ΘΕΑΤΡΟ

Η Σοφία Μαραθάκη προσεγγίζει το «Με νύχια και με δόντια» σαν μια ιλαροτραγωδία για το τέλος του κόσμου

Εμπνευσμένο από την «Aγρύπνια των Φίννεγκαν» του Τζέιμς Τζόυς, το Με νύχια και με δόντια είναι μια παράδοξη ιστορία του ανθρώπινου είδους και μια αλληγορική ανάγνωση για το τέλος του κόσμου και της Ιστορίας. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη το 1942, τη στιγμή δηλαδή που στην Ευρώπη κορυφωνόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το έργο περιγράφει πέντε χιλιάδες χρόνια από τη ζωή μιας τυπικής μικροαστικής αμερικανικής οικογένειας, που αγωνίζεται να επιβιώσει μέσα σ’ έναν ατέλειωτο κύκλο από πλημμύρες, λοιμούς, παγετώνες και πολέμους.

Η πρώτη πράξη του έργου διαδραματίζεται την Εποχή των Παγετώνων. Στη δεύτερη βρισκόμαστε σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο πριν από έναν μεγάλο κατακλυσμό. Και στην τρίτη επιστρέφουμε στο σπίτι της πρώτης πράξης, αυτή τη φορά όμως μετά από έναν πολυετή πόλεμο.

Αν και η υπόθεση χαρακτηρίστηκε στην εποχή της μη αληθοφανής και εξεζητημένη, και το πρώτο ανέβασμα του έργου χτυπήθηκε από μια μεγάλη μερίδα της κριτικής, το Με νύχια και με δόντια κατάφερε μέσα σε λίγους μόλις μήνες να κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ ως το καλύτερο θεατρικό έργο της χρονιάς.

Η Σοφία Μαραθάκη, με όχημα τη νέα μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά που έγινε ειδικά για την παράσταση, επιχείρησε να μεταφέρει εκ νέου στη σκηνή το θεατρικό σύμπαν του Θόρντον Ουάιλντερ και παρέα με την ομάδα θεάτρου ΑΤΟΝΑλ – που ερευνούν και δοκιμάζουν τις διαφορετικές φόρμες, τον ρυθμό, το γκροτέσκο, τους αφηγηματικούς κώδικες – ανέβασε το Με νύχια και με δόντια, σε μια χρονική περίοδο όπου δεν μπορεί παρά να νοηθεί ως οριακή για την ανθρωπότητα, μέσα από τις συνεχείς κρίσεις που καλείται ν’ αντιμετωπίσει σε σημαντικούς τομείς όπως η οικονομία, το περιβάλλον, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες διαβίωσης και τα ανθρώπινα δικαιώματα. 

Της ζητήσαμε να μας αποκαλύψει μερικά από τα μυστικά της παράστασης….

Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε το έργο αυτό; Επειδή είναι ένα κείμενο που πραγματεύεται με ιδιαίτερα καυστικό και χιουμοριστικό τρόπο θέματα που μας απασχολούν πολύ σήμερα. Μας θέτει προ των ευθυνών μας και μας κάνει να αναρωτιόμαστε γιατί δεν έχουμε μάθει ακόμα τίποτα από την ανθρώπινη ιστορία. Στο έργο το ανθρώπινο είδος έρχεται αντιμέτωπο με τον αφανισμό του λόγω παγετού, λόγω βιβλικού κατακλυσμού και λόγω πολέμου.

Ποια η σκηνοθετική προσέγγιση και πώς την αναπτύξατε στις πρόβες; Η σκηνοθεσία προσεγγίζει το έργο σαν μια ιλαροτραγωδία για το τέλος του κόσμου. Προσπάθησα να δημιουργήσω πρόσωπα που είναι περισσότερο αρχετυπικά. Αντιμετώπισα και τον χώρο σαν μια λευκή κόλλα χαρτί πάνω στην οποία όλοι γράφουν την ιστορία τους, διαγράφουν την πορεία τους, αλλά μόλις παύουν να υπάρχουν πάνω της σβήνονται όλα και κυρίως η μνήμη. Η εκφορά του λόγου καθώς και η κίνηση, η όλη αισθητική της υποκριτικής φλερτάρει πολύ με το γκροτέσκο.

Ποιο είναι το πιο δυνατό σημείο της παράστασης για εσάς; Είναι δύσκολο να επιλέξω ένα σημείο. Πάντως μια στιγμή ιδιαιτέρως απολαυστική για μένα είναι προς το τέλος της πρώτης πράξης όταν η οικογένεια Ανθρώπου, η Σαμπίνα, ο Μωυσής κι ο Όμηρος τραγουδάνε το πολύ δημοφιλές και χριστουγεννιάτικο jingle bells για να ξορκίσουν την απελπισία τους.

Αν θέλατε σε πέντε γραμμές να πείσετε έναν θεατή να επιλέξει τη δική σας παράσταση -ανάμεσα στην πληθώρα έργων που ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές- τι θα του λέγατε; Δεν ξέρω πώς να πείσω κάποι@. Αν το γνώριζα, θα έκανα άλλη δουλειά. Θεωρώ ότι είναι μια παράσταση που μπορεί να βάλει το κοινό στο πνεύμα ενός συγγραφέα ιδιαίτερου κι ευαίσθητου. Ασχολείται με ζητήματα πανανθρώπινα κι επαναφέρει μια ουμανιστική οπτική που χάνεται σιγά σιγά. Οι ηθοποιοί είναι απολαυστικοί, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί. Ο όλος θεατρικός κώδικας είναι ενδιαφέρον και νομίζω δε συναντάται πολύ συχνά σε παραστάσεις ρεπερτορίου. Επίσης, έχει όμορφη αισθητική (σκηνικό, κοστούμια, βίντεο, μουσική, φωτισμοί). Είναι μια παράσταση που απαιτεί βέβαια ενάργεια από το κοινό διότι δεν επιτελείται σε καμία περίπτωση κάθαρση. Δεν είναι μια λυτρωτική παράσταση.

Είναι εύκολο για μια θεατρική ομάδα/ ηθοποιό/σκηνοθέτη να βρει στέγη και να παρουσιάσει τη δουλειά της; Εσείς ποιες δυσκολίες τυχόν αντιμετωπίσατε; Αυτή η ερώτηση νομίζω ότι έχει μόνο μια απάντηση και είναι «Ναι». Είναι δύσκολο. Η στέγη, ο χώρος, είναι προϋπόθεση για το θέατρο. Τούτη τη στιγμή ανεβαίνουν τρεις, τέσσερις ή και παραπάνω παραστάσεις στις σκηνές της Αθήνας ταυτόχρονα. Παίζουμε back to back. Πρέπει να σκεφτόμαστε συνεχώς τα πρακτικά όπως π.χ. τον χρόνο αλλαγής των σκηνικών. Τα ίδια τα θέατρα και οι επιχειρηματίες, για να επιβιώσουν, αναγκάζονται να «στοιβάζουν» θιάσους. Όμως, δεν είναι μόνο η στέγη το ζήτημα. Είναι απαραίτητη η χάραξη μιας νέας πολιτικής για το θέατρο και τους επαγγελματίες του θεάτρου. Είναι απαραίτητο να περιοριστεί ο αριθμός των εισακτέων στις δραματικές σχολές. Είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται μια αξιοπρεπής διαβίωση για τους καλλιτέχνες. Είναι απαραίτητο να επανιδρυθούν θέατρα από όπου θα ξεπηδούν νέες δυνάμεις και θα συνυπάρξουν δημιουργικά με τις παλιότερες.

«Με νύχια και με δόντια» του Θόρντον Ουάιλντερ
Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
Σκηνοθεσία: Σοφία Μαραθάκη
Δραματουργική επεξεργασία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική: Βασίλης Τζαβάρας
Κίνηση: Βρισηίδα Σολωμού
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθός σκηνοθέτιδας: Γιώργος Λόξας
Παίζουν οι ηθοποιοί: Βασίλης Καλφάκης, Νάντια Κατσούρα, Ελεάννα Καυκαλά, Γιώργος Λόξας, Σοφία Μαραθάκη, Μάριος Παναγιώτου, Μαρία Παρασύρη, Γιώργος Σύρμας

Θέατρο του Νέου Κόσμου, Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Αθήνα
Διάρκεια παράστασης: 100 λεπτά
Μέρες / Ώρες: Παρασκευή 21:00, Σάββατο 18:30, Κυριακή 21:15
Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό 17€, Μειωμένο 15€
Εισιτήρια για την παράσταση προπωλούνται:
www.viva.gr/tickets/theater/me-nyxia-kai-me-dontia/
POPAGANDA