Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Με την «Πολυ ξένη», η Δώρα Μασκλαβάνου ξαναδίνει σε μία ταπεινή γυναίκα την πεταμένη ζωή της

Η Πολυξένη είναι αερικό. Είναι πολύ ξένη, όνομα και πράγμα. Πολύ ξένη σε μια Πόλη ξένη. Τη δική της, την Καβάλα, τής την πήρανε όταν ήταν μικρή. Όπως και τον αδερφό της. Και την ψυχή της… Ψιλόλιγνη, μοναχική, λιγόλογη, απόκοσμη, επίμονη, χαμένη, εμμονική, αλλοπαρμένη, με μια σπίθα πάθους αφανέρωτου, έτοιμου να ξεσπάσει, κρυμμένη στο χαμηλωμένο βλέμμα. Αγαπάει το κόκκινο όπως τη φλόγα της φωτιάς που καίει μέσα της και δυναμώνει. Περπατάει και κουβαλάει το κορμί της λες και θέλει να ξεφύγει από τον ίσκιο της, να πετάξει πάνω από τον Βόσπορο και να ελευθερωθεί. Ο κόσμος, η ζωή, δεν την κρατάει. Παιδί ανταρτών που τους σκότωσαν μπροστά της, έχει τον πόλεμο μέσα της. Υιοθετημένη από ζευγάρι ευυπόληπτων και ευημερούντων Κωνσταντινοπολιτών, φθάνει στα 12 της στην Πόλη από το ορφανοτροφείο της Καβάλας, χωρίς τον μικρό της αδερφό. Κάτι που θα γίνει ο δαίμονάς της -δεν θα το ξεχάσει και δεν θα το συγχωρήσει ποτέ. Αλλά ούτε οι γύρω της, κοράκια πάνω από τους πεθαμένους κηδεμόνες της, θα την αφήσουν να ξεχάσει πως είναι η ξένη… Και το φυτίλι του «πολέμου» ανάβει καθώς σηκώνει την κορμοστασιά της πάνω από την περιουσία που κληρονομεί…


Εμπνευσμένη από μια αληθινή ιστορία, η εξαιρετική, συγκινητική «Πολυ ξένη», που κάνει πρεμιέρα αύριο στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και βγαίνει στις αίθουσες στις 14 Δεκεμβρίου, είναι η νέα ταινία της Δώρας Μασκλαβάνου. Ένα μελόδραμα που αξίζει πραγματικά τα δάκρυα του θεατή. Ένα ζήτημα αιώνιο μέσα σε έναν κόσμο σκοτεινό που πολεμά τον ίδιο τον εαυτό του. Ένα πρόβλημα επαναλαμβανόμενο – έχει συμβεί πόσες φορές και σήμερα συμβαίνει τόσες πολλές ακόμη φορές: Οικογένειες χάνονται. Αδέρφια χωρίζονται. Και δεν ξαναβρίσκονται ποτέ. Τα προσφυγόπουλα το ζούνε κάθε μέρα…

Η Δώρα Μασκλαβάνου στα γυρίσματα. Πίσω οι θετοί γονείς της Πολυξένης (Λυδία Φωτοπούλου-Ακύλλας Καραζήσης)

 Τη Δώρα Μασκλαβάνου τη γνώρισα από κοντά το 2001, όταν έκανε δειλά δειλά την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία “…κι αύριο μέρα είναιμε την Ταμίλα Κουλίεβα. Την είχα όμως πρωτογνωρίσει στη μεγάλη οθόνη και την είχα λατρέψει ως πρωταγωνίστρια της μοναδικής Γλυκιάς Συμμορίας, του Νίκου Νικολαΐδη, ταινίας που σημάδεψε την πορεία της. Η σκηνή που κοιμάται ανάμεσα στις κούκλες, κούκλα και η ίδια, έμεινε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου –κι όχι μόνο τη δική μου. Πολυτάλαντη και πολυδιάστατη, θέλησε γρήγορα, πέρα από τον δρόμο της υποκριτικής να προχωρήσει και σε άλλα μονοπάτια. Άφησε στίγμα στο τραγούδι αλλά και στο ραδιόφωνο ως παραγωγός εκπομπών, ξεκίνησε το γράψιμο και τη σκηνοθεσία σε ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ, συνέχισε στο μοντάζ και κατέληξε στη σκηνοθεσία στον κινηματογράφο, την μεγάλη της αγάπη.

Σου λείπει καθόλου η υποκριτική; Πριν λίγες μέρες ψάχνοντας στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω στην ερμηνεία σου στο Δερβισάκι. Είχα ξεχάσει ότι τραγουδάς! Τα σκέφτεσαι όλα αυτά καθόλου; Πώς δεν τα σκέφτομαι όλα; Αλλά όλα αυτά που αγαπάς και δεν τα ξεχνάς, με το χρόνο, εξελίσσονται κι αυτά, παίρνουν κι άλλες μορφές μέσα σου. Το ζητούμενο είναι να αγαπάμε ερήμην των προσωπικών επιθυμιών μας και του προφανούς συμφέροντός μας. Και τους γυναικείους ρόλους στις ταινίες μου, τους παίζω εγώ πρώτη, κουβαλάω το απωθημένο τους. Αλλά όταν μια άλλη ηθοποιός το παίρνει από μένα και το παίζει αυτή, γίνεται το πιο ζωντανό, το πιο μοναδικό και το πιο δικό μου πράγμα.

Στα γυρίσματα στο σπίτι – η Πολυξένη (Κάτια Γκουλιώνη) και ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας, Claudio Bolivar. Τα εσωτερικά του σπιτιού της ταινίας γυρίστηκαν στο υπέροχο διαμέρισμα στο κτίριο της σχολής Σταυράκου.

Πόσο δύσκολο ήταν να βρεις την Πολυξένη σου; Πάντα είναι δύσκολο να βρεις, να αναγνωρίσεις τη μοναδική ηρωίδα σου. Εγώ το δουλεύω μόνη μου, δεν συμπαθώ τις οντισιόν, παρότι συνήθως είναι αναγκαίες. Η Κάτια (σ.σ. Κάτια Γκουλιώνη, η πρωταγωνίστρια), επικοινώνησε μαζί μου επειδή έμαθε ότι προετοιμάζαμε την ταινία. Δεν γνωριζόμασταν. Διάβασε το σενάριο και έφερε μαζί της ένα πακέτο φωτογραφιών από το διαδίκτυο, που κατά τη γνώμη της σχετίζονταν με την ατμόσφαιρα και το κλίμα της Πολυξένης, όπως εκείνη το εισέπραξε στην ανάγνωσή της. Πρέπει να την απασχόλησε πολύ γιατί ήταν θαυμάσιες! Ε, δεν μπορούσα να χάσω αυτό το κορίτσι.

Το όνομα ΠΟΛΥΞΕΝΗ στους τίτλους ανοίγει και γίνεται ΠΟΛΥ ΞΕΝΗ, δηλαδή πολύ ξένη. Θέλεις να δώσεις το «στίγμα» της ηρωίδας σου από την αρχή; Η Πολυξένη έζησε. Στην Κωνσταντινούπολη. Το όνομά της ήταν αυτό το μοιραίο όνομα και ασφαλώς το κρατήσαμε. Στα 12 της αποχωρίζεται το μικρότερο αδερφό της στο ορφανοτροφείο της Καβάλας και ξεκινά μια νέα ζωή στην Κωνσταντινούπολη, με άριστες προδιαγραφές. Μορφώνεται, ενηλικιώνεται, κληρονομεί, ερωτεύεται, ονειρεύεται και διεκδικεί μια απλή, άξια ζωή, χωρίς να μπορεί να υποψιαστεί και να διαχειριστεί το απλούστατο σχέδιο εξόντωσης που στήνεται πίσω απ’ την πλάτη της. Και παραμένει ξένη, σ’ όλη τη ζωή της, για όλους.

Γύρισμα της σκηνής στο ορφανοτροφείο της Καβάλας

Αγαπήσαμε αυτή την ταπεινή γυναίκα, τη ζωή της που πετάχτηκε στα σκουπίδια χωρίς να το καταλάβει η ίδια -και η ταινία με κάποιο τρόπο την κρατά ζωντανή. Κυνηγήσαμε πολύ καιρό πολλούς ανθρώπους και μάθαμε πολλά για την αληθινή Πολυξένη. Για το περιβάλλον της, τις ρίζες της, το σπίτι της, τις συνθήκες που έζησε και κυρίως την ελευθερία της ψυχής της, με την οποία υπέμεινε τη μοίρα της. Κρατήσαμε τη βάση της πραγματικής ιστορίας και θελήσαμε να φτιάξουμε μια «μυθιστορηματική» ταινία. Στο πρόσωπο της Πολυξένης να νοιώσουμε την αθωότητα, την αγάπη, την ανιδιοτελή προσφορά, την ιερότητα των δεσμών, την πίστη, τη συνείδηση, τόσα θεμελιώδη αισθήματα. Και περισσότερο απ’ όλα, την εμπιστοσύνη. Που προσωπικά θεωρώ το πιο πολύτιμο, πλήρες και τυχερό αίσθημα που μπορεί κανείς να απολαύσει στη ζωή του.

 Αλλά η Πολυξένη δεν μπορεί… Χτυπάς στην καρδιά την ελληνική «αριστοκρατική», μεγαλοαστική τάξη της Κωνσταντινουπολίτικης κοινωνίας της δεκαετίας του ‘70. Ίσως είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο σε ελληνική ταινία…  Οι θετοί γονείς της Πολυξένης, με όλη τους την καρδιά, αλλά και την αίσθηση του κύρους και της θέσης τους, υιοθέτησαν ένα ορφανό κορίτσι απ’ τον «άγιο» τόπο της καταγωγής τους. Της πρόσφεραν ένα ισχυρό όνομα και «διασφάλισαν» την αφοσίωσή της στα γηρατειά τους. Αυτό είναι ένα μοντέλο πολύ γνωστό και θεμιτό παντού, μέχρι σήμερα. Αλλά φτάνει αυτό; Η Πολυξένη νοιώθει την ευγνωμοσύνη που της επιβάλουν να νοιώθει. Και υπακούει. Και σιωπά στις ανάγκες και στις επιθυμίες της. Άρα, η σχέση δεν είναι δίκαιη από τη βάση της. Ζει σε μια ελληνική «φωλιά» μέσα στην ξένη τουρκική κοινωνία που βράζει και ρέει ερήμην της. Ουσιαστικά αδικημένη και βαθύτατα μόνη. Σε μια Πόλη που δεν την ξέρει, ούτε έχει τη δυνατότητα, την «άδεια» να τη γνωρίσει.

Γυρίσματα στο σπίτι της Πολυξένης

 Ακόμη και στην εποχή μας αδέρφια –κυρίως προσφυγόπουλα– χωρίζονται και υιοθετούνται από διαφορετικές οικογένειες. Είσαι η ίδια μητέρα. Πώς νομίζεις ότι μπορεί ένα παιδί να διαχειριστεί κάτι τόσο βάναυσο -και μάλιστα σε μια προεφηβική ηλικία, όπως της Πολυξένης;  Ένα δυνατό παιδί, θα καταφέρει ίσως κάποια στιγμή να οδηγήσει τη ζωή του και να επουλώσει πρακτικά την πληγή του. Να ζήσει μ’ αυτήν, όχι να την ξεχάσει. Το ζήτημα με την Πολυξένη, είναι ακριβώς ότι όταν την πήραν, ήταν 12 χρονών. Οι μνήμες και οι επιθυμίες της, ήταν υλικά ενεργά και εδραιωμένα μέσα της. Χειραγώγησαν τη συμπεριφορά της και το λόγο της. Όχι τη σκέψη και τα αισθήματά της. Κανείς δεν ασχολήθηκε μ’ αυτά. Δεν τους ενδιέφεραν κι επίσης τα φοβόντουσαν. Κι η Πολυξένη κλείστηκε έξω απ’ τη ζωή, έξω από τα τείχη. Ανεπαισθήτως και χωρίς λύπη.

Η ιστορία της είναι σκληρή και δραματική από την παιδική της ηλικία, αλλά είναι και ένα μοντέλο οικείο στους ανθρώπους. Έρχεται και ξανάρχεται, σ’ όλους τους καιρούς και τους τόπους. Οι Έλληνες είμαστε ιδιαίτερα συμπάσχοντες στο θέμα αυτό, γνωρίζουμε τον ξεριζωμό, την εξορία, την προσφυγιά. Ο ξενιτεμός και οι «χαμένες» πατρίδες είναι απαιώνιο μέρος της μοίρας μας. Κι εγώ κι όλος ο κόσμος μπορεί εύκολα να αναφερθεί σε περιπτώσεις που γνωρίζει, οικογενειών που χωρίστηκαν, αδερφών που απομακρύνθηκαν αναγκαστικά. Αυτό θα συμβαίνει πάντα. Δεν ζούμε σ’ έναν ευτυχισμένο κόσμο. Το καλύτερο που μπορεί να μας συμβεί είναι να αγαπήσουμε. Και το κάλλιστο, επαναλαμβάνω, να εμπιστευθούμε.

Λυδία Φωτοπούλου και Δώρα Μασκλαβάνου.

Τα γυρίσματα στην Πόλη ήταν δύσκολα; Η ιστορία διαδραματίζεται κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1970 -και λίγο γύρω στο 1950. Και είναι πολυπρόσωπη. Άρα από τη φύση της είχε απαιτήσεις. Στησίματος και παραγωγής. Στην Πόλη, βρεθήκαμε εν μέσω των απανωτών περσινών επιθέσεων και ήταν ζόρικο. Αλλά εκεί ζουν 20 εκατομμύρια, τίποτα δεν σταματά τη ροή αυτής της πόλης που η καθημερινότητα κοχλάζει. Γρήγορα και χωρίς να το επεξεργάζεσαι, ενστερνίζεσαι τους ρυθμούς της, χώνεσαι στη ζωή της. Το πιο δύσκολο είναι το σκηνικό της, το ανακάτεμα των στοιχείων της. Σχεδόν δεν υπάρχει γωνιά χωρίς σύγχρονα στοιχεία, τα οποία, εννοείται, δεν υπήρχαν το 1970, όταν ζούσε εκεί η Πολυξένη και έπρεπε να τα «εξαφανίσουμε».

 Είναι μια μεγάλη παραγωγή. Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να υλοποιηθεί στην Ελλάδα της κρίσης; Από τη στιγμή που αποφασίσαμε να το κυνηγήσουμε, δώσαμε βέβαια κάποια χρόνια μας – και για όλους τους γνωστούς λόγους που ταλαιπωρούν αυτόν το χώρο. Δυσκολίες υπάρχουν πάντα πολλές. Εδώ, είχαμε γερές πλάτες από τον κάθε συντελεστή. Δεν γίνεται αλλιώς. Ο Claudio Bolivar, ο Γιώργος Γεωργίου, η Δέσποινα Χειμώνα, ο Γιάννης Παμούκης, ο Νίκος Κυπουργός, ο Φώντας Κοντόπουλος, η Ευδοκία Καλαμίτση, η Άννα Ζωγράφου, όλο το σετ, όλο το συνεργείο, σήκωσε την ταινία στις πλάτες του. Οι άνθρωποι αυτοί, ήταν τύχη για τη Φένια (σ.σ. Κοσοβίτσα, παραγωγό της ταινίας) κι εμένα.

Από την άλλη, αγαπώ και υπολήπτομαι πολύ τους ηθοποιούς. Νοιώθω ασφαλής και χαρούμενη μαζί τους. Θέλω να μην τελειώνει το γύρισμα. Απολαμβάνω τις πρόβες, την εργασία του ηθοποιού στο ρόλο. Την εργατικότητα και τη φινέτσα της Λυδίας (σ.σ. Φωτοπούλου), την αφοσίωση του Νίκου Χατζόπουλου να μάθει τέλεια τούρκικα, τη γενναιοδωρία του Αλέξανδρου Μυλωνά, το υπέροχο στήσιμο και τη ζέση του Ακύλλα (σ.σ. Καραζήση), την καλή διάθεση και τη χαρά της Υβόννης (σ.σ. Μαλτέζου) να με βοηθήσει, την αγάπη του Ερρίκου (σ.σ. Λίτση), τί να πω για την Κάτια, για το κέφι και τη ασυγκράτητη φόρα του Ozgurq (σ.σ. Emre Yildirim); Οι ηθοποιοί είναι συγκινημένοι άνθρωποι, το πιστεύω κι αυτό είναι μεταδοτικό.

Είμαι λοιπόν ευγνώμων που έγινε αυτή η ταινία. Όπως και οι δύο προηγούμενές μου. Και ονειρεύομαι την επόμενη. Αυτή την ευχαρίστηση θέλω να διατηρήσω στη ζωή μου. Άλλη μια ιστορία, να την αγαπήσω και να βυθιστώ. Και μετά άλλη μία και μετά άλλη μία και άλλη μία και λοιπά και λοιπά..

INFO
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Προβολές:
αίθουσα ΤΩΝΙΑ ΜΑΡΚΕΤΑΚΗ (Λιμάνι)
Παρασκευή 10 Νοεμβρίου – ώρα 19:45 (Πρεμιέρα)
Σάββατο 11 Νοεμβρίου – ώρα 15:00
Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 14 Δεκεμβρίου

 

ΠΟΛΥ ΞΕΝΗ
Παραγωγή: Φένια Κοσοβίτσα // Σενάριο – Σκηνοθεσία – Μοντάζ: Δώρα Μασκλαβάνου // Φωτογραφία: Claudio Bolivar // Σκηνικά: Γιώργος Γεωργίου // Κοστούμια: Δέσποινα Χειμώνα // Μουσική: Νίκος Κυπουργός // Ήχος: Ξενοφών Κοντόπουλος // Μακιγιάζ: Γιάννης Παμούκης
Παίζουν: Κάτια Γκουλιώνη, Ozgur Emre Yildirim, Λυδία Φωτοπούλου, Ακύλλας Καραζήσης, Νίκος Χατζόπουλος, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Ερρίκος Λίτσης, Υβόννη Μαλτέζου, Χριστίνα Σανλίογλου, Χαρά Αδαμίδου, Νίκος Καραθάνος, Βασίλης Κουκαλάνι, Νάνσυ Σιδέρη, Μελέτης Γεωργιάδης, Αργύρης Πανταζάρας

Εφη Παπαζαχαρίου