U L T I M A
του Émile Despax
Βρέχει. Ονειρεύομαι. Θαρρώ πλατάνι να τη σκέπει,
στο δρόμο εκεί να ορθώνεται, στο φως,
μια προτομή μαρμάρινη. Τ’ αδέρφι μου τη βλέπει
διαβαίνοντας και μουρμουρίζει: «Αυτός.»
Θα ‘χεις πολύ, αδερφέ, αγαπήσει μόλους και νησιά,
τη θάλασσα περσότερο, τ’ αγέρι·
εγώ τα ωραία τραγούδια, τα βιβλία, τη μοναξιά.
Μα θα ‘χουμε και οι δυο τόσο υποφέρει!
από το βιβλίο Οι μεταφράσεις του Κ. Γ. Καρυωτάκη, Το Ροδακιό 1994