Πρώτη παράσταση για τα φετινά Επιδαύρια την περασμένη Παρασκευή, πρώτη παρουσία και του Ρόμπερτ Ουίλσον στο αργολικό θέατρο, με μια παράσταση βασισμένη στον «Οιδίποδα» του Σοφοκλή -η έμφαση στη λέξη «βασισμένη».

Δεν ξέρω αν ήταν αυτό το στοιχείο που δεν έκανε ελκτική σε μεγαλύτερο κοινό την εναρκτήρια παράσταση των φετινών Επιδαύριων ή ήταν οι τιμές των εισιτηρίων (Διακεκριμένη Ζώνη 100 και 70 ευρώ, Α Ζώνη 45 ευρώ,  Β Ζώνη 35 ευρώ, Ανω Διάζωμα 25 ευρώ, Φοιτηικό και άνω των 65 χρόνων 15 ευρώ, Ανέργων και ΑΜΕΑ 10 ευρώ]. Πάντως  η μικρή προσέλευση της πρώτης μέρας ήταν φανερή από το πάρκινγκ -το πρώτο δείγμα προσέλευσης έτσι κι αλλιώς. Τελικά γύρω στους 3.000 θεατές παρακολούθησαν την πρώτη μέρα τα φετινά Επιδαύρια, ενώ τη δεύτερη μέρα, το Σάββατο,  ξεπέρασαν τις 5.000.

Ο Ρόμπερτ Ουίλσον είχε στήσει το σκηνικό του πίσω από την ορχήστρα και τα δύο τεράστια ταμπλώ του, που έγιναν το φόντο το χρωματικό της παράστασης. Με τον δικό του τρόπο φώτισε και τα δέντρα πίσω από την ορχήστρα, και τη θυμέλη. Μ’ έναν δυνατό οξύ ήχο ξεκίνησε η παράσταση και μ’ έναν προβολέα που τρύπαγε κατευθείαν τον άνδρα που περπατούσε σχεδόν χωρίς να κινείται καταπάνω του. Και στην ορχήστρα εμφανίστηκε η Λυδία Κονιόρδου (πραγματικά καθηλωτική, με μόνο εργαλείο τη φωνή της, που την έκανε ό,τι ήθελε) και είτε στα νέα είτε στα αρχαία ελληνικά άρχισε να αφηγείται την ιστορία του Οιδίποδα. Παράλληλα ο Ρόμπερτ Ουίλσον, με βασικό καμβά τα ταμπλώ πίσω από την ορχήστρα, έφτιαχνε διαρκώς εικαστικές όψεις, και τα δέντρα γίνονταν πότε πράσινα, πότε μωβ, πότε κόκκινα. Κι αν ο τρόπος που χειρίζεται τους φωτισμούς είναι ένα βασικό και αναγνωρίσιμο στοιχείο της δουλειάς του, είναι η σκηνική του γλώσσα, αυτή τη φορά το καινούργιο στοιχείο ήταν ο τρόπος που δούλεψε τους ήχους και αξιοποίησε το περιβάλλον του αρχαίου θεάτρου. Πότε με ξύλινες σανίδες, πότε με ατσαλόχαρτο, πότε με επικασσιτερωμένες λαμαρίνες δημιουργούσε έναν εξαιρετικό αντίλαλο, ίδιο μουσική, χάρη και στην ακρίβεια των κινήσεων των ηθοποιών του. 

Ηταν φανερό. Ο Ρόμπερτ Ουίλσον ερωτεύτηκε το αρχαίο θέατρο Επιδαύρου και θέλησε, με τη σκηνική του γλώσσα και τον εικαστικό του τρόπο, να ντύσει ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας. Αντιμετώπισε αμήχανα την ορχήστρα, γιατί η δράση γινόταν μόνο στο μεγάλο μακρόστενο πατάρι που είχε στηθεί πίσω του και ελάχιστες φορές κάποιοι από τους ηθοποιούς κατέβηκαν στην ορχήστρα. Ασφαλώς και ό,τι είδαμε ήταν βασισμένο στον «Οιδίποδα» του Σοφοκλή (προφανώς με τον τρόπο που προσέγγισε το κείμενο ο Ρόμπερτ Ουίλσον), κάτι που αντιλαμβανόταν ο θεατής κυρίως από τα λόγια που διαβάζαμε στους υπέρτιτλους, αφού στην παράσταση, εκτός από τα νέα και αρχαία ελληνικά, ακούστηκαν γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, λατινικά και γερμανικά. Για να διατυπωθεί η πλανητική αναγνώριση της τραγωδίας; Ή γιατί μετείχαν, λόγω της παραγωγής, καλλιτέχνες από διάφορες χώρες;

 Ο Ρόμπερτ Ουίλσον αφηγήθηκε την ιστορία του Οιδίποδα με τον τρόπο που ξέρει, με τον τρόπο που χαρακτηρίζει όλες τις παραστάσεις του, με τον τρόπο που έγινε διεθνής και σταρ. Οι απόψεις στο τέλος της παράστασης (παρότι και στις δύο παραστάσεις ακούστηκαν πολλά «μπράβο») ήταν διχασμένες. Αλλοι ενθουσιάστηκαν, άλλοι απογοητεύτηκαν, άλλοι δυσφόρησαν, κάποιοι άλλοι βρήκαν μερικά σημεία πολύ ενδιαφέροντα, αλλά δεν ενθουσιάστηκαν με το σύνολο. Ανήκω στην τελευταία κατηγορία. Υπήρχαν πράγματι σκηνές, που οι εικόνες ήταν γοητευτικές και η ατμόσφαιρα συναρπαστική -σαν αυτές που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στις παραστάσεις του Ρόμπερτ Ουίλσον. Αν όμως κάποιος ήθελε να παρακολουθήσει την ιστορία του Οιδίποδα, θα δυσκολευόταν σε αρκετά σημεία. Γιατί όλες οι εικόνες του δεν ήταν πάντα εύγλωττες ούτε προσπελάσιμες. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος του Ρόμπερτ Ουίλσον, σταθερός εδώ και χρόνια (άλλοι λένε επαναλαμβανόμενος). Δεν σε καλεί να παρακολουθήσεις μια ιστορία με τον κλασικό θεατρικό τρόπο. Εμπνέεται ο ίδιος από την ιστορία και στήνει τις εικόνες του. Εικόνες που και σ’ αυτή την παράσταση ζωντάνεψαν με ακρίβεια όλοι οι καλλιτέχνες.

Ούτε και τούτη τη φορά έκανε κάτι διαφορετικό από εκείνο που κάνει εδώ και χρόνια. Απλώς βρέθηκε σ’ ένα άλλο σκηνικό περιβάλλον, που κουβαλάει μεγάλη ιστορία, και το δικό του, κυρίως, στοίχημα ήταν να αναμετρηθεί και να συνομιλήσει με το χώρο. Και αυτό ασφαλώς το κατάφερε. Το αν συνομίλησε και με όλους τους θεατές, είναι ζητούμενο.