Παύλος Παυλίδης

Παύλος Παυλίδης

Ένα από τα αγαπημένα μου στένσιλ σε ένα τοίχο στο κέντρο της Αθήνας είναι η εικόνα ενός ζευγαριού που (μάλλον) χωρίζει λέγοντας: «πρέπει να φτιάξουμε το μέρος που θα ξανασυναντηθούμε».

Πάντοτε πίστευα  ότι αυτή ήταν μια καλή ατάκα τέλους μιας καταδικασμένης σχέσης, αφού πρώτα θα έπρεπε να αλλάξεις τον κόσμο ή να δημιουργήσεις έναν καινούργιο προκειμένου να ξανασυναντηθείς με τον άλλο, οπότε μέχρι να γίνουν όλα αυτά, ποιος ζει ποιος πεθαίνει…

Κι όμως φτάνοντας στο Κουφονήσι έμοιαζε σα να κόψαμε δρόμο προς εκείνο το μαγικό μέρος. Δεν ήταν απλώς μια άδεια παραλία, όπως λέει και το μότο του Up Festival...

Στην παραλία στο Πορί κάθε μέρα, από την ώρα που έδυε ο ήλιος μέχρι την ανατολή ζούσαμε ένα φεστιβάλ που είχε αυτό που πολλά από τα άρτιότερα τεχνικά φεστιβαλικά  εγχειρήματα δεν έχουν: ψυχή και αγάπη.

Την προηγούμενη Πέμπτη, στα απόνερα του πλοίου που μας άφησε εκεί,  άρχισε να ξεδιπλώνεται ένας  κόσμος που κάπως έτσι θα τον έφτιαχνα για να συναντήσω αγαπημένους μου ανθρώπους: ένα μικρό παραδεισένιο νησί στη μέση του Αιγαίου, να το δέρνουν τα κύματα, να το αγκαλιάζει ο άνεμος και να το τυλίγουν τη νύχτα εκατομμύρια αστέρια.
Και εκεί μουσικές από τα αγαπημένα μας συγκροτήματα, τα καλύτερα της γενιάς μας (λίγο πριν – λίγο μετά), οι εφηβικοί μας ήρωες, όσοι γεμίζουν το παρόν μας και θα συντροφεύουνε το μέλλον μας με μελωδίες και λόγους για να χοροπηδάμε, να τραγουδάμε, να ταξιδεύουμε και να ακούμε φωνές από τ’ αστέρια. Δεν είμαι καλή στις ανταποκρίσεις από συναυλίες, ούτε στις κριτικές… Μπορεί το καλοκαίρι και το Αιγαίο να με κάνουν και λίγο υπερενθουσιώδη. Όμως θα το πω κάπως έτσι, ότι με αυτό το σχεδόν σπιτικό setup σε αυτό το ιδανικό μέρος συναντήθηκαν διαφορετικοί κόσμοι – μουσικοί και όχι μόνο- και η μουσική ακούστηκε!  Ακούστηκε στην καρδιά των μικρών Κυκλάδων και πάνω από όλα μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Με τον αέρα να παίρνει τους στίχους, με τους ενισχυτές να μην μας φτάνουν, με τις τεχνικές δυσκολίες, με το σκοτάδι και τη σκόνη- όμως στ’ αλήθεια δεν θα μπορούσα να το φανταστώ και πολύ διαφορετικά. Στην παραλία στο Πορί κάθε μέρα, από την ώρα που έδυε ο ήλιος μέχρι την ανατολή ζούσαμε ένα φεστιβάλ που είχε αυτό που πολλά από τα άρτιότερα τεχνικά φεστιβαλικά  εγχειρήματα δεν έχουν: ψυχή και αγάπη. Και μου άρεσε που  μπορούσες να νιώσεις και να καταλάβεις ότι το Up Festival ήταν ένα όνειρο κάποιων παιδιών που το κυνήγησαν και το έκαναν πραγματικότητα. Το έβλεπες στα πρόσωπά τους που λάμπανε από χαρά όταν χορεύανε πρώτη γραμμή σα να μην υπάρχει αύριο ανάμεσα σε 2000 άτομα στη συναυλία του Παυλίδη. Και για άλλη μια φορά,ναι, την ιστορία φαίνεται πως τη γράφουν οι παρέες!

Δεν μου φάνηκε παράξενο που είδα το πολύχρωμο πανηγύρι των Burger Project πριν από την ηλεκτρική καταιγίδα των Last Drive, ούτε φυσικά τον Leon αγκαλιά με τον Παυλίδη, ούτε τους Βaby Guru πριν τον Αγγελάκα. Ούτε μου  φάνηκε παράξενο που συνάντησα  ταυτόχρονα συναδέλφους από τη δουλειά, παλιούς συμφοιτητές, ξεχασμένους φίλους, ανθρώπους που γνώρισα μέσα από πορείες και αγώνες, δυο τρεις γενιές μαζί, άλλους με οικογένειες και παιδιά και άλλους παντοτινά ρεμάλια, άξιους εκπροσώπους του χιπστερισμού, fashion bloggers, κυριλέ ζευγάρια και «γκρούβαλα».   Αντιθέτως, το χάρηκα.

Αφήσαμε πίσω μας αυτές τις τρεις – τέσσερις μέρες μια πόλη που βράζει -έναν κόσμο που βράζει- πόνο, θλίψη, προβλήματα, θυμό, αγανάκτηση, μια καθημερινότητα που μας τρώει στην πόλη… Χαθήκαμε για λίγο, γλυκάναμε κάπως, και θέλω να πιστεύω ότι κάτι τέτοιες φάσεις επειδή είναι  αυθεντικές μας αλλάζουν και λιγάκι προς το καλύτερο, όπως ο ήλιος ροδίζει και ομορφαίνει τις φάτσες μας. Στο πλοίο τις επιστροφής, αποχαιρετώντας  νυσταγμένα το νησί, ψιθύρισα : «ε, λοιπόν, παραδίδω την τύχη μου στο καλοκαίρι» και αφέθηκα σε μια …καινούργια ζάλη.

Φωτογράφος. Εδώ.

Λένε επίσης ότι κάτι κάτι τέτοια αν τα έχεις όντως ζήσει, δεν τα θυμάσαι.

Κρατάω λοιπόν κι εγώ μια θολή ανάμνηση από το φεγγάρι που κάθε βράδυ ανέτειλε κατακόκκινο πίσω  από την σκηνή, πάνω από τη θάλασσα, δίπλα από την Κέρο. Ανοίγουμε τις καρδιές μας εκεί που σκάει το κύμα, χαζεύουμε τις σκιές των ανθρώπων γύρω μας, τα γέλια τους μας δροσίζουν, ψελλίζουμε φιλοσοφίες κάτω από τα αστέρια, αποκοιμιόμαστε από εξάντληση στην αμμουδιά το απομεσήμερο, εμπιστευόμαστε αγνώστους, αγκαλιάζουμε τους φίλους μας, μιλάμε ασταμάτητα και λέμε ιστορίες σαν να μην υπάρχει αύριο, απαγγέλλουμε Rimbaud σε δωμάτια ξενοδοχείων, κάποιος κοιμάται στο κρεβάτι μου και δεν είμαι εγώ, δεν φορτίζουμε τα κινητά, χαιρόμαστε με την ανεμελιά των πιτσιρικάδων, κάνουμε και μεις για λίγο τους ανέμελους πιτσιρικάδες, «μη μαζί γιατί μ’ αρέσεις πιο πολύ», μπερδεύουμε τα ρούχα μας, χορεύουμε μέχρι το πρωί, τινάζουμε την άμμο από παντού και αυτή επιμένει,  γελάμε γελάμε, κλαίμε και λίγο από συγκίνηση, χανόμαστε – βρισκόμαστε, μιλώ ακόμα σε ενεστώτα χρόνο για κάτι που έχει τελειώσει εδώ και μέρες (πόσες αλήθεια;) αλλά τι να κάνω; Τώρα αρχίζω και θυμάμαι.