Τα τριήμερα τα μισώ: Περισσότερη κούραση σε περιμένει στο πηγαινέλα, απ’ ότι ξεκούραση στον προορισμό.

Μήπως θα άλλαζε κάτι σε μια εβδομάδα ή ένα δεκαπενθήμερο;

Όχι πια. Πλέον αισθάνομαι πως μονάχα ένα δωδεκάμηνο διακοπών θα μπορούσε να φέρει στα ίσα το ψυχοσυνθετικό μου equalizer, και αναφέρομαι στη λέξη με την κυριολεκτική της έννοια: Διακοπή των πάντων, συμπαντικό pause, να μπορέσεις να ακούσεις τα χρώματα, να διαισθανθείς τη θέση σου στον κόσμο –τον δικό σου, και των άλλων. Έτσι, αρπάζω με τη μια την ευκαιρία που μου προσφέρει ο Αύγουστος. Γιατί όταν λείπουν όλοι, αισθάνομαι πως κάνω διακοπές εγώ. Και η Αθήνα γίνεται μια πόλη εύπλαστη, μια playmobil αρένα που συνθέτεις κατά βούληση, βάζοντας την ασκήμια της στην άκρη. Να το πούμε κι αυτό, έτσι;

Η Αθήνα είναι άσχημη πόλη. Έχει κάποια καλλωπισμένα σημεία, ή μάλλον κάποια σημεία που δεν έχουν κακοποιηθεί ακόμα, αλλά όμορφη δεν είναι. Ευτυχώς πιο δίπλα υπάρχει ο Πειραιάς, και με την Αθήνα άδεια, τον φτάνεις μέσα σε δέκα λεπτά.

Είναι όμορφος ο Πειραιάς θα μου πείτε; Όχι, αλλά διαθέτει περισσότερα μη κακοποιημένα σημεία, έχει θάλασσα και κουβαλώ μαζί του μια σχέση βιωματική: είναι η πόλη που γεννήθηκα, η πόλη που ζω. Έτσι, το λεκανοπέδιο γίνεται το ταμπλό μου. Μπορώ λοιπόν να απολαύσω θερινό σινεμαδάκι στη Ριβιέρα, το Βοξ, το Όασις και το Παλλάς (σ’ αυτές τις αίθουσες κινούμαι σχεδόν αποκλειστικά), να πιω το ποτό μου στο Vabene και το Λουξ στα Εξάρχεια ή στους Αισθηματίες και το Διαχρονικό στον Πειραιά, να περπατήσω σε ένα άδειο Θησείο (ή σε ένα εξίσου άδειο Πασαλιμάνι), να φέρω στο νου μου όμορφες στιγμές που πέρασαν και, περισσότερο, μα περισσότερο απ’ όλα, να κοιτάζω κάθε περαστικό με ένα στιγμιαίο συνωμοτικό βλέμμα: Ξέρω γιατί έμεινες, είσαι κι εσύ μέλος της συμμορίας, είσαι ένας από εμάς.

Οι καημένοι οι άνθρωποι βέβαια έχουν τους δικούς τους λόγους που ξέμειναν εδώ, και δεν είναι πάντα ευχαριστημένοι με αυτό, οπότε συχνά–πυκνά απαντούν με ένα στιγμιαίο βλέμμα τύπου «τι creepy μαλάκας είναι αυτός, μαζέψτε τον». Που και που όμως, κάποιος το επιστρέφει. Ε, για την εξαίρεση ζούμε ούτως ή άλλως, γι αυτόν τον ένα που θα κάνει τη διαφορά. Τον Αύγουστο, και πάντα.

Ο Άκης Καπράνος είναι κριτικός κινηματογράφου και ο άνθρωπος πίσω από το Midnight Express.