daaa97717640f260216c025719263bd6

Ένα απλο ίσιωμα στα αρχίδια από το υποψήφιο θύμα κάνει τον φερέλπι εκτελεστή να κατεβάσει την κάννη του πιστολιού. Από τη στιγμή που το μεγαλοστέλεχος της Fiat κάνει μία τοσο ανθρώπινη κίνηση δεν αντιπροσωπευει πιά το ληστρικό κεφάλαιο, είναι απλά ένας άνθρωπος. Οπότε το νεόκοπο μέλος της οργάνωσης Prima Linea αδυνατεί να τον πυροβολήσει. Άσχετα αν στην πολιτική του διαδρομή από τα οδοφράγματα του Μάη του 1968, έχει ανοίξει κεφάλια μπάτσων και φασιστών, έχει κάψει κλούβες των CRS -των γαλλικών ΜΑΤ- και μετράει άπειρες πληγές στο σώμα του από τις οδομαχίες με σκίνχεντς και μπράβους. Έτσι σφίγγει το χέρι της Φεντόρας, του παντοτινού του έρωτα και απομακρύνεται, αφήνοντας πίσω του την οργάνωση και τον ένοπλο αγώνα.

Κάπου τρείς δεκαετίες μετά ο αφηγητής δέχεται ένα τηλεφώνημα καθώς επιστρέφει στο σπίτι στα προάστια του Παρισιού. Έχει πια μεταμορφωθεί σε ότι μισούσε κάποτε. Είναι ένας αστός οικογενειάρχης με σύζυγο και παιδιά κι όπως έλεγε το παλιό σύνθημα «έχει πεθάνει από τα τριάντα του». Όμως μέχρι τότε, πριν εγκαταλείψει τις κυρίες και τα όπλα, έχει «ζήσει μία ζωή που είχε την μυρωδιά του δακρυγόνου, ήταν σκληρή σαν σιδερολοστός και ταραχώδης σαν οδομαχία». Η φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου είναι η παλιά του αγάπη που του θυμίζει ότι κάποτε έζησε σε παράξενους καιρούς. Και ανακαλεί στην μνήμη του μία εποχή όπου στις ευρωπαικές μητροπόλεις ξεπηδούσαν τα ανεξέλεγκτα στοιχεία, που ονειρεύονταν την παγκόσμια επανάσταση.

StphaneOsmont_

Ο Στεφάν Οσμόν -φιλολογικό ψευδώνυμο του Στεφλαν Ντοτελοντέ- Γάλλος συγγραφέας γράφει στα «Ανεξέλεγκτα Στοιχεία» (εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Αριάδνη Μοσχονά), για τα φαντάσματα της νιότης του. Τους καιρούς που περιπλανιόταν στο Παρίσι και την Ρώμη πρώτα με σιδηρολοστούς και κράνη μοτοσυκλέτας και μετά με ένα όπλο αποφασισμένος να βγει στους δρόμους της φωτιάς και να κάνει συντρίμμια τον παλιό κόσμο.

Πιτσιρικάς τον Μάη του ’68, δίπλα στους φοιτητές που ξήλωναν τα πεζοδρόμια για να φτιάξουν οδοφράγματα, τροτσκιστής μαχόμενος στους δρόμους στην εφηβεία του, ο αφηγητής διηγείται μία ιστορία έρωτα και επανάστασης. Πρώτα οι μάχες με τους ακροδεξιούς για τον έλεγχο των δρόμων, μετά οι εκκαθαρίσσεις στο εσωτερικό της άκρας αριστεράς, ύστερα οι συγκρούσεις με τους μπάτσους. Χρόνια γεμάτα από μάχες, συνομωσίες, ατέλειωτες θεωρητικές συζητήσεις και οργιώδεις ερωτικές νύχτες, με μουσική υπόκρουση τους Pink Floyd που δίνουν την θέση τους στους Clash. Και μετά το ξεπέρασμα των αναστολών, τα πρώτα όπλα, οι γιάφκες, οι ληστείες τραπεζών και η αναμενόμενη κρατική αντεπίθεση. Στο νοερό προσκλητήριο των συντρόφων του, όσοι δεν κατέληξαν σε ένα κελί ή σε φέρετρο, χάθηκαν στη πρέζα ή αναζητώντας εξεγέρσεις σε άλλα μακρινά μέρη.

Αλλά η σαγήνη αυτών των σελίδων πατάει στην εξομολογητική γραφή του. Ο Οσμόν δεν ντύνει αυτόν τον αγώνα με πέπλα ρομαντισμού, δεν θέλει να γράψει μία ελεγεία για την χαμένη επανάσταση. Ο αφηγητής σπάει κεφάλια μπάτσων αλλά τρώει και ξύλο στις διαδηλώσεις. Συνομωτεί με μυστηριώδεις επαναστάτες από κάθε γωνιά της Ευρώπης, αλλά κρατάει επαφή με τα επίσημα κόμματα. Κουβαλάει σάκκους με όπλα, διασκεδάζει με τις ληστείες αλλά δεν πατάει την σκανδάλη μπροστά στον «εχθρό του λαού». Θαυμάζει τους αντάρτες πόλεων όπως τους Γερμανούς της Φράξιας Κόκκινος Στρατός και τους Ιταλούς των Ερυθρών Ταξιαρχιών αλλά απεχθάνεται το θράσος των δικών του, Γάλλων της Action Directe. Επαίρεται για τις γεμάτες αδρεναλίνη στιγμές που έζησε στις οδομαχίες και στο κυνήγι φασιστών, αλλά ομολογεί και τον πανικό που βιώνει ένας καταζητούμενος στη θέα μιάς στολής.

Το 1981 με την εκλογή του σοσιαλιστή Μιτεράν στην Προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας, ως βετεράνος αποσύρεται από κάθε είδους πολιτική δράση. Έτσι κι αλλιώς δεν αντέχει τα δακρυγόνα, δεν είναι τόσο σκληρός όσο υπολόγιζε και η ταραχώδης ζωή τον έχει εξουθενώσει. Ο επίλογος γράφεται σε ένα ακριβό ρεστοράν στο Παρίσι, σε ένα άντρο της μπουρζουαζίας. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι συνδαιτημόνες, έχουν τελειώσει με την επανάσταση, τους περιμένουν οι μέρες της αφθονίας και οι ακίνδυνες ονειροπολήσεις των «μολυβένιων χρόνων».