lolaarias1

Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις ένα κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας να ζωντανεύει μπροστά σου. Και μάλιστα από τους ίδιους τους ανθρώπους που το έζησαν, και που υπέστησαν τις συνέπειες – γιατί όταν η ζωή σου πιαστεί στα γρανάζια της ιστορίας, συνέπειες θα υπάρξουν. Ακριβώς όπως όταν μπαίνει κανείς σε ένα ναρκοπέδιο (σε αυτό αποδίδω και τον τίτλο της παράστασης): ακόμα κι αν βγει ζωντανός κι αρτιμελής, θα φέρει την εμπειρία στο υπόλοιπο του βίου του. Δεν είναι  κάτι που απλώς το αφήνεις πίσω σου και προχωράς.

Έξι βετεράνοι, λοιπόν, τρεις από κάθε πλευρά, του πολέμου του 1982 με αφορμή τα νησιά που ακόμα και σήμερα για τους μεν Άγγλους ονομάζονται Φώκλαντ, για τους δε Αργεντινούς Μαλβίνες, ανακαλούν τις μνήμες τους, ανασύρουν τα ενθυμήματά τους για να μας τα δείξουν, μνημονεύουν τους νεκρούς τους, καταθέτουν επί σκηνης τη μαρτυρία τους. Αντίπαλοι πολεμιστές και θανάσιμοι εχθροί κάποτε, συμφιλιώνονται με αφορμή το θέατρο, διατηρώντας ταυτόχρονα ακέραιες τις διαμετρικά αντίθετες απόψεις τους. Κι όλα αυτά μοντάρονται μαεστρικά σε μια επιβλητική αφήγηση από μια καλλιτέχνιδα που δεν φοβήθηκε να αγγίξει τις νωπές ακόμα πληγές από μια στιγμή του πρόσφατου παρεκθόντος που μπορεί να διήρκεσε μόνο 74 μέρες, όμως σημάδεψε για πάντα τη χώρα της: την αργεντινή Λόλα Αρίας. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που το κάνει. Όσοι είχαν χαρεί στη Στέγη το Η ζωή μου μετά όπου το διέπραξε για την περίοδο της δικτατορίας στη χώρα της, ή και την Ακρόαση για μια διαδήλωση τον περασμένο Νοέμβριο και πάλι στη Στέγη, όπου (με την ηρωική – χωρίς υπερβολή – συνδρομή του Πρόδρομου Τσινικόρη) το απετόλμησε για την εξέγερση του Πολυτεχνείου ανήμερα στην επέτειό της, γνωρίζουν την τόλμη και το βάθος της ματιάς της.

It takes two to tango, λοιπόν, μιας και αναφερόμαστε στην Αργεντινή. Αυτό που φέρουν οι βετεράνοι-πρωταγωνιστές της παράστασης είναι κάτι που δεν θα μπορούσε να προσκομίσει κανείς άλλος: τον βιωμένο χρόνο. Δεν θα χρησιμοποιήσω τον όρο της μόδας «Θέατρο Ντοκουμέντο», που από ότι ξέρω ούτε κι η ίδια η δημιουργός συμπαθεί – και καλά κάνει. Αυτού του είδους οι ετικέτες συνήθως δημιουργούνται από τους δημοσιογράφους έτσι ώστε να κατατάξουν και να τσουβαλιάσουν, πολλές φορές ατάκτως, πράγματα που ξεφεύγουν από όσα μέχρι πρότινος γνωρίζαμε. Το ντοκουμέντο στην περίπτωσή μας είναι τα ίδια τα σώματα των πρωταγωνιστών, που ήταν εκεί όταν όλα συνέβαιναν, που πόνεσαν, κρύωσαν, υπέφεραν, σκότωσαν, έσωσαν, έδρασαν. Μετά το τέλος της παράστασης, τους γνωρίζουμε αληθινά, με τον τρόπο που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ τη Μποβαρύ ή τον Πολίτη Κέην – τους κατεξοχήν ήρωες όπου η επιλογή του δημιουργού τους ήταν η ολοκληρωτική απουσία βιωμένου χρόνου. Όμως αυτές οι προσωπικές καταθέσεις δεν θα οδηγούσαν σε αυτό το συνταρακτικό αποτέλεσμα αν δεν υπήρχε η μαεστρική, εμμονική και ταυτόχρονα διακριτική ματιά της Λόλα Αρίας.

lolaariasMinefield

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ακόμα κι όταν βλέπουμε ένα ντοκυμανταίρ, η προσωπική άποψη του δημιουργού είναι παρούσα και κυρίαρχη. Ως γνωστόν, το μοντάζ ξεκινάει από το βλέμμα. Η σοφία με την οποία διαχειρίζεται το υλικό της, αλλά και τα μέσα (ταλαιπωρημένα από την άσκοπη πολυχρησία των τελευταίων χρόνων – κάμερες, προβολές, ζωντανή μουσική επί σκηνής) είναι δυσανάλογη για τα σαράντα της χρόνια, ενώ η τόλμη και η παρρησία της  παραπέμπουν σε ηλικία νεαρώτερη, όπως άλλωστε κι η εμφάνισή της. Την είχα ανακαλύψει κάποτε από το Airport Kids, μια μαγική της συνεργασία με τους Rimini Protokoll, με πρωταγωνιστές παιδιά που, είτε λόγω πολυεθνικής καταγωγής, είτε λόγω εργασιακών συνθηκών των γονιών τους, έχουν συνηθίσει να αλλάζουν κάθε τόσο χώρα, σχολείο, σπίτι, φίλους, περιβάλλον. Θεωρώ πως ίσως και να έχει ξεπεράσει τη διάσημη γερμανική κολλεκτίβα. Η δουλειά της είναι βαθύτερη, κι αν συνεχίσει έτσι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του παγκοσμίου θεάτρου. Μακάρι να εξακολουθήσει να μας επισκέπτεται το ίδιο συχνά, γιατί η επίδρασή της σε καλλιτέχνες και κοινό μόνο ευεργετική μπορεί να είναι.