ΘΕΑΤΡΟ

Είδαμε το 4ωρο Rohtko στη Στέγη και η αλήθεια είναι πως θέλαμε κι άλλο

Τα σχόλια για το Rohtko, διθυραμβικά ακόμη και από αυτούς που «δεν χαρίζονται εύκολα», είχαν γεμίσει με εντυπωσιακούς επιθετικούς προσδιορισμούς από την Πέμπτη το βράδυ το timeline μου. Παντού. Τρύπωναν για να επεξηγήσουν στο facebook, να συστήσουν στο instagram, να αποκαλύψουν στο twitter, να ξηγηθούν στο inbox όταν δεν έδειχνα να αντιδρώ. Κάπως όλοι λύγισαν μπροστά στο νέο αστέρι του Πολωνικού θεάτρου. Που σημείωσαν το όνομα του με δάκρυα ικανοποίησης και αποφάσισαν να μην το ξεχάσουν. Lukasz Twarkowski. «Χορηγός» ενός θεάματος-υπερθεάματος που δεν ξεχνά στιγμή τη θεωρία που κρύβεται στη καρδιά του. Και τον σκοπό για τον οποίο ήρθε σε αυτό τον μάταιο, δύσκολο κόσμο: να ανατινάξει τα συναισθήματα μας.

Πρόσφατα στις Κάννες ξεκίνησε (και πάλι) μια ωραία συζήτηση για τη φόρμα και το στυλ και πώς μπορεί αυτό να κατακρεουργήσει ή να ξεχάσει τις λέξεις ή απλά να τις πετάξει στον πρώτο κάδο που βλέπει μπροστά. Αφορμή το νέο ταξίδι του άρχοντα πλέον του TikTok, Wes Anderson, στο Asteroid City. Η τέλεια παστέλ περσόνα κούρασε (για λίγο υποθέτουμε κι ελπίζουμε) ως και τις πιο ανάλαφρες σκέψεις των πιο ανάλαφρων ακολούθων, η ταινία παραμερίστηκε διακριτικά (και μάλλον δίκαια) και έτσι οι Κάννες -σε μια πολύ καλή χρονιά αν καταλάβαμε καλά- ανακάλυψε εκ νέου τους αστέρες που χρειαζόταν.

Τι σχέση έχει τώρα αυτό, εύλογα θα αναρωτηθείς, με τη θεατρική αποκάλυψη αυτών των αθηναϊκών ημερών; Λογικό. Η απάντηση κρύβεται σε αυτό που νοιώθεις με το «καλημέρα». Αρκετά τα θέματα που σκάνε μπροστά σου στην εξέλιξη της παράστασης, το καθαρότερο όμως όλων είναι πως η εξωφρενικότητα και η ιδιαιτερότητά στο στυλ μπορεί να υπηρετήσει με πεντάστερη συμπεριφορά και τα πιο πολύπλοκα και «δυσνόητα» σενάρια – φτάνει και οι δύο πλευρές να παραμένουν στη θέση τους με αγάπη και σεβασμό. Ως προς τον εαυτό τους και την άλλη πλευρά. Σαν ένα ζευγάρι δηλαδή, έτοιμο να κάνει το καλύτερο σεξ της ζωής του.

Μια παράσταση όμως που μιλά για το πώς η Τέχνη, με τη δόλια ψυχή της και την ευκολία της να υποτάσσεται στο χρήμα σαν αφελές ή καθόλου αφελές ερωτικό σκλαβάκι, μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή πραγματικά βαρετή. Και να πνιγεί μέσα στην αυτοαναφορικότητα μια άποψης που βασανίζει αιώνια, θέτοντας συνέχεια ερωτήματα και παίρνοντας τις ίδιες (σχεδόν πάντα) απαντήσεις.

Εδώ δεν θα βρεις τέτοιες απαντήσεις. Ευτυχώς δηλαδή, άγιο είχαμε. Χορτάσαμε.

Αφορμή για το «μνημειώδες θέαμα-εμπειρία» όπως αυτό εύστοχα συστήνεται από τα «κεντρικά» είναι μια διάσημη υπόθεση απάτης στην ιστορία της τέχνης. Ένα ζευγάρι συλλεκτών αγοράζει ένα έργο του εξπρεσιονιστή Mark Rothko για 8,5 εκ. δολάρια και πέφτει, κάποια χρόνια αργότερα, πάνω σε μια ωραία έκπληξη- είχαν στα χέρια τους μια εξαιρετική απομίμηση. Αυτό είναι ας πούμε η κεντρική ιδέα. Και αυτή που ελκύει άλλες σκόρπιες, σαν πεταλούδες στο φως. Πόσο ελεύθερος είναι ένας καλλιτέχνης; Τι είναι Τέχνη σήμερα; Ποιος ορίζει την αξία της; Πόση δύναμη έχει πια σε μια καθαρή ψηφιακή εποχή; Έχει ένας πλαστικός πίνακας την ίδια δυνατότητα να συγκινήσει και να ταράξει διαφορετικά τους ταραγμένους καιρούς μας; Μπορεί η κακή τέχνη να είναι φθηνή;

«Δεν πιστεύω ότι τόσα χρόνια είχα κρεμασμένο έναν πλαστό πίνακα στον τοίχο μου που τον είχε φτιάξει ένας μαθηματικός από τη Σαγκάη. Ήταν τόσο σημαντικός, και για μένα και για τη γυναίκα μου» λέει σε κάποια στιγμή ο προδομένος συλλέκτης για να πάρει πίσω το ερώτημα από τον ηθοποιό που «έπαιζε» τον δημοσιογράφο: «Tελικά τι αποδείχτηκε; Πως ήταν πλαστή η τιμή του ή η σχέση του μαζί σας;» (χειροκρότημα από το κοινό).

«Γεια σας είμαι ο τάδε και θα παίξω τον τάδε». Αυτό είναι κάτι που ακούς συχνά από τους ηθοποιούς που υποδύονται τους αρκετούς χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στη σκηνή. Λες και χρειάζεται υπενθύμιση. Όχι τόσο του ποιοι είναι, όσο κυρίως του να μη ξεχνάμε τη σύμβαση. Αυτό που βλέπεις είναι κάτι άλλο. Η μάλλον, για την ακρίβεια, μην έχεις και πολύ εμπιστοσύνη σε αυτό που βλέπεις γιατί αν ειπωθεί αλλιώς μπορεί και να σε οδηγήσει στο σημείο που θες, αλλιώς.

Σε αυτό το απίθανο αλλιώς.

Όταν ξεκινά η παράσταση και συνειδητοποιείς τι ακριβώς βλέπεις σε παράλληλη τροχιά, με ένα άγριο, ακριβές και εξωπραγματικά συνεχόμενο ζωντανό μοντάζ, θες να φας το κάθισμα. Θεωρητικά βλέπεις ένα κινέζικο εστιατόριο, με τα κρεμαστά φαναράκια και τους μάγειρες πάνω από τις κατσαρόλες με τα νουντλς, μια κατάλευκη γκαλερί της Νέας Υόρκης με νέον επιγραφές, το διπλό κρεβάτι με τα ανακατωμένα κλινοσκεπάσματα ενός καλλιτέχνη από τη Λετονία που έμελλε να αλλάξει την ιστορία της σύγχρονης τέχνης, γκαλερίστες, εμπόρους τέχνης και πλαστογράφους, μαικήνες της τέχνης και υπάλληλους παράδοσης φαγητού. Α ναι, και οθόνες ύψους επτά μέτρων που ορθώνονται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης.

Ουσιαστικά «τρέχουν» δύο παραστάσεις. Χωρίς ανάσα. Και με πολύ σαρκασμό. Μια θεατρική και μια κινηματογραφική. Αυτό που διαδραματίζεται στη σκηνή γεμίζει το μισό σου οπτικό πεδίο, το άλλο μισό, εκεί, σε ύψος επτά μέτρων, το γεμίζει η «οθόνη». Κάθε σκηνή, κάθε χαρακτήρας, «παρακολουθείται» από προσωπικούς καμεραμάν, τους βλέπεις, τους θαυμάζεις, τους χειροκροτείς- αυτοί είναι που στέλνουν την εικόνα στη μεγάλη οθόνη. Με χειρουργική ακρίβεια, επί τέσσερις ώρες. Έτσι, τα πρόσωπα, τα μάτια, η αρπαγή του συναισθήματος ανεβαίνουν ψηλά και πρωταγωνιστούν, βάζοντας σου όμως ένα σταθερό δίλημμα: Ποιόν δρόμο να ακολουθήσεις; Πού να αφήσεις το μάτι σου να κάτσει; Πώς θα επιτρέψεις σε αυτή την ομιχλώδη ηλεκτρονική -κυρίως- μουσική του Lubomir Grzelak να σε φυγαδεύσει στα πιο εσωτερικά σημεία των σκέψεων σου; Ποιά είναι η αλήθεια; Ποιό το ψέμα; Να εμπιστευτείς την κάμερα όταν χαϊδεύει τις πονεμένες ρυτίδες ή να της παραδοθείς όταν κρατά αποστάσεις αφήνοντας το σώμα να στείλει τους κραδασμούς του ψύχραιμα και κάπως τρυφερά;

Τις λίγες στιγμές που οι διάλογοι είναι στα αγγλικά, όλα μοιράζονται πιο εύκολα. Η προσπάθεια σου να προλάβεις τους υπότιτλους από τα λετονικά, σε καθοδηγεί περισσότερο στο να ξεχνάς πως παρακολουθείς θεατρική παράσταση – κι ας προσπαθούν τα απίστευτα σκηνικά του Fabien Lédé με την παιχνιδιάρικη διάθεση τους στις ξανά και ξανά αλλαγές τους να σε πείσουν για το αντίθετο. Αυτός ο διχασμός σε χέρια άλλου (-ων) θα γινόταν αχταρμάς. Αντιθέτως, εδώ πρόκειται για θαυμαστικό σε σταθερό οργασμό.

Θες παράδειγμα; Να σου δώσω. Όταν πλησιάζει το διάλειμμα και το new break a heart κομμάτι του Octave Noire με τίτλο Un nouveau monde σε λαχταριστή και φυσικά extendend εκδοχή, βρίσκει τη θέση του σε απανωτές «κατάμαυρες» σκηνές, το μόνο που έχεις να κάνεις (μετά, όταν τα φώτα ανάψουν), είναι να κοιτάς το ταβάνι με την ευχαρίστηση εξερευνητή που μόλις ανακάλυψε τον Βόρειο Πόλο. Ή την Αμερική!

(Αυτό για το διάλειμμα ήταν για να σε κάνω να ακούσεις το κομμάτι – με ευχαριστείς όποτε θες.)

Για την ιστορία, όπως με πληροφορούν από το κοντρόλ, οι κριτικές από τον Τύπο της Πολωνίας και της Λετονίας, αν έχει σημασία, είναι ενθουσιώδεις. Στον πολωνικό Τύπο, ο Dorian Widawski του Magazynszum γράφει: «είναι δύσκολο να μιλήσω για μια θεαματική παράσταση, μια σπουδαία παραγωγή και μια νέα ποιότητα. Αυτές είναι ίσως απλές μα και υψηλές έννοιες, όμως εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν είναι αρκετές». Παράλληλα, ο Michal Krawczyk της Przegladbaltycki κλείνει την κριτική του με τα εξής λόγια: «Αυτό το θέμα ανοίγει διάπλατα το βλέμμα σε περιπέτειες χαμένες στη λήθη. Ένας βαθύς και σκοτεινός προβληματισμός για την επιχειρηματική φύση της σύγχρονης τέχνης και μια δραματική ανάγνωση της φιγούρας του Rothko, που αναλύονται ευανάγνωστα και εμπνευσμένα».

Αυτά. Κι αν ξανάρθει μην το χάσεις. Γιατί σήμερα υποψιάζομαι δεν θα έχει ούτε σκαμπό.

Δημήτρης Πάντσος