Από τον ποταμό-σεντόνι, τη λάβα-κουβέρτα
τη σιωπή σε πράσινα μάτια βουτηγμένη
το χρόνο που σωριαζόταν μέσα μου κομμάτια
θρυμματισμένος απ’ την αοριστία της ερωτικής ώρας
απ’ όλη την ευημερία τότε
συγκινούμαι μονάχα σαν θυμάμαι
το χνουδάκι στον αφαλό.
Να ‘βλεπες λοιπόν πώς καθόταν εκεί
σαν από κάποιο σύννεφο μιας άλλης αλήθειας
να ‘χε κατέβει, παγιδευμένο
περίμενε το δάχτυλο μιας σκοτεινής ζωής
-της δικιάς μου- να το ελευθερώσει
απ’ τη φυλακή της σάρκας
για να ενωθεί ξανά μ’ όλα τα χνουδωτά πράγματα
χωρίς αιτία
που πετούν και στέκονται και χαίρονται
χωρίς αιτία.
«Δεν υπάρχει πρόσωπο», λένε
μπαινοβγαίνουν στις νύχτες και στο χτες
κι ούτε που ξέρουν τι θα πει ζωή του άλλου
συγκεκριμένη κι αφοπλιστική
στον αφαλό μόνο γίνονται ορατά για μια στιγμή
χωρίς αιτία
κι ούτε που ξέρουν τι θα πει σώμα ή παρελθόν
κι ούτε που…