Θορ 2

Θορ 2: Σκοτεινός Κόσμος *****

ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Άλαν Τέιλορ, Τζέιμς Γκαν

Πρωταγωνιστούν: Κρις Χέμσγουορθ, Νάταλι Πόρτμαν, Τομ Χίντλστον

Διάρκεια: 112’

Ο Σκανδιναβικός Θεός του κεραυνού Θορ αντιμετωπίζει τη δυσκολότερη μέχρι στιγμής δοκιμασία της αιώνιας ζωής του. Τα  ξωτικά του σκότους, μια προαιώνια εξαφανισμένη φυλή που η Άσγκαρντ είχε ξεγράψει από τα τεφτέρια της, ξαναεμφανίζεται και απειλεί να καταστρέψει το σύμπαν με τη χρήση ενός εξωγήινου όπλου, του Αιθέρα. Το γήινο αμόρε του Θορ, η Τζέιν Φόστερ, θα εμπλακεί άθελά της στην υπόθεση, κάνοντας το ζήτημα της διατήρησης της παγκόσμιας ζωής πιο προσωπικό για τον Υπερβόρειο Θεό.

Δεν έχω πρόβλημα με τις ταινίες με σούπερ ήρωες. Κατευχαριστήθηκα τα πρώτα δύο Σπάιντερμαν και τους X-men, (σχεδόν) όλες οι ταινίες με πρωταγωνιστή τον Μπάτμαν εξακολουθούν να με ψυχαγωγούν, ενώ κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες μπορώ να απολαύσω και το πρώτο Ghost Rider και το «σκουπιδαριό» του Daredevil, χωρίς να είμαι φαν των αντίστοιχων κόμικ. Οπότε δεν μπορώ και να τα συγκρίνω με βάση την πιστότητα της ταινίας στην πρωτότυπη ιστορία. Μα το Θορ 2: Σκοτεινός Κόσμος με κούρασε.

Εκεί που αποτυγχάνει σε πώρωση, το Θορ κερδίζει σε γέλιο. Οι σαρκαστικές σκηνές είναι χωρίς καμία προσπάθεια αστείες.

Προσπαθεί πολύ να δημιουργήσει ένα υπεράνθρωπο συναίσθημα, αναμειγνύοντας νερωμένες σκηνές μάχης, εφέ που το παρακάνουν και μέτριες ως κακές ερμηνείες. Κάποιες από τις υποτιθέμενα επικές και μεγαλεπίβολες στιγμές της δείχνουν σαν να πρόκειται για μια κακή ταινία επηρεασμένη από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και δεν τη βοηθάει καθόλου το γεγονός ότι, ως επί το πλείστον, οι περισσότερες σκηνές που ο κεντρικός ήρωας Θορ μοιράζει φάπες ή είναι πολύ μικρές για να έχουν κάποια κλιμάκωση ή πολύ άσχημα σκηνοθετημένες ώστε να βοηθήσουν στο μασούλημα του ποπ κορν.

Μια και αναφέρθηκα στις ερμηνείες, να πω το εξής: η μέτρια ερμηνεία του Κρις Χέμσγουορθ, ανάμεσα στις λίγες αναλαμπές της, δεν μπορεί να δημιουργήσει σύνδεση μεταξύ του ήρωα και του θεατή ή να προκαλέσει δέος. Ο Άντονι Χόπκινς δείχνει μάλλον να πλήττει αφόρητα στο ρόλο του Όντιν και η Νάταλι Πόρτμαν δεν μπαίνει καν στον κόπο να ερμηνεύσει. Μόνη ελπίδα της ταινίας, ο Τομ Χίντλστον ως Λόκι· μακράν ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας, ενώ ο ίδιος ο Χίντλστον δείχνει να το καταδιασκεδάζει.

Εκεί που αποτυγχάνει σε πώρωση, το Θορ κερδίζει σε γέλιο. Οι σαρκαστικές σκηνές είναι χωρίς καμία προσπάθεια αστείες, με τα cheesy αστειάκια περί των διαφορών μεταξύ Γης και Άσγκαρντ, ενώ ρέστα δίνουν τα χωρατά του Λόκι και οι αναφορές που γίνονται στο σύμπαν της Μάρβελ. Καλή και η τελική μάχη-απαράβατος θεσμός αυτών των ταινιών, αλλά μέχρι τότε ποιος νοιάζεται; Οι φανς του κόμικ μπορεί να εκτιμήσουν τις πτυχές που προφανώς μου διαφεύγουν, αλλά μέχρι και αυτοί που θέλουν να σκοτώσουν την ώρα τους θα βαρεθούν. Ταινία άψυχη και χωρίς πραγματικό λόγο ύπαρξης.

Συνηγορος

Ο Συνήγορος *****

ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ

Πρωταγωνιστούν: Μάικλ Φασμπέντερ, Κάμερον Ντίαζ, Χαβιέ Μπαρδέμ, Μπραντ Πιτ

Διάρκεια: 117’

Η επαναφορά του Ρίντλεϊ Σκοτ στα γνώριμα και αγαπητά sci-fi γαλαξιακά πεδία έδειξε τι πραγματικά του πηγαίνει, που μπορεί να μεγαλουργήσει και άντε, του έδωσε και μερική άφεση αμαρτιών για τις κακές του στιγμές. Λογικό επόμενο βήμα θα ήταν να αφοσιωθεί άμεσα στο σίκουελ του Προμηθέα και να αφήσει το κοινό του ευχαριστημένο. Τι πραγματικά έγινε και τόλμησε (παρακαλώ να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιλογή του ρήματος) να σκηνοθετήσει μια ταινία σαν τον Συνήγορο, δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω.

Ο Μάικλ Φασμπέντερ παίρνει το δικηγορικό του χαρτοφύλακα και μπλέκεται παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε σε μια υπόθεση πάρε-δώσε κοκό που απειλεί να ξεσκεπάσει περαιτέρω το καρτέλ διακίνησης και τα κεφάλια να αρχίσουν να πέφτουν τρομακτικά γρήγορα. Δε διακυβεύεται, φυσικά, μόνο η ζωή του ίδιου του «Συνήγορου», όπως είναι γνωστός στα κυκλώματα, μα και της τόσο αγαπητής και αθώας μέλλουσας συζύγου του, αυξάνοντας ραγδαία την ψυχολογική πίεση που βιώνει.

Το πραγματικά μηδενικό, τετριμμένο και «μας τα παν κι άλλοι» σενάριο προσπαθεί να καλυφθεί κάτω από ένα all star επιτελείο και έναν υψηλό μπάτζετ, μια συνταγή που για κάποιο λόγο μερικοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι λειτουργεί ως Κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα ανήμπορα από γεννησιμιού πονήματα. Αμ δε, οι όποιες προσδοκίες διαπράττουν χαρακίρι ήδη από τη μέση της ταινίας, επηρεασμένες από την εντελώς ανούσια και δήθεν εξυπνακίστικη φλυαρία των χαρακτήρων, τη βαρετή στερεοτυπική τους προσέγγιση και το παρατράβηγμα της διάρκειας όταν δεν υπάρχει λόγος να γίνει και τίποτα που να αποδεικνύει ότι αξίζει να συμβεί.

Αν μέσα από όλη αυτή την προβλεψιμότητα φρόντιζε να εστιάσει παραπάνω στο να γίνει περισσότερο κωμική και αυτοσαρκαστική, ίσως και να άξιζε μνείας ως ένα συμπαθές «ταινιάκι», να περνά η ώρα και να χαζέψουμε. 

Μπερδεμένη και επιφανειακή, μας παρουσιάζει παραπάνω χαρακτήρες απ’ όσους θα έπρεπε χωρίς να καταφέρει να εμβαθύνει ούτε σε έναν, διαπράττοντας όχι μόνο το αμάρτημα του αδιάφορου, μα και της κακώς εννοούμενης γραφικότητας. Είναι δύσκολη η παρακολούθηση της ταινίας όταν τόσο λίγα συμβαίνουν τόσο αραιά και στο μεταξύ δεν υπάρχει τίποτα άξιο περιγραφής. Τα δύο-τρία διάσπαρτα ταραντινικά λεκτικά αστειάκια που αξίζουν, υπονομεύονται απ’ όλο το υπόλοιπο αδρανές κήτος.

Περισσότερη βάση δίνει κανείς στο σώμα της (εντελώς έξω από τα νερά της μα φιλότιμης) Κάμερον Ντίαζ και του καθόλου σέξυ μα αξιοπρεπέστατα άξεστου Μπραντ Πιτ παρά στα νταραβέρια της υπόθεσης των ναρκωτικών. Που όλως τυχαίως αποτελεί και το ΘΕΜΑ της. Σύνδεση με το δράμα του Φασμπέντερ και συμπάθεια; Ανύπαρκτη. Ενδιαφέρον για την έκβαση της ιστορίας; Στο ναδίρ, δεδομένου και του εντελώς «προβλεπέ» της.

Αν μέσα από όλη αυτή την προβλεψιμότητα φρόντιζε να εστιάσει παραπάνω στο να γίνει περισσότερο κωμική και αυτοσαρκαστική, ίσως και να άξιζε μνείας ως ένα συμπαθές «ταινιάκι», να περνά η ώρα και να χαζέψουμε. Αλλά, επί του προκειμένου, δεν ξέρω αν αξίζει καν μιας οικιακής προβολής. Κύριε Ρίντλεϊ, δεν ξηγιέστε καλά.

1 2