Σκύλε που πας πίσω από το άλογο
και σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.
Οδηγείς μέσ’ απ’ την πάχνη νομάδες
που αθόρυβα σε εμπιστεύονται.
Ιδού, μαζί περπατάτε,
σας βλέπω στα βάθη της πεδιάδας ατμώδεις,
έτσι πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.
Σκύλε, δείχνεις αμέριμνος,
πλην όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.
Σκύλε, κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.
Είσαι αδελφός, πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.
Το σούρουπο απ’ το ρύγχος σου κατεβαίνει
κι απ΄τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν, παλιάς πυρκαγιάς.
Στέλνεις τη φωνή σου στο υπερπέραν
και ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.

Σκύλε που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.