gp_cn_golino_001

Όταν ήταν μικρή, ήθελε να γίνει καρδιολόγος. Αντ’ αυτού, ξεκίνησε προκαλώντας «καρδιοπάθειες» (που λένε και σε ορισμένα δελτία «ειδήσεων») ως μοντέλο για μαγιό και μπλου-τζιν απ’ τα 14 της, μοιράζοντας το χρόνο της ανάμεσα στην Αθήνα, το Μιλάνο, το Λονδίνο και το Λος Άντζελες. Οι πολιτισμικές εναλλαγές, όμως, ερχόταν φυσικά για την Βαλέρια Γκολίνο, που ως γόνος λόγιου Ιταλού γερμανιστή και Ελληνίδας ζωγράφου, μεγάλωσε με τρεις γλώσσες για μητρικές (Γερμανικά, Ιταλικά, Ελληνικά) και είχε τσιμπήσει και μια τέταρτη, όταν είχε περάσει έξι μήνες στο Σικάγο στα 11 της χρόνια, ακολουθώντας θεραπεία για την σκολίωση.

Έτσι, όταν στα 18 της αποφάσισε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός, ήταν επόμενο η καριέρα της να την οδηγεί απ’ την Ευρώπη στην Αμερική και πάλι πίσω, κερδίζοντας ρόλους δίπλα σε ηθοποιούς όπως ο Τομ Κρουζ, ο Ντάστιν Χόφμαν κι ο Ντένις Χόπερ, και μπροστά από κάμερες σκηνοθετών όπως ο Μπάρυ Λέβινσον κι ο Τζον Κάρπεντερ, πριν επιστρέψει στην Ιταλία για να αρχίσει να μαζεύει απανωτές υποψηφιότητες για τα βραβεία Νταβίντ ντε Ντονατέλο, τα Όσκαρ της χώρας της, και να κερδίσει το πρώτο της το 2005.

Στα 48 της πια, η Βαλέρια Γκολίνο έκανε το σκηνοθετικό της ντεμπούτο, εμπνευσμένη απ’ το βιβλίο A Nome Tuo, του Μάουρο Κόβασιτς. Το Μέλι, η ιστορία μιας νεαρής κοπέλας που εισάγει παράνομα στην Ευρώπη φάρμακα ευθανασίας, για λογαριασμό πασχόντων από μη αναστρέψιμες ασθένειες, οδήγησε την Γκολίνο κατευθείαν στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του Φεστιβάλ των Κανών τον περασμένο Μάη. Από εκεί, έφυγε με το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στις αποσκευές της, και μια θέση στις τρεις φιναλίστ του βραβείου LUX της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι ήρθε τον περασμένο Νοέμβρη στη Θεσσαλονίκη, να παρουσιάσει την ταινία της, στο φεστιβάλ που την είχε βραβεύσει ως καλύτερη ηθοποιό το 1996, για την ερμηνεία της στη Σφαγή του Κόκορα, του Αντρέα Πάντζη. Κι ύστερα απ’ όλη αυτή τη διαδρομή, αυτό που της έκανε εντύπωση, ήταν ότι έβγαλα το κινητό μου, αντί για μαγνητόφωνο.

gp_cn_golino_002

«iPhone, iPhone, iPhone… Όπου και να κοιτάξεις, iPhone», μου λέει, κι όταν της λέω ότι έχει αντικαταστήσει το μαγνητοφωνάκι μου χωρίς επιστροφή, μοιράζεται και το δικό της ενθουσιασμό: «Εμένα, τελικά, ένα πράγμα που μου έχει γίνει τελείως απαραίτητο με το δικό μου iPhone, είναι ότι δεν χρειάζεται πια να γράφω μηνύματα. Τα λέω σε όλες τις γλώσσες, αυτές που μιλάω τέλος πάντων, και με λίγο μπουρ μπουρ μπουρ, τελείωσα! Είναι τόσο ωραίο αυτό το πράγμα, κι ειδικά όταν πρέπει να στείλεις ένα μεγάλο μήνυμα, ή ένα email, με αυτό το σύστημα έχεις τελειώσει σε τριάντα δευτερόλεπτα!».

Είστε γκατζετού; Έχω κομπιούτερ απ’ το ’92. Τότε πήρα το πρώτο μου Mac. Τώρα είναι 22 χρονών!

Δεν έχετε μείνει μ’ αυτό, φαντάζομαι, έχετε πάρει και κάτι πιο καινούριο… Όλα. Όλη τη σειρά! Είμαι πολύ καταναλωτική, είναι απαίσιο αυτό, αλλά τα έχω όλα, και τα iPad και όλα. Κάθε φορά που το λέω, μού ακούγεται πολύ άσχημο. Mην το λέμε καλύτερα, γιατί θα νομίσει κανείς ότι τους κάνω διαφήμιση. Όχι ότι χρειάζονται διαφήμιση από εμένα δηλαδή… Είμαι πολύ της τεχνολογίας όμως, χρησιμοποιώ και το internet κι όλα. Αυτό που δεν είμαι, είναι ότι δεν έχω ούτε Facebook, ούτε Instagram, ούτε Twitter, δεν είμαι σε κανένα κοινωνικό δίκτυο και δεν κάνω chat ποτέ. Μα ποτέ.

Γιατί όχι; Απλώς δεν το κάνω. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Δεν μ’ αρέσει να ξέρουνε τι κάνω, πού είμαι, δε μ’ αρέσει να βάζω φωτογραφίες μου… Κάνω μια δουλειά, όπου η μόνη πραγματική πολυτέλεια που έχω, είναι να μην ξέρει ο κόσμος την πιο παραμικρότερη λεπτομέρεια για μένα. Να μην ξέρουν πού είμαι ανά πάσα στιγμή, να μην πρέπει να το δίνω αυτό στους άλλους, να μην πρέπει να λεω τη ζωή μου. Δηλαδή, είμαι τεχνολογική, αλλά δεν είμαι καλωδιωμένη με τους πάντες.

Μπορεί να έχω να παίξω μια ψυχοπαθή, ή κάποιον στον οποίο κανείς δεν θέλει να μοιάζει. Αυτό θα πει να φτιάξεις έναν ρόλο. Όχι να παρφουμάρεις την εικόνα σου.  

H αυτοπροβολή, όμως, είναι και κομμάτι της δουλειάς σας. Δεν είναι και κάπως απαραίτητα σε κάποιο βαθμό αυτά τα μέσα σήμερα. Μπορεί να είμαι old-school star. Αλλά κι ο άντρας μου, που είναι 33 χρονών και είναι πάρα πολύ γνωστός και τα λοιπά, και τον αναφέρουν παντού μέσα στο internet κι ο κόσμος τον ξέρει και ασχολείται μαζί του, ούτε κι αυτός έχει Facebook. Κι είναι νέος. Εγώ μπορεί να είμαι γριά και να σκέφτομαι έτσι, αλλά ούτε κι αυτός το κάνει. Θέλω να πω, είναι ένας τρόπος να σκέφτεσαι τον εαυτό σου. Το θέμα με το Facebook, και καταλαβαίνω πόσο ισχυρό είναι ως μέσο, αλλά αυτή η ιδέα του να πρέπει να κάνω μια συνεχή παρουσίαση της ζωής μου… Αυτό είναι τελείως απωθητικό για ‘μενα. Αλλά καταλαβαίνω όποιον το κάνει, μια χαρά.

Κι ίσως σε κάποιο βαθμό, το να χρησιμοποιείς αυτά τα μέσα για να πουλήσεις τον εαυτό σου, που είναι το εμπόρευμά σου… Ναι, αυτό είναι, αυτό πουλάς, αλλά είναι πιο ωραίο να το κάνουν άλλοι για ‘μένα. Να το λένε άλλοι για ‘μένα. Το να προβάλω εγώ τον εαυτό μου, δεν ξέρω, το βρίσκω εξαιρετικά κακόγουστο.

Έχει όμως ένα ενδιαφέρον, το κατά πόσο ο εαυτός που προβάλεις απ’ αυτούς τους διαύλους, είναι όντως ο δικός σου, ή είσαι συνέχεια σε μια in character κατάσταση. Πέρα απ’ όλους τους ρόλους που έχει να παίξει ένας ηθοποιός, δηλαδή. Ναι, να έχει κι άλλον έναν από πάνω. Αλλά μπορεί για τον κόσμο που δεν κάνει τη δουλειά μου, που δεν είναι μέσα στα media και τις τηλεοράσεις κι όλα αυτά, ίσως αυτή η κατάσταση να είναι κάπως καθαρτική. Δεν ξέρω, ίσως. Δεν το επικρίνω, μιλάω μόνο για μένα.

gp_cn_golino_003

Είναι όμως λίγο σαν όλοι μας, όσοι δεν είμαστε ηθοποιοί κατ’ επάγγελμα, να είμαστε μικροί ηθοποιοί στην ψηφιακή μας ζωή, να παίζουμε κι εμείς δικούς μας ρόλους. Κάτι θα ξέρετε για το αν αυτό προσφέρει κάθαρση. Ναι, αυτή η διαδικασία προσφέρει κάθαρση για ‘μένα, όμως στους ρόλους μου υποδύομαι κάποιους άλλους. Δεν παίζω μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου, πιο όμορφη, πιο καλή, με περισσότερους φίλους, με ωραίες διακοπές. Όταν κάνω έναν ρόλο, κάνω κάποιον που μπορεί να είναι και πολύ μακριά από ‘μένα και μπορεί να μην είναι ωραίος. Δεν έχω να υποδυθώ κάποιον ωραιοποιημένο εαυτό. Μπορεί να έχω να παίξω μια ψυχοπαθή, ή κάποιον στον οποίο κανείς δεν θέλει να μοιάζει. Αυτό θα πει να φτιάξεις έναν ρόλο. Όχι να παρφουμάρεις την εικόνα σου.  Αλλά, βέβαια, για κάποιον που δεν κάνει αυτή τη δουλειά, είναι πολύ ανθρώπινο το να θέλεις να το κάνεις όλο αυτό, σίγουρα.

Αυτή η οξύμωρη μοναχική κοινωνικοποίηση, που έχει έρθει με τα social media, έχει συμβάλει πιστεύετε στην μείωση της προσέλευση του κόσμου στο σινεμά, που είναι μια κατ’ εξοχήν κοινωνική εμπειρία; Σίγουρα. Σίγουρα, όπως έχει αλλάξει πάρα πολύ και τον τρόπο που επικοινωνούμε μεταξύ μας, όπως έχει αλλάξει τον ερωτισμό, όλα. Αλλά μπορείς να το πολεμήσεις; Δεν μπορείς, είναι κάτι το αναπόφευκτο. Αυτό είναι που έχουμε αυτή τη στιγμή. Μπορεί να αλλάξει, να μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο. Μπορεί να το απαρνηθούμε και να το απορρίψουμε. Αλλά τώρα, αυτό έχουμε. Κι αυτό είναι κάτι, που τώρα αρχίζει, και θα δούμε πώς θα διαμορφωθεί. Το βλέπω έντονα και στα παιδάκια, ενός και δύο και δυόμιση χρονών, που είναι ήδη πολύ εξοικειωμένα με αυτά τα πράγματα, με την τεχνολογία γενικότερα, και είναι πολύ ωραίο αυτό, έχει κάτι το πολύ ενδιαφέρον αυτή η εικόνα. Αλλά απ’ την άλλη, βλέπεις αυτά τα παιδάκια, στην οικογένειά μου ας πούμε, τον ανιψιό μου, που είναι τεσσάρων, και καθόμαστε στο τραπέζι κι έχει το iPad μπροστά. Για εμάς, που έχουμε μεγαλώσει με το ότι το παιδί πρέπει να κάτσει καλά στο τραπέζι και πρέπει να φάει το φαγητό του, είναι λίγο παράξενο όλο αυτό. Είναι πολύ παράξενο. Και το φοβερό είναι ότι το δεχόμαστε αυτό, υπάρχει πλήρης αποδοχή. Δεν το λέω μοραλιστικά όμως αυτό, μακριά από ‘μένα το «ήταν πιο καλά τότε». Το βλέπω σαν κάτι αναπόφευκτο. Δεν μπορώ όμως να μην βλέπω και τον κίνδυνο που διαισθάνομαι σε όλο αυτό, δεν μπορώ να κλείσω και τα μάτια μου.

Δεν έχω ούτε Facebook, ούτε Instagram, ούτε Twitter, δεν είμαι σε κανένα κοινωνικό δίκτυο και δεν κάνω chat ποτέ. Κάνω μια δουλειά, όπου η μόνη πραγματική πολυτέλεια που έχω, είναι να μην ξέρει ο κόσμος την πιο παραμικρότερη λεπτομέρεια για μένα.

Για να επιστρέψουμε όμως στο σινεμά, πιστεύεται ότι σοκαριστικά θέματα όπως αυτό της ταινίας σας, μπορούν να επαναφέρουν κόσμο στις αίθουσες; Κοίτα, η ταινία αυτή, πραγματεύεται ένα ηθικό δίλημμα, και αυτό το ηθικό δίλημμα που πραγματεύεται, με ενδιαφέρει. Και πιστεύω ότι σε κάποιο βαθμό μας ενδιαφέρει όλους. Χωρίς να θέλουμε να το συζητήσουμε στ’ αλήθεια, μας ενδιαφέρει πολύ, και αυτός είναι κι ο ορισμός του ταμπού.

Σε τι βαθμό σας καθοδήγησε το βιβλίο για το πώς θα στήσετε την πρώτη σας ταινία; Η ταινία βασίστηκε πολύ στο βιβλίο κι έχει αλλάξει όμως και πολύ. Δηλαδή, χωρίς αυτό το βιβλίο, δεν θα υπήρχε καθόλου η ταινία, σίγουρα. Και πολλά πράγματα τα πήρα από το βιβλίο και τα έβαλα στην ταινία ξεπατικωτούρα. Κάποια άλλα, τα άλλαξα. Λόγου χάρη, άλλαξα την ιστορία σε πολλά σημεία. Αλλά αυτή η γυναίκα υπήρχε, αυτός ο άντρας υπήρχε, αυτή έκανε αυτήν την δουλειά, κάποιοι απ’ τους διαλόγους είναι μεταφερμένοι με λέξεις ατόφιες από το βιβλίο… Το βιβλίο είναι η αρχή της ταινίας μου, γιατί είδα στο βιβλίο ότι υπήρχε μια κινηματογραφική ιστορία εκεί μέσα. Είδα ότι υπήρχε το πορτρέτο μιας γυναίκας, μιας Ιταλίδας, πολύ διαφορετικής απ’ ό,τι είχα δει μέχρι τότε. Κι ότι υπήρχε ένας άντρας, που ήθελα να τον δω με σάρκα, ήθελα να τον δω να μιλάει και να ακούω αυτά που λέει. Μου άρεσε η ιδέα να ακούσω αυτόν τον άνθρωπο, που έρχεται από μια άλλη εποχή, με άλλες προσλαμβάνουσες, με άλλο τρόπο σκέψης, και που είναι συνάμα έξυπνος, μα και ελαφρύς. Θέλει να πεθάνει, αλλά είναι ελαφρύς. Και μου άρεσε που αυτός ο άνθρωπος, ο ηλικιωμένος, έχει κάτι το παιδικό, κάνει καλαμπούρια, κι είναι λιγότερο ιδεολογικός απ’ αυτήν. Μου άρεσε αυτή η αντίθεση της νεότητας της ηρωίδας, με αυτού του είδους την ωριμότητα του ανθρώπου που συναντά.

Παρ’ ότι πραγματεύεται ένα αρκετά σκούρο θέμα, η ταινία είναι πάρα πολύ σέξυ… Α, ευχαριστώ πολύ

Η σκηνή της βιτρίνας του μπαρ είναι απ’ τα πιο αισθησιακά πράγματα που έχουν παίξει σε οθόνη τελευταία, και γενικά η κοπέλα αυτή απεικονίζεται ως μια γυναίκα πάρα πολύ σε επαφή με το σώμα της. Αθλείται συνέχεια, χορεύει, τρώει με τα χέρια… Αυτό προκύπτει ως αντίστιξη του χαρακτήρα με τη δουλειά του; Ναι, η γυναίκα αυτή είναι πάρα πολύ ζωντανή, είναι μέσα στη ζωή. Κι είναι έτσι λόγω της δουλειάς που κάνει, αλλά κάνει και τη δουλειά που κάνει, λόγω του ότι είναι έτσι. Γιατί καταλαβαίνουμε ότι έχει κι έναν πόνο, ότι έχασε τη μητέρα της, ότι κάπου είναι αποκομμένη. Δεν καταφέρνει να είναι πραγματικά με τους άλλους. Δεν τους αφήνει να την κοιτάνε, όλο φεύγει, όλο είναι κάπου αλλού. Γι’ αυτό και δεν εμφανίζεται πολύ συχνά ολόκληρη στο κάδρο, είναι κάπου στην άκρη, ή είναι μισή μέσα – μισή έξω. Κάπου καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι δεν μπορεί να αποκτήσει πολύ μεγάλη επαφή με τους ανθρώπους. Αλλά την ίδια στιγμή, έχει μια πείνα για τη ζωή. Πεινάει για το φως, πεινάει για τα σώματα, αυτή η πείνα, αυτό ήταν που ήθελα να έχει. Κι ήθελα να φοβάται το δικό της θάνατο. Ένα λαχάνιασμα που τής εμφανίζεται, κι αμέσως πάει να δει τι είναι. Φοβάται πάρα πολύ να πεθάνει. Δηλαδή, εμπορεύεται τον θάνατο, αλλά τον δικό της τον τρέμει. Κι αυτό είναι, πάνω απ’ όλα, που την κάνει ανθρώπινη, τελικά.

*Το Μέλι, της Βαλέρια Γκολίνο, με τους Γιασμίν Τρίνκα και Κάρλο Τσέκι, βραβευμένο από την Οικουμενική Επιτροπή του Φεστιβάλ των Κανών, φιναλίστ για το βραβείο LUX της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υποψήφιο για Ευρωπαϊκή Ανακάλυψη της χρονιάς στα European Film Awards, θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 16 Ιανουαρίου.