετα μαζί του, με ευχαριστούσε να μπαίνω σε αυτή την κατάσταση. Και καθώς η Πίνα ένιωσε πως ήμασταν πολύ δεκτικοί σε αυτό το ρόλο, έθεσε πολλές σχετικές ερωτήσεις: ο Kasperle που μαγειρεύει, ο Kasperle που κοιμάται, που σκέφτεται, ο Kasperle θυμωμένος. Θυμάμαι πως ήταν από τα πράγματα που προέκυψαν μέσα σε μεγάλη ευδαιμονία, πολλή ευτυχία κι ευχαρίστηση. Ειδικά γι αυτή την παράσταση ήταν η πρώτη φορά που δουλεύαμε έτσι - πέρα από το Καφέ Μύλλερ, που ήταν διαφορετικό. Ήμασταν έντεκα άτομα, κι έπαιρνε πολύ περισσότερο χρόνο να κάνουμε πράγματα. Όσο πιο πολλοί είμαστε, τόσο πιο πολύ μας κυνηγάει ο χρόνος. Κι εδώ υπήρξε μια χιονοστιβάδα ιδεών, ένας άνεμος τρέλας στο στούντιο, γελάσαμε πολύ, δοκιμάσαμε πολλά πράγματα, ήταν εξαιρετικά ευχάριστο, μια πολύ όμορφη περίοδος.  

Lutz Förster

ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ
PINA ΤΟΥ WIM WENDERS

4

Lutz Förster

Ο "ψηλός με τη μεγάλη μύτη" που έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής
- Συνέντευξη -

Ο Lutz Förster είναι ένας ιδιαίτερα δύσκολος άνθρωπος. Δεν απέχει από το στερεοτυπικό Γερμανό που έχουμε στο μυαλό μας: αυστηρός, τυπικός, συνεπής και σοβαρός, συνήθως απόμακρος κι αγέλαστος. Άλλωστε, κάθε φορά που βρίσκομαι σε ένα χώρο με χορευτές του θιάσου και μπαίνει ο Lutz, πάντοτε αυτοί έχουν το νου τους μήπως θέλει να τους πει κάτι – γενικώς στρέφουν συχνά το βλέμμα προς το μέρος του. Όσο περιμένω τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Χοροθέατρου του Βούπερταλ - Πίνα Μπάους (σ.σ. απήλθε πριν δύο μήνες), στο καφέ δίπλα στο Théâtre du Châtelet, αμέσως μετά την τελευταία παράσταση του Nelken, δεν ξέρω τι προσδοκίες μπορώ να έχω. Υπήρξε ένας από τους αγαπημένους της χορευτές, και συνοδοιπόρος της σε κάποιες από τις σημαντικότερες στιγμές της πορείας της. Όμως δεν ξέρω αν θα θελήσει να πει όλα όσα θα μπορούσε. Όταν, λίγες ώρες αργότερα, αποχαιρετιστήκαμε έχοντας ολοκληρώσει τη συνομιλία μας, δεν συγκρατούσα τον ενθουσιασμό μου: ο τυπικός Lutz είχε επιλέξει να ανοιχτεί και να μιλήσει για όλα, ανασύροντας προσωπικές μνήμες, με σπάνια ευθύτητα και χιούμορ.

Πώς μπήκε ο χορός στη ζωή σας; Συνέβη πολύ νωρίς, αλλά διαφορετικά. Όταν ήμουν δώδεκα χρονών, με μια ομάδα παιδιών που έκαναν ballroom dancing. Tango, cha-cha-cha.Ύστερα είχα μια σύντομη εμπειρία με το μπαλέτο, μόνο έξι μήνες. Στην οικογένειά μου, η μουσική κι ο χορός – παρόλο που ο πατέρας μου ήταν σπουδαίος μουσικός – θεωρούνταν πράγματα“μη επαγγελματικά”. Ποτέ λοιπόν δεν τα σκέφτηκα ως κανονική δουλειά. Πήγα στο Αμβούργο να σπουδάσω γαλλική και ρώσικη ιστορία. Στα 21α μου γενέθλια, ένιωσα πως κάτι λείπει, πως πρέπει να κάνω κάτι πιο σωματικό, κι έτσι πήγα να σπουδάσω χορό. Και ξεκίνησα, παράλληλα με τις πανεπιστημιακές σπουδές, την εκπαίδευση για να γίνω δάσκαλος χορού. Σκέφτηκα βέβαια πως αυτό δεν θα προχωρήσει γιατί ήμουν ήδη πολύ μεγάλος, όμως μια δασκάλα χορού με την οποία έκανα μαθήματα πολλά χρόνια, με έστειλε στην ακρόαση λέγοντας: Μην ανησυχείς, παίρνουν και μεγαλύτερους. Στην ακρόαση ο διευθυντής της σχολής μου είπε “ΟΚ, είσαι κάπως μεγάλος αλλά δεν πειράζει, θα δοκιμάσουμε.” Και το κάναμε. Μόλις ένα χρόνο αργότερα η Πίνα έκανε την Ιεροτελεστία της Άνοιξης και χρειαζόταν κάποιους άντρες επιπλέον Δύο χρόνια πριν είχε εγκαταλείψει το Folkwang κι είχε αναλάβει την ομάδα του Βούπερταλ. Ήρθε λοιπόν στη σχολή μας, κι ήμασταν στην ακρόαση μερικοί πρωτοετείς, ενώ οι υπόλοιποι ήταν τελειόφοιτοι Κι η Πίνα είπε στο διευθυντή: Θα ήθελα να πάρω και τον ψηλό ξανθό με τη μεγάλη μύτη. Κι έτσι ήμουν στην Ιεροτελεστία.

Αυτή ήταν λοιπόν η πρώτη φορά που είδατε την Πίνα; Όχι, είχαμε ιδωθεί και λίγες ώρες νωρίτερα, στην καντίνα του πανεπιστημίου.

Ο Lutz Förster στο 1980 Φωτο: Ulli Weiss

Ο Lutz Förster στο 1980
Φωτο: Ulli Weiss

Μετά την Ιεροτελεστία της Άνοιξης τι έγινε; Συνέχισα τις σπουδές μου! Είχα ακόμα τρία χρόνια για να τελειώσω. Αλλά φυσικά είχαμε τις παραστάσεις της Ιεροτελεστίας , κι έτσι ήμουν πολύ συχνά στο Βούπερταλ, παρακολουθώντας και τις πρόβες της. Μετά, όταν πλησίαζαν οι εξετάσεις μου, είπα στην Πίνα: Πρέπει να μιλήσουμε. Είχαμε παράσταση εκείνο το βράδυ, και μετά βγήκαμε όλοι μαζί για φαγητό και ποτό, κι η Πίνα είπε: Να μιλήσουμε μετά . Ήμασταν όμως με πολύ κόσμο, κι η Πίνα όλο έλεγε: αργότερα, αργότερα... Εγώ έπρεπε να επιστρέψω, έμενα στο Έσσεν, έπρεπε να προλάβω το τελευταίο λεωφορείο. Κι εκείνη είπε: Εντάξει, μπορείς να μείνεις με τον Ρολφ (Μπόρτζικ), που ήταν ο σκηνογραφος, συνεργάτης και φίλος. Η ώρα περνούσε. Τελικά στις δύο το πρωί, μπήκαμε σε ένα ταξί, εκείνη καθόταν μπροστά κι εγώ πίσω ήδη μισοκοιμόμουν, κι η Πίνα γύρισε και με ρώτησε: - Για τι πράγμα ήθελες να μιλήσουμε; - Ξέρεις, τελειώνω τη σχολή και θα ήθελα να μπω στην ομάδα σου. - Ναι, κι εγώ αυτό θέλω. Τι έχουμε λοιπόν να συζητήσουμε; Γυρίσαμε λοιπόν σπίτι, ήπιαμε ακόμα ένα-δυο ποτήρια κρασί και συζητήσαμε, αλλά όχι γι αυτό το θέμα, και το άλλο πρωί στο πρωινό μου είπε: Την άλλη εβδομάδα μπορείς να πας από τη διοίκηση να υπογράψεις το συμβόλαιό σου.

Μετά όμως πήγατε στις ΗΠΑ. Ναι. Είχα ήδη κάνει αίτηση για μια υποτροφία για τη Νέα Υόρκη πριν υπογράψω το συμβόλαιό μου, και την πήρα. Πήρα λοιπόν άδεια από την ομάδα, αν και το συμβόλαιο συνέχισε να τρέχει, και κατά τη διάρκεια της υποτροφίας επέστρεψα αρκετές φορές προκειμένου να χορέψω σε παραστάσεις της ομάδας. Μετά από ένα χρόνο επέστρεψα στο Βούπερταλ. Τη χρονιά που ήμουν εκεί δούλεψα κυρίως με την ομάδα του Χοσέ Λιμόν, πράγμα που πάντοτε ήταν το όνειρό μου. Ύστερα ήρθε μια ακόμα πρόταση από τη Νέα Υόρκη, να επιστρέψω ως συνεργαζόμενος καλλιτεχνικός διευθυντής, και να εισαγάγω ένα πρόγραμμα ανταλλαγής μεταξύ Γερμανών και Αμερικανών χορευτών. Έτσι βρέθηκα στη Νέα Υόρκη για δεύτερη φορά. Κι αυτή τη φορά η Πίνα δεν ήταν και τόσο ενθουσιασμένη που έφυγα! Έμεινα εκεί δυόμισι χρόνια, αλλά τα πράγματα έγιναν υπερβολικά περίπλοκα, κι έτσι επέστρεψα, χωρίς να ξέρω αν θα γινόμουν ξανά δεκτός στην ομάδα. Τότε η Πίνα Μπάους είπε: “Ω, μπορεί να λυπήθηκα που έφυγες έτσι, αλλά είναι ωραία που είσαι τώρα εδώ”! Κι έτσι μπήκα ξανά στην ομάδα.

Ξέρετε, ακούγεται μαγικά απλός ο τρόπος που συνέβαιναν τα πράγματα. Μου θυμίζει τη μαγεία και την απλότητα που έχουν οι δουλειές της Πίνα στη σκηνή. Έτσι είναι. Όμως στάθηκα και πολύ-πολύ τυχερός. Βρέθηκα στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Γιατί το ότι ξεκίνησα στα 21 μου, σήμερα μπορεί να μην είναι και τόσο ασυνήθιστο – δίδασκα κάπου πρόσφατα κι υπήρχαν μαθητές 23, 24, 25 ετών - αλλά εκείνη την εποχή ήμουν ο μεγαλύτερος σε ολόκληρη τη σχολή, σε όλα τα έτη, ακόμα κι οι τελειόφοιτοι ήταν νεώτεροι από μένα! Κι όλοι μου έλεγαν “παραείσαι μεγάλος, παραείσαι ψηλός”, αλλά εγώ δεν τους άκουγα και συνέχιζα να δουλεύω σκληρά. Κι όταν ήρθε αυτή η πρόταση από το Βούπερταλ, παρόλο που δεν ήξερα την Πίνα Μπάους, για μένα το θέμα ήταν ότι με δέχτηκαν να χορέψω σε μια επαγγελματική ομάδα, σε μια αληθινή Όπερα, ότι μου δόθηκε η ευκαιρία. Και με την ομάδα του Λιμόν το ίδιο, το να χορέψω αυτό το ρεπερτόριο ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα Θαύμαζα πολύ τον Μπομπ Γουίλσον.

Πως τον γνωρίσατε; Παίζαμε στη Νέα Υόρκη και κάναμε μια μεγάλη, πολύ σικ δεξίωση στην αίθουσα Vip μιας ντισκοτέκ, εκείνος είχε δει το 1980, και καθώς συζητούσαμε, μου είπε “Κάποια μέρα θα δουλέψουμε μαζί”. Και το κάναμε! Πολύ αργότερα, αλλά το κάναμε! Όταν είχα πάει στο Έσσεν παρέμενα γραμμένος στην αρχική μου σχολή στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου, γιατί δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω στο χορό. Αλλά ένιωθα πως έπρεπε να δοκιμάσω.

Ήσασταν λοιπόν πιο μεγάλος σε ηλικία, πιο ψηλός, κοντολογίς ήσασταν διαφορετικός. Αλλά κι αυτό που έκανε η ομάδα της Πίνα στο Βούπερταλ ήταν διαφορετικό από τα μέχρι τότε συνηθισμένα. Μα είναι καλό να είσαι διαφορετικός! Θα σας πω μια παράξενη ιστορία. Είχα ένα πρόβλημα με το στόμα μου, που είναι μεγάλο εξωτερικά και πολύ μικρό εσωτερικά. Πήγα σε ένα γιατρό, και μου είπε πως θα χρειαστεί διορθωτική επέμβαση, και πρόσθεσε: “μπορώ ταυτόχρονα να διορθώσω και τη μύτη σου.” “Μα γιατί;”, τον ρώτησα. - Μπορώ να την κάνω πιο ίσια, πιο μικρή... - Μα δεν θέλω! Αυτή η μύτη με βοήθησε να καταφέρω να χορέψω! Απόρησε ο γιατρός. Μα έτσι με είχε περιγράψει η Πίνα: αυτός με τη μεγάλη μύτη! (Γέλια). Τότε κατάλαβα πως το γεγονός πως ήμουν ο ψηλός με τη μεγάλη μύτη με έκανε αναγνωρίσιμο. Κάτι που θεωρείται μειονέκτημα, είναι ταυτόχρονα μεγάλο πλεονέκτημα.

Λέγαμε πως στην αρχή ήταν δύσκολο για την ομάδα το ότι έκανε πράγματα διαφορετικά. Ποιο πιστεύετε πως ήταν το σημείο καμπής όπου άρχισε να γίνεται αποδεκτή; Η πραγματικά δύσκολη εποχή ήταν πριν καν μπω στην ομάδα ως πλήρες μέλος. Ο Κυανοπώγων, για παράδειγμα, προκάλεσε αντιδράσεις. Το Kontakthof, που ήταν η πρώτη μου παραγωγή, κάπως αναγνωρίστηκε. Την ίδια σεζόν, το Ινστιτούτο Γκαίτε πρότεινε να κάνουμε μια μεγάλη περιοδεία έξι εβδομάδων στην Ασία: Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη, Κορέα, Ινδονησία. Το Βούπερταλ είναι μια μικρή πόλη, αλλά είναι σε μια περιοχή όπου βρίσκονται πολλές άλλες πόλεις, που αθροιζόμενες όλες μαζί, είναι μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου. Άρχισαν λοιπόν να έρχονται άνθρωποι από άλλα μέρη.

Στο Βούπερταλ τι έλεγαν; Οι άνθρωποι του Βούπερταλ ήταν οι τελευταίοι που συνειδητοποίησαν πως είχαν κάτι σπουδαίο στο ίδιο τους το σπίτι. Άρχισε να χτίζεται ένα νέο κοινό, κι αρχίσαμε να έχουμε προσκλήσεις από το εξωτερικό. Ειδικά το Kontakthof νομίζω πως δεν υπήρξε κανένας διάσημος σκηνοθέτης ή ηθοποιός θεάτρου που να μην το είδε. Σκέφτεσαι λοιπόν πως ίσως ένα μέρος του κοινού έχει ακόμα κάτι να μάθει, όταν έχεις το θαυμασμό όλων αυτών των σπουδαίων ανθρώπων του θεάτρου. Για μένα δεν ήταν μεγάλο το πρόβλημα. Ας τους να φύγουν από τη μέση... θα ξαναγυρίσουν!

Τώρα διευθύνετε την ομάδα. Για μας που ήμασταν πολύ μικροί όταν παρουσιάστηκαν πολλές από αυτές τις χορογραφίες της Πίνα για πρώτη φορά, είναι μεγάλη ευτυχία που μπορούμε να τις δούμε. Όμως το μέλλον της ποιο θα είναι; Όταν βλέπετε μια παράσταση, βλέπετε τη διδασκαλία αυτών των ανθρώπων. Σκεφτείτε πως δεν υπάρχει κανείς επί σκηνής από αυτούς που χόρεψαν σε αυτή την παράσταση στην αυθεντική της διανομή. Εγώ χόρεψα την τελευταία μου παράσταση του Nelken το 2012, κι ύστερα για τα τεσσαρακοστά γενέθλια της ομάδας, αναβιώσαμε την παράσταση με εντελώς καινούρια διανομή. Αυτό απαιτεί πολύ δουλειά, που την ξεκινήσαμε από το 2012 κι όλο επεκτείνεται. Ο κόσμος ξετρελαίνεται με αυτές τις χορογραφίες της Πίνα. Συγκινούνται, τους αγγίζουν, αυτό που βιώνουμε στο τέλος δεν είναι ένα απλό χειροκρότημα, μιλάμε μαζί τους και είναι συγκλονισμένοι. Κι όπως είπατε, υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι που τις βιώνουν για πρώτη φορά και συγκινούνται βαθιά. Το βρίσκω απίστευτο που μια παράσταση 33 ετών μπορεί ακόμα να το κάνει αυτό. Υπάρχει κάτι τόσο οικουμενικό στη δουλειά της, που αγγίζει τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Ανεξαρτήτως ηλικίας, κοινωνικής τάξης.

Ξέρω πως είναι αφελής ερώτηση, γιατί δεν είμαι χορευτής και δεν γνωρίζω τη γλώσσα του χορού, όμως ποια ήταν η διαδικασία της δουλειάς; Η διαδικασία της δουλειάς άλλαζε σταδιακά με τα χρόνια. Στην αρχή, στις πρώτες-πρώτες παραστάσεις, έκανε τα πάντα μόνη της, ακόμα και το παραμικρό. Έμπαινε η ίδια στο στούντιο κι έκανε τη χορογραφία, και δίδασκε λεπτομερώς στους χορευτές αυτά που έκανε εκείνη. Όταν δούλευε την κίνηση, μπορούσε να δουλεύει ένα κομμάτι δεκαπέντε δευτερολέπτων επί δύο ώρες. Ήταν απίστευτα ακριβής. Ύστερα, πράγμα που και για εκείνη υπήρξε μια διαδικασία, ανακάλυψε πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δούλευαν μαζί της είχαν τόσα πολλά να πουν. Άνοιξε λοιπόν την πόρτα στους ανθρώπους, κάνοντάς τους ερωτήσεις. Μπορεί να είχε κάτι στο νου της, αλλά ποτέ δεν έλεγε ποιο θα είναι το θέμα της παράστασης. Είχε μια ιδέα στο μυαλό της, αλλά δεν την περιέγραφε. Άρχιζε να κάνει ερωτήσεις, αλλά ποτέ δεν ρωτούσε ευθέως, πάντα έκανε κύκλους γύρω από το ζήτημα, γιατί όταν ρωτάς ευθέως παίρνεις κλισέ απαντήσεις. Ήταν όμως διαφορετικά, γιατί στην αρχή ξεκινούσαμε πάντα με την κίνηση, και μετά περνούσαμε στις ερωτήσεις. Αργότερα όλο και περισσότερο γινόταν μόνο με ερωτήσεις. Το θέμα βέβαια είναι τι ρωτάς. Πολλοί το έκαναν αυτό μετά την Πίνα, και το κάνουν και σήμερα από τεμπελιά: είναι τόσο πρακτικό, απλώς κάθεσαι σε μια καρέκλα και κάνεις ερωτήσεις στους χορευτές σου!

Ναι, το έχω δει να συμβαίνει στο θέατρο, με τραγικά συνήθως αποτελέσματα! Ναι, το ξέρω. Το εντυπωσιακό ήταν πως δημιουργούσε έτσι απίστευτες ποσότητες υλικού. Από εκείνη, από τους χορευτές... Όμως πάντοτε το κοίταζε και προσθαφαιρούσε πράγματα, αποκλειστικά υπό το πρίσμα του: τι είναι σωστό γι αυτό που αναζητώ αυτή τη στιγμή. Πολλές φορές προέκυπταν πολύ όμορφα πράγματα, ή μια υπέροχη σκηνή, αλλά δεν την έβαζε στην παράσταση, γιατί δεν ταίριαζε σε αυτό που ήθελε να κάνει. Νομίζω πως από το υλικό που είχε, πετούσε το 90%! Το υπόλοιπο 10% το μετέστρεφε εντελώς, και δεν υπήρχε στην παράσταση σχεδόν τίποτα που να έμεινε όπως ήταν στον αυτοσχεδιασμό. Ο τρόπος που συνδύαζε τα πράγματα ήταν απίστευτος. Υπήρχε μια ερώτηση σχετική με το αν χρειάζεσαι αγάπη. Εγώ είχα ήδη κάνει κάτι στον αυτοσχεδιασμό, κι εκείνη καθόταν και παρακολουθούσε, και της είπα: Θα μπορούσες σε παρακαλώ να σηκωθείς; Εκείνη το έκανε, κι εγώ την αγκάλιασα. Δεν το θεώρησα, φυσικά, ως κομμάτι του αυτοσχεδιασμού. Εβδομάδες αργότερα, μου είπε: Έχω μια ιδέα. Αναρωτιέμαι μήπως θα μπορούσες να το κάνεις στο κοινό. Της λέω: Μα αυτό ήταν εκτός! - Ναι, δεν έχει σημασία, θα ζητάς από άτομα στο κοινό να σηκωθούν και θα τους αγκαλιάζεις. Κι αν δεν σηκωθούν; “Θα σηκωθούν! Κι αν δεν σηκωθούν, θα πας στους χορευτές!” Το να σκεφτείς κάτι τέτοιο, το να το βάλεις σε μια παράσταση που τώρα θεωρείται εμβληματική, θυμάστε; Είχε μια απίστευτη ματιά για τέτοια πράγματα, όπου κι αν βρισκόταν, στο στούντιο, στο θέατρο, στο Παρίσι, στο Βούπερταλ, αναζητούσε πάντα κάτι όταν δούλευε πάνω σε μια παράσταση.

Η JULIE SHANAHAN ΣΤΟ TWO CIGARETTES IN THE DARK / ΦΩΤΟ: AKIKO MIYAKE

5

Julie Shanahan

Η κλασική καλλονή που δεν φοβάται να τσαλακωθεί
- Συνέντευξη -

Η Julie Shanahan είναι μια από τις φιγούρες που θυμάται κανείς από την πρώτη φορά που θα δει παράσταση της Πίνα Μπάους. Ψηλή, ξανθιά και εντυπωσιακή, με ιδιαίτερη εκφραστικότητα, η αυστραλή χορεύτρια ανήκει στις ερμηνεύτριες που, όπως λέει συνήθως ο Μπομπ Γουίλσον, αρκεί να σταθούν πάνω στη σκηνή, κι η παρουσία τους έχει από μόνη της αξία. Όταν συναντιόμαστε δίπλα στο Théâtre de la Ville, στο Café Mistral, στέκι των χορευτών της Πίνα πριν και μετά τις παραστάσεις εδώ και πολλά χρόνια, και με υποδέχεται με τη χαρακτηριστική αυστραλιανή προφορά της, νιώθω σαν να ξαναβρίσκω μια παλιά φίλη. Της το λέω.

Παρόλο που μόλις γνωριστήκαμε, σας έχω δει τόσες φορές να χορεύετε, που νιώθω να σας ξέρω χρόνια. Μάλλον επειδή στις παραστάσεις της Πίνα Μπάους ο καθένας σας είναι ταυτόχρονα, εκτός από ερμηνευτής, κι ο ίδιος ο εαυτός του επί σκηνής. Πόσο από τον εαυτό σας φέρνατε σε αυτό που κάνατε στις χορογραφίες, και πώς γινόταν αυτό; Η Πίνα έκανε ερωτήσεις, κι εμείς δίναμε τις δικές μας προσωπικές απαντήσεις. Στην πραγματικότητα λοιπόν έχεις μόνο τις προσωπικές σου μνήμες, σκέψεις, φαντασία και ικανότητες να προσφέρεις. Από τον εαυτό σου προσφέρεις. Κι όταν συμβάλλεις στο κομμάτι, κάτι συμβαίνει και βγαίνει ο καλλιτέχνης προς τα έξω. Φυσικά δημιουργούνται και αναπτύσσονται οι σκηνές, τότε είσαι ο εαυτός σου, αλλά ταυτόχρονα κι ο ερμηνευτής. Είναι κάτι που αναδύεται, γιατί δεν είμαστε απολύτως ο εαυτός μας στη σκηνή, χρησιμοποιούμε την τέχνη ακόμα και για να τον μεγεθύνουμε, να μεγεθύνουμε την ανθρώπινη πλευρά του καθενός μας. Ίσως αυτό να είναι το εκπληκτικό με την Πίνα, ότι μπορεί να εμφανίσει την ομορφιά του καθενός μας και να τη μεγεθύνει έτσι ώστε ο κόσμος να μπορέσει να τη δει με διαφορετικό τρόπο. Νομίζω πως η μαγεία της δουλειάς της Πίνα είναι πως κάποιες φορές κάνουμε απίστευτα απλά πράγματα, αλλά έτσι το κοινό έρχεται κοντά μας. Πάντα αναρωτιόμουν γι αυτό, γιατί έχω δει πάρα πολλές παραστάσεις και μερικές φορές τα πράγματα που χρησιμοποιεί η Πίνα είναι τόσο απλά που αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να κρατάνε ολόκληρη τη σκηνή. Η μαγεία της είναι αυτή, ότι μας φέρνει όλους μαζί, κοινό και ερμηνευτές, έτσι ώστε να λιώσουμε ο ένας μέσα στον άλλο.

 

Julie Shanahan

Julie Shanahan

Σωματκά, πώς φτάνατε σε αυτό; Καταρχάς, είμαστε όλοι πολύ εκπαιδευμένοι χορευτές. Το γεγονός ήταν ότι η Πίνα καθόταν σε αυτό το τραπέζι κάθε μέρα, κι εσύ έπρεπε να σταθείς μπροστά της. Δεν υπήρχε πιθανότητα να μην είσαι ειλικρινής - λόγω της απλότητάς της. Κανονικά, όταν σκέφτεσαι να κάνεις κάτι, σου έρχονται πάρα πολλές διαφορετικές και καλές ίδέες. Η Πίνα από όλες αυτές ίσως να χρησιμοποιούσε το 2%. Συγκέντρωνε τα πράγματα, και μετά τα απογύμνωνε από ό,τι δεν ήταν απαραίτητο. Νομίζω πως γι αυτό στο τέλος καταλήγαμε να είμαστε τόσο φυσικοί: αντί να προσθέτεις όλα όσα νομίζεις πως είναι απαραίτητα, πετούσες όλα όσα ήταν περιττά. Το κλειδί ήταν η αφαίρεση.

Θυμάστε πότε την πρωτογνωρίσατε; Είδα την ομάδα για πρώτη φορά όταν ήμουν 19 χρονών, στο φεστιβάλ της Αδελαΐδας, στην Αυστραλία. Δεν γνώρισα την Πίνα τότε. Τη γνώρισα όταν ήρθε στη Βρέμη, όπου χόρευα σε μια ομάδα. Πήγα προς εκείνη με ένα τυπικά αυστραλέζικο τρόπο, και της είπα: “Ω, μου άρεσε τόσο πολύ το σώου σας!” Κι αμέσως συνειδητοποίησα πως ίσως δεν θα έπρεπε να αποκαλώ την παράσταση της Πίνα “σώου” - όμως στην Αυστραλία το έτσι λέμε! Και τη θυμάμαι να με κοιτάζει με το χαρακτηριστικό της τρόπο, και να σκέφτομαι: Ωχ... Δεν ξέρω αν αυτό που μόλις είπα ήταν σωστό ή λάθος. Αλλά εκείνη απλώς με κοιτούσε, πολύ γλυκά κι ευχάριστα... Όμως με έκανε να σταματήσω το βήμα μου μπροστά της – πράγμα που ήταν πολύ ενδιαφέρον. ΄Ισως αυτή να ήταν η πρώτη ένδειξη πως ό,τι κι αν έκανες μπροστά στην Πίνα, έπρεπε να στοχαστείς πάνω σε αυτό! Ξέρετε τι εννοώ. Πολλοί το λένε! Όταν την αντιμετώπιζαν, όλοι έπρεπε πάντα να στοχάζονται πάνω στον εαυτό τους, πάνω σε αυτό που λένε και κάνουν. Είχε να κάνει με τον τρόπο που σε κοίταζε. Δεν ξέρω, είναι δύσκολο να το εξηγήσω.

Πότε μπήκατε στην ομάδα; Γνωριστήκαμε το 1987 και μπήκα στην ομάδα το 1988.

Σε πόσες παραστάσεις έχετε λάβει μέρος; Δεν έχω ιδέα! Δεν τις μέτρησα ποτέ. Πολλές πάντως!

Ποια ήταν η πρώτη παράσταση που συμμετείχατε στη δημιουργία της; Το Παλέρμο, Παλέρμο.

Και το πρώτο που είδατε τότε, στο Φεστιβάλ της Αδελαΐδας; Το Kontakthof, και μετά ο Κυανοπώγων και το 1980. Νομίζω πως ήταν το 1982.

Θυμάστε πότε πήρατε την απόφαση να γίνετε χορεύτρια; Ω! Η μητέρα μου ήταν δασκάλα χορού. Ακολούθησα λοιπόν. Είχε ανοίξει μια σχολή χορού με την καλύτερή της φίλη, που χόρευαν μαζί από όταν ήταν νέες. Η φίλη της ήταν υπέροχη χορεύτρια, ήταν στη μοναδική ομάδα μπαλέτου της Αυστραλίας. Δυστυχώς προσβλήθηκε από πολυομυελίτιδα, και κατέληξε σε αναπηρική καρέκλα. Η μητέρα μου λοιπόν ήταν η δύναμη, κι η φίλη της, που την αποκαλούσα θεία μου, μου έδειξε την ομορφιά, το πώς ο χορός, σε οποιοδήποτε μέρος, καταλαμβάνει όλο το χώρο. Και νομίζω πως ήταν ο καλύτερος συνδυασμός από δασκάλες που μπορούσε ποτέ να έχει κανείς.

Συνήθως όμως έρχεται η ηλικία της εξέγερσης, όπου θέλουμε να διαφοροποιηθούμε από την οικογένειά μας. Δεν συνέβη αυτό με εσάς; Ω ναι! Φυσικά! (Γέλια). Όταν είχα τη μητέρα μου για δασκάλα μπαλέτου, πέρασε πολύ άσχημα! Όποτε μου έκανε μια διόρθωση, της έλεγα: Τα βάζεις μαζί μου; Κι αν δεν μου έκανε διόρθωση, της έλεγα: Γιατί με αγνοείς; Όταν έγινα έφηβη, αναγκάστηκε να με πετάξει έξω, γιατί τσακωνόμασταν όλη την ώρα του μαθήματος του μπαλέτου! Με έστειλε λοιπόν σε μια δασκάλα μπαλέτου που ήταν αληθινά πολύ σκληρή και φρικτή. Όμως πολλοί δάσκαλοι μπαλέτου ήταν έτσι τότε, τη δεκαετία του ’70. Από την άλλη, έμαθα και μια διαφορετική πλευρά της ζωής, κι είναι καλό για το ταξίδι σου να ξέρεις αυτές τις διάφορες πλευρές. Ήταν πολύ σκληρή, όμως η αγάπη μου για το χορό δεν στραγγαλίστηκε από κείνη - παρόλο που το προσπάθησε! Ήταν τόσο φρικαλέα κολλημένη στην τεχνική, που γινόσουν σαν μηχανή, που πρέπει να είναι τέλεια! Ενώ στη δουλειά της Πίνα υπάρχει ένα διαφορετικό είδος τελειότητας. Υπήρχε μια ομορφιά που την ένιωθες. Πάντοτε έλεγα, ναι, την ομορφιά μπορείς να τη δεις, αλλά μπορείς και να τη νιώσεις. Στο έργο της Πίνα και τη βλέπεις, και τη νιώθεις.

Σας ευχαριστώ. Αυτό που κάνετε έχει παίξει σημαντικό ρόλο και στη δική μου ζωή, όπως και σε πολλών άλλων. Εγώ σας ευχαριστώ. Θα είστε στην Αθήνα όταν θα χορέψουμε το Sweet Mambo;

Δεν θα το έχανα για τίποτα! Είναι μια πολύ ιδιαίτερη παράσταση. Είμαστε μόνο οι πιο μεγάλες γυναίκες της ομάδας, και τρεις άνδρες. Αυτό είναι όλο. Αρχικά ήθελε να κάνει μια παράσταση μόνο με γυναίκες, αλλά μετά κατάλαβε ότι χρειαζόταν και τους άνδρες., για να δημιουργείται επικοινωνία. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο κομμάτι, για μια μικρή κλειστή ομάδα. Ήταν η τελευταία μου παράσταση με την Πίνα – δεν ήταν η τελευταία της γενικά, αλλά η τελευταία με αυτή τη συγκεκριμένη ομάδα χορευτών.

PALERMO, PALERMO / ΦΩΤΟ: AKIKO MIYAKE

6

Nazareth Panadero

Η δοκιμή που πλησιάζει τα σαράντα χρόνια
- Συνέντευξη -

Το γέλιο της Nazareth Panadero είναι ένα από τα πιο πηγαία και κελαρυστά που έχω ακούσει. Αντηχεί σε ολόκληρο το Café Mistral, το στέκι των χορευτών της Πίνα. Εδώ καθόταν και πριν 37 ολόκληρα χρόνια μετά την ακρόαση που πέρασε για να γίνει μέλος της ομάδας, και βλέποντας την Πίνα να περνάει τυχαία απ'έξω και να της χαμογελάει, κατάλαβε πως έχει πιθανότητες να γίνει δεκτή. Σε λίγο, απέναντι, στο Théâtre du Châtelet, θα τη δω να χορεύει στο Πάνω από το βουνό μια κραυγή ακούστηκε. Μου διαθέτει ένα μέρος του ελάχιστου προσωπικού της χρόνου, και διατρέχουμε μαζί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, κάνοντας διαρκή άλματα. Από την πρώτη επαφή τους, μέχρι την ημέρα που έμαθε το χαμό της Πίνα, και πάλι πίσω – αλλά και προς το μέλλον.

 

H Nazareth Panadero στο Kontakthof.
Σκηνή από το ντοκυμαντέρ του Wim Wenders, Pina, 2011.

 

Είναι σαν να γνωριζόμαστε ήδη, τόσες φορές που σας έχω δει να παίζετε. Μας έχετε συστηθεί, άλλωστε, και επωνύμως επί σκηνής στο Palermo, Palermo: Όταν βλέπουμε τις παραστάσεις της Πίνα, έχουμε την εντύπωση πως γνωρίζουμε ήδη τους ανθρώπους. Κι εγώ, όταν κοιτάζω από τη σκηνή τους ανθρώπους, αισθάνομαι πως είναι τόσο κοντά...

Ποια είναι η πρώτη σας ανάμνηση από παράσταση της Πίνα; Είναι από εδώ, από το Théâtre de la Ville! Είδα την Πίνα το 1979. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν, με τον Κυανοπώγωνα και Τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα. Ζούσα στο Παρίσι τότε. Είμαι Ισπανίδα, είχα σπουδάσει κλασικό χορό στη Μαδρίτη και τη Σαραγόσα, κι είχα ένα συμβόλαιο με τα Μπαλέτα Σύγχρονου Χορού της Angers. Είχε αρχίσει να με ενδιαφέρει ο μοντέρνος χορός, γιατί είχα γνωρίσει κάποιους αμερικάνους χορογράφους, κι έτσι πληροφορήθηκα πως υπάρχει κάτι πολύ ιδιαίτερο που πρόκειται να παιχτεί σύντομα στο Παρίσι, η Πίνα ...Μπός (γέλια) από το Βούπερταλ! - Από πού;;; - Από το Βούπερταλ! (Γέλια). Εμένα βέβαια με ενδιέφεραν αυτά που έρχονταν από τις ΗΠΑ, αλλά όταν σου λένε πως κάτι αξίζει να πας να το δεις, γιατί να μην πας; Άλλωστε τότε απλώς πηγαίναμε και βγάζαμε εισιτήρια από το ταμείο, δεν γινόταν αυτό που γίνεται τώρα, έβρισκες εισιτήριο και την τελευταία στιγμή! Έτσι είδα τον Κυανοπώγωνα, κι αληθινά έπαθα τη μεγαλύτερη αναστάτωση της ζωής μου. Καταλάβαινες αμέσως πως εδώ υπάρχει ένα όραμα. Είχα πάει από περιέργεια, αλλά τέτοια πράγματα δεν τα έβλεπες. Το να είσαι χορευτής εκείνη την εποχή και να δεις τον Κυανοπώγωνα, ήταν σαν να διαπίστωνες πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια άλλη παιδεία χορού, που εμείς δεν την είχαμε και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τέτοια πράγματα, αλλά ήταν πολύ ενδιαφέρον. Γοητεύτηκα τόσο πολύ, που πήγα και πέρασα από ακρόαση, και η Πίνα με προσέλαβε. Προσέλαβε μάλιστα κι εμένα και το φίλο μου, που αργότερα έγινε σύζυγός μου, τον Janusz Subicz, χωρίς να ξέρει πως ήμασταν ζευγάρι. Κι έτσι μπήκαμε στην ομάδα για ένα χρόνο και φύγαμε μαζί της, το 1979. Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με την Πίνα.

Για ένα χρόνο λοιπόν! Ναι, για ένα χρόνο, να το δοκιμάσουμε! Κι ακόμα δοκιμάζουμε! (Γέλια)

Κι αυτός ο χρόνος έγινε... Κάτι λιγότερο από σαράντα χρόνια! Και είναι ωραίο που δοκιμάζω ακόμα...

Ποια ήταν η πρώτη παραγωγή στην οποία λάβατε μέρος; Μπήκα στην ομάδα το φθινόπωρο του 1979, κι ήταν στα μισά του Ο Μύθος Της Αγνότητας. Και βρέθηκα, πολύ βίαια κι απότομα, ας πούμε, στα μισά της καινούριας παράστασης, χωρίς να ξέρω πως εκεί δεν επρόκειτο να μου πουν τι έπρεπε να κάνω, αλλά αντιθέτως θα μου έκαναν κι ερωτήσεις! Βέβαια, ήμουν απολύτως γοητευμένη από όσα συνέβαιναν γύρω μου! Οι άνθρωποι της ομάδας εκείνη την εποχή ήταν καταπληκτικοί: Jo-Ann Endicott, Meryl Tankard, Jan Minarik, Lutz Förster... Κοίταζα γύρω μου και σκεπτόμουν: Θεέ μου, είναι απίστευτο, πόσο τυχερή είμαι! Είναι υπέροχα, είναι υπέροχοι! Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, αλλά δεν πειράζει! Όμως το πρώτο κομμάτι όπου συμμετείχα αληθινά ήταν το 1980, την άνοιξη του 1980.

Είναι το αγαπημένο μου. Το είχατε δει στην Αθήνα, ε; Και το Πάνω από το βουνό μια κραυγή ακούστηκε, πώς σας φαίνεται;

Δεν το έχω δει ποτέ. Μου συμβαίνει με όλες τις παραστάσεις από τότε που η Πίνα δεν είναι πια εδώ. Όμως θυμάμαι ότι, από τότε που αρχίσαμε να επαναλαμβάνουμε αυτή την παράσταση, εδώ και δυο-τρία χρόνια – δεν είχε παιχτεί επί πολύ μεγάλο διάστημα, είκοσι χρόνια σχεδόν – σκέφτομαι πως είναι απίστευτο. Είναι μια παράσταση του 1984, και θα πίστευε κανείς πως φτιάχτηκε χτες! Δεν έχει γεράσει καθόλου – και το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες! Δεν το είχαμε παίξει επί πολύ καιρό, δεν το είχα ακριβώς στη μνήμη μου, και το θυμήθηκα τώρα. Έχει μια οικουμενικότητα αυτή η παράσταση, κι έχει να κάνει με τις φρικτές ιστορίες της ανθρωπότητας, όλα όσα έχουν συμβεί κι όσα συμβαίνουν τώρα και πρόκειται να συμβούν.. Πάνε επτά χρόνια τώρα που μας άφησε η Πίνα, και βλέπουμε όλο και περισσότερα από τις παραστάσεις της που εξακολουθούν πάντα να παίζονται, και μιλούν πάντα στο συναίσθημα των ανθρώπων του σήμερα.

Θυμάμαι την ημέρα που έφυγε, και πώς για κάποιους από μας τότε ο κόσμος σταμάτησε να κινείται για μια στιγμή. Και προσπαθώ να καταλάβω πώς πρέπει να ήταν για σας... Χαίρομαι που το λέτε αυτό. Είναι αλήθεια πως για μας ο κόσμος σταμάτησε για αρκετό διάστημα όταν η Πίνα απεβίωσε. Είναι αλήθεια πως δεν ήμασταν προετοιμασμένοι ότι θα μπορούσε ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο. Ήμασταν πραγματικά κατάπληκτοι, λέγαμε πως δεν είναι δυνατόν. Νομίζαμε πως η Πίνα θα ζούσε για πάντα, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες: ο Μπετόβεν, ο Μιχαήλ Άγγελος... Ήταν ήδη τέτοιου μεγέθους, που είχαμε ξεχάσει πως ήταν άνθρωπος όπως εμείς, πως κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβεί και σε εκείνη, όπως σε όλους μας: πως μπορούσε να πεθάνει. Το σοκ λοιπόν ήταν τρομερό.

Που βρισκόσασταν; Ήμασταν σε περιοδεία στο Μπρεσλάου, στην Πολωνία, με το Néfés, που το έχετε δει και στην Αθήνα, και μάθαμε το νέο στη μία η ώρα το μεσημέρι, παίξαμε στις 18:00, γιατί είπαμε: είναι καλύτερα να παίξουμε παρά να μην παίξουμε - και βέβαια κάναμε πολύ καλά. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα αυτό που επιβεβαιώνεται όσο περνάει ο καιρός, ότι η ομάδα πήρε από την πρώτη στιγμή τη σωστή απόφαση: να γίνει κληρονόμος της Πίνα. Ακόμα και χωρίς να είναι πια μαζί μας η Πίνα, πράγμα που για μας ήταν χειρότερο κι από σεισμό, η ομάδα πήρε σωστή απόφαση, επέδειξε σοφία. Είναι το μεγάλο εσωτερικό σχολείο που η Πίνα άφησε στον καθένα μας. Κι αν με ρωτούσατε: Τι είναι αυτό που σας στήριξε, τώρα που η Πίνα δεν είναι πια εδώ;

Πείτε ότι σας ρωτώ. Ήταν η μεγάλη ανακάλυψη σε σχέση με τους συναδέλφους μου, του πόσο από την Πίνα φέρουμε όλοι μέσα μας. Όταν η Πίνα ήταν μαζί μας, ο καθένας είχε με τους άλλους μια διαφορετική σχέση, ατομική, προσωπική, δουλεύαμε εν πολλοίς όλοι με όλους, αλλά ίσως να τους παρατηρούσαμε λίγο λιγότερο. Η απώλεια μου δημιούργησε μεν ανασφάλεια, όμως η Πίνα δεν με άφησε τελείως μόνη, με άφησε με όλους αυτούς τους ανθρώπους που την φέρουν.

Υπήρχε μια μέθοδος δουλειάς την οποία ακολουθούσε; Η μέθοδος είναι σκληρή, αυστηρή λέξη. Τη λες και έχουν ήδη μπει στεγανά! Ας μιλήσουμε για τον τρόπο της... Την Πίνα την ενδιέφερε τόσο πολύ η ανθρώπινη φύση... Νομίζω πως το κλειδί είναι αυτό. Δεν δούλευε με χορευτές, αλλά με ανθρώπινες υπάρξεις που χόρευαν. Ενδιαφερόταν για κάθε ανθρώπινο πλάσμα, και αναζητούσε τις λεπτομέρειες του. Επιχειρούσε να ανακαλύψει, και να κάνει και το χορευτή να ανακαλύψει, κάτι που ούτε κι ο ίδιος δεν γνώριζε, κι έκανε τα πάντα γι αυτό. Η μέθοδός της ήταν οι ερωτήσεις. Είχε μεγάλη περιέργεια για τη φύση των ανθρώπων, κι έκανε τα πάντα για να έρθει σε αρμονία, να συγχρονιστεί, με τον κάθε άνθρωπο. Έθετε ερωτήματα, άκουγε τις απαντήσεις, ανέπτυσσε όλα αυτά που κάναμε, και προσπαθούσε να ανακαλύψει κάτι που την ενδιέφερε, κάτι που ακόμα δεν είχε γίνει. Αν είχε ήδη γίνει, δεν άξιζε τον κόπο. Τι υπάρχει σε αυτόν τον άνδρα ή τη γυναίκα, που ακόμα να μην έχουμε δει επί σκηνής;

Από την πρώτη φορά που είδα δουλειά της, εκείνο που με εντυπωσίασε ήταν πως δεν υπήρχε η παραμικρή επιτήδευση. Αναρωτιέμαι πώς το επιτύγχανε αυτό. Μέσω του χορού! Γι αυτό είναι τόσο εύστοχα, τόσο προφανή όλα αυτά. Μπορεί να έγινε χοροθέατρο, αλλά δεν έπαψε ποτέ να είναι χορός. Κι ήταν ανοιχτή σε όλα τα μέσα κι όλες τις δυνατότητες που το ανθρώπινο σώμα και η φύση μπορούσε να συνθέσει, γιατί το ερώτημα ήταν πάντα τι μπορούμε να θέσουμε επί σκηνής. Ήταν το μέγιστο άνοιγμα προς την τελειότητα.

Το κοινό ήταν πάντοτε έτοιμο για κάτι τέτοιο; Θυμάμαι στην Αθήνα περιπτώσεις θεατών που σοκάρονταν, που έλεγαν: Τι πράγμα είναι αυτό; Αυτό δεν είναι χορός! Μη νομίζετε, το ίδιο συνέβαινε και στο Παρίσι. Θυμάμαι πως όταν είχα δει τον Κυανοπώγωνα η αίθουσα του Théâtre de la Ville δεν ήταν γεμάτη, και πως πριν το τέλος υπήρχαν άνθρωποι που έφευγαν μαζικά, κι άλλοι που έμεναν εντελώς συνεπαρμένοι! Υπήρξαν και χορευτές που όταν τους είπα: Ξέρετε, θα πάω το Βούπερταλ, στην Πίνα Μπάους – γιατί πολλοί χορευτές, ειδικά του μοντέρνου χορού, είχαν έλθει στην ακρόαση, όλοι ήθελαν να δουν τι ήταν αυτή η γυναίκα, αν μη τι άλλο τους είχε εξάψει πολύ την περιέργεια – και κάποιοι αληθινά πολύ καλοί χορευτές του Παρισιού μου έλεγαν: Μα το ξέρεις πως εκεί δεν πρόκειται να χορέψεις τίποτα. Δεν ξέρω αν είναι καλό για σένα αυτό, είσαι ακόμα νέα, μπορείς ακόμη να χορέψεις! Είναι εφιάλτης εκεί, δεν χορεύουν, είναι πολύ δύσκολα. Ακόμα και στο χώρο μας, δεν ήταν καθόλου αποδεκτό τότε αυτό που έκανε. Κι ήταν φυσικό, δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό, γιατί ήταν μπροστά από την εποχή του. Αν η παράσταση που θα παίξουμε απόψε είναι 32 ετών και μοιάζει να φτιάχτηκε χτες, καταλαβαίνετε πόσο μπροστά από την εποχή της ήταν τότε; Κι ο Κυανοπώγων, κι όλες οι παρατάσεις της Πίνα. Πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε πως ο κόσμος - και οι χορευτές – έλεγαν: Μα τι είναι αυτό; (Γέλια).

Αυτό που κάνει ο καθένας σας πάνω στη σκηνή είναι βαθύτατα προσωπικό. Πώς μπορεί λοιπόν να γίνει αντικατάσταση σε κάποιον από την ομάδα που δημιούργησε την παράσταση; Είναι προσωπικό. Πρέπει όμως να αναρωτηθούμε τι ακριβώς σημαίνει προσωπικό. Καταρχάς, έχει ήδη μετασχηματιστεί από μας τους ίδιους, αλλά κι από την Πίνα, δεν είναι στην παράσταση ευθέως προσωπικό όπως ήταν αρχικά. Φυσικά και παίζουμε τη δική μας προσωπικότητα, αλλά δεν πρόκειται για εξομολόγηση, σαν να γράφουμε ημερολόγιο. Όχι. Παίζουμε με τη ζωή. Την παίρνουμε πολύ στα σοβαρά, αλλά την αντιμετωπίζουμε επίσης και με μεγάλη ειρωνεία Φυσικά, στο τέλος έχει να κάνει με εμάς τους ίδιους, μας ταιριάζει, αλλά με όλη μας την πολυπλοκότητα. Με το χιούμορ μας, τα ψέμματά μας, με όλα. Κι είναι ευτύχημα που ξέρουμε πως ήδη η Πίνα είχε κάνει πολλές αντικαταστάσεις, γιατί αν ήμασταν ακόμη με τις αρχικές διανομές και είχαμε αναγκαστεί να κάνουμε πρώτη φορά μετά το θάνατο της Πίνα, θα φοβόμασταν πολύ περισσότερο.

Μιλώντας μαζί σας και με τους άλλους χορευτές της ομάδας, έχω την αίσθηση πως ποτέ δεν έχουμε δει το υπέροχο ρήμα “παίζω”, να ισχύει τόσο κυριολεκτικά, και ταυτόχρονα να αντιμετωπίζεται τόσο στα σοβαρά: είναι παιχνίδι, αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο σοβαρό από το παιχνίδι. Ναι. Κοιτάξτε τα παιδιά: το παιχνίδι είναι κάτι πολύ σοβαρό. Ως ενήλικες, θα ήταν καλό να μην ξεχνάμε αυτή την παιδική μας πλευρά. Ένα σοβαρό παιχνίδι. Να μπαίνεις μέσα στο παιχνίδι: παίζω, και παίζοντας ξεχνώ πως είναι ένα παιχνίδι.   

Η REGINA ADVENTO ΚΑΙ Ο ΔΑΦΝΙΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΟ SWEET MAMBO / ΦΩΤΟ: BO LAHOLA

7

Δάφνις Κόκκινος

Ο έλληνας χορευτής και βοηθός της Πίνα
- Συνέντευξη -

Ο Δάφνις Κόκκινος είναι μια φιγούρα που μοιάζει να βγήκε από μινωική τοιχογραφία: τα χρώματα και τα χαρακτηριστικά του σε κάνουν να μαντέψεις πως είναι από την Κρήτη ακόμα κι αν δεν το ξέρεις. Έχει μια φυσική ευγένεια, είναι πάντα χαμογελαστός κι η γλώσσα του σώματός του μεταδίδει μια ιδιαίτερη ζεστασιά: όταν γνωρίζεται ήδη με το συνομιλητή του, συνηθίζει να τον αγγίζει, να τον πιάνει από τον ώμο ή το μπράτσο, κι αυτή του η θερμή οικειότητα μοιάζει να υπογραμμίζει τα λόγια του – είναι κάτι εντελώς δικό του. Είμαστε στο φουαγιέ του Théâtre de la Ville, άδειο λόγω της μεσημεριανής ώρας. Έχω προσγειωθεί προ ολίγου στο Παρίσι, εκείνος το εγκαταλείπει σε λίγες ώρες για το Μόναχο, όπου συμμετέχει στην οργάνωση της πρόβας του Για τα παιδιά του Χτες, του Σήμερα και του Αύριο. Ο Έλληνας της ομάδας της Πίνα, είναι ένας άνθρωπος που είχε το θάρρος να κυνηγήσει τα όνειρά του.

Δάφνις Κόκκινος Φωτο: Rolf Ebertowski

Δάφνις Κόκκινος
Φωτο: Rolf Ebertowski

Ποια ήταν η πρώτη παράσταση της Πίνα που είδες; Το Καφέ Μύλλερ κι η Ιεροτελεστία της Άνοιξης στο Ηρώδειο, όταν σπούδαζα στην Κρατική Σχολή Χορού. Ήταν από τα πρώτα πράγματα που είδα, κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό.

Και πότε τη γνώρισες; Μετά την παράσταση! (Γέλια). Πήγαινα δεύτερο έτος. Είπα: Όποια κι αν είναι αυτή η κυρία, πρέπει να της πω ένα ευχαριστώ! Πήγα πίσω από τη σκηνή του Ηρωδείου. Στεκόταν ανάμεσα σε δύο κολώνες, ντυμένη στα μαύρα, με ένα τσιγάρο στο χέρι. Θυμάμαι μόνο πως τη χαιρέτησα με χειραψία, της είπα thank you, τη φίλησα στα μάγουλα κι εξαφανίστηκα. Θυμάμαι καλά πως ήταν πολύ πιο ψηλή από μένα. Στην πραγματικότητα ήταν πιο κοντή από μένα: είναι απίστευτο το πώς στο μυαλό μου πέρασε η εντύπωση πως ήταν τόσο ψηλή! Φαντάσου πόσο μεγάλη ήταν στα μάτια μου, που άλλαξα την πραγματικότητα! Μετά από πάρα πολλά χρόνια, όταν παίξαμε στο Ηρώδειο το 1980, πριν την παράσταση τη βλέπω να στέκεται ακριβώς εκεί που στεκόταν τότε – είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια! Της το είπα: - Εκεί ακριβώς σου πρωτομίλησα όταν ήμουν φοιτητής. - Τότε να βγάλουμε μια φωτογραφία. Την έχω ακόμα: εγώ με το κοστούμι πριν βγω στη σκηνή, κι εκείνη με τα μαύρα και το τσιγάρο, στην ίδια θέση. Ευτυχώς που το είπε...

Πώς βρέθηκες στην ομάδα της; Αφού είδα εκείνη την παράσταση, ήξερα ότι αυτό θέλω: να είμαι με αυτή την ομάδα. Δεν με ενδιέφερε οτιδήποτε άλλο. Όλα τα άλλα διαγράφτηκαν, κι αυτό κάνει τη ζωή σου πολύ πιο εύκολη, γιατί ξέρει πού θέλεις να πας. Δεν διασπάσαι. Όταν τέλειωσα την Κρατική, δούλεψα ένα χρόνο με τη Ζουζού Νικολούδη στα Χορικά – πήρε πολλά από τα παιδάκια της Κρατικής εκείνη τη χρονιά – και μετά πήρα ένα τραίνο Αθήνα – Βούπερταλ! Μέσω πρώην κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας, τρεις ημέρες μες στο τραίνο, αλλάξαμε στο Μόναχο και φτάσαμε στο Βούπερταλ. Πήγα στο στούντιο, τη βρήκα και της είπα: Γεια σας, είμαι ο Δάφνις από την Κρήτη και μου αρέσει πάρα πολύ η δουλειά σας! Δεν ξέρω πως ήμουνα μετά από τρεις ημέρες σε ένα τραίνο, ντυμένος στα μαύρα, είκοσι κιλά πιο λίγο από τώρα, και τρομαγμένος που βρισκόμουνα πρώτη φορά έξω από την Ελλάδα. Αμέσως κατάλαβε τον τρόμο μου, και σηκώθηκε και με έκλεισε στην αγκαλιά της. Δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο... Τέσσερις μήνες πριν πεθάνει ήμασταν στη Χιλή οι δυο μας σε ένα εστιατόριο στις δύο το πρωί, και της είπα: σε ευχαριστώ πολύ για εκείνη την αγκαλιά πριν είκοσι χρόνια, ήταν πολύ σημαντικό. Τέλος πάντων, δεν έκανε οντισιόν τότε, δεν είχε συμβόλαιο ελεύθερο, αλλά μου πρότεινε να κάνω τα μαθήματα κάθε μέρα και να βλέπω τις πρόβες, και θα δούμε. Έτσι κι έκανα.

Τι έκανε εκείνη την περίοδο; Η Πίνα εκείνη την εποχή ήταν και καλλιτεχνική διευθύντρια στη ομάδα νέων της σχολής του Folkwang που είχε ιδρύσει ο Κουρτ Γιόος, όπου είχε σπουδάσει κι είχε χορέψει κι η ίδια πριν φύγει στη Νέα Υόρκη κι επιστρέψει μετά στο Βούπερταλ. Εκεί ζητούσαν ένα αγόρι, κι έκανα οντισιόν – η πρώτη και τελευταία φορά που έκανα στη ζωή μου, γιατί στην Ελλάδα δεν κάναμε οντισιόν, δέκα άτομα ήμασταν και μας ξέρανε! Με πήραν, χόρευα μαζί τους και συγχρόνως έκανα τρία κομμάτια με την Πίνα ως guest. Σε μια τουρνέ που κάναμε στο Τόκιο μου είπε πως υπάρχει ένα συμβόλαιο ελεύθερο αν θέλω. Και της είπα: Yes, I do, I do! Το '91 έκανα το πρώτο μου κομμάτι μαζί της. Ήταν Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης – αυτό που είχα δει! Μου φαινόταν απίστευτο... Και μετά αρχίσαμε μαζί πολλή δουλειά, πάρα πολλές παραστάσεις, καινούρια κομμάτια... Κάθε χρόνο ήμουνα στην καινούρια παραγωγή. Πάντα ως χορευτής, αλλά από το 2002 μου ζήτησε να είμαι βοηθός της. Δεν ήξερα τι είναι αυτό, γιατί δεν είχε ξαναπάρει χορευτή, κι εγώ ήμουν πάντα πάνω στη σκηνή. Μου είπε: - Είσαι υπερήφανος που θα είσαι βοηθός μου; - Πάρα πολύ, αλλά δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω! - Να έχεις τα μάτια σου και τ' αυτιά σου ανοιχτά! Από τον πανικό μου να τα καταφέρω, έγραφα τα πάντα: κινήσεις, μουσικές θέσεις στο χώρο, τα πάντα, έγραφα συνέχεια.

Πως εκτυλίχθηκε όλα αυτό; Τα πήγαμε πολύ καλά στη συνεργασία, και μετά ήθελε κάθε χρόνο να είμαι βοηθός της. Της είπα: ευχαριστώ, αλλά θέλω και να χορεύω σε κάποιες καινούριες παραγωγές. Οπότε μια χρονιά ήμουνα βοηθός της και μια χρονιά χόρευα. Μια φορά μάλιστα με δούλεψε: ήμουνα δύο χρονιές συνεχόμενα βοηθός της, δεν το είχα πάρει χαμπάρι! Απίθανα πολλή δουλειά πάντως. Τώρα στις παραστάσεις που ήμουνα βοηθός της, είμαι υπεύθυνος προβών, αφού εκείνη δεν είναι εδώ. Στο πρώτο κομμάτι, τότε που έγραφα συνέχεια, έπαθα τενοντίτιδα στο χέρι και δεν μπορούσα πια να γράψω, δεν κουνιόταν! Πήγα να της το πω, πιστεύοντας πως θα μου πει να πάω σπίτι να το ξεκουράσω. Κι εκείνη μου είπε: - Ω, καημένε μου! Γιατί δεν δοκιμάζεις με το αριστερό; - Excuse me? Ούτε το όνομά μου δεν μπορώ να γράψω με το αριστερό – κι εκείνη το ήξερε! Γιατί μου το είπε, τι σήμαινε; Σήμαινε: Βρες μια άλλη λύση. Και βρήκα: όλα όσα γινόντουσαν τα μαγνητοφωνούσα, και μια εβδομάδα αργότερα που συνήλθα μπόρεσα να τα γράψω. Εγώ βρήκα τη λύση, αλλά εκείνη μου την έδωσε: εγώ θα είχα πάει σπίτι!

Το μέλλον της ομάδας ποιο πιστεύεις πως θα είναι; Δεν ξέρω καν το μέλλον της ανθρωπότητας ποιο θα είναι! Δεν μπορούμε να ξέρουμε.Το Βούπερταλ έχει δύο αίθουσες, το Θέατρο και την Όπερα. Το Θέατρο τώρα είναι κλειστό λόγω κρίσης, γιατί το Βούπερταλ είναι πτωχευμένη πόλη, δεν είναι σαν το Μόναχο που είναι απίθανα πλούσιο. Η Πίνα έκανε κάθε χρόνο ένα κομμάτι: τη μια χρονιά στην Όπερα και την άλλη στο Θέατρο. Τώρα κάνουμε τα πάντα στην Όπερα. Το καλό είναι ότι η κυβέρνηση μαζί με το κρατίδιο και την πόλη αποφάσισαν να ανακαινίσουν το Θέατρο και να το δώσουν στην ομάδα να γίνει Διεθνές Κέντρο Χορού Πίνα Μπάους. Η κυβέρνηση ενδιαφέρεται και δίνει λεφτά γι αυτό. Εκεί λοιπόν θα είμαστε εμείς και το Ίδρυμα Πίνα Μπάους, καθώς και γραφείο παραγωγής που θα μετακαλεί άλλες παραστάσεις. Το Βούπερταλ το ενδιαφέρει, φυσικά, να είναι η ομάδα εκεί. Ήδη το Ίδρυμα Πίνα Μπάους έδωσε τέσσερις υποτροφίες φέτος, και τη μία την πήρε Έλληνας, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης. Κάποιοι από τους παλιούς είμαστε υπεύθυνοι για το ρεπερτόριο και τη δουλειά της Πίνα Μπάους, και με την Adolphe Binder που θα έρθει ως υπεύθυνη για την ομάδα – ο Lutz Förster θα αποσυρθεί – θα δούμε για καινούρια κομμάτια που ίσως να κάνουμε στο μέλλον, για καινούριες χορογραφίες που ίσως κάνουν κάποιοι από μας, ή και με άλλους χορογράφους.

Με όλη τη δημιουργικότητα που έχει αυτό που μου περιγράφεις, γίνεται κάποια στιγμή εξαντλητικό; Το ξεχνάς μετά από λίγο! Τώρα νομίζω πως ζω πάντα στο Παρίσι. Στο Μόναχο, όπου έμεινα κάποιους μήνες, ξέχασα ότι μπορεί να ζω κάπου αλλού! Δουλεύεις μόνο, δεν το σκέφτεσαι, εσύ βρίσκεσαι στο χώρο σου. Άρα είσαι πάντα στο σπίτι σου! Απλά ο χώρος που μένεις είναι διαφορετικός, κοιμάσαι σε διαφορετικά μέρη.. Πριν λίγες μέρες πήγα στο σπίτι, κι είχα ένα περίεργο συναίσθημα: είναι όντως αυτά τα πράγματά μου, τα βιβλία μου, οι μουσικές μου, το κρεβάτι μου;

SWEET MAMBO