trumbo

Trumbo *****

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Jay Roach

Πρωταγωνιστούν: Bryan Cranston, Helen Mirren, Elle Fanning

Διάρκεια: 124’

Μπορεί να συμμάχησαν για να εξουδετερώσουν τη ναζιστική απειλή κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά η Αμερική και η Σοβιετική Ένωση δε διατήρησαν έκτοτε φιλικές μεταξύ τους σχέσεις. Αποτέλεσμα η φοβία της νέας «κομμουνιστικής απειλής» να αγγίζει επίπεδα υστερίας τα επόμενα χρόνια και πολλοί Αμερικάνοι να διώκονται για τα αριστερά πολιτικά τους πιστεύω. Το κινηματογραφικό στερέωμα δεν έμεινε ανεπηρέαστο από αυτές τις διώξεις. Θύματα υπήρξαν ο ιδιοφυής σεναριογράφος Dalton Trumbo και άλλοι συνάδελφοί του οι οποίοι εξέτισαν ποινή μονοετούς φυλάκισης λόγω της συμμετοχής τους στο κομμουνιστικό κόμμα των ΗΠΑ. Η αβεβαιότητα που συνάντησε μετά την απελευθέρωσή του ο Trumbo, ωστόσο, δεν μπόρεσε να δαμάσει το ταλέντο του, οδηγώντας τον (με ψευδώνυμο) στο δρόμο για τα Όσκαρ και στην αέναη μάχη τόσο με τους συντηρητικούς επιφανείς όσο και με τον εαυτό του ως οικογενειάρχη. Χωρίς να φλυαρεί, παρά τις δύο ώρες διάρκειας, το Trumbo όχι απλά καταφέρνει να μας εισάγει αναίμακτα στην ξενοφοβική (προς φυλές και πεποιθήσεις) Αμερική των μέσων του προηγούμενου αιώνα, αλλά να κρατήσει σταθερό ρυθμό, να δείξει τις κοινωνικές του ανησυχίες χωρίς υπερβολές και να αναδείξει στον κεντρικό ρόλο έναν τεράστιο Bryan Cranston ο οποίος αξίζει διθυράμβων.

Ντροπή στο ανθρώπινο γένος που αφού τελείωνε μια απειλή έψαχνε να βρει άλλες για να ομολογήσει τον φόβο του. Γεγονός που με τη σειρά του γένναγε άλλες, υπαρκτές απειλές που μπόρεσαν να γιγαντωθούν με τα χρόνια. Κάποτε ασχολούμασταν με την απειλή της Μόσχας, για να καταντήσουμε ένας πλανήτης που δίνει βήμα σε κάθε λογής μισάνθρωπο να ακούγεται ιδανικός ηγέτης σε μεγάλα πλήθη. Και να υπήρχαν όντως άνθρωποι στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού οι οποίοι απειλούσαν την κοινωνία της εποχής με έναν πυρηνικό πόλεμο, να λέγαμε πως υπήρχαν ορισμένοι απτοί λόγοι. Όταν, όμως, αυτοί που τιμωρήθηκαν το έπαθαν γιατί έλεγαν την απλή αλήθεια (δεν πρέπει να αφήνει κανείς τους άλλους να πλουτίζουν από τη δουλειά του χωρίς να παίρνει αυτό που του αξίζει) και κατονομάζονταν ως κομμουνιστές και όχι ως αγωνιστές της κοινής λογικής, τότε φαίνεται το ιδεολογικό αίσχος του καπιταλισμού. Σκύψε το κεφάλι, είμαστε το μόνο σύστημα και μόνο όσο πλουτίζουμε εμείς εσύ θα είσαι ασφαλής. Φτωχός, ναι, αλλά ασφαλής, μην τυχόν και τολμήσεις να πεις στον άλλον πως έχει υπαρκτά δικαιώματα, κομμουνιστής και στην πυρά. Η πλήρης σύγχυση, συνοδευόμενη από το γιουχάρισμα του πλήθους που προσάπτει σε κάποιον έναν χαρακτηρισμό που ίσως να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Η Τέχνη, μια ακριβής αντανάκλαση της εκάστοτε κοινωνίας, λογικό είναι να επηρεάζεται από τις περιστάσεις και οι δημιουργοί της από το καθεστώς στο οποίο παράγουν έργο. Και, ειλικρινά, από τότε που ο Κώδικας Χαίηζ προέβλεπε την αυστηρή λογοκρισία και επέβαλλε τον τρόπο παραγωγής των αμερικάνικων ταινιών για να κυκλοφορήσουν στις αίθουσες, φαινόταν πως τέτοιοι άνθρωποι θα προσπαθούσαν να κάνουν τον κινηματογράφο ένα υποχείριο-κλωτσοσκούφι τους για πολύ καιρό. Ειδικά δε όταν επί μακαρθισμού ξεκίνησε αυτό το πρόστυχο πογκρόμ κατά του οποιουδήποτε απέκλινε από τον κανόνα «Ησυχία-Τάξη-Ασφάλεια», τα πράγματα έγιναν απάνθρωπα. Ακόμα και αν κάποιοι κατάφεραν πλαγίως να εκμεταλλευτούν την ηλιθιότητα των συντηρητικών για να δημιουργήσουν, πολλοί εξακολούθησαν να υποφέρουν, με άλλους να βρίσκουν άδοξο τέλος και μόνο ελάχιστους να παίρνουν την παρτίδα της σκακιέρας μετά από καθοριστικές κινήσεις. Ο Trumbo ανήκε στους δεύτερους.

Με εικαστική πειθώ που ενίοτε φλερτάρει με τις ηλιόλουστες στιγμές και άλλοτε με το σκοτάδι των νουάρ χρωμάτων (κυρίως στους κλειστούς νυχτερινούς χώρους), ο Jay Roach καταφέρνει να αποδομήσει την υστερία της περιόδου και να δείξει δύο ανόδους και δύο πτώσεις, του Trumbo και του μακαρθισμού. Δε μένει, όμως, μόνο εκεί, σαφώς και θα μιλήσει και για όλα τα περιφερειακά ζητήματα, τα δικαιώματα των μαύρων, τις σφαγές στην Κορέα, την προσωπική μάχη του πρωταγωνιστή και το διαρκές κυνήγι από γλοιώδη άτομα όπως τη φωνή της προπαγάνδας, Hedda Hopper (η γοητευτική Helen Mirren πιο μισητή από ποτέ). Θα αποκαθηλώσει με πρωτοφανή τρόπο το αμερικάνικο ίνδαλμα του John Wayne, παρουσιάζοντάς τον ως έναν φαφλατά μπούλη. Θα δείξει το πόσο γενναίοι στάθηκαν άνθρωποι σαν τον Kirk Douglas που χρησιμοποίησαν σωστά το status τους για να μείνουν άθικτοι αυτοί και κάμποσοι άλλοι, ώσπου να τελειώσει κάποια στιγμή όλη αυτή η παρωδία. Και, εν τέλει, να αποχαιρετήσει όσους δεν είχαν την τύχη (ή το ταλέντο) ενός ανθρώπου σαν τον Trumbo.

Ο οποίος είναι, εκτός από το πρωταγωνιστικό πρόσωπο και ο ρυθμιστής του κλίματος της ταινίας. Ερμηνευμένος με απεριόριστο ταλέντο από τον Bryan Cranston, δε λυγίζειποτέ, δεν προσπαθεί να κάνει τη στιγμή πιο δραματική ή σκληρή απ’ όσο χρειάζεται. Το γεγονός από μόνο του στέκει, αυτός ως αγωνιστής πρέπει να κρατήσει καθαρό κεφάλι και με το χιούμορ του και τις άφταστες πνευματώδεις ατάκες του δε βυθίζεται ποτέ στην υπερβολή. Θα είναι στοργικός πατέρας και σύζυγος, θα φοβηθεί και θα πανηγυρίσει αλλά δε θα κλάψει. Εκτός από τη στιγμή που θα έρθει η ανακούφιση και η θύμηση των ζωών που χάθηκαν όλο αυτόν τον καιρό. Γιατί αυτό έχει σημασία, όχι η βιογραφία καθαυτή, αλλά το να μνημονευθούν τα πραγματικά αξιοσημείωτα γεγονότα. Και, εν τέλει, όταν η ταινία μοιάζει να προχωράει προς την εξάντληση του περιεχομένου της, πάντα κάτι θα συμβαίνει που θα κινεί και πάλι το ενδιαφέρον μας. Όπως η ξαφνική «μάχη» δύο ιδιοφυιών, του ταλαντούχου σεναριογράφου και του ογκόλιθου του σινεμά, Otto Preminger. Γεγονότα που δεν την κάνουν απλά μεγαλύτερη σε διάρκεια αλλά της δίνουν ουσία και χτίζουν τον κεντρικό χαρακτήρα.

Μετά από αυτή την ταινία βρίσκομαι σε δίλημμα για τον αν αξίζει ή όχι ο Di Caprio το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Γιατί, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού, βρήκε άξιο ανταγωνιστή στο μουστάκι του Cranston. Δεν τίθεται ερώτημα για το αν αξίζει να τη δείτε, η απάντηση είναι «φυσικά». Γιατί είτε είστε κάποιος ιστοριοδίφης (της κοινωνίας ή του Κινηματογράφου) είτε απλά κάποιος που απολαμβάνει τον κινηματογράφο, θα σας κερδίσει. 


 

Ταξίδι Στην Άλλη Όχθη (Kishibe no tabi) ***1/2**

Ιαπωνία, Γαλλία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Kiyoshi Kurosawa

Πρωταγωνιστούν: Eri Fukatsu, Tadanobu Asano, Masaaki Akahori

Διάρκεια: 127’

Από τότε που ο σύζυγός της, Yusuke, πνίγηκε, η Mizuki προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή της. Πάνε τρία χρόνια από το τραγικό συμβάν αλλά ξαφνικά ο Yusuke είναι εκεί, μπροστά της και την προσκαλεί σε ένα ταξίδι μαζί του. Εκείνη, ατάραχη αλλά γεμάτη απορίες, δέχεται να τον συνοδεύσει, καθώς, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, άργησε πολύ καιρό. Ένα ταξίδι στο παρελθόν, μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού ξεκινά αφότου οι δύο αγαπημένοι ξανασμίξουν. Ο πάλαι πότε μεγαλύτερος υπαρξιστής του ιαπωνικού τρόμου, Kiyoshi Kurosawa έχει αλλάξει εδώ και καιρό ρότα. Πλέον δεν καταπιάνεται με το αφόρητο βάρος της ύπαρξης και των κρυμμένων επιθυμιών που απασχόλησαν αριστουργήματα όπως το Kairo και το Cure, το σουρεαλιστικό παράλογο του Sweet Home αλλά και το μπρεχτικό στοιχείο του Charisma. Από την οσκαρική του βράβευση για το Tokyo Sonata και έπειτα, το ανθρώπινο δράμα τον απασχολεί σε πιο «γήινα» επίπεδα. Έτσι κι εδώ, δε σταματά να αναρωτιέται για το νόημα της ζωής, αλλά το κάνει με πιο αιθέριο τρόπο, σαν να βουτά στα παραμύθια της χώρας του ή στην κληρονομιά των Studio Ghibli (περισσότερο, όμως, στα έργα του Isao Takahata παρά του Hayao Miyazaki).

Λογικό επακόλουθο είναι αυτοί που τον αγάπησαν για τις πρώιμες δημιουργίες του να ξενίζονται από αυτή τη στροφή και πολλοί μάλιστα να τον εγκαταλείπουν καθώς αλλά πράγματα απαιτούν από αυτόν. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, πως ακόμα κι έτσι έχει πράγματα να προσφέρει, έχει μεθυστικά όμορφες εικόνες, η κάθε μία από τις οποίες διατρέχεται από ένα αίσθημα της πλήρους μελαγχολίας, ενώ ο στοχασμός του για τη ζωή και το επέκεινα μοιάζουν εξανθρωπισμένα, δείχνει λιγότερο κυνικός σε σχέση με το παρελθόν. Και, για να προχωρήσουμε και στην ουσία του πράγματος, παραμένει Ιάπωνας στη νοοτροπία του, με τα ερωτήματά του να φωνάζουν περισσότερο «βουδιστική διδασκαλία» παρά Kirkegaard ή Stirner. Μπορεί, δηλαδή, να έγινε πιο προσιτός, αλλά αυτό δε σημαίνει αυτόματα πως σταμάτησε να διερωτάται. Σίγουρα, ο αργός του ρυθμός θα κάνει αρκετούς να χασμουρηθούν και τα επίπεδά του σε σχέση με το Tokyo Sonata ή το Real (για πιο πίσω κανένα μέτρο σύγκρισης δεν υπάρχει) να είναι μισό με ένα σκαλί πιο κάτω, αλλά αυτοί που τον ένιωσαν σαν σκηνοθέτη και για τις ταινίες που έφυγαν από το όριο του τρόμου, θα χαμογελάσουν ξανά. 


 

Η Τζέιν Πήρε Το Όπλο Της (Jane Got a Gun) **1/2***

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Gavin O’Connor

Πρωταγωνιστούν: Natalie Portman, Joel Edgerton, Ewan McGregor

Διάρκεια: 98’

Ο σύζυγος της Jane επιστρέφει σπίτι βαριά τραυματισμένος, έχοντας συγκρουστεί με μια συμμορία παρανόμων, τα μέλη της οποίας δε δίστασαν να του «φυτέψουν» οχτώ σφαίρες. Ο αρχηγός της συμμορίας, Colin, θα επιχειρήσει μια επιδρομή στο σπίτι του ζεύγους για να τελειώσει αυτό που ξεκίνησε. Για να προφυλαχτεί, η Jane έρχεται σε επαφή με τον παλιό της έρωτα, τον Dan και μαζί ξεκινούν να παίρνουν μέτρα για να επιβιώσουν. Αυτή τους η επαφή θα γίνει ο λόγος για να αναζωπυρωθούν τα εδώ και καιρό θαμμένα συναισθήματά τους. Τα δύο δυνατά σημεία της ταινίας είναι το, ερμηνευμένο από την ιέρεια Lisa Gerrard, soundtrack και η ερμηνεία του Ewan McGregor. Και η δράση με τη φωτογραφία δεν πάνε καθόλου πίσω βέβαια. Αλλά ο κεντρικός χαρακτήρας της Jane φαντάζει τόσο ουδέτερος και «ψυχαναγκαστικά» δυναμικός που δε δημιουργεί πραγματικό ενδιαφέρον. Η κενή ερμηνεία της Natalie Portman, επίσης, δεν καταφέρνει να δυναμώσει κάπως την εικόνα της βασανισμένης ηρωίδας/φεμινιστικού προτύπου. Και εφόσον είναι ένα χαρακτηρολογικό φιλμ, η κατάσταση μοιάζει βεβαρημένη. 


 

Les Cowboys *****

Γαλλία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Thomas Bidegain

Πρωταγωνιστούν: François Damiens, Finnegan Oldfield, Antonia Campbell-Hughes

Διάρκεια: 114’

Κάπου στην Ανατολική Γαλλία, σε μια «καουμπόικη» γιορτή country, ο Alain συνειδητοποιεί ότι η κόρη του αγνοείται για αρκετή ώρα, χωρίς κανείς να ξέρει που βρίσκεται. Ύστερα από έρευνα, ανακαλύπτει πως η έφηβη θυγατέρα του έχει αρκετούς σκελετούς στη ντουλάπα της, σκελετούς που πιθανότατα προκάλεσαν την εξαφάνισή της. Μαζί με το γιο του, ο Alain θα ξεκινήσει ένα πολυετές, οδυνηρό ταξίδι προς εύρεση της αγνοούμενης, που τόσο οι ανακαλύψεις όσο και οι επιλογές του θα έχουν μεγάλο κόστος. Αρκετά μπερδεμένη ως προς το τι πραγματικά θέλει να πει και χωρίς ποτέ να διεισδύει σε κανένα από τα θέματα που ξεκινά να θίγει, θα έπρεπε να δαμάσει λίγο περισσότερο τις φιλοδοξίες της. Γιατί αν παρέμενε ένα γραμμικό σύγχρονο γουέστερν στις διδαχές του John Ford, τα πράγματα θα μπορούν να είναι πολύ πιο συμπαθητικά. Η θέληση να μπουν αρκετές παραπάνω παράμετροι και να σχολιαστούν κουράζει για κάτι τόσο απλοϊκό όσο η κεντρική πλοκή. Αν μπορείτε να αφοσιωθείτε αποκλειστικά σ’ αυτήν, τότε θα το απολαύσετε παραπάνω. 


 

Ο Λαβύρινθος της Σιωπής (Im Labyrinth des Schweigens) *1/2****

Γερμανία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Giulio Ricciarelli

Πρωταγωνιστούν: Alexander Fehling, André Szymanski, Friederike Becht

Διάρκεια: 124’

Ο Β’ Παγκόσμιος έχει πάνω από μια δεκαετία που έληξε και ο Johann (φανταστική ή πραγματική προσωπικότητα; Ακατανόητο) ασκεί με ζήλο το επάγγελμα του εισαγγελέα. Όταν του αποκαλύπτεται πως ένας πρώην ναζί έχει γλιτώσει από την τιμωρία για τα εγκλήματα που διέπραξε, αρχίζει να κυνηγά, με τη βοήθεια ενός δημοσιογράφου, όσους εκπροσώπησαν το ναζιστικό κόμμα αλλά την έβγαλαν καθαροί. Τα προβλήματα, όμως, ξεκινάνε από τη στιγμή που καταλαβαίνει πως αρκετοί από αυτούς που ανήκουν στα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια ανήκαν στο ναζιστικό κόμμα, ενώ κάποια μυστικά τον περιμένουν στη γωνία. Η μέχρις εσχάτων γυαλισμένη σκηνοθεσία και η διάθεση ανάδειξης του κλίματος άγνοιας που ακολούθησε μετά την πτώση του Γ’ Ράιχ δε σώζουν τα λοιπά προβλήματα μιας ταινίας ανιαρής, που ενώ έχει να ασχοληθεί με σημαντικότερα ζητήματα, τριγυρνά γύρω από την μελοδραματικά δοσμένη εσωτερική πάλη ενός κεντρικού πρωταγωνιστή ο οποίος είναι άχρωμος και ανέμπνευστος, θυμίζοντας εκατοντάδες χαρακτήρες που έχουμε δει στο παρελθόν. Σίγουρα, είναι δύσκολο να διαχειριστεί κάποιος ένα θέμα πολύπλοκο όπως αυτό που πραγματεύεται η συγκεκριμένη ταινία, όπως και να την προβάλλει στο κοινό με κινηματογραφικό ενδιαφέρον, αλλά η απάντηση είναι μια αδιάφορη και πλήρως προβλέψιμη ιστορία που δείχνει να ξεχνά ότι οι δίκες είναι πιο σημαντικές από το δράμα του πρωταγωνιστή; Και επιπλέον, συγνώμη, αλλά αρνούμαι να δεχτώ τη διάθεση δικαιολόγησης της σημερινής Γερμανίας με την επίκληση στο πατριωτικό συναίσθημα που λαμβάνει χώρα με το πέσιμο των τίτλων τέλους. Κάποια πράγματα μπορεί να άλλαξαν, σίγουρα, αλλά πολλά από αυτά κατευθύνθηκαν προς το χειρότερο. Έλλειψη κριτικής, κατανόησης του μεγέθους του θέματος που πραγματεύεται και ενδιαφέροντος συναρμολογούν μια ταινία ανιαρή και σε σημεία αφελέστατη (ή αν θέλουμε να την αντιμετωπίσουμε με σκεπτικισμό, κουτοπόνηρη). 


 

Οδηγός Για Singles (How to Be Single) *****

ΗΠΑ, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Christian Ditter

Πρωταγωνιστούν: Dakota Johnson, Alison Brie, Rebel Wilson

Διάρκεια: 110’

Σε μια Νέα Υόρκη διαρκώς εν κινήσει, η συνεσταλμένη Alice χωρίζει και προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια της. Η καινούρια φίλη της, Robin, όμως, αποφασίζει να της δώσει κάποια μαθήματα ζωής τα οποία θα την κάνουν να προχωρήσει και να απολαύσει κάθε δευτερόλεπτο, έστω και αν αποδεικνύεται κάπως «άγρια» και άμυαλη στην κοσμοθεωρία της. Η εργασιομανής αδερφή της Alice, Meg, σκέφτεται να αναζητήσει το έτερον ήμισυ με το οποίο θα μπορέσει να φτιάξει μια οικογένεια, ενώ η τέταρτη και ρομαντικότερη της παρέας, Lucy δεν παύει να ελπίζει πως θα εμφανιστεί εκείνος ο τέλειος σύντροφος που θα γεμίσει τη ζωή της. Η ξεκάθαρη ταινία του Αγίου Βαλεντίνου που απευθύνεται σε αποκλειστικά γυναικείο κοινό είναι και φέτος εδώ. Βρωμόστομη, κατά τόπους μίσανδρη και χωρίς στάλα έξυπνου χιούμορ, προσπαθεί να πει girl power χωρίς καν να καταλαβαίνει τι είναι αυτό το girl power. Και αν αυτό τελικά είναι να μετατραπούμε όλοι σε όντα που ξεδίνουν στα κλαμπ ή απλά ψάχνουν για κάποιον σύντροφο που θα καλύπτει τις ανάγκες μας, κάθε άλλο παρά «powerful» μου ακούγεται. Ωραία η κατά τόπους απεικόνιση της Νέας Υόρκης, αλλά η Rebel Wilson δε σταματά να εκνευρίζει. 


 

Αλαντίν: Οι Νέες Περιπέτειες (Les Nouvelles Aventures d’ Aladin) *****

Γαλλία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Arthur Benzaquen

Πρωταγωνιστούν: Kev Adams, Jean-Paul Rouve, Eric Judor

Διάρκεια: 107’

Παραμονή Χριστουγέννων και οι δύο φίλοι, Sam και Khalid, αποφασίζουν να κλέψουν διάφορα πράγματα από τη γκαλερί Λαφαγιέτ ντυμένοι Αγιοβασίληδες. Τα σχέδιά τους, όμως δεν πάνε τόσο καλά και ο Sam γίνεται το επίκεντρο της προσοχής ενός (αρκετά) νεαρού πλήθους. Για να τους αποσπάσει την προσοχή, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αφηγηθεί την ιστορία του Αλαντίν, όπως αυτός την ξέρει: προσαρμοσμένη στη δική του πραγματικότητα. Πως θα εκτυλιχθεί, όμως, η επιχείρησή τους; Και, πιο σημαντικό, θα καταφέρει ο Αλαντίν να θέσει τέλος στα σχέδια του σατανικού Βεζίρη της Βαγδάτης; Τα κατά τόπους γέλια από το γαλλικό αλλά συνάμα ασφαλές χιούμορ δεν καταφέρνουν να μετατρέψουν μια ταινία σαν κι αυτή σε ένα θεοπάλαβο παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, ενώ σε σύνολο δεν δείχνει να καταλαβαίνει αν θέλει να πάρει τον εαυτό της στα σοβαρά ή όχι. Περισσότερο σαν ένα κακό παιδικό φιλμ με ηθοποιούς μοιάζει (και μάλλον είναι) παρά μια κωμωδία που θα απολαύσουν γονείς και παιδιά.