Η Ελένη Τσαλιγοπούλου θα ήθελε να είναι πιο γνωστά τα τραγούδια της από την ίδια

Το πιο στενάχωρο σε μια συνέντευξη είναι να φεύγει το υποκείμενό της κάπως απογοητευμένο. «Να, έβγαλα ένα ολόκληρο δίσκο και δεν με ρώτησες κάτι για τα τραγούδια. Τα περισσότερα ήταν για το πρόσωπο Ελένη Τσαλιγοπούλου.»

Για να το λέει, δίκιο θα έχει. «Των Φίλων Τα Σπίτια» είναι ο νέος της δίσκος, με δεκαέξι τραγούδια. Μιλήσαμε πολύ για τη μουσική, την τεχνολογία, την κρίση, τους ανθρώπους, την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Όλα αυτά δηλαδή που περιλαμβάνονται στην τελευταία της δουλειά που ήρθε μετά από καιρό. 

Όταν βγαίνει ένας δίσκος τώρα που έχουμε το youtube, το spotify, ποια είναι η αγωνία; Πάντα υπάρχει η αγωνία, αν θα ξεχωρίσει κάποιο τραγούδι. Επίσης, κάποια στιγμή να πληρωθούν τα δικαιώματα όλων αυτών των ανθρώπων που κοπιάζουν να βγάλουν έναν δίσκο. Ο τραγουδιστής, άντε πες τραγουδάει και κάπως μπορεί να επιβιώσει, αλλά οι μουσικοί, οι στιχουργοί, οι συνθέτες, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δουλεύουν σοβαρά πίσω από την παραγωγή ενός δίσκου είναι κρίμα να μην μπορούν να το πληρωθούν.

Τώρα σε ποιο σημείο βρισκόμαστε με όλο αυτό; Τώρα είμαστε σε κάποιες εντός εισαγωγικών κουβέντες, που βρίσκονται οι εταιρείες με το youtube ας πούμε, ώστε να μπορέσουν να αποδοθούν κάποια δικαιώματα. Τώρα τα δισκάκια αυτά βγαίνουν στο spotify, προσπαθούμε να δείξουμε στους Έλληνες ότι πρέπει να αγοράσουν τα δισκάκια και αυτό είναι το ένα κομμάτι. Γενικότερα, το θέμα του ήχου και της παραγωγής πάει στράφι, γιατί πολύ λίγοι έχουν πια στερεοφωνικά για να ακούσουν σωστά. Δεν υπάρχουν στερεοφωνικά στα σπίτια. Ακούμε όλοι από τα κινητά και στην καλύτερη περίπτωση, laptop με ακουστικά. Έχει ευτελιστεί πια το κομμάτι της μουσικής.

Αυτό σας απογοητεύει ή έχετε συμβιβαστεί ότι τέλος πάντων εκεί πάει η μουσική. Όποιος θέλει να ακούσει καλή μουσική, ας δώσει και 50 ευρώ να πάρει ένα ηχείο. Ναι, αναγκαστικά. Η μουσική δεν μπορεί να σταματήσει αλλά τα τελευταία χρόνια είναι ευτελισμένη. Το τραγούδι, ακόμα και κάποια πραγματικά πολύ καλά τραγούδια, και αυτά τα παίρνει λίγο το ποτάμι, μέσα από τον όλο τρόπο, ας πούμε, που γίνεται. Επίσης, όλα περνούν πάρα πολύ γρήγορα. Εγώ ξεκίνησα να δισκογραφώ την δεκαετία του ’80και ήδη χάρηκα την πλατίνα και τον χρυσό δίσκο. Τώρα με όλο αυτό το πράγμα που συμβαίνει δεν υπάρχει διαχρονικότητα. Δηλαδή, από μένα θυμάσαι το «Σώπα κι Άκουσε», που είναι το ’87, θυμάσαι το «Να μ’ Αγαπάς» του Ανδρέου που είναι το ’89, θυμάσαι τραγούδια που είναι πριν από 20 και 25 χρόνια. Το θέμα και το ερώτημα είναι αν με αυτό τον τόσο γρήγορο τρόπο που γίνονται τα πράγματα, θα θυμόμαστε τα πολύ καλά τραγούδια αυτή της εποχής. Αν θα μείνουν ή θα τα φάει η μαρμάγκα.

Πλέον όμως, μπορεί να μην ακούσω τον τελευταίο σας δίσκο, αλλά αν είμαι 15-16 χρονών μου είναι πολύ πιο εύκολο να σας γνωρίσω. Εννοώ να βρω τα παλιά τραγούδια και να τα ακούσω, σε σχέση με παλαιότερα που εξαρτιόταν αν θα τα πετύχαινες στο ραδιόφωνο και αν θα χαλούσες λεφτά να πάρεις το cd. Οπότε, ο καλλιτέχνης κάτι χάνει και κάτι κερδίζει Δηλαδή, κερδίζει μια ας πούμε πιο εύκολη αθανασία, αλλά χάνει το ότι μπορεί να βγει ένας δίσκος και να μην τον πάρει χαμπάρι κανείς. Εγώ τραγουδάω τριάντα χρόνια, τι συμβαίνει, όμως, με αυτόν που τραγουδάει τώρα; Εγώ ανακαλύπτω τα τελευταία χρόνια πως κανένα τραγούδι δεν είναι πάνω από το όνομα Ελένη Τσαλιγοπούλου. Ό,τι και να κάνω ο κόσμος ξέρει εμένα. Δηλαδή, είναι πολύ πιο σημαντικό το όνομα και το πρόσωπο. 

Πάντως και για τα τεράστια ονόματα της ποπ ας πούμε βιομηχανίας πλέον βγάζουν δίσκο για να πάνε περιοδεία. Δεν βγάζουν δίσκο για να κάνουν τραγούδια. Αυτό τι σημαίνει γενικά για την μουσική; Υπάρχει μια επένδυση στην περφόρμανς και στο live πιο πολύ; Μα έχουν γίνει όλα στην μουσική. Δεν υπάρχει πια καμία παρθενογένεση. Η παγκοσμιοποίηση που λέμε και όλα αυτά τα πράγματα, μας έχουν κάνει ν’ αναρωτιώμαστε. ας πούμε αν σε είκοσι χρόνια θα τραγουδάμε ελληνικά;

Θα τραγουδάμε. Βεβαίως θα τραγουδάμε, αλλά ποσοστιαία νομίζω ότι θα είναι πολύ λιγότερο από τώρα.

Αν σας έλεγαν ότι σε 40-50 χρόνια από τώρα θα έχουν μείνει 2, 3 τραγούδια δικά σας, ποια θα θέλατε να είναι αυτά; Σίγουρα ένα τραγούδι που αφορά την παράδοση γιατί αυτό είναι ένα δικό που πολύ ιδιαίτερο κομμάτι, φαντάζομαι ίσως το «Τζιβαέρι». Θα ήθελα να μείνουν οι «Χίλιες Σιωπές», που έτσι κι αλλιώς δείχνουν ότι αντιστέκονται στον χρόνο και είναι μια κοινωνική και όχι ερωτική μπαλάντα. Για το τρίτο μου έρχονται πάρα πολλά τραγούδια. Ή το «Εγώ σ Αγάπησα Εδώ» ή το «Να μ’ Αγαπάς»…

Καταφέρατε πάντως να σας μάθει ο κόσμος και για τα δικά σας τραγούδια αλλά και να νομίσει ότι ορισμένα τραγούδια τα έχετε πει εσείς πρώτη φορά, ενώ δεν τα έχετε πει. Το «Είσαι ένα Περιστέρι» ας πούμε… Ή το «Μην Περιμένεις Πια».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Φοβηθήκατε καθόλου στην διαδρομή ότι μπορεί να σας καπελώσουν οι διασκευές; Κοίτα, εγώ παρόλο που κατά κόσμον είμαι μια λαϊκή τραγουδίστρια, τα λαϊκά τραγούδια που ‘χω πει είναι δυο. Το “Στων Αγγέλων τα Μπουζούκια” που και αυτό το μοιράστηκα με έναν άλλον τραγουδιστή. Και το “Δεν με Συγχωρώ” του Νίκου Πορτοκάλογλου, το πιο λαϊκό τραγούδι που ‘χω πει. Όλα τα άλλα τραγούδια που έχω πει, δεν έχουν σχέση με κανένα λαϊκό έρεισμα. Το πιο έθνικ τραγούδι μου ας πούμε είναι το “Να μ’ Αγαπάς”.

Το λαϊκή τραγουδίστρια πως το εννοείται; Λαϊκή τραγουδίστρια είναι αυτή που τραγουδάει λαϊκά τραγούδια της εποχής.

Δεν υπήρξαν όμως λαϊκά τραγούδια να πείτε; Ο Γιάννης Κότσιρας έχει τραγουδήσει πολύ πιο πολλά λαϊκά τραγούδα ή η Γιώτα Νέγκα. Δηλαδή, υπάρχουν συνθέτες που γράφουν λαϊκότροπα.

Εσείς δεν μπορούσατε να πείτε ότι θέλω να βρω ένα συνθέτη να μου γράψει δέκα λαϊκά τραγούδια να τα πω; Εγώ με τους συνθέτες είχα μια άλλου είδους σχέση. Μια σχέση διαλόγου, μια σχέση ζωής, φιλίας, συντροφικότητας, οπότε εκεί δεν παίχτηκε το αν θέλω να πω αυτό ή αν θέλω να πω το άλλο. Η αλήθεια είναι ότι το λαϊκό τραγούδι, όταν ξεκίνησα εγώ πια να τραγουδάω σοβαρά, είχε αρχίσει να φθίνει. Ο Νικολόπουλος του ’70 και του ’80 ήταν διαφορετικός από τον Νικολόπουλο του 2000.

Οι εταιρείες δεν σας πίεσαν; Όχι ευτυχώς, γιατί έπρεπε να διαμορφωθεί και από μας το τραγούδι της εποχής μας. Δηλαδή, έγινε το έντεχνο τραγούδι της δεκαετίας του ‘90.

Το εκμεταλλευτήκατε αυτό όσο θα έπρεπε; Ήταν πολύ ενδιαφέρον τότε, γιατί πραγματικά, αισθανόσουν ότι σηκώθηκε ένα μέτωπο, που δήλωνε την εποχή. Δυστυχώς όμως, μπορώ να πω ότι γύρισε μπούμερανγκ, γιατί πολλοί εκμεταλλεύτηκαν αυτόν τον όρο – έντεχνο .

Τώρα, που βρισκόμαστε στο ελληνικό τραγούδι; Τώρα βρισκόμαστε σ’ ένα μεταβατικό στάδιο, όπως άλλωστε η κοινωνία, η κρίση, η ζωή που ζούμε. Η ιστορία δείχνει ότι μετά από μια δύσκολη εποχή, κάτι συμβαίνει και βρίσκεις μία άκρη. Με τη μουσική είναι λίγο πιο δύσκολο, γιατί η μουσική είναι πιο λαϊκή τέχνη και επειδή έχουν γίνει όλα, τα πάντα – μίξεις, προσμίξεις, τάσεις και τα λοιπά – θα δυσκολευτούμε λίγο παραπάνω. Εάν μπορέσουμε και βρούμε ένα νήμα, για να καταφέρουμε να ξαναδώσουμε αυτή τη μνήμη του λαϊκού τραγουδιού.

Όταν ετοιμάζατε τον δίσκο, είχατε στο μυαλό σας από πριν που θέλετε να απευθυνθείτε; Όχι. Ειδικά όσο περνάνε τα χρόνια, το κοινό – τουλάχιστον στην δική μου περίπτωση – είναι λίγο μυστήριο. Δηλαδή, τα περισσότερα χρόνια, από την αρχή της δεκαετίας του ‘80 μέχρι και το 2010, έπαιξα πραγματικά πάρα πολύ εμπορικά και mainstream, αλλά με τους δικούς μου όρους. Όμως ήταν μια νύχτα – αν το θέλεις έτσι με συνεργασίες – η οποία ήταν λίγο πιο μαρκέ. Δηλαδή συνεργασίες βγήκαν με τον Μανώλη Λιδάκη, τον Γιάννη Κότσιρα, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Γιώργο Νταλάρα, την Μελίνα Κανά… Ήταν λίγο πιο αυτοματοποιημένα, εξακολουθούσε όμως να υπάρχει μία αθωότητα. Εμένα αυτό με κούρασε, σταμάτησα να δισκογραφώ από το 2009 ουσιαστικά και βρίσκομαι με μια άλλη παρέα και δημιουργώ μια μουσική που τη γράφω εγώ, ο Σπύρος Χαντζηκωνσταντίνου, που είναι μέλος της μπάντας και σύντροφος δέκα χρόνια, με βοηθάει να κάνουμε κάτι άλλο, που δεν αφορά καθόλου το κοινό αυτό που με παρακολουθούσε μέχρι το ’10.

Με αυτό το σχήμα βρίσκεστε ακόμη μαζί; Ακριβώς, με τους Bogaz Musique.

Πιστεύετε ότι στην κατάσταση του κατακερματισμού της πληροφορίας θα καθίσει κάποιος να ακούσει 16 τραγούδια στη σειρά; Όχι βέβαια, αλλά είτε κάνω 8 τραγούδια, είτε 24, ουσιαστικά το fan club θα διαλέξει δυο-τρία τραγούδια μέσα από αυτό, ενδεχομένως και περισσότερα, αλλά εγώ ουσιαστικά πλέον δισκογραφώ, όταν μπορώ κάποια από αυτά τα τραγούδια να τα παίξω live.

Οπότε εξαρτάται το ένα από το άλλο. Είναι βασικό. Έτσι κι αλλιώς τα ραδιόφωνα παίζουν κυρίως playlists και singles, οπότε τι να πούμε; Εντάξει, διαλέγουμε και δίνουμε εμείς ανά δίμηνο ή τρίμηνο κάποιο playlist και ουσιαστικά δημιουργούμε τεμπέληδες παραγωγούς.  Κάποιοι βέβαια αντιστέκονται και είναι προς τιμήν τους, που διαλέγουν αυτοί το κομμάτι. Εμείς στέλνουμε ολόκληρο τον δίσκο κι αυτοί τον ακούν για κάποιες μέρες και λένε «εγώ θέλω αυτό». Πολύ ωραία!

Μετά από 30 χρόνια πιστεύετε ότι μπορείτε να μιλάτε για τα ίδια θέματα στα τραγούδια σας; Εννοείται. Απλά τα βλέπω από διαφορετική σκοπιά. Και βέβαια έχει να κάνει με το πόσο καλή συγκυρία έχεις, να διαθέτεις ταυτόχρονα καλό στίχο και μουσική. Δηλαδή περνάμε συγκυρίες που λέγονται σημαντικά πράγματα αλλά δεν αρέσει η μουσική του στον κόσμο. Ο κόσμος δε θέλει να ακούσει κάτι που λίγο τον τσιγκλάει. Θέλει να ακούσει μουσική για να γίνει καλά, όχι να συγκινηθεί ή να σκεφτεί. Δεν λειτουργεί δηλαδή, όπως στη δεκαετία του ’60 με το πολιτικό τραγούδι, τον Θεοδωράκη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη.

Ίσως η κρίση δεν έβγαλε πολιτικό τραγούδι; Δεν θέλει ο κόσμος, πιστεύω. Αντιστέκεται στο πολιτικό τραγούδι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Εσάς σας έμαθε κάτι η κρίση; Ένα καλό κι ένα κακό. Το καλό είναι ότι μου έδωσε την ελευθερία να είμαι πιο καλλιτέχνης από ποτέ, να κάνω ό,τι γουστάρω. Έτσι κι αλλιώς, λεφτά δεν υπάρχουν, οπότε μου άρεσε πάρα πολύ που τραγούδησα σε όλη την Ελλάδα, όπου υπάρχει καλός χώρος, ότι ήρθα σε επαφή με όλο αυτό το κοινό. Έχει περισσότερο ενδιαφέρον τώρα που πηγαίνουμε γύρω γύρω. Κατάλαβα, δηλαδή πώς ακούει και συμπεριφέρεται αυτό το κοινό, που δεν είναι χορτασμένο όπως το κοινό της Αθήνας κι επίσης είδα πόσο ωραία είναι να ζεις στην επαρχία. Και ως παιδί της επαρχίας το θυμήθηκα αυτό πολύ έντονα. Το επίπεδο ζωής που έχουν στην επαρχία δεν συγκρίνεται με αυτό που έχουμε στην Αθήνα.

Καβαλήσαμε λίγο παραπάνω το καλάμι; Τώρα το καβαλήσαμε; Αυτή η ιστορία πάει πολλά χρόνια πίσω και νομίζω ότι είναι μια άλλη διορθωτική κίνηση που έκανε η κρίση. Μας βάζει σε μια διαδικασία να μην είμαστε αχάριστοι σε σχέση με τη ζωή. Να μην ζητάμε παραπάνω πράγματα. Μπορούμε να βρούμε πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα και λειτουργικά για την καθημερινότητά μας, χωρίς γκρίνιες και μιζέριες με πολύ λιγότερα. Ανακαλύψαμε τους φίλους μας, δώσαμε σημασία πια σ’ αυτό. Σταματήσαμε να ντυνόμαστε με πολύ ακριβά ρούχα, σταματήσαμε να έχουμε πάρα πολύ ακριβά αυτοκίνητα και παραπάνω από ένα. Σταματήσαμε να αγοράζουμε ακίνητα χωρίς να υπάρχει λόγος και επειδή έχουμε κάποια λεφτά στην άκρη. Και επίσης μας μάθανε ότι όταν βγάζεις 700 ευρώ τον μήνα, δεν μπορείς να έχεις 200 κάρτες. Όλα αυτά είναι κάτι το οποίο, με άσχημο τρόπο βέβαια, το έμαθε ο Έλληνας γιατί είμαστε και σε μια κατάσταση που δεν πρόκειται να βγούμε. Εγώ δεν πιστεύω ότι πρόκειται να βγούμε.

Πάντως εσείς νομίζετε ότι όταν η εποχή της ευφορίας, οι πλατινένιοι δίσκοι, ο Μελωδία, ο Δίεση, η νύχτα είχατε στο μυαλό σας εκείνη την ώρα, ότι ξέρεις τι όχι μην ξοδεύεις, μην κάνεις, μην ράνεις, κάνε αποταμίευση γιατί πιθανότατα μπορεί να σου χρειαστούν στο μέλλον; Δεν σε παρασύρει λίγο και η περιρρέουσα κατάσταση; Ναι, δεν το συζητώ, αλλά αφού την πατήσαμε και είδαμε ότι όλα είναι ρευστά, δεν νομίζω ότι μπορεί να ξαναγίνει αυτό. Ακόμα κι αν έρθουν όλα τα πάνω κάτω, νομίζω ότι οι Έλληνες δεν θα μπορέσουν, και ευτυχώς, να ξανακάνουν τα ίδια λάθη. Ο λαός, για τους πολιτικούς δεν ξέρω.

Αν συναντούσατε τον εαυτό σας πριν από τριάντα χρόνια που ξεκινήσατε, ποια είναι η κουβέντα που θα γινόταν;  Θα της έλεγα να κρατήσει και κάτι για τη ζωή της, να μην τα δώσει όλα στη μουσική γιατί μετά υπάρχει πραγματικά ένα μεγάλο κενό, το οποίο χρειάζονται χρόνια για να μπορέσει να το καλύψει.

Τί σημαίνει τα δίνω όλα στη μουσική, για έναν άνθρωπο που αναγνωρίζεται για την δουλειά του; Χάνεις την καθημερινότητα στην ζωή κι αυτό είναι κρίμα. Δηλαδή, χάνεις το ανθρώπινο, το καθημερινό, πως είσαι σαν γυναίκα, σαν σύντροφος, σαν μητέρα, σαν φίλος, σαν φίλη. Χάνεις αυτό το κομμάτι. Το άλλο είναι ένα κομμάτι το οποίο δεν είναι η πραγματικότητα, είναι  μια κατάσταση που πως να το πούμε, ζεις το θέατρο του παραλόγου. Δηλαδή, είναι κάτι πάρα πολύ ωραίο, γιατί και η στιγμή είναι εξαιρετική όπου κάθε 3 λεπτά σε χειροκροτεί κάποιος. Και δεν το λέω αυτό επειδή είμαι επηρμένη.

Ε ναι, δεν νομίζω ότι έχετε προκαλέσει… Όχι, ποτέ. Είμαι πάρα πολύ παθιασμένη, οπότε όλο τον χρόνο τον έδινα εκεί και εισέπραττα και αγάπη. Ήμουν και το καλό κορίτσι γενικά της δισκογραφίας , δεν το ‘παιξα ποτέ ντίβα. Δεν ήμουν και δεν είμαι σαν χαρακτήρας έτσι. Δεν ήμουν απρόσιτη. Υπήρχαν αρκετά καλά πράγματα, τα οποία εμένα, όμως, με στρίμωξαν σε μια γωνία και έδινα όλον μου τον χρόνο σε αυτά.

Ποιο τραγούδι από το δίσκο είναι το πιο πολύ τώρα σας; Σας εκφράζει πιο πολύ κάθε στροφή του. Αυτό που έγραψε ο Λειβαδάς, Ο «Καπνός» που λέει ότι όποτε πάμε να σηκώσουμε κεφάλι, έρχεται κάτι κα μας δίνει μια γερή, να πάμε ακόμη πιο βαθιά μες στο ποτάμι, αλλά να ξαναγεννηθούμε. Είναι ένα τραγούδι που μιλά για τον ελληνισμό γενικότερα, με όλα αυτά τα δεινά που έχει τραβήξει, αλλά με αισιόδοξο τέλος.

Αν ήσασταν νέα τώρα, πιστεύετε ότι θα τα καταφέρνατε; Αν βγαίνατε τώρα; Δεν ξέρω. Τρέμω αυτή την σκέψη. Πραγματικά είναι πάρα πολύ δύσκολο, αλλά είναι δύσκολο γιατί διαμορφώνονται και…. Είναι δύσκολο για μας. Αυτοί που διαμορφώνουν έναν καινούριο τρόπο, δηλαδή βλέπεις αυτούς που είναι  genius σε κάτι και φοβάμαι ότι σε λίγο θα μεγαλώσουν τα κεφάλια τους… νομίζω ότι αυτοί θα βρουν τον δρόμο τους. Αλλά, όπως και να χει, όταν κάτι είναι εξελικτέο, δεν πάει μόνο από τη θετική πλευρά

Σας τρομάζει το ενδεχόμενο της συνταξιοδότησης; Όχι. Θέλω να γίνω παραγωγός και ουσιαστικά να βοηθήσω νέους ανθρώπους.

Θέλει λεφτά όμως αυτό. Δεν χρειάζονται λεφτά γιατί έχω ένα ωραίο στούντιο κι έχω ωραίες ιδέες. Δηλαδή αν μπορέσω να βοηθήσω με οποιονδήποτε τρόπο ένα νέο παιδί, που κάτι δω σ’ αυτό, θέλω να το κάνω, θέλω να το βοηθήσω. Προς το παρόν όμως, δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με τη δική μου κατάσταση…

Πως είναι για έναν άνθρωπο, που έχει ενωθεί και αγαπηθεί από τον κόσμο, με τις εκατοντάδες συναυλίες και επιτυχίες του, ξαφνικά να έρχονται στη ζωή του τα social media; Στην αρχή ήταν σοκαριστικό. Δηλαδή έτρεμα!

Ενώ παλιά τον κόσμο δεν τον τρέματε; Όχι βέβαια, ο κόσμος είναι αληθινή ενέργεια. Ποτέ δε φοβάσαι την αληθινή ενέργεια. Αλλά αυτό που δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται, που είναι χαοτικό, δεν ξέρεις τι μουσική ακούει αυτός και σε βρίζει, τι και γιατί το λέει; Αρχίζει και σε επηρεάζει. Ή αντιθέτως, γιατί λέει συνέχεια τόσο καλά λόγια; Γλείφτης είναι; Τί θέλει, τί ακριβώς συμβαίνει, ό,τι να ‘ναι; Δηλαδή είμαστε σε ένα κόσμο ό,τι να ‘ναι; Από ένα σημείο και μετά, σταμάτησα να δίνω σημασία, εντελώς όμως. Και πιστεύω ότι το ίντερνετ αυτό ακριβώς κάνει. Μπαίνουμε τόσο βαθιά σε κάθε τι καινούργιο, μέχρι να βρούμε τον τρόπο, για να μπορέσουμε να τα ελέγξουμε όλα. Δηλαδή, τα λάθη που κάναμε, πριν από 15 χρόνια, όταν αρχικά έγινε όλη αυτή η ιστορία,  δεν τα κάνουμε πια. Έχουμε βρει κάποιον τρόπο.

Υπάρχει κάποιο στιγμιότυπο πάνω στη σκηνή, που να το θυμάστε ακόμη; Κάποια εμφάνισή σας που να έχετε «καρφιτσώσει» ψηλά πάνω στον τοίχο; Η πιο συγκινητική στιγμή για μένα ήταν στην Ουρουγουάη, Λατινική Αμερική, το 1991, 1996 – δε θυμάμαι- με τον Γιώργο Νταλάρα και είναι εκείνο το διάστημα, που έχω αρχίσει να τραγουδάω το Τζιβαέρι και προσπαθώ να ψήσω το θείο – Γιώργο Νταλάρα -, να πω το Τζιβαέρι και μου λέει ρε συ, είναι τέταρτης πέμπτης γενιάς, μπορεί να μη το ξέρουν το τραγούδι. Του λέω άσε με να το πω, το έχω κάνει πρόβα, και το βλέπουμε, αν δεν έχει απήχηση δε θα το πω στην επόμενη συναυλία. Και τελικά τραγουδάω και με το που τελειώνει, δεν χειροκροτεί κανένας. Δηλαδή να περάσουν 4 δευτερόλεπτα χωρίς να ακούσεις χειροκρότημα, λες τι έκανα λάθος, τι έγινε; Εμένα μου φάνηκαν ένας αιώνας αυτά τα δευτερόλεπτα. Και όταν σηκώνω πια το κεφάλι για να δω τι ακριβώς έγινε, είδα τον κόσμο, να πιάνεται και να κλαίει, ένας ήχος σαν να προέρχονταν από τα έγκατα της Γης. Μπορεί να μην ήξεραν το τραγούδι, αλλά έγινε αυτό που λέω εγώ, το DNA δούλεψε.

Βρείτε όλο το συναυλιακό πρόγραμμα της Ελένης Τσαλιγοπούλου εδώ. Το άλμπουμ «Των Φίλων Τα Σπίτια» κυκλοφορεί από τη Feelgood.
Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης