Σκέφτομαι τι να λέει το πέλαγος
ηχώντας πέρ’ απ’ τα μεσάνυχτα γοερά μέσ’ στη σκοτεινιά του.
Πίνει μαυρίλα που ολοένα σπάζει στο άσπρο των πεθαμένων
είν’ ο αφρός εδώ κ’ εκεί χωρίς ανάπαυση.
Οι μηχανές κόβουν μεγάλα κομμάτια θάλασσα με χοντρούς ήχους
ενώ η αρμύρα νηστική ραπίζει τα πλευρά του σκάφους,
οι μηχανές την άσπιλη βρίζουν ερημιά.