Το αφησμένο πέσιμο του ψαλιδιού
απάνω στο τραπέζι
που ‘ν’ γ γυαλάδα του σαν όψη φωτισμένη από θυσίες,
κει μέσα κρατημένες
μακριά από το ξέσκασμα των αλλονώνε
που ‘ναι πιο τυχεροί πλασμένοι.

Ο κρότος του μιλάει τη δουλειά τη βραδινή,
στο κλείσιμο μέσα από τζάμια χειμωνιάτικα,
στο νεκροζώντανο το χώσιμο
σε τρύπες ολάνοιχτες καλοκαιριού,

κι ανοίγει πλημμυρίσματα,
σε καταδίκες που θα κρατήσουνε καιρό.
Τις συντροφεύει.

Και δίνει στις ελπίδες,
̶ κουρασμένες ̶
πιο πολλή ζωή απ’ το ρολόι που,
̶ λες ποτέ δεν κάνει τίποτ’ άλλο ̶
μετράει τη δουλειά του ψαλιδιού.