Πόσο έχει αλλάξει η ελληνική κοινωνία από την εποχή της θείας απ’ το Σικάγο;

Κι όμως ακόμη και μετά από ένα εξομολογητικό λογοτεχνικό πόνημα σαν το «Καλά και σήμερα: Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος» (Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας ως έργο που προάγει τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά θέματα), η Σοφία Νικολαϊδου, όσο οξύμωρο κι αν ακουστεί, όπως παραδέχεται στην Popaganda, θεωρεί ότι «Το Χρυσό Βραχιόλι» (εκδ. Μεταίχμιο) είναι «το πιο δικό μου, παρόλο που είναι γραμμένο με τα λόγια άλλων. Ίσως γιατί δονεί πολύ εσωτερικές δικές μου χορδές. Αφορά ένα θέμα μέσα στο οποίο έχω μεγαλώσει. Είναι η ιστορία της γενιάς μου, είναι η ιστορία της γενιάς των γονιών μου».

Το θέμα στο οποίο αναφέρεται είναι αυτό των πανεπιστημιακών σπουδών, είναι το θέμα της απόκτησης πτυχίου, είναι το θέμα που, ως γνωστόν, αφορά ολόκληρη τη χώρα μέσα στην οποία η ίδια γεννήθηκε, μεγάλωσε (ως παιδί προσφύγων), σπούδασε (κλασική φιλολογία), διδάσκει (φιλόλογος επί 26 χρόνια σε σχολείο, ενώ από το 2019 παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του ΑΠΘ) και δημιουργεί (μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, κ.α.). Είναι το θέμα που η συγγραφέας εξερεύνησε σε βάθος σχεδόν μιας δεκαετίας, καταγράφοντας με ενσυναίσθηση τα βιώματα που μοιράστηκαν μαζί της εκατό και πλέον άνθρωποι, κάποιοι με τα δικά της χρόνια, κάποιοι με πολύ περισσότερα, κάποιοι με τα λιγότερα από τα μισά της. Από όλες αυτές τις αληθινές ιστορίες διάλεξε τις πιο αντιπροσωπευτικές και τις μετέφερε στο χαρτί μέσω ενός αφηγηματικού μοντάζ «που υπηρετεί μια ξεκάθαρη κεντρική ιδέα. Θα έλεγα ότι είναι σαν να φτιάχνει κανείς ένα ψηφιδωτό. Έχει σημασία το πώς θα βάλεις τα κομμάτια. Δεν εννοώ απλώς ολόκληρες τις ιστορίες, αλλά και τις φράσεις μέσα στις ιστορίες, και τις λέξεις μέσα στις φράσεις», με στόχο την ανάδειξη της ορυκτής ανθρώπινης αλήθειας, όπως την χαρακτηρίζει.

Η οποία αλήθεια με τη σειρά της αναδεικνύει ότι τελικά το θέμα του βιβλίου δεν είναι απλώς η επιθυμία και ενίοτε μανία της ελληνικής κοινωνίας για την απόκτηση πρωτίστως του Χαρτιού και κατ’ επέκταση της Γνώσης (τόσοι και τόσοι γονείς εξακολουθούν να «τραυματίζουν» με το κλασικό «πάρε το χαρτί και μετά θα δεις τι θα κάνεις» τα παιδιά τους, και εκείνα με τη σειρά τους τα δικά τους παιδιά κ.ο.κ), είναι και ό,τι προηγείται, ό,τι την επηρεάζει αλλά και ό,τι συνεπάγεται αυτής: Είναι οι ευκαιρίες, οι συμβάσεις, τα συμπλέγματα, οι πιθανότητες, τα στερεότυπα, οι διακρίσεις των φύλων, τα τραύματα, τα ζωτικά ψέματα, οι ταξικές διαφορές, οι έξεις και το πολιτισμικό κεφάλαιο του κάθε ατόμου που αντανακλούν τις κοινωνικές συνθήκες, μέσα στις οποίες διαμορφώθηκαν.

Είναι όλη αυτή η -όχι πάντα δίκαιη, όχι πάντα ευχάριστη, όχι πάντα αποδοτική- «σκυταλοδρομία από γενιά σε γενιά, το πώς μερικά μοτίβα επαναλαμβάνονται όχι γιατί η ιστορία διαγράφει ένα κύκλο, αλλά μια σπείρα».
Εν τελεί ε
ίναι η ανθρώπινη συνθήκη και η αληθινή ζωή μπροστά στην οποία η φαντασία μερικές φορές ωχριά.

«Εδώ και τριάντα χρόνια, από τότε που πρωτοάρχισα να γράφω, μάζευα ιστορίες και περίμενα. Τα τελευταία επτά χρόνια εργάστηκα πιο συστηματικά, με ηχογραφήσεις και ταξίδια ανά την Ελλάδα», σημειώνετε στον πρόλογο του νέου σας βιβλίου. Πρόκειται δηλαδή για ένα μεγαλεπήβολο εγχείρημα αφενός γιατί η ιδέα γεννήθηκε πριν από τόσο καιρό, αφετέρου γιατί το γράψιμο διήρκεσε ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο μάλιστα όχι απλά βγάλατε και άλλα βιβλία αλλά βραβευτήκατε και για το έργο σας.
Κάποιοι μπορεί να πιστεύουν ότι σε μια παρέα ο ο συγγραφέας είναι αυτός που αφηγείται. Στην πραγματικότητα ο συγγραφέας είναι πάντα αυτός που ακούει. Πάντα μου άρεσε να ακούω τους ανθρώπους να αφηγούνται. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ιστορίες που αφορούν μια φάση του ανθρώπινου βίου που κανείς ψάχνεται, αναζητεί ταυτότητα, παλεύει με τον εαυτό του και με τα θηρία γύρω του. Είναι κομβικό σημείο της ζωής. Όντως γέμιζα χαρτάκια, κρατούσα σημειώσεις και ξεκινώντας από τους οικείους μου, μάζευα ιστορίες για πολλά χρόνια, χωρίς να ξέρω, στην αρχή, τι να τις κάνω. Ώσπου συνέβη ένα από αυτά τα μικρά πράγματα που καμιά φορά συμβαίνουν και ανάβουν τα φώτα του μυαλού. Είμαστε σε ένα τραπέζι στο πατρικό μου, χαζολογούμε και κάποια στιγμή βγαίνουν τα άλμπουμ με τις παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες που έχουν τα δοντάκια γύρω-γύρω. Είδα για πρώτη φορά έναν έπαινο της μαμάς από την τελευταία τάξη του σχολείου, το 1953, που έλεγε «αιέν αριστεύειν», είχε το βαθμό 19.1, δίπλα είχε το πατρώνυμο και δίπλα σε αυτό είχε το επάγγελμα του παππού: εργάτης. Δεν είναι ότι δεν το ήξερα, αλλά ήταν η πρώτη φορά που το είδα γραμμένο. Και τώρα που το θυμάμαι, συγκινούμαι. Κάτι άναψε μέσα στο μυαλό μου και αποφάσισα να κάνω αυτό το βιβλίο, ξεκινώντας την έρευνα από γνωστούς μου ανθρώπους. Όμως νομίζω ότι έτσι είναι γενικά αυτή η χώρα, ή τουλάχιστον η χώρα που ξέρω εγώ, οι φίλοι μου, οι γονείς μου, οι φίλοι των γονιών μου, ακόμη και οι φοιτητές μου.

Θα σας το πω και αλλιώς: μετά από πολλά χρόνια στη μέση εκπαίδευση, ξεκίνησα το 2019 να διδάσκω στο πανεπιστήμιο. Μπαίνοντας μια μέρα στο μικρό, εργαστηριακό μάθημα της δημιουργικής γραφής, είπα στους φοιτητές τι ετοιμάζω και τους ρώτησα αν είναι κάποιος ανάμεσά τους σε αυτή την κατηγορία. Τους θυμάμαι σαν τώρα και τους είκοσι να κοιτιούνται και να γελάνε. «Τι εννοείται κυρία; Όλοι!» είπε ένας. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Νόμιζα ότι το ζήτημα της πρώτης γενιάς μίας οικογένειας που πηγαίνει στο πανεπιστήμιο ήταν κάτι που αφορούσε πολύ λίγους πια.

Όλο αυτό το μεγάλο διάστημα στο οποίο ετοίμαζα το «Χρυσό Βραχιόλι», εκτός από ό,τι άλλο έγραφα, ταξίδευα και ανά την Ελλάδα, μεταξύ άλλων για παρουσιάσεις. Όπου βρισκόμουν, φρόντιζα να μαζευόμαστε σε ένα τραπέζι -οι άνθρωποι ανοίγονται όταν είναι γύρω από ένα τραπέζι-, έλεγα τι ετοιμάζω και δεν μου έτυχε ποτέ να μη μου πουν όλοι οι συνδαιτημόνες: «Α! Έχω μια τρομερή ιστορία να σου πω!» Ήταν πολλές οι ιστορίες που συγκέντρωσα.

Πώς επιλέξατε αυτές που τελικά δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο;
Καταρχήν ήθελα να είναι αντιπροσωπευτικές. Να υπάρχει, ας πούμε, μια γεωγραφική διασπορά σε χωριά, νησιά, πόλεις. Ήθελα επίσης τις φωνές τριών γενιών, με ενδιαφέρει η σκυταλοδρομία ανάμεσά τους. Όλες οι ιστορίες είναι συναρπαστικές, όμως είναι κάποιες ιστορίες που γράφονται στην καρδιά την ώρα που σου τις λένε. Είναι τέτοιο το θέμα που θα μπορούσα να ακούω και να γράφω επ’ άπειρον. Από την αρχή έλεγα σε όλους ότι μπορεί να μη χρησιμοποιούσα όσα μου έλεγαν. Όμως αν δεν έκανα όλες αυτές τις συζητήσεις, αν δεν είχα όλο αυτό το υλικό που στο τέλος δεν χρησιμοποιήθηκε, δεν θα μπορούσα να μπω τόσο βαθιά στο θέμα, να πατήσω με τα δυο πόδια, να βυθιστώ στην ατμόσφαιρα του βιβλίου, να έχω όλες αυτές τις φωνές στο κεφάλι μου. Διότι όσο καιρό έγραφα, όσο καιρό έκανα αυτό το αφηγηματικό μοντάζ, υπήρχε ένα μουρμούρισμα στα αυτιά μου από όλες τις ιστορίες. Κάπως σαν μουσικό τέμπο, απαραίτητο για να γραφτεί το «Χρυσό Βραχιόλι».

Οπότε ακόμη κι αν δεν συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο όλες οι ιστορίες, με κάποιο τρόπο έχουν περάσει στις σελίδες του.
Ασυζητητί. Έτσι το βλέπω και όπως περίπου γράφω στο τέλος, ο αναγνώστης βλέπει το χαλί με τα σχέδια, αλλά από πίσω υπάρχει ο κόμπος και η δουλειά της υφάντρας. Έχοντας όλες τις ιστορίες ως υπόβαθρο, ήξερα πού να πατήσω.

Απάντηση στην εύλογη απορία του δυνητικού αναγνώστη που εσείς η ίδια θέτετε στο επίμετρο, μπορείτε να δώσετε; Πρόκειται για ντοκουμέντο, μαρτυρία, αφηγηματική δημοσιογραφία ή προφορική ιστορία;
Είναι όλα αυτά μαζί. Η μεγάλη ομπρέλα είναι η αφήγηση που τα νικάει όλα. Κάτω από αυτή, υπάρχουν όλες οι παραπάνω ταμπέλες – με τις οποίες ταμπέλες γενικά έχω πολύ μεγάλο πρόβλημα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Κάθε άνθρωπος θέλει να αφηγηθεί την ιστορία του, όπως σημειώνετε στο βιβλίο. Θεωρώ ότι αυτός είναι και ο κανόνας για τον κάθε συγγραφέα τη στιγμή που ξεκινάει να γράψει ένα καινούριο βιβλίο. Πώς όμως μπορεί να μιλήσει κανείς για τον εαυτό του στην περίπτωση ενός βιβλίου σαν και το Χρυσό Βραχιόλι, όπου μεταφέρονται στο χαρτί τα λεγόμενα άλλων και όχι δικά σας, τοποθετημένα στα στόματα ορισμένων ηρώων που πλάσατε με τη φαντασία σας;
Μπορεί να ακουστεί οξύμωρο, αλλά θεωρώ ότι αυτό το βιβλίο είναι το πιο δικό μου, παρόλο που είναι γραμμένο με τα λόγια άλλων. Ίσως γιατί δονεί πολύ εσωτερικές δικές μου χορδές. Αφορά ένα θέμα μέσα στο οποίο έχω μεγαλώσει. Είναι η ιστορία της γενιάς μου, είναι η ιστορία της γενιάς των γονιών μου… Ξέρετε, στη λογοτεχνία, ή μάλλον στην αφήγηση, αυτό που συναρπάζει είναι το ότι σου δίνει με έναν τρόπο πολύ αληθινό μια ορυκτή ανθρώπινη αλήθεια, κάτι που βγαίνει από τα έγκατα, κάτι που ήταν θαμμένο και κάποιος έχει σκάψει με τα χέρια του, το έχει βγάλει, το καθαρίζει από τα χώματα και τις σκόνες και το προσφέρει. Αυτού του τύπου η ανθρωπογνωσία που χαρίζει η αφήγηση, δεν ξέρω αν μπορεί να τη χαρίσει άλλο πράγμα στον ανθρώπινο πολιτισμό – και μέσα στην αφήγηση βάζω τα πάντα, μπορεί να είναι ο Όμηρος ή μια σειρά στο Netflix.

Κι αν κάποιος πει ότι εντάξει, και τι έκανε δηλαδή η Νικολαΐδου, μίλησε με εκατό ανθρώπους, μετέφερε στο χαρτί τα λεγόμενά τους και νάτο το βιβλίο, πολύ πιο εύκολα τα πράγματα σε σχέση με τη μυθιστορηματική, αν θέλετε, λογοτεχνία, τι θα απαντούσατε;
Είναι κάπως σαν τις περιπτώσεις που ένα μυθιστόρημα φαίνεται χαρισμένο, σαν να έχει γραφτεί σε μια νύχτα, αλλά κάποιος που ξέρει από λογοτεχνία καταλαβαίνει ότι ο συγγραφέας έχει μοχθήσει, έχει γυαλοχαρτίσει το κείμενο, γι’ αυτό κυλάει, όχι από μόνο του. Αντίστοιχα στο Χρυσό Βραχιόλι έχει σημασία να δημιουργείται η αίσθηση ότι δεν μεσολαβεί τίποτα, ότι υπάρχει απλώς ένα αυτί που τα καταγράφει όλα, ενώ υπάρχει ένας άνθρωπος που καταγράφει με ενσυναίσθηση, προσπαθώντας να μπει μέσα στην ιστορία για να την αποδώσει. Υπάρχει φυσικά και το αφηγηματικό μοντάζ που υπηρετεί μια ξεκάθαρη κεντρική ιδέα. Θα έλεγα ότι είναι σαν να φτιάχνει κανείς ένα ψηφιδωτό. Έχει σημασία το πώς θα βάλεις τα κομμάτια. Δεν εννοώ απλώς ολόκληρες τις ιστορίες, αλλά και τις φράσεις μέσα στις ιστορίες, και τις λέξεις μέσα στις φράσεις. Βγάζεις κάτι από τα χώματα αλλά για να λάμψει και να το δει κάποιος, πρέπει να καθαριστεί με προσοχή.

«Στη θεία απ’ το Σικάγο, μια ταινία της δεκαετίας του ’50, ποιοι ήταν οι καλοί γαμπροί; Γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός. Σε εκείνους έριχναν τα κανάτια. Τόσα χρόνια μετά κι ενώ ξέρουμε ότι είναι κορεσμένα επαγγέλματα, πολλοί γονείς εξακολουθούν να επιμένουν σε αυτά. “Πάρε το χαρτί και μετά θα δεις τι θα κάνεις” λένε στα παιδιά.»

Μέσα από την πολυετή διαδικασία των συνεντεύξεων βγάλατε κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με την ανθρωπογεωγραφία της ελληνικής κοινωνίας με γνώμονα την πετριά της με το πτυχίο;
Υπάρχουν μοτίβα που επανέρχονται, όπως τα «παιδιά του χωριού», αυτό το «να φύγεις από ‘δω» που λένε οι γονείς τους. Ή αυτό που μου είπε ένας επιχειρηματίας: «η επαρχία τα θέλει όλα ίσια, εγώ ήθελα όσο τίποτα να φύγω και ο μόνος τρόπος ήταν να ξεχωρίσω και να φύγω». Αυτό το «εμείς δεν έχουμε λεφτά, αφού όμως παίρνεις τα γράμματα πρέπει να σπουδάσεις» είναι ένα σταθερό μοτίβο που επανέρχεται και στην τρίτη γενιά του βιβλίου, τους εικοσάρηδες – κάτι εντυπωσιακό, που δεν θα περίμενε κανείς. Και μάλιστα στα παιδιά προσφύγων που ήρθαν σχετικά πρόσφατα στη χώρα, επανέρχεται με τον ίδιο τρόπο που διακρινόταν στις οικογένειες πολύ πιο παλιά. Επειδή είμαι παιδί προσφύγων, ήταν σαν να ακούω τον παππού μου που στην Κατοχή έστελνε κολλυβογράμματα στη γιαγιά μου από τη φυλακή και έλεγε «δεν θα στείλεις τα παιδιά στα χωράφια, θα μάθουν γράμματα». Η αντίστοιχη Αλβανίδα μάνα σήμερα έλεγε στον εικοσάχρονο φοιτητή: «Δεν μπορείς να διαβάσεις παιδί μου; Εδώ είναι τα θερμοκήπια». Και μου λέει το παιδί: «Δεν το έλεγε από κακό, κυρία, αυτή ήταν η αλήθεια». Ή η Ουκρανή καθαρίστρια που μου είπε ότι πήρε όλες τις κυρίες στο Πανόραμα για να πει ότι η κόρη της πέρασε στην Ιατρική Αθηνών. Η γυναίκα ζει στη Θεσσαλονίκη και αποφάσισε να στερηθεί τα πάντα για να πληρώσει τις σπουδές της κόρης της στην Αθήνα. «Είναι η καλύτερη σχολή», μου είπε χτυπώντας το δάχτυλο στο τραπέζι, «γι’ αυτό τη διάλεξε». Επίσης επανέρχεται το ζήτημα με τα κορίτσια. Και να μη θέλει κανείς να το θέσει, είναι τόσο προφανές ότι για πολλούς γονείς τα κορίτσια είναι για οικογένεια, δεν χρειάζεται να σπουδάσουν, ή αν σπουδάσουν, ας γίνουν νηπιαγωγοί για να έχουν ελεύθερο χρόνο να κάνουν οικογένεια. Έχει λοιπόν ενδιαφέρον η σκυταλοδρομία από γενιά σε γενιά, το πώς μερικά μοτίβα επαναλαμβάνονται όχι γιατί η ιστορία διαγράφει ένα κύκλο, αλλά μια σπείρα.

Η γνώση, εν προκειμένω αυτή που αποκτάται σε ένα πανεπιστήμιο, είναι μεν ένα πολύτιμο εφόδιο, από την άλλη νομίζω ότι μέσα από το βιβλίο σας διακρίνεται και ένα βαθύ σύμπλεγμα της ελληνικής κοινωνίας που καλά κρατεί κι ας περνάνε τα χρόνια. Ακόμη και σήμερα δεν είναι λίγοι αυτοί που προτιμούν το παιδί τους να πάρει ένα βαρύτιμο πτυχίο από το να γίνει υδραυλικός μόνο και μόνο για τα μάτια του κόσμου.
Έτσι είναι. Στο βιβλίο υπάρχει για παράδειγμα η ιστορία μιας εικοσάχρονης που σκοτωνόταν με τους γονείς της γιατί επέμεναν να πάει σε ΑΕΙ, γιατί «το ΤΕΙ δεν είναι πανεπιστήμιο». Στη θεία από το Σικάγο, μια ταινία της δεκαετίας του ’50, ποιοι ήταν οι καλοί γαμπροί; Γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός. Σε εκείνους έριχναν τα κανάτια. Τόσα χρόνια μετά κι ενώ ξέρουμε ότι είναι κορεσμένα επαγγέλματα, πολλοί γονείς εξακολουθούν να επιμένουν σε αυτά. «Πάρε το χαρτί και μετά θα δεις τι θα κάνεις» λένε στα παιδιά. Είναι πολύ ενδιαφέρον και το εξής: «Τι θα έκανες αν το παιδί σου έλεγε ότι δεν θέλει να σπουδάσει» ρωτούσα και τις τρεις γενιές. Ακόμη και όσοι μέχρι τότε ήταν πολύ άνετοι και επέμεναν ότι τα πτυχία δεν έχουν τόση σημασία, ξαφνικά μου έλεγαν: «αν μου πει ότι δεν θέλει να σπουδάσει, θα το σουβλίσω». Ή ακόμη κι αν δεν απαντούσαν με τόση ένταση, όπως οι εικοσάχρονοι, έλεγαν «κάτι δεν θα έχω κάνει εγώ καλά, θα προσπαθήσω να το μεταπείσω». Κανένας δεν μου είπε: «εντάξει, τι να κάνουμε, δεν χάλασε ο κόσμος». Φαίνεται δηλαδή ότι είμαστε μια κοινωνία που εξακολουθεί να γυρνάει γύρω από αυτό.

«Στο Χρυσό Βραχιόλι έχει σημασία να δημιουργείται η αίσθηση ότι δεν μεσολαβεί τίποτα, ότι υπάρχει απλώς ένα αυτί που τα καταγράφει όλα, ενώ υπάρχει ένας άνθρωπος που καταγράφει με ενσυναίσθηση, προσπαθώντας να μπει μέσα στην ιστορία για να την αποδώσει.»

Άρα δεν άλλαξε κάτι ούτε καν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης;
Πριν κάνω την έρευνα και τις συνεντεύξεις, αν με ρωτούσε κανείς θα έλεγα ότι προφανώς έχουν αλλάξει τα πράγματα. Όμως νομίζω ότι δεν είναι έτσι τελικά. Έτυχε να κάνω τα τελευταία φινιρίσματα του βιβλίου μετά το ξέσπασμα του κορονοϊού. Κάθε μέρα μαθαίναμε για νέα κρούσματα, νέους νεκρούς κι αμέσως μετά τι θα γίνει με τις πανελλαδικές. Ήταν ένα ερώτημα που επανερχόταν σε καθημερινή βάση. Σε μια κοινωνία δηλαδή που βρισκόταν σε μεγάλη υγειονομική κρίση, η καυτή πατάτα ήταν οι πανελλαδικές. Κάτι λέει αυτό.

Στο βιβλίο αγγίζετε και το ζήτημα των παγιωμένων αντιλήψεων και στερεοτύπων που στις κοινωνικές επιστήμες αποκαλείται «γυάλινο ταβάνι». Έχει να κάνει περισσότερο με το φύλο, την τάξη ή τη γενιά;
Οι μικροί, οι εικοσάχρονοι, το κορόιδεψαν. Δεν έχει σημασία από πού ξεκινάς ως προς το πού μπορείς να φτάσεις, αυτό μου είπαν όλοι ανεξαιρέτως κι έχει σημασία ότι τα περισσότερα παιδιά στην ηλικία 20-30 εργάζονταν στην εστίαση για να μπορέσουν να σπουδάσουν. Μπορώ να γίνω ό,τι θέλω, αρκεί να προσπαθήσω, επέμεναν. Αυτό μπορεί να έχει να κάνει με τη φόρα της ηλικίας, γιατί αν δεν το πιστεύεις τότε, σ’ έφαγε το μαύρο φίδι.

Οι μεγαλύτεροι θα έλεγα ότι ήταν μοιρασμένοι. Με μια διαπρεπή εξαίρεση τον άντρα που διένυσε τη μεγαλύτερη απόσταση από τη φτώχεια στα πλούτη, ένα χωριατόπαιδο με μπαμπά βοσκό που έφυγε από το χωριό κι έγινε πολύ επιτυχημένος επιχειρηματίας. Όταν τον ρώτησα αν θεωρεί ότι μπορεί ένα φτωχόπαιδο να φτάσει ως την απόλυτη κορυφή της πυραμίδας, από την οποία θεωρούσε ο ίδιος για τον εαυτό του ότι δεν θα έφτανε, μου είπε: «Σοφία, αρκεί να έχεις το κουμπούρι στην τσέπη και δέκα φουσκωτούς, τότε ναι, μπορείς να το κάνεις αν αντέχεις να ζήσεις έτσι».

Τρομερή ήταν και η ιστορία μίας κοπέλας που σπούδαζε φιλοσοφία και σε ένα μάθημα άκουσε τη θεωρία του Μπουρντιέ για το γυάλινο ταβάνι και το πολιτισμικό κεφάλαιο. «Βγήκα τρέχοντας από το αμφιθέατρο και σπάραξα στο κλάμα, γιατί τότε κατάλαβα ό,τι μου συνέβαινε μέχρι εκείνη τη στιγμή, τότε κατάλαβα τι ήταν αυτό που με έκανε να είμαι κάπως αλλιώς από τους άλλους», μου είπε, εννοώντας τους συμφοιτητές της που μπορεί να ήταν παιδιά οικογενειών ανώτερης οικονομικής τάξης.

Ρωτούσα και το εξής όσους μου μίλησαν: Τους ανθρώπους που είναι σαν εσένα τους καταλαβαίνεις; «Ναι, από χιλιόμετρα», απάντησαν όλοι. Τους ρωτούσα και αν καταλαβαίνουν τους άλλους. Κανείς δεν με ρώτησε ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι.

Πολύ έντονα θυμάμαι κι ένα μεγάλο κύριο που χρησιμοποιώντας τους δείκτες του για έμφαση, είπε: «Εσύ ξεκινάς από εδώ, διανύεις μια απόσταση και φτάνεις ως εδώ. Αυτοί που λες…» Ποιοι αυτοί; τον ρώτησα. «Αυτοί», απάντησε με νόημα. «Αυτοί που τα έχουν όλα εύκολα. Αυτοί, από εδώ που φτάσαμε εμείς με τόσο κόπο, από εδώ ξεκινάνε».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Κάτι επί προσωπικού: Εσείς πότε αποφασίσατε να σπουδάσετε κλασική φιλολογία; Ήταν μια πηγαία επιθυμία σας ή είχε να κάνει και με το ότι η μητέρα σας είχε κάνει ανάλογες σπουδές;
Η μαμά δεν ήθελε καθόλου να πάω στη φιλολογία, δαγκωνόταν όταν το άκουγε. Την είχα πατήσει κι εγώ όπως τόσα παιδιά που ήταν άριστοι μαθητές. Το δεδομένο ήταν ότι θα πήγαινα στην Ιατρική και γι’ αυτό μέχρι Β’ Λυκείου διάβαζα φυσικοχημείες και έγραψα αρχαία με sos. Απλώς εκείνο το καλοκαίρι κατάλαβα ότι δεν με ενδιέφερε καθόλου ο συγκεκριμένος δρόμος και έκανα το γύρισμα σε αυτό που ήθελα πραγματικά να κάνω. Ως προς την ειδίκευση, γιατί αυτό είναι η κλασική φιλολογία, βασανίστηκα πολύ. Θα αναφέρω αυτό που μου είχε πει ο Παναγιώτης Μουλάς, που ήταν της νεοελληνικής: «Άκου να σου πω Σοφία. Αν θες να μάθεις γράμματα» -γι’ αυτό η λέξη γράμματα με συγκινεί ακόμη βαθιά- «θα τελειώσεις το κλασικό και μετά θα κάνεις ό,τι θέλεις». Δεν το μετάνιωσα. Ίσα-ίσα, θεωρώ ότι ένας άνθρωπος που έχει κλασικές σπουδές, πατάει πολύ γερά στα πόδια του. Για να το ελαφρύνουμε λίγο, δεν μπορεί να σου πουλήσει μοντερνισμό ο Ντεριντά αν ξέρεις τι έχει προηγηθεί και πόσο μοντέρνα ήταν ορισμένα πράγματα αιώνες πριν.

Στα γράμματα που τόσο σας συγκινούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχετε αφιερώσει τη ζωή σας μέχρι σήμερα.
Ναι, γιατί ενώ έχω δει ένα κάρο ανθρώπους που είναι σπουδαγμένοι, έχουν πτυχία, αλλά είναι κτήνη, εξακολουθώ μέσα μου να πιστεύω ότι τα γράμματα μπορούν να σε κάνουν άνθρωπο. Αν και το ‘χω δει το έργο κι από άλλη μεριά, παραμένει βαθιά μου πεποίθηση. Γι’ αυτό το σχολείο είναι σημαντικό και πρέπει να κάνει σωστά τη δουλειά του.

Διαβάζοντας τις ιστορίες στο Χρυσό Βραχιόλι αναρωτιέμαι πόσες ιδέες για επόμενα βιβλία γεννήθηκαν στο μυαλό σας.
Και σκέψου ότι πίσω από κάθε μία υπάρχουν τόσες ακόμη ιστορίες, είτε από τον ίδιο άνθρωπο είτε από άλλους, που δεν μπήκαν στο βιβλίο. Έχει πλάκα ότι τώρα που είδαν το βιβλίο όσοι μου μίλησαν, αμέσως μου είπαν «αχ ξέχασα να σου πω και την άλλη ιστορία». Από πού ξεκινάει ο ανθρώπινος πολιτισμός; Από το «έλα να σου πω μια ιστορία». Είτε είσαι σε ένα μπαρ, είτε γύρω από ένα τραπέζι, είτε σε ένα διαστημόπλοιο. Και οι αληθινές ιστορίες είναι ανίκητες. Έχουν κάτι τόσο συναρπαστικό. Όσο επινοητικός και να είναι ένας συγγραφέας, έρχεται η στιγμή που σκέφτεται, όπως όλοι οι άνθρωποι δηλαδή, ότι η φαντασία ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα.

Επίσης εντυπωσιακό είναι και το ότι όσο κι αν νομίζει ο καθένας μας ότι είναι απολύτως μοναδικό κάτι που έχει ζήσει υπό συγκεκριμένες συνθήκες, με συγκεκριμένους ανθρώπους, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, αν το αφηγηθείς, θα συνειδητοποιήσεις ότι το ίδιο, ή παρόμοιο, βίωμα έχουν και άλλοι.
Αυτό είναι για μένα ο πυρήνας της αφήγησης. Το ίζημα που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο πίσω από τις ιστορίες του.

Μετά από τόσα χρόνια στο χώρο της εκπαίδευσης και της λογοτεχνίας, αν είχατε την ευκαιρία, να δώσετε μία συμβουλή στη νεότερη Σοφία, την εποχή που περάσατε στο πανεπιστήμιο, την εποχή που πήρατε κι εσείς το Χρυσό Βραχιόλι, ποια θα ήταν αυτή;
Δεν είμαι καλή στις συμβουλές, τις αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. Νομίζω ότι ένας μεγαλύτερος άνθρωπος, αυτό που βλέπει στο μικρότερο και συνήθως δεν μιλάει, είναι η φόρα του, η άγνοια κινδύνου. Νομίζω όμως ότι τώρα κατανοώ περισσότερα πράγματα, έχω λιγότερες γωνίες, δεν είμαι συνέχεια με το τσεκούρι στο χέρι για να πάρω κεφάλια, όπως είναι κανείς στα 20. Τώρα συμπαθώ περισσότερο τον εαυτό μου.

Υποτίθεται ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων που μεγαλώνουν -ή προσπαθούν να μεγαλώσουν- ωραία, όπως λέγεται. Αυτή η συμπάθεια είναι όμως πραγματική ή ένα «χάπι» που δίνει κανείς στον εαυτό του για να ξεχάσει ότι του λείπει η νιότη του;
Δεν μπορεί να το απαντήσει κανείς αυτό. Οι μαθηματικοί δεν έχουν συνήθως ανθρωπογνωσία, είναι στον κόσμο τους, όπως οι μουσικοί. Παρά ταύτα, είχα έναν πολύ ωραίο τύπο καθηγητή μαθηματικών στο Λύκειο που είχε πει κάτι που θυμάμαι, ένα από αυτά τα μικρά πράγματα που λένε οι άνθρωποι χωρίς να ξέρουν ότι έχουν σημασία: Καλό είναι κανείς να καταλαβαίνει ποια είναι η κατάλληλη χαρά για την ηλικία στην οποία βρίσκεται. Δεν είναι όλες οι χαρές για όλες τις ηλικίες.

Δεν αντέχει και το σώμα άλλωστε όλες τις χαρές μετά από κάποια ηλικία.
Το πιο πιθανό είναι ότι όλο αυτό που συζητάμε το φτιάχνει κανείς στο μυαλό του. Γιατί όπως και να ‘χει είναι άλλο να βλέπεις όλη τη ζωή μπροστά σου και να μη μετράς τίποτα και άλλο να ξέρεις ότι ακούγεται το τικ τακ και ότι αυτό που έχεις μπροστά δεν είναι ατελείωτο. Αλλά μπορεί να είναι και μία αίσθηση που θα σου κάνει καλύτερη τη μέρα. Για παράδειγμα εγώ πιο εύκολα πετάγομαι τώρα, παρά στα 20, και πηγαίνω μια εκδρομή. Πέρασα, όμως, και μια αρρώστια. Έχει να κάνει και με αυτό.

Άρα η αρρώστια ήταν κάτι που επηρέασε ριζικά τη θεώρησή σας για τη ζωή;
Ναι. Έβαλα μυαλό.

Το Χρυσό Βραχιόλι της Σοφίας Νικολαΐδου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).