No 909928

Στην λυγισμένη απ’ την κρίση κοινωνία της Ρουμανίας, ένας φιλήσυχος υπάλληλος που περνάει τα βράδια του διαβάζοντας τον Ρομπέν των Δασών στον εξάχρονο γιο του, παρασέρνεται από το περιπετειώδες παραμύθι που του πουλάει ένας άφραγκος φίλος του για έναν χαμένο θησαυρό κρυμμένο στην αυλή του εξοχικού του απ’ την εποχή της ναζιστικής κατοχής. Οι δυο τους, μαζί με έναν ιδιότροπο χειριστή ενός εξίσου ιδιότροπου ανιχνευτή μετάλλων, ξεκινούν μια περιπέτεια που θα δοκιμάσει τα όρια της υπομονής και της αποφασιστικότητάς τους, αλλά και θα τους παρασύρει σε μια ιστορία που μπλέκει το παράλογο μαύρο χιούμορ που έχει για σήμα κατατεθέν του ο σούπερ σταρ της ρουμανικής κινηματογραφίας, με τη νοσταλγία για την ταραχώδη ιστορία της χώρας του, και το σασπένς για τον τρόπο που η αδρεναλίνη μπορεί να θολώσει το νου του ανθρώπου.

Είναι αλήθεια ότι η ταινία σας βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία, με την έννοια ότι εσείς ο ίδιος ξεκινήσατε να βρείτε αυτόν τον θησαυρό στα πλαίσια ενός ντοκιμαντέρ; Ναι, ο Adrian Purcarescu, που είναι κινηματογραφιστής και ηθοποιός και παίζει στην ταινία, μου είχε πει για έναν θρύλο που υπήρχε στο χωριό του, για έναν θησαυρό των Ναζί που ήταν θαμμένος στην αυλή ενός σπιτιού που χρησιμοποιόταν ως αρχηγείο των Ες-Ες. Κι έτσι ξεκινήσαμε μ’ ένα κινηματογραφικό συνεργείο και πήγαμε εκεί προσπαθώντας να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για όλο αυτό. Δεν βρήκαμε τίποτα βέβαια, όμως κατά τη διάρκεια όλης αυτής της αναζήτησης, περάσαμε όλα αυτά τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα που περνούν και οι ήρωες της ταινίας. Αυτήν την έξαψη ας πούμε στην αρχή, μετά τον εκνευρισμό όταν αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι παρασυρθήκαμε απ’ τον ενθουσιασμό μιας, κι ύστερα ένα είδος απόγνωσης…

Στην ταινία σας όμως αποφασίσατε να αλλάξετε λίγο το φινάλε, σαν να θελήσατε με στο σινεμά να διορθώσετε την αδικία της ζωής ας πούμε, και να κάνετε τα πράγματα να είναι κάπως πιο χαρούμενα. Χαχα ναι, ας πούμε πως όταν ήμασταν σ’ εκείνον τον κήπο και ψάχναμε να βρούμε πώς θα κάνουμε αυτό το ντοκιμαντέρ και ξεκινήσαμε όλη αυτή τη διαδικασία, όσο προχωρούσαμε τόσο ένιωθα και πιο πολύ ότι κάπως χανόμασταν, χάναμε τον προσανατολισμό μας, γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε τα πράγματα να πάνε όπως ελπίζαμε, ξέρεις. Κι αισθανόμουν πως, όπως οι χαρακτήρες στην ταινία, έτσι κι εμείς σα να σκάβαμε όλο και πιο βαθιά μια τρύπα και να χωνόμαστε εκεί μέσα. Γιατί σου λέω, στην αρχή σπάγαμε πολλή πλάκα, ο Cornel δεν μπορούσε να κάνει τον ανιχνευτή μετάλλων να δουλέψει ας πούμε, κι όλα αυτά, αλλά όσο προχωρούσαμε και δεν βρίσκαμε τίποτα, τόσο μιας πλάκωνε η θλίψη. Κι έτσι όταν έβλεπα το υλικό μας μετά, είχα όλο και περισσότερο την αίσθηση ότι ήμασταν χωμένοι σε μια τρύπα κι έπρεπε να κάνω κάτι να μας βγάλω έξω. Κι έτσι αποφάσισα να μετατρέψω την ιστορία σε μυθοπλασία.

Ο χαρακτήρας του Corneliu Cozmei, ο οποίος έχει και το ίδιο όνομα στην ταινία, αφήνει την αίσθηση ότι λειτουργεί και λίγο ως alter ego σας, με τον τρόπο που ψάχνει για θησαυρούς με ένα πράγμα σαν κάμερα και ακουστικά στο κεφάλι του. Ναι, ακριβώς, είναι λίγο κάπως σαν αντικατοπτρισμός μου, γιατί ψάχνει γι’ αυτό που κρύβεται κάτω απ’ την επιφάνεια, το οποίο είναι μια πολύ καλή μεταφορά γι’ αυτό που κάνουμε κι εμείς ως σκηνοθέτες, που χρησιμοποιούμε εικόνες και ήχους και διάφορα είδη εξοπλισμού για να ξεθάψουμε κάποιο είδος θησαυρού. Κι αυτό είναι που μου αρέσει και με τα δυο ήδη του ανιχνευτή μετάλλων που χρησιμοποιούμε, τον ψηφιακό και τον αναλογικό, γιατί ο Θησαυρός είναι και η πρώτη μου ταινία που γυρίζω με ψηφιακή κάμερα, κι ήθελα να περάσω κάπως αυτό το άγχος που ένιωθα, αλλά και μια κάποια σύγχυση μ’ αυτό το νέο κομμάτι εξοπλισμού.

Έβλεπα ένα θεατρικό πρόσφατα στην Αθήνα, την Εισαγωγή στο Σασπένς, όπου η Πατρίσια Χάισμιθ παραδίδει μαθήματα ας πούμε, και λέει πως το σασπένς είναι κάτι πάρα πολύ απλό: αν για παράδειγμα στην αρχή του βιβλίου κάποιος σκάβει μια τρύπα στο χώμα, πιθανότατα σε μερικά κεφάλαια θα καταλήξει θαμμένος εκεί. Όσο έβλεπα την ταινία λοιπόν, συνεχώς περίμενα κάτι κακό να συμβεί. Ήταν μια αίσθηση με την οποία παίζατε κι εσείς, ή ήμουν απλώς προκατειλημμένος; Ναι, βέβαια, αυτού του είδους το κλισέ ήταν συνεχώς στο μυαλό μου, κι ήταν ένα ενδεχόμενο με το οποίο ήθελα συνεχώς να παίξω, την αίσθηση του θεατή ότι κάποιος σύντομα μπορεί και να πεθάνει. Στην πραγματικότητα όμως, η αληθινή μου πρόθεση ήταν η ταινία να δουλέψει σε ένα πιο διασκεδαστικό επίπεδο, σαν μια περιπέτεια ας πούμε, με αυτόν τον ενθουσιασμό που έχουν οι άνθρωποι που ψάχνουν για κάτι σπουδαίο και δεν ξέρουν αν θα το βρουν ή όχι, αλλά πάντα ελπίζουν για το καλύτερο.

Κάπως σαν παραμύθι δηλαδή, σαν την ιστορία του Ρομπέν των Δασών που διαβάζει ο ήρωας στο γιο του; Ναι, κάπως έτσι, και η χρήση του συγκεκριμένου παραμυθιού ήταν γιατί κάτι άλλο που με απασχολεί επίσης πολύ στην ταινία, είναι η έννοια της ιδιοκτησίας, αλλά και της συνεχούς μεταβίβασης της ιδιοκτησίας, κάτι που νομίζω ότι είναι και ο βασικός άξονας του Ρομπέν των Δασών: η ανακατανομή των αντικειμένων. Όχι μόνο μεταξύ ανθρώπων, αλλά και η πορεία τους στο χρόνο, όπως το σπίτι στην αυλή του οποίου γίνεται η αναζήτηση για παράδειγμα, το οποίο έχει περάσει από πάρα πολλά χέρια στην ιστορία του, όπως δείχνει κι η ταινία: απ’ τη μια οικογένεια στην άλλη, απ’ τους Ρουμάνους στους Ναζί κι ύστερα πάλι πίσω, και τώρα απ’ τον έναν αδερφό στον άλλο ας πούμε. Και κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον θησαυρό, που κάποτε ανήκε στους Ναζί, τώρα τον βρίσκουν αυτοί οι τύποι, όμως το κράτος απειλεί να τους πάρει ένα μερίδιο, και στο τέλος περνάει στα χέρια των παιδιών ας πούμε. Όμως ακόμη και στο κλείσιμο της ταινίας δεν είσαι και πολύ σίγουρος ότι έχει τελειώσει αυτός ο κύκλος, και πιθανότατα δεν έχει κλείσει. Όταν ξεκινούσα την ταινία, αυτός ήθελα να είναι κι ο κεντρικός της άξονας: η συνεχής μεταβίβαση της ιδιοκτησίας, ως μια αλυσίδα γεγονότων σε συνεχή ροή, και μάλιστα μια αλυσίδα που αισθάνομαι ότι δεν τελειώνει με το τέλος της ταινίας.

Αυτό που έχει επίσης πολύ ενδιαφέρον, είναι η ναζιστική καταγωγή του θησαυρού. Ναι, ήταν πολύ σημαντικό για μένα αυτό το κάτι που αλλάζει τις ζωές αυτών των ανθρώπων, να είναι κάτι που έρχεται απ’ έξω, όπως πολλές ιδέες και καταστάσεις που αναπτύσσονται έξω απ’ τη Ρουμανία, οι οποίες όμως μπορούν να έχουν πολύ βαθιές και με μεγάλη διάρκεια συνέπειες μέσα στη Ρουμανία, χωρίς απαραίτητα η χώρα να έχει καμία σχέση με αυτές: όπως η κρίση για παράδειγμα.

Συνήθως αυτά τα πράγματα δεν αλλάζουν τις ζωές των ανθρώπων προς το καλύτερο βέβαια, σε αντίθεση με την επίδραση που φαίνεται να έχει ο θησαυρός. Ποτέ δεν ξέρεις όμως, έτσι; Δεν νομίζω πως μπορούμε να ξέρουμε τι επίδραση θα έχει επάνω τους αυτός ο θησαυτός μακροπρόθεσμα, κι είναι κι αυτό ένα δείγμα το πόσο διασυνδεδεμένα είναι τα πράγματα κι οι καταστάσεις που επηρεάζουν τις ζωές μας ως κοινωνίες κι ως χώρες. Εγώ τουλάχιστον αισθάνομαι ότι αυτού του είδους οι αλληλεπιδράσεις είναι ένα μυστήριο πολύ πέρα από εμένα. Και νομίζω ότι το σασπένς της ταινίας συμπυκνώνεται ακριβώς στο ότι δεν ξέρεις στ’ αλήθεια τι μπορεί να συμβεί μετά την τελευταία σκηνή της ταινίας.

Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα στη Ρουμανία από άποψη παραγωγής, όπως είναι άλλωστε και στην Ελλάδα, όμως απ’ όταν ήρθατε στις Κάνες με το Αστυνομία, Επίθετο, το ρουμανικό σινεμά κατακλύει συνεχώς τον διεθνή Τύπο. Αντικατοπρίζεται αυτό καθόλου στη σχέση του με το ρουμανικό κοινό; Είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο. Το Aferim! ας πούμε έχει πάει πολύ καλά φέτος, κι είναι ήδη μια απ’ τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ρουμανικού σινεμά εδώ και χρόνια, όμως είναι πολύ δύσκολο για μια ρουμανική ταινία να κάνει επιτυχία. Ξέρεις στην κομουνιστική εποχή εφαρμοζόταν πάρα πολύ έντονα το σύστημα των καλλιτεχνικών κινηματογράφων στα κέντρα των μεγάλων πόλεων, όπου προβαλλόταν η εθνική παραγωγή, όμως μετά την επανάσταση οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους κινηματογράφους έκλεισαν και μετατράπηκαν σε άλλα πράγματα, ενώ την ίδια ώρα εισέβαλαν τα multiplex. Έτσι το κινηματογραφικό κύκλωμα απέκτησε πρόσβαση σε ένα κοινό 20χρονων που δεν μπορούσε να τους βρει πριν, κι οι οποίοι όμως θέλουν να βλέπουν μόνο blockbusters. Που κι αυτό καλό είναι, γιατί κάποιοι απ’ αυτούς τους 20άρηδες μπορεί να θελήσουν να δουν και μια ρουμάνικη ταινία κάποια στιγμή, αλλά αυτό δεν φτάνει. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να βρεθεί τρόπος να επιστρέψουν στο σινεμά και οι 40αρηδες – 50άρηδες που είχαν φύγει.

Ε αυτό είναι και το πιο δύσκολο πράγμα όμως. Ναι, βέβαια, ειδικά αν σκεφτείς ότι στη Ρουμανία έχουμε γύρω στις 100 οθόνες για ολόκληρη τη χώρα, που για τον πληθυσμό της είναι εξαιρετικά μικρό νούμερο. Βέβαια τώρα, ειδικά τα καλοκαίρια, πολλοί έχουν αρχίσει να κάνουν κινηματογραφικά καραβάνια: παίρνουν τις ρουμανικές ταινίες και όσους σκηνοθέτες θέλουν να πάνε μαζί, και γυρνάνε την επαρχία, στήνουν αυτοσχέδιες αίθουσες σε όλη τη χώρα και πηγαίνουν πια την ίδια την ταινία στον κόσμο. Είναι ένα ενδιαφέρον ξεκίνημα αυτό. Ξέρεις, εγώ κατάγομαι από μια φοιτητούπολη, που έχει σχεδόν 60,000 φοιτητές –φιλοσοφικά, παιδαγωγικά, νομικές, τέτοια πράγματα. Κι η πόλη μου έχει 5 αίθουσες σ’ ένα multiplex που παίζουν μόνο αμερικανικές ταινίες, και μόλις 2 σινεμά στο κέντρο για άλλου είδους ταινίες. Κι αυτές οι 2 αίθουσες είναι σε πολύ κακή κατάστασης, ο ήχος, οι πολυθρόνες… Αν δεν αλλάξεις το concept να ανοίξεις ένα μπαρ σ’ αυτό το σινεμά, να το στήσεις κάπως, θα έχεις 60 χιλιάδες φοιτητές και καθηγητές χωρίς πρόσβαση σ’ ένα σινεμά που είναι στην ουσία φτιαγμένο γι’ αυτούς. Το κοινό είναι εκεί δηλαδή, υπάρχει, αλλά το θέμα είναι πώς θα το βάλεις στην αίθουσα. Πρέπει να γίνεις επιθετικός νομίζω, πρέπει να πας εσύ στο κοινό.


Η ταινία The Treasure / Ο Θησαυρός, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Corneliu Porumboiu, θα έρθει στο κοινό του φεστιβάλ την Τετάρτη 11/11 στις 20.30 και την Κυριακή 15/11 στις 22,45 στα πλαίσια του 56ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.