Πώς ήταν το ραδιόφωνο στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’30;

 

Ένα δικτατορικό καθεστώς, μια γερμανική κατοχή, ένας εμφύλιος πόλεμος συνθέτουν μια μακρά και ταραχώδη περίοδο στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Παράλληλα, ένα νέο μέσο ενημέρωσης αρχίζει να αναδύεται και να γράφει τη δική του ιστορία εκπέμποντας κύματα. Ο Μανώλης Χαιρετάκης -αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών- ξεδιπλώνει στο νέο του βιβλίο το προφίλ του ραδιοφώνου από το 1930 έως το 1950, μιλά για βαριές και ασήκωτες συσκευές, ακραιφνώς προπαγανδιστικά προγράμματα, παράνομους ακροατές και ηλεκτρολόγους που απελευθέρωναν με πατέντες τα περιορισμένα ερτζιανά και μας προτείνει να το αντιμετωπίσουμε τις σελίδες του σαν αστυνομικό μυθιστόρημα. Tο ραδιόφωνο έχει τη γοητεία που έχουν και οι ταινίες του Aγγελόπουλου, σαν τις ταινίες με τα πενήντα πλάνα που καμία σχέση δεν έχουν με τις σημερινές- εμπορικές των οχτακοσίων πλάνων. Δεσμεύοντας μόνο το αυτί, το ραδιόφωνο αφήνει άπλετο χώρο στην φαντασία.

Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός ήταν ιδιωτικός και δημιουργήθηκε από τον Χρήστο Τσιγγιρίδη στην Θεσσαλονίκη το 1928, εξέπεμπε προς τα Βαλκάνια και έφτανε μέχρι τη Ρουμανία. Η μεγάλη καινοτομία του ήταν η συνεργασία με την εφημερίδα «Μακεδονία», η εφημερίδα δημοσίευε το πρόγραμμα του σταθμού και εκείνος αναφερόταν σε κείμενα του εντύπου, ενώ η επόμενη τέτοιου είδους συνεργασία έγινε ανάμεσα στον «Ριζοσπάστη» και τον ραδιοφωνικό σταθμό «Ελεύθερη Ώρα». Πολλές κυβερνήσεις πριν την 4η Αυγούστου θέλησαν να στήσουν το δικό τους ραδιόφωνο, οι διαμάχες των πολυεθνικών όμως καθυστέρησαν την άφιξή του και στο τέλος όλο το εγχείρημα ανατέθηκε στη Siemens μέσω της θυγατρικής της Telefunken. Αυτό το κομμάτι της ιστορίας έχει αποσιωπηθεί, όπως έχει αποσιωπηθεί εντελώς και ο ρόλος του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Μετσόβιου Πολυτεχνείου που συνέβαλαν ενεργά σε επιστημονικό επίπεδο προκειμένου να προετοιμάσουν το έδαφος για την έλευση του νέου μέσου.

Πριν εγκατασταθεί ολιστικά  με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, το ραδιόφωνο ανήκε στο λάιφσταιλ των ανώτερων τάξεων, μόνο οι οικονομικά ευκατάστατοι είχαν οικιακή συσκευή και έπιαναν σταθμούς από το εξωτερικό. Αυτοί όμως ήταν λίγοι, δεν υπήρξαν ποτέ παραπάνω από εκατό με διακόσιους. Η δικτατορία λοιπόν το αγκάλιασε καθώς το είδε σαν μια εξαιρετική ευκαιρία προκειμένου να περνάει τα δικά της μηνύματα. Τα ραδιοφωνικά προγράμματα πέρα από την προπαγάνδα του Μεταξά -χωρισμένη σε ώρες όπως του παιδιού, του αγρότη, της γυναίκας- και άλλες δήθεν επιμορφωτικές εκπομπές, επιστράτευσε κόσμο για να μιλάει στο ραδιόφωνο. Στο μουσικό πρόγραμμα είχαν απαγορευθεί φυσικά τα ρεμπέτικα, από την στιγμή που το καθεστώς τα έβλεπε ως ένα δημιούργημα του περιθωρίου που μόλυνε τον ελληνικό λαό.

Η Ελλάδα «στα χαρτιά» συνέχισε να μην έχει ιδιαιτέρως μεγάλα ακροατήρια, αν αναλογιστούμε ότι το 1940 υπήρχαν 60.000 ραδιόφωνα. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο, η ακρόαση ραδιοφώνου ήταν κοινωνική εκδήλωση. Μαζευόντουσαν στα σπίτια τουλάχιστον δέκα άτομα και έτσι μόνο το ακροατήριο πολλαπλασιαζόταν. Το πρόγραμμα της περιόδου περιελάμβανε λίγο μουσική, λίγο θέατρο και μπόλικη προπαγάνδα από συντελεστές της μεταξικής δικτατορίας που μεταπήδησαν στην νέα τάξη πραγμάτων. Ο στρατός κατοχής έκανε κατάσχεση στα ραδιόφωνα που έβρισκε στα σπίτια -με οποιοδήποτε πρόσχημα- και σφράγιζε τις συσκευές έτσι ώστε να μπορείς να πιάνεις μόνο τον σταθμό της Αθήνας. Γι΄αυτό και οι δικοί μας οι ηλεκτρολόγοι, σαν σωστά τζιμάνια που ήταν, επινόησαν μια πατέντα έτσι ώστε ο κόσμος να πιάνει Κάιρο και Λονδίνο που μετέδιδαν τις εξελίξεις του πολέμου.

Μέχρι το τέλος της κατοχής ο αριθμός των συσκευών μειώθηκε σημαντικά, αφού οι μαυραγορίτες τις ζητούσαν με αντάλλαγμα μια φέτα ψωμί. Για τους λαθρακουστές υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. Όταν πήγαινες να αγοράσεις μια συσκευή το κατάστημα είχε ένα τριπλότυπο στο οποίο συμπλήρωνες όνομα, διεύθυνση, επάγγελμά και τι μάρκα ραδιόφωνο πήρες. Το ένα το κρατούσε το κατάστημα, το δεύτερο το έπαιρνες εσύ και το τρίτο πήγαινε στην Ελληνική Ραδιοφωνία προκειμένου να καθοριστεί το ποσό που οι ακροατές πλήρωναν ανά κάποιους μήνες. Καθώς όμως φάνηκε πως η ραδιοφωνία είχε περισσότερα έξοδα από όσα συγκέντρωνε, οι εφημερίδες της εποχής δημοσίευαν τα ονόματα των παράνομων ακροατών και δίπλα τα πρόστιμα που καλούνταν να πληρώσουν.

Όταν έφυγαν οι Γερμανοί το ραδιόφωνο απέκτησε αγγλοαμερικανική χροιά και μαθήματα ξένων γλωσσών, διατηρώντας όμως τη δομή προγράμματος που καθιέρωσαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Παρότι η έρευνα μου σταματάει στη δεκαετία του ‘50, η εμφάνιση του τρανζίστορ στη συνέχεια αλλάζει τα δεδομένα. Το ογκώδες έπιπλο του ραδιοφώνου αλλάζει μέγεθος και ο καθένας μπορούσε να το μεταφέρει στην παραλία, στο γήπεδο στο δρόμο. Το κοινό αυξήθηκε ραγδαία και οι διαφημίσεις προϊόντων κάνουν την εμφάνιση τους συνοδεύοντας τις σαπουνόπερες. Βασισμένος στην καθημερινότητα της νοικοκυράς, η οποία αφού είχε φροντίσει τον σύζυγο και τα παιδιά έβρισκε χρόνο να ανοίξει τη συσκευή, το ραδιόφωνο δόμησε το πρόγραμμα του με εκπομπές όπως το «Πικρή, μικρή μου αγάπη»Τα σημερινά ιδιωτικά μέσα δε μπορούν να είναι ανταγωνιστικά ως προς τη δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση καθώς επιτελούν ένα εντελώς διαφορετικό ρόλο. Στόχος τους δεν είναι μια σφαιρική ενημέρωση παρά η υψηλή τηλεθέαση που οδηγεί σε μια συσσώρευση χρημάτων.

Από το 1960 εικάζουν τον θάνατο του σινεμά και του ραδιόφωνο. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί αφού το μόνο που έχει αλλάξει είναι πως πλέον υπάρχουν ταινίες διαθέσιμες στο Youtube ενώ μπορείς να ακούσεις ραδιοφωνική εκπομπή μέσω διαδικτύου. Κάθε φορά λοιπόν που η τεχνολογία θα εξελίσσεται και θα δίνει περαιτέρω δυνατότητες τα παλαιά, καθιερωμένα μέσα θα ενοφθαλμίζουν απλά το περιεχόμενό τους στα νέα και θα προσαρμόζονται συνεχώς στις καινούργιες συνθήκες. Αυτό θεωρώ πως θα συμβαίνει επ’ άπειρον, αφού, δεσμεύοντας μόνο το αυτί και αφήνοντας άπλετο χώρο στην φαντασία, το ραδιόφωνο παραμένει μέχρι σήμερα γοητευτικό.

Το βιβλίο «Η ραδιοφωνία στην Ελλάδα 1930 – 1950» του Μανώλη Χαιρετάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του ραδιοφωνικού σταθμού «Στο Κόκκινο 105,5» .

 

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.