Είμαι ένας εφήμερος και διόλου υπερβολικά δυσαρεστημένος πολίτης μιας μεγαλούπολης που νομίζουν μοντέρνα επειδή απόφυγαν κάθε γνωστό γούστο στην επίπλωση και στο εξωτερικό των σπιτιών τόσο καλά όσο και στο πολεοδομικό σχέδιο. Εδώ δε θα προσέξετε τα ίχνη κανενός μνημείου πρόληψης. Η ηθική και η γλώσσα περιορίστηκαν στην πιο απλή τους έκφραση, επιτέλους! Αυτά τα εκατομμύρια των ανθρώπων που δεν αισθάνονται την ανάγκη να γνωρίζουν τον εαυτό τους οργανώνουν τόσο ομοιόμορφα την ανατροφή, το επάγγελμα και τα γεράματά τους, έτσι που η ζωή τους πρέπει να κρατά πολύ λιγώτερο απ’ όσο βρίσκει μια τρελή στατιστική για τους λαούς της ηπείρου. Κι’ ακόμα σαν να βλέπω από το παράθυρό μου, καινούργια σκιάχτρα να κυλούν ανάμεσα απ’ την πυκνή και αιώνια καπνιά του κάρβουνου, – η σκιά μας των δασών, η καλοκαιρινή νύχτα μας – νέες Εριννύες, μπροστά στο εξοχικό μου σπίτι που είναι η πατρίδα μου και όλη μου η καρδιά αφού όλα εδώ μοιάζουν σ’ αυτό, -το Θάνατο χωρίς κλάματα, δραστήρια κόρη και υπηρέτρια μας, μια Αγάπη απελπισμένη, και ένα όμορφο Έγκλημα που ουρλιάζει μέσα στη λάσπη του δρόμου.