Mommy 1

Mommy *****

Καναδάς, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Xavier Dolan

Πρωταγωνιστούν: Anne Dorval, Antoine-Olivier Pilon, Suzanne Clément

Διάρκεια: 134’

Η Diana (ή Die για τους φίλους) δέχεται ξανά τον ψυχικά άρρωστο γιο της, Steven, στο σπίτι τους μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο. Η ζωή τους εξακολουθεί να είναι εξίσου έκρυθμη με το παρελθόν και οι βίαιες κλιμακώσεις του Steven έρχονται και παρέρχονται. Τα πράγματα δείχνουν ικανά να αλλάξουν όταν η νέα τους γειτόνισσα, Kayla, μπαίνει στις ζωές τους και τα πάντα δείχνουν ικανά να πάνε προς το καλύτερο. Έστω και προσωρινά. Δίκαια βραβευμένο με το Βραβείο Επιτροπής του περσινού Φεστιβάλ Καννών, το Mommy καταφέρνει να εισχωρήσει με ταπεινό τρόπο στις ψυχές των αντιηρώων του, να ανεβοκατεβάζει με τον κατάλληλο τρόπο τους τόνους και να αναδεικνύει τα προβλήματα που εξετάζει με τρεις εκπληκτικές ερμηνείες από τους κεντρικούς πρωταγωνιστές. 

http://youtu.be/Q9LVLCYvqSI

Ο Xavier Dolan είναι ένας εκ των σημαντικότερων auteur του σημερινού κινηματογράφου. Τι κι αν η θεματική του περιστρέφεται επί μονίμου βάσεως γύρω από τα ίδια του τα ψυχολογικά προβλήματα και δείχνει εν τέλει περισσότερο να μοιάζει με μια προσπάθεια εξαγνισμού από το οιδιπόδειό του σύμπλεγμα, πλάθει τις ταινίες του με έμπνευση και ευγένεια ως προς το σκοπό του. Κάτι που ισχύει και για την τελευταία του ταινία που εκ πρώτης όψεως μοιάζει σαν απολογία για τον προβοκατόρικο τίτλο του ντεμπούτου του, Σκότωσα τη Μητέρα Μου. Ένα γνήσιο enfant terrible των καιρών του.

Γυρισμένο σχεδόν εξολοκλήρου σε 1:1, αυτό εδώ το δημιούργημα παραμένει όμοιο με τους πρωταγωνιστές του. Φωνακλάδικο και αγενές, προβληματικό στην ψυχή του, μα εν τέλει καλόψυχο, σαν ένα φοβισμένο σκυλί που λυσσά μπροστά σε αγνώστους, μόνο για να γυρίσει ανάσκελα λίγο αργότερα, παραδεχόμενο τα συναισθήματά του. Ως επί το πλείστον υβριστικό στα λόγια του και με μια υπόγεια –λιμπιντικής φύσεως- ένταση, δίνει πάσα σε κάθε ικανό ψυχολόγο να διαγνώσει τόσο τα προβλήματα των πρωταγωνιστών και τις αδυναμίες έκφρασής τους, μα και τις ίδιες τις προθέσεις του δημιουργού του. Το προβληματικό, δυσλειτουργικό τρίο που σχηματίζει μια ιδιότυπη οικογένεια, συγκεντρώνεται, ανοίγεται, ψάχνει για στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο θα πατήσει και θα μπορέσει να συγκινηθεί υπό τους ήχους του «Wonderwall» των Oasis. Έστω και αν η χαρά τους θα είναι βραχυπρόθεσμη, προϊόν ενός ενθουσιασμού προτού ξαναβουλιάξουν στις ιδιόρρυθμες συνήθειές τους και βάλουν τρικλοποδιά στους εαυτούς τους. 

Αναπόφευκτα θα έρθει αυτή η στιγμή, όμως. Γιατί η αλήθεια δεν τελειώνει με έναν γάμο και την ευτυχία, μα συνεχίζεται και πέραν αυτού. Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ μπορεί να γύρισαν σπίτι, μα ποιος ξέρει πότε ϋποτροπίασαν ξανά και παραδόθηκαν στη λαιμαργία τους και δεν μπόρεσαν να σωθούν στην επόμενη φτιαγμένη από λιχουδιές καλύβα; Παιδιά ήταν, άλλωστε, όπως μεγάλα παιδιά είναι και οι πρωταγωνιστές αυτής εδώ της ιστορίας, με ανομολόγητα προβλήματα, ουρλιάζουν για τα περιφερειακά ζητήματα που τους απασχολούν, χωρίς ποτέ να παραδέχονται τι πάει στραβά. Και αν το κάνουν αυτό, δεν είναι μια εμπειρία που αλλάζει οριστικά τις ζωές τους, είναι απλά μια προειδοποίηση για το επόμενο στραβοπάτημα που έρχεται σύντομα. Όσο και να θέλουν να ανοιχτούν, ποτέ δε θα μιλήσουν για όλα όσα τους απασχολούν και θα βιαστούν να ξεχάσουν και να προχωρήσουν παρακάτω, μη λογαριάζοντας τις συνέπειες των αποφάσεών τους και αφήνοντας τη φαντασία να εκπληρώνει τις επιθυμίες. Το εικονικό έναντι του πραγματικού, το οποίο κινηματογραφικά μεταφράζεται σε μια άρτια προοικονομία και μια εύστοχη αυξομείωση διάθεσης, ένας κυνικός ρεαλισμός που βρίθει μεταφορών. Μια φωτογραφία αντικαθιστά την υπαρκτή πραγματικότητα.

Πλην των εκπληκτικών, ηδυπαθών ερμηνειών, οι οποίες στην κυριολεξία απορροφούν το θεατή στον ψυχικό μικρόκοσμο της ταινίας, λόγος πρέπει να γίνει για έναν από τους κυριότερους «μοχλούς» της σε αισθητικό επίπεδο: τη χρήση της ταχύτητας. Μετά από ορισμένες σκηνές έντονου ψυχικού φορτίου, τα πάντα αποκτούν ένα αιθέριο slow-motion, κάτι που υποδεικνύει το σύνολο της πρόθεσης της ταινίας. Έπειτα από αυτά τα δήθεν κακόβουλα, επικίνδυνα ξεσπάσματα, περνάμε όχι μόνο στην ηρεμία, μα και στην αγνότητα των συναισθημάτων, που απλά δεν βρίσκουν τους κατάλληλους κώδικες προκειμένου να εκφραστούν. Είτε σε πρώτο επίπεδο (το ψυχολογικό των πρωταγωνιστών), είτε σε δεύτερο (μια πλάγια μεταφορά για όλη τη λειτουργία σχέσεων εξουσίας και της ψυχολογίας του ατόμου που υπομένει τα μύρια όσα προκειμένου να νιώσει μια βραχύβια ανακούφιση), το συγκεκριμένο τέχνασμα λειτουργεί. Έστω και αν δείχνει ολίγον τι αφελής ως συλλογισμός και όχι τόσο ιδιοφυής και «διαβασμένος» όσο, ας πούμε, ενός Fassbinder.

Θα σας σοκάρει, θα σας χτυπήσει στα βράχια, μα θα σας μαλακώσει και θα σας συγκινήσει. Έστω και αν σας πει μετά πως η κάθαρση με τον τρόπο που την επιθυμείτε δεν πρόκειται να έρθει. Τουλάχιστον θα σας σφάξει με το βαμβάκι, γιατί έτσι θεωρεί πως πρέπει να λέγονται τα πράγματα. Και θα σας αφήσει να συνεχίσετε τις ζωές σας, με όποιο δίδαγμα θέλετε να λάβετε, αν και δεν είναι καθόλου διδακτικό ή έστω «δασκαλίστικο». 


http://youtu.be/UT8udzkut18

Οι Εκδικητές: H Εποχή του Ultron (Avengers: Age of Ultron) ***1/2**

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Joss Whedon 

Πρωταγωνιστούν: Aaron Taylor-Johnson, Robert Downey Jr., Scarlett Johansson

Διάρκεια: 142’

Η S.H.I.E.L.D. καταστρέφεται και, προκειμένου να υπάρξει μια μορφή αστυνόμευσης, ο Tony Stark δημιουργεί μια μονάδα τεχνητής νοημοσύνης. Η μονάδα αυτή, βέβαια, θα ξεφύγει από τον έλεγχο του δημιουργού της και θα μετατραπεί στον Ultron, ένα πανίσχυρο ρομπότ που σχεδιάζει να υποτάξει τον κόσμο στη θέλησή του. Μη μπορώντας να μείνουν με σταυρωμένα χέρια, οι Εκδικητές θα ενώσουν για μια ακόμα φορά της δυνάμεις τους προκειμένου να αποτρέψουν τα σχέδια του τεχνητού δυνάστη. Υπερβολή; Εδώ. Εφετζίδικα τεχνάσματα; Εδώ. Τόνοι δράσης; Παρόντες. Διασκέδαση; Εγγυημένη και γνήσια. Άξια του προκατόχου της και άκρως αντιπροσωπευτικό δείγμα του πως γυρίζεται πλέον μια σωστή, ποιοτική ταινία δράσης με υπερήρωες πρωταγωνιστές, η νέα ταινία που αφορά στο σύμπαν της Marvel καταφέρνει να διατηρήσει υψηλά το επίπεδο του franchise, να ικανοποιήσει άπαντες τους οπαδούς της (πέρα από τους γκρινιάρηδες που ψειρίζουν υπερβολικά πολύ) και να μας κάνει να ανυπομονούμε για τις επόμενες κυκλοφορίες της. Άχαστο!


http://youtu.be/8dYbEAejOtM

1001 Γραμμάρια (1001 Grams) ***1/2**

Νορβηγία, Γερμανία, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Bent Hamer

Πρωταγωνιστούν: Ane Dahl Torp, Laurent Stocker, Hildegun Riise 

Διάρκεια: 93’

Η Marie, μια Νορβηγίδα επιστήμονας, ταξιδεύει στο Παρίσι προκειμένου να παρακολουθήσει ένα συνέδριο γύρω από το χιλιόγραμμο και το ακριβές βάρος του. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού θα χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπη με ό, τι συμβαίνει στη ζωή της και να λογαριάσει το βάρος που πρέπει να δοθεί σε κάθε τι την απασχολεί. Το χιούμορ ξεκάθαρα δεν είναι σκανδιναβική υπόθεση, καθώς παραείναι ιδιαίτερο για να γίνει απολαυστικό για όλο τον κόσμο. Από την άλλη, είναι τόσο ανάλαφρο μα και τόσο καλή η ψυχογράφηση της ηρωίδας του Bent Hamer, αλλά και τόσο ευχάριστο το εσωτερικό ταξίδι που πραγματοποιεί που θα είναι τουλάχιστον άδικο να κριθεί αποκλειστικά με βάση το πόσο χιουμοριστική ή όχι είναι. Μια γλυκύτατη όψη του να είσαι άνθρωπος. 


http://youtu.be/nwqVzYLVT5w

Γυναίκα από Χρυσό (Woman in Gold) **1/2***

Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Simon Curtis

Πρωταγωνιστούν: Helen Mirren, Ryan Reynolds, Katie Holmes

Διάρκεια: 109’

Πάνε 60 χρόνια (είμαστε στη δεκαετία του 90) από τότε που η Maria Altmann, γόνος αστικής οικογένειας Εβραίων της Βιέννης απέδρασε από τη ναζιστική απειλή προς τις ΗΠΑ. Προσπαθώντας να αποδώσει δικαιοσύνη απέναντι σε όσα η οικογένειά της στερήθηκε από τις λεηλασίες των ναζί, επιχειρεί, με τη βοήθεια του νεαρού δικηγόρου της, να συλλέξει εκ νέου τα οικογενειακά της κειμήλια που καπηλεύθηκαν οι κατακτητές. Ανάμεσά τους και ο φημισμένος πίνακας του Κλιμτ, Πορτραίτο της Adele Bloch-Bauer I. Η αυστριακή κυβέρνηση αρνείται να αναγνωρίσει τα δικαιώματά της, αλλά αυτή είναι διατεθειμένη να παλέψει μέχρι τέλους. Παρά την ερμηνεία της Helen Mirren και τα πειστικότατα σκηνικά, η ασφαλής πορεία που ακολουθεί, η αχρείαστα μεγάλη της διάρκεια, καθώς και το κάπως υπερβολικά συναισθηματικό φορτίο που έχει όταν προσπαθεί να μιλήσει περί δικαιοσύνης, αυξάνουν σημαντικά τον όγκο της προκαλούμενης πλήξης.